Ποδόσφαιρο και πολιτική
του Γιάννη Τζώρτζη*
Η διεξαγωγή του φετινού Μουντιάλ κατέδειξε για άλλη μία φορά ποιος κυβερνάει αυτό τον κόσμο. Τα πρωτοφανή ποσοστά τηλεθέασης, με τα δισεκατομμύρια των φίλων του ποδοσφαίρου που συγκέντρωσαν οι ζωντανές μεταδόσεις από τα νοτιοαφρικανικά γήπεδα, το επιβεβαίωσαν θεαματικά: η «θεά» μπάλα βασιλεύει στα πέρατα του κόσμου και σε όλα τα σημεία της υφηλίου. Στην τρέχουσα περίοδο, μάλιστα, άρχισε ήδη να εμφανίζεται δυναμικά στο τερέν η Ασία, καθώς και η Ωκεανία, ήπειροι που δεν είχαν έως τώρα άξιες αναφοράς επιδόσεις στο ποδόσφαιρο. Την επόμενη έκπληξη όμως αποτέλεσαν φέτος οι ΗΠΑ, χώρα με παράδοση σε αντιποδοσφαιρικά αγωνίσματα και η οποία κατάφερε ωστόσο να σταθεί τουλάχιστον ισάξια απέναντι σε κλασικές χώρες ποδοσφαίρου της Ευρώπης.
Αν και ο οικονομικός παράγοντας συνεχίζει να αποτελεί τον καθοριστικότερο στην άνθηση του ποδοσφαίρου και τη διαπλοκή των συμφερόντων που ενέχονται σε αυτό, αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι η πολιτική εμπλέκεται επίσης σε σημαντικό βαθμό γύρω από το μαγικό κύκλο της μπάλας. Δεν ήταν ασφαλώς τυχαίο φέτος το προσωπικό ενδιαφέρον του Αμερικανού προέδρου Ομπάμα για το Μουντιάλ, καθώς ξεπροβόδισε ο ίδιος την Εθνική των ΗΠΑ, γεγονός πρωτοφανές στα αθλητικά αμερικανικά χρονικά. Αν αυτό, δε, συνέβαινε δύο δεκαετίες νωρίτερα, η δημοτικότητα του όποιου προέδρου των ΗΠΑ μάλλον θα έπεφτε αισθητά. Η άνοδος του ποδοσφαίρου στις ΗΠΑ στα χρόνια μετά το 2000 ενισχύθηκε προφανώς από κλάδους της οικονομίας που επενδύουν σ’ ένα νέο για τα αμερικανικά δεδομένα αθλητικό θέαμα, δημιουργώντας έτσι κι ένα νέο κοινό εκατομμυρίων φίλων του ποδοσφαίρου, που δεν μπορεί βέβαια να αφήνει αδιάφορη την πολιτική.
Στη Γηραιά Ήπειρο αυτά όλα είναι προ πολλού γνωστά, καθώς η πολιτική εμπλεκόταν ανέκαθεν, διακριτικά βεβαίως, στην υπόθεση του ποδοσφαίρου. Τούτο έχει όμως ήδη ξεπεραστεί και σήμερα οι πολιτικοί παράγοντες δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να δείξουν τα σχετικά με το ποδόσφαιρο ενδιαφέροντά τους αλλά και να αποκομίσουν ουσιαστικά οφέλη μέσα από το χώρο του. Η διαπλοκή ποδοσφαίρου και πολιτικής στην Ελλάδα εμφανίστηκε ανοιχτά λίγο πριν το «βρόμικο ’89», όταν ο γνωστός Κοσκωτάς αγόρασε τον Ολυμπιακό με στόχο την ισχυροποίησή του μέσα στο χώρο της πολιτικής. Το παράδειγμά του βρήκε πληθώρα μιμητών αργότερα και στα χρόνια μας, όμως κανείς εξ αυτών δεν αποτέλεσε σκάνδαλο, καθώς οι μηχανισμοί της διαπλοκής συμφερόντων απέτρεπαν κάθε απόπειρα αποκάλυψης. Τα media έκαναν και κάνουν άλλωστε κι εδώ τη δουλειά τους «όπως πρέπει».
Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά της ποδοσφαιρικής υπόθεσης, καθώς όχι σήμερα μόνο αλλά από τα μέσα ήδη του περασμένου αιώνα, η «θεά» μπάλα κανόνιζε ακόμη και την ψυχολογία ενός έθνους. Αυτό το ζήσαμε στην Ελλάδα με το απίστευτο τρόπαιο της Πορτογαλίας αλλά και πρόσφατα, όταν μέσα στην κατήφεια του κλίματος των μέτρων του ΔΝΤ γευθήκαμε τη χαρά μιας πρώτης νίκης σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Ο πολιτικά κατευθυνόμενος επηρεασμός της λαϊκής ψυχολογίας μέσω του ποδοσφαίρου δεν αποτελούσε υπόθεση μόνο των λατινοαμερικανικών χωρών, όπου τα φαινόμενα παραληρήματος προκαλούσαν έκπληξη στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά είχε μιμητές και αλλού, μη εξαιρουμένης της Ελλάδας κατά την περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών.
Στην Ευρώπη, το φαινόμενο μιας εθνοψυχολογικής ανάτασης μέσω του αθλητισμού, κυρίως του ποδοσφαίρου, επιβεβαιώθηκε με συγκλονιστικό τρόπο κατά τη διεξαγωγή του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1954, όταν η ηττημένη τότε, ταπεινωμένη και κατεστραμμένη από τον πόλεμο Γερμανία πέτυχε να κατακτήσει το τρόπαιο με νίκη σε βάρος της Ουγγαρίας, εφάμιλλης τότε της σημερινής Βραζιλίας. Το γεγονός έβγαλε τους Γερμανούς από το σκοτεινό μεταπολεμικό τούνελ και η ατμόσφαιρα προσέλαβε για πρώτη φορά χρώμα αισιοδοξίας. Ας σημειωθεί, για την ιστορία, ότι βετεράνος της τότε Εθνικής Γερμανίας αποκάλυψε προ ολίγων ετών ότι στο ημίχρονο έπρεπε ο ίδιος και οι συμπαίκτες του να πιουν ένα περίεργο «σιρόπι» –μάλλον για «ντόπινγκ» επρόκειτο– που τους έβαλε φτερά στα πόδια. Αυτά γίνονταν ανέκαθεν, θα πει κανείς, στην μπάλα και μάλλον γίνονται ακόμη…
Η επεισοδιακή περίπτωση του Ντιέγκο Μαραντόνα, που με το «χέρι του θεού» στέρησε από την Αγγλία το παγκόσμιο τρόπαιο, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια πράξη εθνικής «εκδίκησης» των Αργεντινών προς τους αποικιοκράτες Βρετανούς, οι οποίοι διεξήγαγαν έναν πόλεμο το 1982 στην άλλη άκρη της Γης κατατροπώνοντας τις Ένοπλες Δυνάμεις της στρατοκρατούμενης τότε Αργεντινής. Ο πόλεμος αυτός δεν προκλήθηκε μέσω του ποδοσφαίρου, αλλά ξεκίνησε με πρωτοβουλία της αργεντίνικης στρατιωτικής χούντας, καθώς οι Βρετανοί επέμεναν να κρατούν υπό τον έλεγχό τους τις νήσους Μαλβίνας, μετονομασμένες μάλιστα σε «Φόκλαντς». Με αφορμή το ποδόσφαιρο όμως είχε αρχίσει παλαιότερα στη Λατινική Αμερική ένας άλλος πόλεμος, όταν η χούντα του Ελ Σαλβαδόρ επεχείρησε να «ρυθμίσει» συνοριακές διαφορές σε βάρος της Ονδούρας.
Από κοινωνιολογικής απόψεως όμως, εκφράζονται ανέκαθεν ισχυρισμοί ότι η φιλαθλική επιθετικότητα και οι ψυχώσεις που καταλαμβάνουν τις μάζες μέσω του ποδοσφαίρου συνιστούν ένα είδος υποκατάστατου στην υστερία των πολεμοχαρών που αιματοκυλούσαν την ανθρωπότητα, ιδίως μάλιστα την Ευρώπη, κατά τους προ ποδοσφαίρου αιώνες. Με την τρέχουσα διεξαγωγή των αγώνων στα γήπεδα της Νότιας Αφρικής ζούμε ήδη ένα διαφοροποιημένο «φιλαθλικό» σκηνικό, όπου επαληθεύονται εν πολλοίς οι θεωρίες του υποκατάστατου. Ο εκκωφαντικός θόρυβος από τις χιλιάδες βουβουζέλες υποκαθιστά πάντως πολύ θετικά τα υβριστικά «σλόγκαν» που συγκροτούν την ατμόσφαιρα βίας στα εγχώρια γήπεδα. Οι «φορείς», δε, αυτών των βίαιων καταστάσεων κατευθύνονται ως γνωστόν από κυκλώματα μεγαλομετόχων, στους οποίους όμως κλείνει συχνά το μάτι η πολιτική αλλά και η δικαιοσύνη.
* Ο Γιάννης Τζώρτζης είναι δημοσιογράφος και πολιτικός επιστήμονας.
από το http://m-epikaira.gr/2010/07/ποδόσφαιρο-και-πολιτική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου