Κύπρος: Η τραγωδία του 1974 και η αναζήτηση λύσης
Η δημιουργία το 1960, με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, ενός Κυπριακού Κράτους συνοδεύτηκε από ένα (μάλλον κακώς καθορισμένο) δικαίωμα επέμβασης από τις εγγυήτριες δυνάμεις (Βρετανία, Τουρκία, Ελλάδα). Το καθένα από αυτά τα κράτη μπορούσε να καταστήσει ενεργό αυτό το δικαίωμα, σε περίπτωση που θα ανέκυπτε κάποιο πρόβλημα που θα αφορούσε την εδαφική ακεραιότητα ή την συνταγματική τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Βρετανία διατήρησε δύο στρατιωτικές βάσεις στο νησί. Εγκαταστάθηκαν ελληνικές και τουρκικές στρατιωτικές μονάδες (ΕΛ.ΔΥ.Κ. και ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ.). Η κυπριακή ανεξαρτησία συνοδεύτηκε από μια συμφωνία βασισμένη σε εγγυήσεις που δόθηκαν στους Τουρκοκύπριους. Αλλά, στη δεκαετία του 1960 ήδη, οι απαιτήσεις, τις οποίες είχε αρχίσει να προβάλει η Τουρκία στην Κύπρο μετεξελίχτηκαν σε απειλές και επιθετικές ενέργειες.
Και καθώς το κυπριακό πρόβλημα αποτελούσε πλέον σημαντικό θέμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις υποδαύλιζε τον τουρκικό εθνικισμό, θέτοντας μάλιστα, ορισμένες φορές, σε δοκιμασία την πίστη της Αγκυρας στη συμμαχία της με τη Δύση. Η κυπριακή κρίση των ετών 1963-64 και η ταπεινωτική επιστολή του Προέδρου Τζόνσον στον πρωθυπουργό Ινονού ιδιαίτερα τροφοδότησαν την τάση της Τουρκίας για επανεξέταση της θέσης της στους κόλπους του ΝΑΤΟ και στον κόσμο . Στην περίοδο της κυβέρνησης συνασπισμού του ‘‘Κόμματος Δικαιοσύνης’’ με το Ρ.Λ.Κ., με πρωθυπουργό τον Ισμέτ Ινονού, παρατηρήθηκε προσέγγιση με την ΕΣΣΔ. Χαρακτηριστικές ενδείξεις της αποτέλεσαν οι επισκέψεις στην Αγκυρα του Προέδρου Ποντγκόρνι και του υπουργού των Εξωτερικών Γκρομίκο (4-13 Ιανουαρίου 1965).
Τον Αύγουστο του 1964, περιοχές της Κύπρου βομβαρδίζονται από την Τουρκία. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Γεώργιο Παπανδρέου να αποφασίσει την αποστολή στην Κύπρο μιας ελληνικής μεραρχίας για να ενισχυθεί η άμυνα της Μεγαλονήσου. Το 1967 η χούντα απέσυρε την ελληνική μεραρχία. Η διελκυστίνδα ανάμεσα στη χούντα και τον Πρόεδρο Μακάριο κορυφώθηκε με το πραξικόπημα. Στις 15 Ιουλίου 1974, οι δυνάμεις της “ελληνοκυπριακής εθνοφρουράς”, διοικούμενες από αξιωματικούς που υπάκουαν σε εντολές της δεύτερης χούντας (1973-74), ανέτρεψαν με πραξικόπημα το Μακάριο. Ο Δ. Ιωαννίδης επέλεξε να προωθήσει την Ενωση, με εγκληματικό τρόπο, αντίθετο στο κυπριακό Σύνταγμα και στο Διεθνές Δίκαιο. Εκτιμούσε ότι, με την πολιτική και βιολογική εξόντωση του Μακαρίου, προσέφερε υπηρεσία στην Ουάσιγκτον, ενώ και ο ίδιος απαλλασσόταν από αυτόν. Το πραξικόπημα κατεδάφισε την υπάρχουσα στο νησί συνταγματική τάξη. Προσέφερε στην Τουρκία το ‘‘πράσινο φως’’ να επέμβει στρατιωτικά στο νησί, που - με την παντελή έλλειψη ελληνικής αεροπορίας και ναυτικής άμυνας - φαινόταν εύκολη λεία. Ταυτοχρόνως, αποτέλεσε ευκαιρία χωρίς προηγούμενο για να τεθεί σε εφαρμογή η διχοτόμηση της Κύπρου.
Η απόφαση της στρατιωτικής επέμβασης λήφθηκε αμέσως, λίγες ώρες μετά το πραξικόπημα εναντίον του Προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, σε ειδική συνεδρίαση του τουρκικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (Milli Güvenlik Kurulu, MGK, 15 Ιουλίου 1974) . Σ’αυτή τη συνεδρίαση, ο Ντενίζ Μπαïκάλ - τότε υπουργός Οικονομικών - επικαλέστηκε το σύνολο των ελληνοτουρκικών σχέσεων της συγκεκριμένης περιόδου για να επιχειρηματολογήσει υπέρ του ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση είχε ρεαλιστικό χαρακτήρα: «Δεν πρέπει να μας συγκρατήσει σκέψεις για το έλαβε χώρα πραξικόπημα ή όχι, ούτε για το ανατράπηκε ή όχι ο Μακάριος. Σύμφωνα με την αναμενόμενη πορεία των πραγμάτων, μέσα σε ένα προβλεπτό σύντομο χρονικό διάστημα, στην Κύπρο θα γίνουν εκλογές και η νέα ελληνοκυπριακή Βουλή θα κηρύξει την Ενωση με την Ελλάδα. Βεβαίως, οι τουρκικές περιοχές, δηλαδή οι θύλακοι, θα εξαιρεθούν (από την Ενωση, σημ. Θ.Μ.). Αλλά, αυτό που ενδιαφέρει κυρίως είναι ότι η Ελλάδα επισήμως θα μας περικυκλώσει από το Νότο, ότι θα είναι σε θέση να ελέγξει την Κεντρική και Ανατολική Μικρά Ασία, και να κυριαρχήσει στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό είναι το επίμαχο σημείο. Διότι, το καυτό ζήτημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι το Αιγαίο Πέλαγος. Το ζήτημα αφορά την υφαλοκρηπίδα. Το πρόβλημα προέκυψε όταν η Ελλάδα ανακάλυψε πετρελαïκά κοιτάσματα σ’αυτή την περιοχή. Τα γεγονότα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε απώλεια των τουρκικών δικαιωμάτων στην ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα. Αυτή είναι η αιτία, η οποία επιβάλλει την υιοθέτηση μιάς πραγματιστικής πολιτικής, δηλαδή ενός ριζοσπαστικού χειρισμού των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τότε, έχοντας επιλέξει μια εξαιρετικά ενεργητική τακτική, είχαμε προβλέψει όλα τα ενδεχόμενα και εξετάσει όλες τις στρατιωτικές δυνατότητες...» .
Η διεθνής συγκυρία ήταν πολύ ευνοϊκή για την τουρκική πολιτική. Λαμβάνοντας υπ’όψιν σειρά κρυπτογραφημένων τηλεγραφημάτων, τα οποία έφθασαν την επαύριον του πραξικοπήματος στο τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών, μπορούσε να θεωρείται βέβαιο ότι η διεθνής διπλωματία σχεδόν στο σύνολό της θεωρούσε ως υπαίτιο τη στρατιωτική χούντα των Αθηνών. Το State Department εκδήλωνε στάση ‘‘αναμονής και παρατήρησης’’. Ο Χένρυ Kίσσινγκερ, επί κεφαλής της διπλωματίας των ΗΠΑ, θα ακολουθούσε μια τέτοια τακτική κατά την διάρκεια των εξελίξεων που ακολούθησαν . Αυτή τη φορά, η Aγκυρα επικαλέστηκε το δικαίωμά της να επέμβει - στηριζόμενη, τουλάχιστον τυπικά, στα κείμενα των Συμφωνιών του 1960 - και αποφάσισε να ενεργήσει αποφασιστικά στο νησί, το οποίο φαινόταν ότι αποτελούσε μια εύκολη λεία. Αμέσως, ο πρωθυπουργός Bülent Eçevit ταξίδεψε στο Λονδίνο, όπου συμμετέσχε σε ‘‘τυπικές διαβουλεύσεις’’ με τους Βρετανούς ηγέτες Ουίλσον και Κάλλαχαν. Όταν ολοκληρώθηκαν αυτές οι συνομιλίες, ο Τούρκος πρωθυπουργός είχε σχηματίσει τη γνώμη ότι, αν και οι Βρετανοί αρνήθηκαν να ενεργήσουν από κοινού, με την προσφορά στα τουρκικά στρατεύματα της χρήσης των βάσεών τους στο νησί, τα εμπόδια σε μια τουρκική ένοπλη επέμβαση δεν ήταν ανυπέρβλητα.
Ο Μπουλέντ Ετσεβίτ συνάντησε σαφώς επιφυλακτική στάση εκ μέρους της Ουάσιγκτον, όταν ενημέρωσε τον Αμερικανό υφυπουργό Εξωτερικών George Sisco για τις προθέσεις της Αγκυρας. Ωστόσο, σύμφωνα με τις δηλώσεις ενός Αμερικανού διπλωμάτη - στον Τούρκο δημοσιογράφο Mεχμέτ Aλή Μπιράντ -, ο Ετσεβίτ έδειξε τέτοια «αποφασιστικότητα ώστε οδήγησε την ηγεσία του State Department σε μια διαφοροποίηση της γραμμής, την οποία είχε αποφασίσει να ακολουθήσει στην Κύπρο» . Ο Ετσεβίτ αντιλήφθηκε ότι η αντίθεση του εκπροσώπου των ΗΠΑ δεν είχε καμμιά μορφή απειλής (η λέξη υπογραμμιζόταν από τον Μπιράντ) χρήσης βίας εναντίον της τουρκικής επέμβασης από την πλευρά της υπερδύναμης. Τότε, ο Τούρκος ηγέτης συνειδητοποίησε ότι είχε τα χέρια ελεύθερα . Η τουρκική στρατιωτική απόβαση άρχισε το πρωί του Σαββάτου, 20 Ιουλίου 1974, υπό την κωδικοποιημένη ονομασία ‘‘Aττίλας’’. Η επιχείρηση ονομάστηκε από την τουρκική κυβερνητική προπαγάνδα ‘‘barιs harekâti’’, δηλ. ‘‘ειρηνευτικές επιχειρήσεις’’. «Ο Θεός να δικαιώσει αυτή την επιχείρηση που πραγματοποιείται για το καλό του έθνους μας, των Κυπρίων στο σύνολό τους και της ανθρωπότητας. Πιστεύουμε ότι, ενεργώντας με αυτόν τον τρόπο, προσφέρουμε υπηρεσίες στην ανθρωπότητα και στην ειρήνη...», δήλωνε νωρίς το ίδιο πρωί από το εθνικό ραδιοφωνικό δίκτυο ο Ετσεβίτ (ηγέτης ενός κόμματος, το οποίο εθεωρείτο ως θεματοφύλακας της εκκοσμίκευσης στην Τουρκία). Από την πλευρά του, ο Ερμπακάν - τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης έχει δηλώσει, κατ’επανάληψιν ότι είναι υπερήφανος για το ότι «η απελευθέρωση των αδελφών Τούρκων Κυπρίων είναι ένα από τα έργα του».
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο είναι αποκαλυπτική μιας «...αλληλοδράσης μεταξύ παντουρκισμού και ισλαμικής αλληλεγγύης... Κάθε προσεκτικός παρατηρητής θα σημειώσει ότι ο λόγος και η ρητορική που συνόδευαν τις τουρκικές επιθετικές επιχειρήσεις ήταν περιβεβλημένες από μια έντονη θρησκευτικότητα, ή και χαρακτηρίζονταν από έναν θρησκευτικό φανατισμό. Όμως, η εμφάνιση μιας φρασεολογίας με θρησκευτική χροιά στους κοσμικούς Τούρκους που βρίσκονται σε αντίθεση με τους Ελληνοκύπριους εθνικιστές δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει. Διότι το Ισλάμ δεν περιορίζεται σε μια απλή ευσέβεια. Είναι πριν απ’όλα μια φοβερή πηγή πολιτικής κινητοποίησης, την οποία οι πιο κοσμικοί μουσουλμάνοι - και ο ίδιος ο Aτατούρκ - δεν αρνήθηκαν ποτέ να χρησιμοποιήσουν, όταν αυτό ήταν αναγκαίο... » .
Το 1974, η Tουρκία ισχυρίστηκε ότι εισέβαλε στην Κύπρο για να προστατεύσει την Tουρκοκυπριακή μειονότητα. Ωστόσο, δεν είχε αποδειχτεί την στιγμή της εισβολής ότι οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι είχαν τότε ισχυριστεί ότι κινδύνευαν - αυτό παρέμενε και πολλά χρόνια αργότερα δύσκολο να αποδειχτεί. Η δημιουργία μιας τουρκικής ζώνης και η εθνική εκκαθάριση των Ελληνοκυπρίων από αυτήν αποτελούσαν τουρκικό στόχο, που είχε σχεδιαστεί από την δεκαετία του 1950 (παρά το ότι η Τουρκία, στη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, είχε παραιτηθεί όλων των αξιώσεών της επί της Κύπρου). Ο στόχος επιχειρήθηκε να τεθεί σε εφαρμογή το 1964. Η πράσινη γραμμή που διαιρεί την Κύπρο αντιστοιχεί ακριβώς στη ‘‘γραμμή του Αττίλα’’, που βρέθηκε στους χάρτες της τουρκικής εισβολής που χρονολογούνται από την δεκαετία του 1950. Χαρακτηριστικό είναι σχετικό δημοσίευμα της αγγλόφωνης κυπριακής εφημερίδας Cyprus Mail: «… Οι ΗΠΑ αντιτάχθηκαν σε ενδεχόμενη επέμβαση της Μεγάλης Bρετανίας κατά τον χρόνο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, ώστε να προστατεύσει τις κατασκοπευτικές βάσεις της στη Βόρεια Κύπρο, αποκάλυψε ο πρώην Βρετανός πρωθυπουργός Λόρδος James Callaghan (το καλοκαίρι του 1974 ήταν υπουργός των Εξωτερικών) σε συνέντευξή του σε βρετανική εφημερίδα. Για πρώτη φορά επιβεβαιώθηκε τότε η χρήση από τις ΗΠΑ των κατασκοπευτικών βάσεων στην Κύπρο και το ζήτημα εγέρθηκε και στη βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων. Στη συνέντευξη, που δημοσιεύθηκε την προηγούμενη μέρα (12 Νοεμβρίου 1999) στο Times Higher Education Supplement, ο Κάλλαχαν επιβεβαίωνε ότι η Μεγάλη Βρετανία έφθασε τότε σχεδόν στα πρόθυρα ένοπλης σύγκρουσης με την Τουρκία για το ζήτημα της Κύπρου… Η κατάληψη της Βορείου Κύπρου από την Τουρκία επέσπευσε την κατάρρευση της ελληνικής χούντας, (ατού της C.I.A. στην Αθήνα), αλλά αυτό δεν ενόχλησε το State Department, το οποίο είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η χούντα δεν αποτελούσε πλέον αποδεκτό εταίρο. Αν και ο Κίσινγκερ δήλωσε αργότερα ότι η Ουάσιγκτον ήταν πολύ απασχολημένη με την υπόθεση Watergate για να λειτουργήσει αποτελεσματικά τη στιγμή που εκτυλισσόταν η κρίση στο νησί, οι δικαιολογίες του δεν πρέπει να θεωρηθούν σοβαρές. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του τύπου της εποχής, ο Κίσινγκερ πρώτα απέτρεψε τους Βρετανούς από το να οργανώσουν μια κοινή επέμβαση με την Τουρκία. Κατόπιν, όταν ο Κάλλαχαν εισηγήθηκε να οργανώσει η Μεγάλη Βρετανία (ως μία από τις εγγυήτριες δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας), είπε στον τελευταίο να μην πράττει ως ένας νεαρός πρόσκοπος» . Πράγματι, καθ’όλη την περίοδο των επιχειρήσεων της τουρκικής εισβολής, οι βρετανικές δυνάμεις που στάθμευαν πάνω στο νησί, σύμφωνα με τις εντολές που είχαν λάβει από το Λονδίνο, δεν αναμείχθηκαν στις τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις και στις συγκρούσεις που έλαβαν χώρα με την Κυπριακή Εθνοφρουρά και τις δυνάμεις της ΕΛ.ΔΥ.Κ. Οσον αφορά τις προαναφερόμενες ενέργειες του Χένρυ Κίσινγκερ, αυτές ενισχύουν τη γνώμη περί της συνενοχής του πρώην Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών στα γεγονότα του 1974.
Οσον αφορά την σοβιετική πολιτική, κατά την διάρκεια της περιόδου 1960-1964, οι επιλογές της αποσκοπούσαν στην ενθάρρυνση κάθε τάσης που παρουσίαζε η κυβέρνηση του Αρχιεπισκόπου Mακαρίου να κινηθεί σε ένα δρόμο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα όσο το δυνατόν περισσότερο ανεξάρτητο κυπριακό κράτος και σε μια αδέσμευτη εξωτερική πολιτική. Η Mόσχα διαδραμάτισε αυτή την περίοδο έναν ορισμένο ρόλο που ευνοούσε τις προσπάθειες του Μακαρίου να αντισταθεί στις προερχόμενες πιέσεις από την Τουρκία πιέσεις από το ένα μέρος, και στις απόπειρες της Ουάσιγκτον και της Αθήνας να προωθήσουν ένα διακανονισμό εντός του αποκλειστικού πλαισίου του ΝΑTΟ. Κατά τα έτη 1967-1974, η πολιτική της ΕΣΣΔ αποσκοπούσε στο να συμφιλιώσει την ανάγκη μιας βελτίωσης των σχέσεών της με την Τουρκία και την επιθυμία της να εξακολουθήσει να στηρίζει τον προσανατολισμό ανεξαρτησίας και στο πλαίσιο του κινήματος των αδεσμεύτων της εξωτερικής πολιτικής της Κύπρου. Αυτή η αντίφαση απέληξε στο να παραγάγει μια μετατόπιση της σοβιετικής πολιτικής προς θέσεις που ήταν περισσότερο αποδεκτές από την Αγκυρα και λιγότερο από τη Λευκωσία . Κατά την διάρκεια της παρατεταμένης κρίσης Ιουλίου-Αυγούστου 1974 (που οδήγησε στην κατάληψη του βορείου τμήματος από τα τουρκικά στρατεύματα), η σοβιετική προσέγγιση του κυπριακού προβλήματος εξελίχθηκε ακολουθώντας την συγκεκριμένη κάθε φορά αξιολόγηση των γεγονότων, που υπερίσχυσε στους κόλπους του μηχανισμού της μοσχοβίτικης διπλωματίας. Κατά την φάση του πραξικοπήματος κατά του Mακαρίου, η στάση της ΕΣΣΔ καθορίστηκε από τις αντιλήψεις μεγάλου αριθμού ανθρώπων που έπαιρναν αποφάσεις. Αυτοί έδιναν προτεραιότητα στα χαρακτηριστικά που