Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Η κυπριακή τραγωδία του 1974 και η γεωπολιτική της διάσταση - του Θ. Μπατρακούλη


Η κυπριακή τραγωδία του 1974 και η γεωπολιτική της διάσταση *
Του Θεοδώρου Σ. Μπατρακούλη

         Αναφορές στη μεσανατολική διάσταση της κυπριακής τραγωδίας και ιδιαίτερα στην «ισραηλινή διασύνδεση» υπάρχουν σε κάποια δημοσιεύματα. Σε ορισμένες πτυχές αυτής υπόθεσης αναφέρεται το βιβλίο του William Mallinson Cyprus: A Modern History.[1] Όπως επισημαίνει ο Μάλινσον, το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τη ασφάλεια του Ισραήλ ανατρέχει στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, καθώς η Σοβιετική Ένωση εξόπλιζε τους εχθρούς του Ισραήλ και ο αδέσμευτος Ντομ Μίντοφ στη Μάλτα έδιωχνε τις βρετανικές βάσεις από το νησί. Τότε (Ιανουάριος 1973) η στρατιωτική χούντα της Αθήνας υπέγραφε την περίφημη συμφωνία για παροχή λιμενικών διευκολύνσεων στον 6ο Αμερικανικό Στόλο. Η χούντα παρείχε τότε διαβεβαιώσεις για την παραδοσιακή φιλία με τις ΗΠΑ, μολονότι δεν προχωρούσε σε διεθνή αναγνώριση του Ισραήλ. Και προσθέτει ο Μάλινσον: «Η Κύπρος, είχε αποκτήσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις ΗΠΑ, λόγω της σημασίας που παίζει στην άμυνα του Ισραήλ. Το ίδιο ενδιαφέρον όσο η τουρκο-ισραηλινή στρατιωτική συνεργασία. Ο Κίσινγκερ είχε ξεκινήσει την προσπάθεια για την απομάκρυνση του Μακαρίου και την εγκατάσταση στην Λευκωσία μιας φιλικής στο ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ κυβέρνησης. Είτε η φιλική προς τις ΗΠΑ κυβέρνηση των Αθηνών θα πετύχαινε την ένωση με την Κύπρο, είτε μια τουρκική εισβολή στην Κύπρο θα απέφερε αρκετά εδάφη ώστε να εξασφαλισθούν οι εγκαταστάσεις που απαιτούνταν για την προστασία του Ισραήλ. Όλα αυτά βρίσκονταν σε απόλυτη συμφωνία με την ταυτισμένη με τα ισραηλινά συμφέροντα και τις τουρκικές βλέψεις, στρατηγική του Κίσινγκερ. Έτσι η Κύπρος ερχόταν στο προσκήνιο της Μέσης Ανατολής. Η κατάσταση είναι ταυτόσημη σήμερα. Ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης συμφωνεί πως «οι ΗΠΑ επιθυμούν η Κύπρος να παίξει ρόλο στην ισραηλινή άμυνα». Ο δημοσιογράφος Ηλίας Δημητρακόπουλος επίσης υποστηρίζει πως «η Κύπρος είναι σημαντική για την άμυνα του Ισραήλ».
         O πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ αποτέλεσε κομβικό σημείο των εξελίξεων. Στις 6 Οκτωβρίου 1973, οι Αραβες γείτονες του Ισραήλ επιχείρησαν να ανακτήσουν χαμένα εδάφη και γόητρο. Οι αιγυπτιακές δυνάμεις επιχείρησαν να ανακαταλάβουν τη χερσόνησο του Σινά. Είναι η αρχή του λεγομένου πολέμου του Γιόμ Κιπούρ ή του Ραμαζανίου (6-26 Οκτωβρίου 1973). Ο πόλεμος αυτός κατέληξε σε νέα νίκη του Ισραήλ, η οποία είχε σημαντικές συνέπειες.[2] Στις 22 Οκτωβρίου 1973, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε την απόφαση 338, η οποία καλούσε σε κατάπαυση του πυρός και επαναλάμβανε τους όρους της Απόφασης 242. Οι ΗΠΑ είχαν ζητήσει από την κυβέρνηση του Σπύρου Μαρκεζίνη (ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος είχε μεταπηδήσει στη θέση του «προέδρου της Δημοκρατίας») την άδεια να χρησιμοποιήσουν το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας για τον στρατιωτικό ανεφοδιασμό του Ισραήλ. Η άρνηση που δέχτηκαν ήταν ευγενική: η κυβέρνηση των Αθηνών δήλωσε ότι η χρησιμοποίηση αυτή «δεν ήταν συμβατή με τους σκοπούς του ΝΑΤΟ». Παρόλο που κι άλλες ευρωπαϊκές χώρες είχαν αρνηθεί τότε διευκολύνσεις στον ανεφοδιασμό του Ισραήλ με πολεμικό υλικό, η εγγύτητα της Ελλάδας με το Ισραήλ ήταν σημαντική, ιδιαίτερα μετά την άρνηση του τότε πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας Έντουαρντ Χηθ να επιτρέψει την χρησιμοποίηση των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο. Η άρνηση ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη για τον Κίσινγκερ. Και τον μεν Χηθ δεν ήταν εύκολο να τον ανατρέψουν οι Αμερικανοί. Δεν ίσχυε το ίδιο για τον Παπαδόπουλο. Ηταν έτοιμος ο διάδοχός του. Με το πραξικόπημα του Νοεμβρίου 1973 ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης θα γινόταν ο παρασκηνιακός ηγέτης μιας νέας στρατιωτικής χούντας, ενώ πρωθυπουργός θα αναλάμβανε ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, με θητεία στις ΗΠΑ.
         Η αντιπαράθεση Αθηνών-Λευκωσίας κλιμακώθηκε μετά την ανάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα από τη δεύτερη χούντα και κορυφώθηκε με το πραξικόπημα του Ιουλίου του 1974. Στις 15 Ιουλίου, οι δυνάμεις της ελληνοκυπριακής εθνοφρουράς, διοικούμενες από αξιωματικούς που υπάκουαν σε εντολές του δικτατορικού καθεστώτος ανέτρεψαν με πραξικόπημα το Μακάριο. Ο αρχηγός της δεύτερης χούντας (1973-74) ταξίαρχος Δ. Ιωαννίδης επέλεξε να προωθήσει την Ενωση, με αυτό τον αντίθετο στο κυπριακό Σύνταγμα και στο Διεθνές Δίκαιο, βίαιο, εξαναγκαστικό τρόπο. Ο επικεφαλής του δικτατορικού καθεστώτος εκτιμούσε ακόμα ότι, επιδιώκοντας την πολιτική και βιολογική εξόντωση του Μακαρίου, προσέφερε υπηρεσία στην Ουάσιγκτον, ενώ, ταυτοχρόνως, ο ίδιος απαλλασσόταν από έναν πολιτικό, ο οποίος, όπως πίστευε, υπονόμευε την εξουσία της «εθνικής εστίας».[3] Στην προεδρία της Δημοκρατίας τοποθετήθηκε ο Νικόλαος Σαμψών, γνωστός για τη δράση του από τις τάξεις της «ΕΟΚΑ Β΄» υπέρ της Ενωσης. Με αυτόν τον τρόπο κατεδαφίστηκε η υπάρχουσα τότε στο νησί συνταγματική τάξη. Το πραξικόπημα που καθοδηγείτο από το υπό την ηγεσία του Δημητρίου Ιωαννίδη δικτατορικό καθεστώς προσέφερε στην Τουρκία ένα αληθινό «πράσινο φως» (σύμφωνα με την έκφραση του Μπουλέντ Eτσεβίτ) για να επέμβει στο νησί με στρατιωτικά μέσα (εισβολή). Ταυτοχρόνως, το πραξικόπημα αποτέλεσε μια χωρίς προηγούμενο ευκαιρία για να τεθεί σε εφαρμογή η πρώτη φάση του διαμελισμού της Κύπρου.
         Η απόφαση της ένοπλης τουρκικής επέμβασης λήφθηκε αμέσως, λίγες ώρες μετά το πραξικόπημα εναντίον του Προέδρου Μακαρίου, σε μια ad hoc συνεδρίαση του τουρκικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (Milli Güvenlik Kurulu, MGK, 15 Ιουλίου 1974)[4]. Κατά την ομιλία του ενώπιον αυτής της έκτακτης συνεδρίασης του MGK, ο Ντενίζ Μπαïκάλ (Deniz Baykal) - τότε υπουργός Οικονομικών - επικαλέστηκε το σύνολο των ελληνοτουρκικών σχέσεων της συγκεκριμένης περιόδου για να επιχειρηματολογήσει υπέρ του ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση είχε ρεαλιστικό χαρακτήρα: «Δεν πρέπει να μας συγκρατήσουν σκέψεις για το αν έλαβε χώρα πραξικόπημα ή όχι, ούτε για το αν ανατράπηκε ή όχι ο Μακάριος. Σύμφωνα με την αναμενόμενη πορεία των πραγμάτων, μέσα σε ένα προβλεπτό σύντομο χρονικό διάστημα, στην Κύπρο θα γίνουν εκλογές και η νέα ελληνοκυπριακή Βουλή θα κηρύξει την Ενωση με την Ελλάδα. Βεβαίως, οι τουρκικές περιοχές, δηλαδή οι θύλακοι, θα εξαιρεθούν (από την Ενωση, σημ. του γράφοντος Θ. Μ.). Αλλά, αυτό που ενδιαφέρει κυρίως είναι ότι η Ελλάδα επισήμως θα μας περικυκλώσει από το Νότο, ότι θα είναι σε θέση να ελέγξει την Κεντρική και Ανατολική Μικρά Ασία, και να κυριαρχήσει στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό είναι το επίμαχο σημείο. Διότι, το καυτό ζήτημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι το Αιγαίο Πέλαγος. Το ζήτημα αφορά την υφαλοκρηπίδα. Το πρόβλημα προέκυψε όταν η Ελλάδα ανακάλυψε πετρελαïκά κοιτάσματα σ’αυτή την περιοχή. Τα γεγονότα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε απώλεια των τουρκικών δικαιωμάτων στην ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα. Αυτή είναι η αιτία, η οποία επιβάλλει την υιοθέτηση μιας πραγματιστικής πολιτικής, δηλαδή ενός ριζοσπαστικού χειρισμού των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τότε, έχοντας επιλέξει μια εξαιρετικά ενεργητική τακτική, είχαμε προβλέψει όλα τα ενδεχόμενα και εξετάσει όλες τις στρατιωτικές δυνατότητες»[5]. Με αφορμή την φράση του Baykal, ο οποίος μνημόνευε την εξαίρεση των τ/κ θυλάκων από την επιδιωκόμενη Ενωση με την Ελλάδα, ο Nεοκλής Σαρρής επισημαίνει ότι αυτή αποκαλύπτει ότι η διευθέτηση στην οποία αποσκοπούσε το δικτατορικό καθεστώς των Αθηνών επιχειρώντας το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου ήταν η διχοτόμηση του νησιού.[6]
         Η διεθνής συγκυρία ήταν την συγκεκριμένη χρονική στιγμή περισσότερο από ποτέ ίσως ευνοϊκή για την τουρκική πολιτική[7]. Λαμβάνοντας υπ’όψιν σειρά κρυπτογραφημένων τηλεγραφημάτων, τα οποία έφθασαν την επαύριον του πραξικοπήματος στο τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών, μπορούσε να θεωρείται βέβαιο ότι η διεθνής διπλωματία σχεδόν στο σύνολό της θεωρούσε ως υπαίτιο  τη στρατιωτική χούντα των Αθηνών. Σε ό,τι αφορά την αντίδραση του State Department, αυτή φανέρωνε μια στάση «αναμονής και παρατήρησης». Ο Χένρυ Κίσινγκερ (Henry Kissinger), επί κεφαλής της διπλωματίας των ΗΠΑ, θα ακολουθούσε μια τέτοια τακτική κατά την διάρκεια των εξελίξεων που ακολούθησαν[8]. Αυτή τη φορά, η  Aγκυρα επικαλέστηκε το δικαίωμά της να επέμβει - στηριζόμενη, τουλάχιστον τυπικά, στα κείμενα των Συμφωνιών του 1960 - και αποφάσισε να ενεργήσει αποφασιστικά στο νησί, το οποίο φαινόταν ότι αποτελούσε μια εύκολη λεία. Αμέσως, ο πρωθυπουργός Μπουλέντ Eτσεβίτ (Bülent Ecevit) ταξίδεψε στο Λονδίνο, όπου συμμετέσχε σε «τυπικές διαβουλεύσεις» με τον τότε πρωθυπουργό Ουίλσον (Harold Wilson) και τον υπουργό Εξωτερικών (και Κοινοπολιτείας) Κάλλαχαν (James Callaghan). Σύμφωνα με τα πρακτικά των συνομιλιών της 17ης Ιουλίου 1974 μεταξύ των βρετανών ηγετών και του M. Eτσεβίτ, ο τελευταίος ζήτησε χωρίς περιστροφές από την βρετανική κυβέρνηση συνεργασία ώστε να πραγματοποιηθεί εισβολή στην Κύπρο διά μέσου των βρετανικών βάσεων, επί των οποίων το Λονδίνο ασκούσε πλήρη κυριαρχία[9].
         Στο Λονδίνο έφθασαν επίσης ο ανατραπείς Πρόεδρος Μακάριος και ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζωρτζ Σίσκο. Στις 18 Ιουλίου συναντήθηκαν όλοι οι υψηλοί επισκέπτες με τους Ουίλσon και Κάλλαχαν. Όταν ολοκληρώθηκαν αυτές οι συνομιλίες, ο Τούρκος πρωθυπουργός είχε σχηματίσει τη γνώμη ότι, αν και οι Βρετανοί αρνήθηκαν να ενεργήσουν από κοινού, με την προσφορά στα τουρκικά στρατεύματα της χρήσης των βάσεών τους στο νησί, τα εμπόδια σε μια τουρκική ένοπλη επέμβαση δεν ήταν ανυπέρβλητα. Ο Μπουλέντ Eτσεβίτ συνάντησε επιφυλακτική στάση του Σίσκο για τις προθέσεις της Αγκυρας. Ωστόσο, σύμφωνα με τις δηλώσεις ενός Αμερικανού διπλωμάτη - που έγιναν στον Τούρκο δημοσιογράφο M. Aλή Μπιράντ -, ο Eτσεβίτ έδειξε τέτοια «αποφασιστικότητα ώστε οδήγησε την ηγεσία του Στέητ Ντηπάρτμεντ σε μια διαφοροποίηση της γραμμής, την οποία είχε αποφασίσει να ακολουθήσει στην Κύπρο»[10]. Ο Eτσεβίτ αντιλήφθηκε ότι η αντίθεση του εκπροσώπου των ΗΠΑ δεν είχε καμμιά μορφή απειλής (η λέξη υπογραμμιζόταν από τον M. Ali Birand) χρήσης βίας εναντίον της τουρκικής επέμβασης από την πλευρά της υπερδύναμης. Από εκείνη τη στιγμή, ο πρωθυπουργός της Τουρκίας συνειδητοποίησε ότι είχε τα χέρια ελεύθερα[11]. Mάλιστα, η τουρκική αεροπορία χρησιμοποίησε για τις αποβατικές επιχειρήσεις της την αμερικανική στρατιωτική βάση του Ιντσιρλίκ.
         Στις 19 Ιουλίου 1974 ο Mακάριος σε ομιλία στο Συμβούλιο Ασφαλείας, ανέφερε ότι το πραξικόπημα οργανώθηκε από το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών. Ο αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στον ΟΗΕ πρέσβης Σκάλι (Scali) δήλωσε ότι η εξιχνίαση αυτού του ζητήματος εκκρεμούσε ακόμα, και προειδοποίησε για δημιουργία κενού εξουσίας στην Κύπρο σε περίπτωση διαρκούς απομάκρυνσης των Ελλαδιτών αξιωματικών από το νησί. Το Συμβούλιο Ασφαλείας ανέβαλε τότε τη συνεδρίαση χωρίς να λάβει απόφαση. Την ίδια μέρα ο τουρκικός στόλος απέπλευσε από τη Μερσίνα (Mersin), ενώ ο Σίσκο ταξίδευε από το Λονδίνο προς την Αθήνα και την Aγκυρα. Η τουρκική στρατιωτική απόβαση στη Μεγαλόνησο άρχισε το πρωί του Σαββάτου, 20 Ιουλίου 1974, υπό την κωδικοποιημένη ονομασία «Aττίλας».[12] Η επιχείρηση ονομάστηκε από την τουρκική κυβερνητική προπαγάνδα «barιs harekâti», δηλ. «ειρηνευτική επιχείρηση». «Ο Θεός να δικαιώσει αυτή την επιχείρηση που πραγματοποιείται για το καλό του έθνους μας, των Κυπρίων στο σύνολό τους και της ανθρωπότητας. Πιστεύουμε ότι, ενεργώντας με αυτόν τον τρόπο, προσφέρουμε υπηρεσίες στην ανθρωπότητα και στην ειρήνη», δήλωνε νωρίς το ίδιο πρωί, μιλώντας από το εθνικό ραδιοφωνικό δίκτυο της Τουρκίας,[13] ο Μπουλέντ Eτσεβίτ, ηγέτης του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (ΛΡΚ, CHP) ενός κόμματος, που εθεωρείτο ως θεματοφύλακας της εκκοσμίκευσης στην Τουρκία. Από την πλευρά του, ο Νετζμεντίν Ερμπακάν - τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης - έχει δηλώσει, κατ’επανάληψιν ότι είναι υπερήφανος για το γεγονός ότι «η απελευθέρωση των αδελφών Τούρκων Κυπρίων είναι ένα από τα έργα του». Κατά την πρώτη αυτή στρατιωτική επιχείρηση του Ιουλίου η Τουρκία κατέλαβε περίπου το 4% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κατά τη νέα επίθεση στις 14-16 Αυγούστου 1974, τα τουρκικά στρατεύματα κατέλαβαν πολύ μεγαλύτερη έκταση, ένα περίπου 33% του κυπριακού εδάφους.
         Το 1974 η Tουρκία ισχυρίστηκε ότι εισέβαλε στην Κύπρο για να προστατεύσει την τουρκοκυπριακή μειονότητα και έκτοτε εξακολουθεί να προβάλει αυτό το επιχείρημα για να δικαιολογήσει την συνεχιζόμενη παράνομη κατοχή του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το αν, την στιγμή της εισβολής, οι ίδιοι οι τ/κ είχαν ισχυριστεί ότι βρίσκονταν σε κίνδυνο και ζήτησαν προστασία από την Τουρκία παρέμενε πολλά χρόνια αργότερα δύσκολο να αποδειχτεί. Χαρακτηριστικό είναι σχετικό με τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1974 δημοσίευμα της αγγλόφωνης κυπριακής εφημερίδας Cyprus Mail: «Επί πλέον, στις περιοχές της Κύπρου που κατέλαβαν τα τουρκικά στρατεύματα, υπήρχε μικρός σχετικά αριθμός των υποψηφίων να προστατευθούν Τουρκοκυπρίων. Απεναντίας, η Τουρκία προχώρησε σε εθνική εκκαθάριση της ζώνης που κατέλαβε από τους Ελληνοκυπρίους κατοίκους της. Αυτό αποτελούσε έναν από πολύ καιρό διακηρυγμένο τουρκικό στόχο, ο οποίος είχε σχεδιαστεί από την δεκαετία του 1950 και έγινε απόπειρα να τεθεί σε εφαρμογή το 1964, παρά το ότι η Τουρκία είχε παραιτηθεί όλων των αξιώσεών της επί της Κύπρου στην Συνθήκη της Λωζάννης το 1923. Η πράσινη γραμμή που χωρίζει την Κύπρο στα δύο αντιστοιχεί ακριβώς στη «γραμμή του Αττίλα», που βρέθηκε στους χάρτες της τουρκικής εισβολής και οι οποίοι χρονολογούνται από την δεκαετία του 1950… Οι ΗΠΑ αντιτάχθηκαν σε ενδεχόμενη επέμβαση της Μεγάλης Bρετανίας κατά τον χρόνο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, ώστε να προστατεύσει τις κατασκοπευτικές βάσεις της στη Βόρεια Κύπρο, αποκάλυψε ο πρώην Βρετανός πρωθυπουργός λόρδος James Callaghan (το καλοκαίρι του 1974 ήταν υπουργός των Εξωτερικών) σε συνέντευξή του σε βρετανική εφημερίδα. Ηταν η πρώτη φορά που έχει ποτέ επιβεβαιωθεί η χρήση από τις ΗΠΑ των κατασκοπευτικών βάσεων στην Κύπρο και το ζήτημα εγέρθηκε και στη βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων. Στη συνέντευξη, που δημοσιεύθηκε την προηγούμενη μέρα (12 Νοεμβρίου 1999) στο Times Higher Education Supplement, ο James Callaghan επιβεβαίωνε ότι η Μεγάλη Βρετανία έφθασε τότε σχεδόν στα πρόθυρα μιας ένοπλης σύγκρουσης με την Τουρκία για το ζήτημα της Κύπρου… Η κατάληψη της Βορείου Κύπρου από την Τουρκία επέσπευσε την  κατάρρευση της ελληνικής χούντας (ατού της C.I.A. στην Αθήνα), αλλά αυτό δεν ενόχλησε το State Department, το οποίο είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η χούντα δεν αποτελούσε πλέον αποδεκτό εταίρο. Αν και ο Kissinger δήλωσε αργότερα ότι η Ουάσιγκτον ήταν πολύ απασχολημένη με την υπόθεση Watergate για να λειτουργήσει αποτελεσματικά τη στιγμή που εκτυλισσόταν η κρίση στο νησί, οι δικαιολογίες του δεν πρέπει να θεωρηθούν σοβαρές. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του τύπου της εποχής, ο Kissinger πρώτα απέτρεψε τους Βρετανούς από το να οργανώσουν μια κοινή επέμβαση με την Τουρκία και κατόπιν, όταν ο τότε Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών, James Callaghan, εισηγήθηκε να οργανώσει η Μεγάλη Βρετανία μια άλλη επέμβαση (ως μία από τις εγγυήτριες δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας), παρατήρησε στον τελευταίο να μην ενεργεί ως νεαρός πρόσκοπος»[14].
         Πάντως, καθ’όλη την περίοδο των επιχειρήσεων της τουρκικής εισβολής, οι βρετανικές δυνάμεις που στάθμευαν στις βρετανικές βάσεις, σύμφωνα με τις εντολές που είχαν λάβει από το Λονδίνο, δεν αναμείχθηκαν στις τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις και στις συγκρούσεις που έλαβαν χώρα με την Κυπριακή Εθνοφρουρά και τις δυνάμεις της ΕΛ.ΔΥ.Κ. Οσον αφορά τις προαναφερόμενες ενέργειες του Χένρυ Κίσινγκερ, αυτές ενισχύουν τη γνώμη - για πολλούς στην Ελλάδα βεβαιότητα - περί της συνενοχής του πρώην Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών στα γεγονότα του 1974.[15]
         Ο αναλυτής της γεωπολιτικής του σύγχρονου Ισλάμ Alexandre del Valle θεωρεί ότι η τουρκική εισβολή στην Κύπρο είναι αποκαλυπτική μιας «αλληλοδράσης μεταξύ παντουρκισμού και ισλαμικής αλληλεγγύης... Κάθε προσεκτικός παρατηρητής θα σημειώσει ότι ο λόγος και η ρητορική που συνόδευαν τις τουρκικές επιθετικές επιχειρήσεις ήταν περιβεβλημένες από μια έντονη  θρησκευτικότητα, ή και χαρακτηρίζονταν από έναν θρησκευτικό φανατισμό.  Όμως, η εμφάνιση μιας φρασεολογίας με θρησκευτική χροιά στους κοσμικούς Τούρκους που βρίσκονται σε αντίθεση με τους Ελληνοκύπριους εθνικιστές δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει. Διότι το Ισλάμ δεν περιορίζεται σε μια απλή ευσέβεια. Είναι πριν απ’όλα μια φοβερή πηγή πολιτικής κινητοποίησης, την οποία οι πιο κοσμικοί μουσουλμάνοι - και ο ίδιος ο Aτατούρκ - δεν αρνήθηκαν ποτέ να χρησιμοποιήσουν, όταν αυτό ήταν αναγκαίο...»[16].  
          …Κατά την διάρκεια της παρατεταμένης κρίσης Ιουλίου-Αυγούστου 1974 (που οδήγησε στην κατάληψη του βορείου τμήματος του νησιού από τα τουρκικά στρατεύματα), η σοβιετική προσέγγιση του κυπριακού προβλήματος εξελίχθηκε ακολουθώντας την συγκεκριμένη κάθε φορά αξιολόγηση των γεγονότων, που υπερίσχυσε στους κόλπους  του μηχανισμού της μοσχοβίτικης διπλωματίας. Κατά την φάση του πραξικοπήματος, η στάση της ΕΣΣΔ καθορίστηκε από τις αντιλήψεις ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων που έπαιρναν αποφάσεις: Αυτοί έδιναν προτεραιότητα στα χαρακτηριστικά που εμφάνιζαν την υπόθεση αυτή ως μια συνωμοσία του ΝΑΤΟ, η οποία αποσκοπούσε στην υπαγωγή του νησιού στα στρατηγικά του σχέδια και στη μετατροπή του σε ένα «αβύθιστο από τον εχθρό αεροπλανοφόρο»[17]. Η πρώτη αντίδραση των Σοβιετικών ήταν η σφοδρή καταδίκη του πραξικοπήματος ως προσβολή στην συνταγματική τάξη της Κύπρου και ως κατάφωρη παραβίαση του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ και του Διεθνούς Δικαίου. Την επαύριον του πραξικοπήματος (16 Ιουλίου 1974), οι στόλοι των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ ετοιμάστηκαν να αποπλεύσουν για να βρεθούν στη ζώνη της κρίσης[18]. Tην ίδια μέρα, σε μια μάλλον ασυνήθη στα διπλωματικά χρονικά πράξη, ο πρέσβης της ΕΣΣΔ στην Aγκυρα Γκρουμπιακώφ επέδωσε στον Πρόεδρο της Τουρκίας Φαχρί Koρουτούρκ διπλωματική νότα, στην οποία αναφερόταν: «Η Tουρκία βρίσκεται σε καλό δρόμο. Το πραξικόπημα οργανώθηκε με αφετηρία το εξωτερικό. Η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ είναι στο πλευρό εκείνων που μάχονται αντιτιθέμενοι στους πραξικοπηματίες»[19]. Η νότα επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες[20]. Ορισμένοι συγγραφείς εικάζουν ότι κατ’ουσίαν η Μόσχα αποδέχτηκε την πραγματοποίηση της πρώτης τουρκικής εισβολής. Στο ζήτημα αυτό, ο Ντόγου Περιντσέκ (Doğu Perinçek), ηγέτης του τότε παράνομου ακροαριστερού κόμματος «Κόμματος Εργατών και Αγροτών» (İşçi Köylü Partisi), παρουσίασε τις εξής σκέψεις: «Σήμερα είναι σαφές ότι οι Σοβιετικοί σοσιαλιμπεριαλιστές άναψαν το πράσινο φως για την τουρκική στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο»[21]. Κατά την διάρκεια της συνάντησης του Μ. Eτσεβίτ με τον Τ. Σίσκο στο Λονδίνο, ο Τούρκος πρωθυπουργός βεβαίωσε τον συνομιλητή του ότι είχε λόγους να πιστεύει ότι οι Σοβιετικοί δεν σκόπευαν να αναμειχθούν στην Κύπρο εναντίον της τουρκικής επέμβασης. Ωστόσο, κατά την διάρκεια της δεύτερης φάσης της επιχείρησης «Aττίλας», η Mόσχα εξέφρασε  δυσφορία καθώς και την ανησυχία της για την τροπή που έπαιρναν οι εξελίξεις…

* Απόσπασμα από το βιβλίο του Θεοδώρου Σ. Μπατρακούλη, Ευρωπαïκή πολιτική και Ανατολικά Ζητήματα, κεφ. Το Κυπριακό, η Τουρκία, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και η γεωπολιτική της Ανατολικής Μεσογείου. Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει τις επόμενες εβδομάδες, εκδόσεις Ηρόδοτος.


Θόδωρος Μπατρακούλης
Δρ Γεωπολιτικής
theobatrak@gmail.com



[1] William Mallinson, Cyprus: A Modern History, Ι. Β. Τauris, 2005.
[2] Jean-Marie Le Βreton, Les Relations internationals depuis 1968, Paris: Nathan, 1983, σσ. 104-105.
[3] Βλ. και Γεώργιος Χέλμης, Ταραγμένη διετία (1973-1974) - Από το προσωπικό ημερολόγιο ενός αυτόπτη μάρτυρα, Αθήνα: Καστανιώτης, 2006.
[4] Πρβλ. Ομιλία του Bülent Eçevit κατά την ad hoc συνεδρίαση του Σ.Ε.Α., 15.7.1974. Βλ. Mehmet Ali Birand, 30 sicak gün (: 30 θερμές ημέρες), Κωνσταντινούπολη: Millyet, 1976, σ. 20.
[5] Mehmet Ali Βirand, 30 sicak gün, 1976, σ. 21.
[6] N. Σαρρής, H άλλη πλευρά. Πολιτική χρονογραφία της εισβολής στην Κύπρο με βάση τις τουρκικές πηγές, Αθήνα: Γραμμή, 1977, σ. 23, Υποσημ. 11.
[7] M. Ali Βirand, 30 sicak gün, 1976, op. cit., σσ. 30 κ. εξ. N. Σαρρής, H άλλη πλευρά. Πολιτική χρονογραφία της εισβολής στην Κύπρο…, 1977, όπ. π., σσ. 42 κ.εξ.
[8] Mehmet Ali Βirand, 30 sicak gün, 1976, op. cit., pp. 30 κ.εξ. N. Σαρρής, H άλλη πλευρά. Πολιτική χρονογραφία της εισβολής στην Κύπρο…, 1977, op. cit., σ. 42.
[9] «British Treason; The Turkish invasion», Cyprus Weekly, 07-13.01.2005, http://www.greece. org/cyprus/Treason.htm.
[10] Mehmet Ali Βirand, 30 sicak gün, 1976, op. cit., p. 48.
[11] Mehmet Ali Βirand, 30 sicak gün, 1976, op. cit., p. 49. Βλ. και Jan Asmussen, Cyprus at War: Diplomacy and Conflict During the 1974 Crisis, London: I. B. Tauris & Co Ltd , 2008.
[12] Βλ. και Ερμπίλ Τουσάλπ, Ο Πασάς και ο στρατηγός, Αθηνα: Εκδόσεις Φλώρος, 2000
[13]  M. Ali Βirand, 30 sicak gün, 1976, op. cit., pp. 66. Nedret Ugur, «Yeni Bir Türkiye ve C.H.P.» (Μια νέα Tουρκία και το Λαïκό Δημοκρατικό Κόμμα), Κωνσταντινούπολη: Ozgür, 1974, σσ. 277-278.
[14] Jean Christou, «Callaghan says US vetoed 74 intervention to protect spy facilities», Cyprus Mail, 13th November 1999.
[15] Aλέξανδρος Ξύδης, «Οι ΗΠΑ θα προσπαθήσουν να αποτελειώσουν την επιτυχία του Χ. Κίσσινγκερ στο Κυπριακό», Nέa (Λευκωσία), 12.01.1977, στο A. Ξύδης, Πολιτικά, 1. Kυπριακό, Αθήνα: Πλέθρον, 1992.
[16] Alexandre del Valle, Islamisme et Etats-Unis; Une alliance contre l’Europe, Lausanne: L’Age d’Homme (: Mobiles Géopolitiques), 1999, p. 276.
[17] Beata Nitecka-Jagiello, «The Origin and Evaluation of the Cyprus Problem», Studies on the Developing Countries, No 8, 1977, p. 60.
[18]  M. Ali Βirand, 30 sicak gün, 1976, όπ. π., σ. 35. Nedret Ugur, «Yeni Bir Türkiye ve C. H. P.» (: Μια νέα Tουρκία και το Λ.Δ.Κ.), Κωνσταντινούπολη: Ozgür, 1974, σ. 206. 
[19] Για την επίσκεψη του Σοβιετικού πρέσβη, βλ. Nedret Ugur, «Yeni Bir Türkiye ve C. H. P.», 1974, σ. 194. Ν. Σαρρής, H άλλη πλευρά. Πολιτική χρονογραφία της εισβολής στην Κύπρο με βάση τις τουρκικές  πηγές, 1977, op. cit., σ. 42 και σημ. 23.
[20] Ilke [Αξίωμα, επίσημο όργανο του κόμματος «Türk Sosyalist Isçi Partιsι» (Τουρκικό Εργατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα)], No 8, 1976, σ. 55.
[21] Doğu Perinçek, Kibris Meselesi (Το Κυπριακό πρόβλημα), Κωνσταντινούπολη: Aydinlik, 1976, σ. 21 [στο Ν. Σαρρής, H άλλη πλευρά. Πολιτική χρονογραφία …, 1977, op. cit., σ. 42, σημ. 23]. Σημειωτέον ότι ο Ντόγου Περιντσέκ έχει κατηγορηθεί από άλλες παράνομες τουρκικές αριστερές οργανώσεις ότι διετέλεσε συνεργάτης των κρατικών υπηρεσιών ασφαλείας.