εμφάνιζαν την υπόθεση ως μια συνωμοσία της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, που αποσκοπούσε στην υπαγωγή του νησιού στα στρατηγικά της σχέδια και στη μετατροπή του σε ένα ‘‘αεροπλανοφόρο το οποίο ο εχθρός δεν μπορεί να βυθίσει’’ . Η πρώτη αντίδραση των Σοβιετικών ήταν η σφοδρή καταδίκη του πραξικοπήματος ταυτοχρόνως ως προσβολή στην συνταγματική τάξη της Κύπρου και ως κατάφωρη παραβίαση του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ και του Διεθνούς Δικαίου. Ακόμα, την επαύριον του πραξικοπήματος (16 Ιουλίου 1974), οι στόλοι των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ ετοιμάστηκαν να αποπλεύσουν για να βρεθούν στη ζώνη της κρίσης . Tην ίδια μέρα, σε μια πράξη όχι και τόσο συνήθη στα διπλωματικά χρονικά, ο Σοβιετικός πρέσβης στην Aγκυρα, Γκρουμπιακώφ, επέδωσε στον Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας, Φαχρί Koρουτούρκ, διπλωματική νότα, στην οποία αναφερόταν: «Η Tουρκία βρίσκεται σε καλό δρόμο. Το πραξικόπημα οργανώθηκε με αφετηρία το εξωτερικό. Η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ είναι στο πλευρό εκείνων που μάχονται αντιτιθέμενοι στους πραξικοπηματίες...» .
Η προαναφερόμενη σοβιετική νότα επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες . Ορισμένοι συγγραφείς εικάζουν ότι κατ’ουσίαν η Μόσχα αποδέχτηκε την πρώτη τουρκική εισβολή. Στο ζήτημα αυτό, ο Ντόγου Περιντσέκ, ηγέτης του παράνομου κόμματος ‘‘Κόμμα εργατών και αγροτών’’, έγραψε: «Σήμερα είναι σαφές ότι οι Σοβιετικοί σοσιαλιμπεριαλιστές άναψαν το πράσινο φως για την τουρκική στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο» . Κατά την διάρκεια της συνάντησης του Ετσεβίτ με τον Σίσκo στο Λονδίνο, ο Τούρκος πρωθυπουργός βεβαίωσε τον συνομιλητή του ότι είχε λόγους να πιστεύει ότι οι Σοβιετικοί δεν σκόπευαν να αναμειχθούν στην Κύπρο εναντίον της τουρκικής επέμβασης. Ωστόσο, κατά την διάρκεια της δεύτερης φάσης της επιχείρησης ‘‘Aττίλας’’ η Mόσχα εξέφρασε μια ορισμένη δυσφορία καθώς και την ανησυχία της για την τροπή που έπαιρναν οι εξελίξεις.
Η ιστορία του Κυπριακού προβλήματος έχει αποτελέσει μια διαδοχή χαμένων ευκαιριών, με φθίνουσα πορεία, που προκάλεσε αλλεπάλληλες απογοητεύσεις στην ελληνική πλευρά και την οδήγησε σε όλο και πιο δυσχερή θέση. Από την δεκαετία τoυ 1950, το Κυπριακό εθεωρείτο το πρώτιστο και το οξύτερο εθνικό θέμα του συγχρόνου Ελληνισμού. Μετά από το πραξικόπημα και την κατάληψη από την Τουρκία του 38% του κυπριακού εδάφους, το Κυπριακό συνιστά ανοικτή πληγή και μαύρη κηλίδα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ταυτόχρονα το πρόβλημα επηρεάζει τις διεθνείς σχέσεις στην περιοχή και επηρεάζεται από αυτές. Η de facto διχοτόμηση πέρασε σε νέο στάδιο στις 15 Νοεμβρίου 1983, με τη μονομερή ανακήρυξη από τον Ντενκτάς της ανεξαρτησίας της κατοχικής οντότητας που αυτοαποκαλούνταν ‘‘ομόσπονδο τουρκικό κράτος’’.
Tο (5ο) αναθεωρημένο σχέδίο Αναν υιοθετούσε μέγα μέρος των τουρκικών προτάσεων, συνιστώντας φόρμουλα διαλυτική της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αφού απέβησαν άκαρπες οι τετραμερείς συνομιλίες της Λουκέρνης, ενεργοποιήθηκε η προβλεπόμενη από το σχέδιο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ διαδικασία των χωριστών δημοψηφισμάτων. Αυτά πραγματοποιήθηκαν την 24η Απριλίου 2004. Οι Τουρκοκύπριοι ενέκριναν το 5ο (αναθεωρημένο) σχέδιο Αναν, με ποσοστό υπέρ αυτού 64%. Αντίθετα, οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν την προτεινόμενη ‘‘λύση’’ με ποσοστό εναντίον αυτού 76%. Την επόμενη μέρα ο Πρόεδρος της Κύπρου Τάσος Παπαδόπουλος και η ηγεσία της Κύπρου αλλά και η Αθήνα καλούνταν να διαχειριστούν τις συνέπειες του ‘‘Οχι’’. Το συντριπτικά μεγάλο μέρος των δυτικών κυβερνήσεων εμφανιζόταν επικριτικό προς την επιλογή των Ελληνοκυπρίων. Το εσωτερικό μέτωπο στην ελληνοκυπριακή πλευρά παρουσίαζε σοβαρό ρήγμα λόγω των διχογνωμιών που είχαν εκδηλωθεί καθ’όλη την περίοδο που είχε προηγηθεί της ετυμηγορίας. Από την πλευρά της, η Τουρκία εστίαζε το ενδιαφέρον του στη συνέχιση της στήριξη από την Ελλάδα της προσπάθειάς της για ένταξη στην Ε.Ε.
Η ένταξη της Kύπρου στην E.E. το 2004 ανέσυρε το Kυπριακό από την αποτελμάτωση, όμως, αυτό δεν λύθηκε, ούτε ανετράπη η διχοτόμηση και η κατοχή που επέβαλε ο «Αττίλας», με πρόσχημα την αφροσύνη της ελλαδικής χούντας και στο βωμό του ανταγωνισμού των τότε πολιτικοστρατιωτικών συνασπισμών. Στην περίοδο που άνοιξε με την έναρξη διαπραγματεύσεων προς ένταξή της στην Ε.Ε., η Τουρκία επιχειρεί διαρκώς να συνδέει τη συμμόρφωσή της προς τα ευρωπαϊκά κριτήρια με την επίλυση του Κυπριακού, επιδιώκoντας να επιτύχει την άμεση ή έμμεση διεθνή αναγνώριση της αυτοαποκαλούμενης ‘‘Τ.Δ.Β.Κ.’’ ως ανεξάρτητης κρατικής οντότητας (ακόμα και ως κάποιου είδους αναβάθμισή της). Η Tουρκία πρέπει να υποχρεωθεί να συντελέσει στη δίκαιη λύση του κυπριακού, λύση βιώσιμη, αντικατοχική και ενοποιητική του νησιού. Να πάψει η Κύπρος ''να πληρώνει το άδειο μας πρόσωπο''. Η Ελλάδα χωρίς την Κύπρο είναι μια αποδυναμωμένη βαλκανική χώρα. Η Ελλάδα και η Κύπρος μαζί αποτελούν μια υπολογίσιμη δύναμη στο σύστημα Ανατολική Μεσόγειος-Μέση Ανατολή-Βαλκάνια-Καύκασος
Θεόδωρος Μπατρακούλης
Διδάκτωρ Γεωπολιτικής
ΥΓ: Το κείμενο αποτελεί σύντμηση κεφαλαίου από το βιβλίο του συγγραφέα, που πρόκειται να κυκλοφορήσει με τίτλο Η σύγχρονη Τουρκία - Κοινωνικές πολιτικές εξελίξεις και γεωπολιτικός ρόλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου