Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

Από την κρίση στα Ιμια στο «κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης» της 8ης Ιουλίου 1997: Στρατηγικές επιδιώξεις και συνέπειες

Από την κρίση στα Ιμια στο «κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης» της 8ης Ιουλίου 1997: Στρατηγικές επιδιώξεις και συνέπειες

       Οσον αφορά την κρίση στα Ιμια τίθεται το ερώτημα αν αυτή ήταν προαναγγελθείσα ή/και σκηνοθετημένη - και προβλέψιμη. Επίσης τίθενται συναφή ερωτήματα: Ποιοι είναι οι λόγοι τους οποίους θα είχαν ορισμένοι διεθνείς δρώντες να μετέχουν σε ένα τέτοιο σκηνικό; Ποιά είναι η σχέση ανάμεσα στην κρίση των Ιμίων και το «κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης» της 8ης Ιουλίου 1997; Οφείλει συχνά να εξετάζει κανείς τις δημοσιογραφικές εκδοχές (versions journalistiques) της άμεσης ιστορικής αλήθειας - η προσέγγιση της οποίας θεωρείται ένα μάλλον μη πραγματοποιήσιμο εγχείρημα για τους ίδιους τους ιστορικούς επιστήμονες[1]. Οι δημοσιογράφοι κατηγορούνται, όχι χωρίς λόγο, ότι οδηγούνται συχνά σε ιστοριογραφικές ψευδοαποκαλύψεις, τις οποίες δεν είναι σε θέση και/ή δεν έχουν τον χρόνο να επαληθεύσουν. Αλλά, ακόμα και με αυτά τα γνωρίσματα πονηρού πλαστογράφου της πραγματικότητας τα οποία αποδίδονται στα ΜΜΕ, αυτά δεν θα μπορούσαν, υπό ορισμένους όρους, να χρησιμεύσουν στην ιστορική/γεωπολιτική έρευνα; Αυτό δηλώνει ο Γάλλος ιστορικός Jacques Le Goff. Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει ότι η πληροφορία μεταβιβάζεται συχνά υφιστάμενη ορισμένη αλλοίωση. Αλλά, θα προσχωρήσουμε στη γνώμη του Le Goff - που έχει ένα χρωμα μιας αισιοδοξίας ενός επιστήμονα – ότι ο γραπτός και ο ηλεκτρονικός τύπος μπορεί να συμβάλει στην ιστοριογραφία, συμπληρώνοντας μάλιστα τα κενά που αφήνουν οι ιστοριογραφικές γνώσεις. Αυτό βεβαίως με μια προυπόθεση: ότι ο ιστορικόςω αναπτύσσει και εγκαθιδρύει ορισμένους κανόνες επαλήθευσης και εξακρίβωσης (μέτρησης) των δημοσιογραφικών πληροφοριών.
          Θα επιχειρήσουμε μια προσέγγιση στα προαναφερθέντα ενδιαφέροντα ερωτήματα βασιζόμενοι σε ορισμένα δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής που σημειώθηκε αυτά τα γεγονότα. Θα αναφερθούμε πρώτα σε μια όχι τόσο γνωστή εκτίμηση του Μπιλ Κλίντον αναφορικά με πιθανή σύγκρουση Ελλάδας-Τουρκίας. Τον Ιανουάριο του 1995, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφάσισε να πουλήσει στην Τουρκία τακτικούς πυραύλους ATACMS που διέθεταν μεγάλες επιθετικές δυνατότητες. Με σκοπό να αποσπάσει τη συναίνεση της Γερουσίας για την επιχείρηση αυτή ο πρόεδρος Κλίντον (Clinton) απηύθυνε μια επιστολή στους γερουσιαστές, με ημερομηνία 4 Ιανουαρίου 1996 (σε μια χρονική στιγμή που υπέβοσκε η «κρίση των Ιμίων»). Στο γράμμα, ο ηγέτης της «μοναδικής υπερδύναμης» (πλέον) επισήμαινε το «ενδεχόμενο μιας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης», της οποίας αίτιο θα μπορούσαν να αποτελέσουν είτε τα υπάρχοντα ανάμεσα στα δύο κράτη προβλήματα - που έδειχναν να επιδεινώνονται -, είτε η κλιμάκωση ενός αιφνίδιου «θερμού  επεισοδίου» στο Αιγαίο. Αξίζει να αναφερθούν εκτενή αποσπάσματα του γράμματος ώστε να καταδειχθεί το πνεύμα των γεωστρατηγικών κινήτρων της τότε βορειοαμερικανικής κυβέρνησης.
         «...Συμμερίζομαι αρκετές από τις ανησυχίες σας. Ωστόσο, εκτιμώ ότι η πώληση των βλημάτων θα μπορούσε να εξυπηρετήσει μια ευρεία σειρά σημαντικών στρατηγικών συμφερόντων και να μην είναι καθόλου βλαπτική για την πολιτική μας στο κεφάλαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή για την προσπάθειά μας να σημειωθεί πρόοδος στο πρόβλημα της Κύπρου. Ενώ οι ΗΠΑ και οι άλλοι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ δεν αντιμετωπίζουν παρά μια περιορισμένη στρατηγική απειλή, η Τουρκία έχει απέναντί της μια σημαντική στρατηγική απειλή που εξακολουθεί. Η Τουρκία, περισσότερο από κάθε άλλο σύμμαχο στο ΝΑΤΟ, έχει ανάγκη μιας αναβάθμισης των αμυντικών ικανοτήτων της με στόχο την αποτροπή,  και περιπτώσεως δοθείσης, την καταπολέμηση μιας απειλής προερχόμενης από τη Συρία, το Ιράν, το Ιράκ... To ATACMS είναι ένα ημι-κατευθυνόμενο βλήμα, που χρησιμοποιείται συνήθως για να πληγούν στόχοι μεγάλης στρατηγικής σημασίας, όπως συστοιχίες πυραύλων και σταθμοί τηλεπικοινωνιών, που βρίσκονται στη Συρία καθώς και στο Ιράκ και το Ιράν...  Είμαι σύμφωνος μαζί σας ότι οι σχέσεις ανάμεσα στηνν Ελλάδα και την Τουρκία απέχουν πολύ από το να είναι ικανοποιητικές. Και πιστεύω ότι ο κίνδυνος μιας επιδείνωσης των προβλημάτων, ή ακόμα και επεισοδίων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια ένοπλη σύγκρουση – το οποίο κανένα από τα εν λόγω μέρη δεν επιθυμεί και το οποίο θα μπορούσε να βλάψει σοβαρά τα συμφέροντα των ΗΠΑ – βαίνει αυξανόμενος. Ωστόσο, είμαι ανήσυχος για τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει το γεγονός να πειστεί η Τουρκία αναφορικά με μια εκ μέρους μας άρνηση να τη βοηθήσουμε να ικανοποιήσει τις νόμιμες στρατιωτικές ανάγκες της. Είναι συμφέρον μας, όπως είναι συμφέρον και για την Ελλάδα, να παραμείνει η Τουρκία πεπεισμένη για την σταθερότητα των στρατηγικών δεσμών με τη Δύση και με τις ΗΠΑ. Η πώληση των ATACMS θα συνέβαλε στην εκπλήρωση αυτού του στόχου... Κάνουμε πιο ενεργητικές προσπάθειες την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Ο ειδικός απεσταλμένος μας, ο Beatie επισκέφθηκε πρόσφατα τις πρωτεύουσες της περιοχής ώστε να προωθήσει τις συνομιλίες... Εξακολουθούμε να προτρέπουμε την Αγκυρα και την Αθήνα να προχωρήσουν σε μέτρα εμπιστοσύνης κατάλληλα να αποσοβήσουν μια ενδεχόμενη επιδείνωση  εξαιτίας ενός απροσδόκητου επεισοδίου που θα μετέβαλε την κατάσταση στο Αιγαίο. Εργαζόμαστε, στους κόλπους του NΑΤΟ, ώστε να εξαλειφθούν οι αιτίες που θα οδηγούσαν σε μια εκτράχυνση...»[2].
         Εννοείται ότι οι ΗΠΑ δεν θα επιθυμούσαν να εμπλακούν σε μια μεσολαβητική απόπειρα, για την οποία δεν θα είχαν εξασφαλίσει την πολιτική συναίνεση των ενδιαφερόμενων ιθυνουσών ελίτ. Σύμφωνα με σειρά ενδείξεων, η Ουάσιγκτον εκτιμούσε ότι δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί το απαραίτητο κλίμα. Εξάλλου, η Τουρκία είχε βρεθεί από το τελευταίο τετράμηνο του 1995 σε πολύμηνη περίοδο νέας πολιτικής αστάθειας. Ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης συνασπισμού ανάμεσα στα κόμματα των οποίων ηγούνταν  η Τανσού Τσιλέρ και ο Μεσούτ Γιλμάζ δεν φαινόταν εύκολος, ούτε βιώσιμος. Αφετέρου, στην Ελλάδα η επιδείνωση της υγείας του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου (είσοδος στο Ωνάσειο) δημιούργησε μια κατάσταση «ακέφαλης κυβέρνησης» και αβεβαιότητας. Από την πλευρά του ο ειδικός απεσταλμένος για το Κυπριακό Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ είχε επισημάνει ότι «το κλειδί μιας θετικής εξέλιξης το κρατάει η Αγκυρα». Η παράταση της πολιτικής αστάθειας καθιστούσε επισφαλή κάθε εκ μέρους του πρωτοβουλία - ενώ ήταν επικείμενη και η αντικατάστασή του από τον Τζων Κόρνμπλουμ. Εξάλλου, ο Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Θεόδωρος Πάγκαλος εμφανιζόταν να μην έχει ιδιαίτερη προτίμηση στον αμερικανικό ‘‘ακτιβισμό’’ αναφορικά με την Κύπρο. Στις 26 Ιανουαρίου του 1996, ο Πάγκαλος γνωστοποίησε ότι τον απασχολούσε περισσότερο ο διορισμός ενός ειδικού απεσταλμένου (émissaire spécial) από την Ε.Ε., ο οποίος θα ήταν επιφορτισμένος με την αποστολή να προωθήσει λύση στο Κυπριακό. Η νέα προσέγγιση της Αθήνας εμφανιζόταν έτσι να ευνοεί μια μετάβαση από το ‘‘αμερικανοκεντρικό’’ πλαίσιο επίλυσης σε μια διαδικασία υπό την αιγίδα της Ε. Ε.
       Στην εν λόγω συγκυρία, στα τέλη Ιανουαρίου του 1996 εκδηλώθηκε μια νέα ιδιαίτερα σοβαρή ένταση στο Αιγαίο, η οποία ήρθε με εκρηκτικό τρόπο στο φως της δημοσιότητας. Η «κρίση των Ιμίων», όπως ονομάσθηκε η αναμέτρηση ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα αναφορικά με το διεθνές καθεστώς του συμπλέγματος των δύο βραχονησίδων Ιμια (Καρντάκ στα τουρκικά) διαδραματίστηκε σε μια περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στο ελληνικό νησί Κάλυμνος και τις απέναντι τουρκικές ακτές - δηλαδή στην περιοχή των Δωδεκανήσων. Η «κρίση των Ιμίων» χαρακτηρίστηκε από ορισμένους και ως ‘‘πόλεμος των σημαιών’’ (‘‘Bayrak savasι’’ στα τουρκικά, τίτλος που εγκαινιάστηκε από την εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας Χουριέτ)[3]. Στον ουρανό του Αιγαίου, στις 30 και 31 Ιανουαρίου 1996, σημειώθηκαν θεαματικές αναμετρήσεις μαχητικών αεροσκαφών ενώ στο αρχιπέλαγος εκτελούνταν πλόες και περιπολίες σημαντικών ναυτικών δυνάμεων των δύο παρόχθιων χωρών. Όλα αυτά είχαν οδηγήσει σε μια τόσο επικίνδυνη αύξηση της έντασης τις συγκεκριμένες ημέρες ώστε το ρίξιμο ακόμα και ενός πυροβολισμού κινδύνευε να προκαλέσει έκρηξη, ένοπλη σύγκρουση των δύο κρατών. Καθοριστική για την εκτόνωση υπήρξε η ενεργή παρέμβαση της Ουάσιγκτον, η οποία ασκήθηκε μάλιστα στο περισσότερο υψηλό επίπεδο, δηλαδή από τον ίδιο τον πρόεδρο των ΗΠΑ.
         Σύμφωνα με το προαναφερόμενο δημοσίευμα της, η Hürriyet[4] δικαιολογούσε τους δημοσιογράφου της που αφαίρεσαν από τα Ιμια την ελληνική σημαία και ύψωσαν στη θέση της την τουρκική υποστηρίζοντας ότι η ενέργειά τους αποτελούσε απάντηση στην προγούμενη πράξη των Ελλήνων που επιδίωξαν να ‘‘δείξουν ότι η νησίδα είναι ελληνική’’. Όμως, σύμφωνα με άλλο ρεπορτάζ, η επιχείρηση των Τούρκων δημοσιογράφων προαναγγέλθηκε από το τουρκικό υπουργείο των Εξωτερικών. Σ’αυτό το ρεπορτάζ τουρκικοί διπλωματικοί κύκλοι φέρονταν να έχουν διατυπώσει σχόλια σε δριμύ ύφος αναφορικά με μια σύσκεψη στην Αθήνα - που είχε πραγματοποιηθεί την παραμονή της επιχείρησης των Τούρκων δημοσιογράφων - στην οποία συμμετείχαν ο νεοεκλεγείς - από την Κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος ΠΑΣΟΚ - πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης και οι υπουργοί του των Εξωτερικών και των Εσωτερικών[5].
          Μια ενδιαφέρουσα άποψη που υπογράμμιζε το ευρύτερο διεθνοπολιτικό συγκείμενο μέσα στο οποίο εκτυλίχθηκε η κρίση των Ιμίων διατύπωνε ο Τάκης Φωτόπουλος - καθηγητής (London School of Economics), γνωστός θεωρητικός της απεξάρτησης της Ελλάδας από τις καπιταλιστικές μητροπόλεις και υπέρμαχος της άμεσης δημοκρατίας: «...Οι εκσυγχρονιστικές ελίτ που ασκούν σήμερα την εξουσία στην Ελλάδα καθώς και στην Τουρκία, έχουν τον ίδιο περίπου βαθμό οικονομικής, στρατιωτικής και πολιτικής εξάρτησης από τη Δύση. Εάν, επομένως, η μια από τις δυό ελίτ, παίζει σήμερα ρόλο περιφερειακής υπερδύναμης, αυτό δεν καθορίζεται από τις επιθυμίες της (οι ελίτ και των δύο χωρών θα ποθούσαν παρόμοιο ρόλο), αλλά από τα στρατηγικά σχέδια των κυρίαρχων δυνάμεων. Σήμερα η τουρκική ελίτ, πράγματι, παίζει ρόλο «ιμπεριαλιστικής» περιφερειακής υπερδύναμης. Και ο ρόλος αυτός της ανετέθη από τη Δύση και κυρίως από τις ΗΠΑ... Η θεμελιακή όμως προυπόθεση πάνω στην οποία στηρίζεται ο σημερινός ρόλος της Τουρκίας είναι ότι η παρούσα εκσυγχρονιστική ελίτ θα εξακολουθήσει να βρίσκεται στην εξουσία, ώστε να μπορεί η χώρα να παίζει το ρόλο του εξαρτημένου υπο-ιμπεριαλισμού. Αυτό που κυριολεκτικά τρέμει η Δύση είναι η τυχόν κατάκτηση της εξουσίας από κάποιο αυτόνομο φονταμενταλιστικό κίνημα, που θα επαναλάμβανε το φιάσκο του Σάχη…Ο κίνδυνος αυτός είναι απόλυτα ορατός σήμερα, όταν με τις εκλογές του Δεκέμβρη οι φονταμενταλιστές τετραπλασίασαν τη βουλευτική τους δύναμη… Εκείνο λοιπόν που επιδιώκεται με την κρίση στο Αιγαίο είναι η εξασφάλιση της εκσυγχρονιστικής ελίτ στην τουρκική ηγεσία. Όμως ο μόνος τρόπος για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι η ‘’ὐπερφαλάγγιση’’ των φονταμενταλιστών στον εθνικιστικό τομέα…»[6].
          Σε κάθε περίπτωση, η προαναφερόμενη νεοφανής τουρκική διεκδίκηση, πέραν του ότι αφορούσε ένα τμήμα του εδάφους της Ελλάδας, συνδυαζόταν με μια αναφορά σε ‘‘γκρίζες ζώνες’’ νησιωτικών εδαφών σε ένα εκτεταμένο τμήμα του Αιγαίου Πελάγους[7]. Με μια μεθοδευμένη προσπάθεια που αποσκοπούσε στον περιορισμό και την απεμπόληση  των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, η Τουρκία δημιούργησε κατ’αυτόν τον τρόπο μια νέα ‘‘ελληνοτουρκική διαφορά’’ στο Αιγαίο.        
          Μια σειρά νησιών - Οινούσσες, Ψέριμος, Καλόλιμνος, Ιμια, Γαïδουρονήσι, νησιά που βρίσκονται βορειοανατολικά της Κρήτης, αλλά και ένα νησί του Αργοσαρωνικού - και πολλές βραχονησίδες «συνεχίζουν να βρίσκονται υπό την κυριαρχία της Τουρκίας, που είναι διάδοχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Αυτές οι ωμές διεκδικήσεις διατυπώνονταν σε εγχειρίδιο των Στρατιωτικών Ακαδημιών της Τουρκίας, το περιεχόμενο του οποίου έφερε στη δημοσιότητα η εφημερίδα Καθημερινή[8].
       Η ελληνοτουρκική συμφωνία απεμπλοκής από τα Ιμια της 30ής Ιανουαρίου 1996 ήταν γραπτή. Τη μυστική συμφωνία με τους Αμερικανούς για την κρίση των Ιμίων και το πώς η ελληνική διπλωματία αποδέχθηκε, εμμέσως, ότι τα νησιά αυτά αποτελούν «γκρίζα ζώνη» αποκάλυψε επιστολή του τότε υπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α. Γουόρεν Κρίστοφερ, που ήρθε στο φως της δημοσιότητας δεκαπέντε χρόνια αργότερα από την εφημερίδα ΄΄Η Καθημερινή’[9]. Η επιστολή απευθυνόταν προς τον τότε υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας, Θεόδωρο Πάγκαλο, και προς τον Τούρκο ομόλογό του, Ντενίζ Μπαïκάλ, έφερε ημερομηνία 2 Φεβρουαρίου 1996. Ανέφερε ότι οι κυβερνήσεις των δύο χωρών δεσμεύθηκαν να απομακρύνουν στρατιώτες, πλοία και σημαίες από τα Ίμια και την γύρω περιοχή, αλλά και να μην επιστρέψουν σε αυτήν. Στην επιστολή υπογραμμιζόταν η ανάγκη δέσμευσης της Ελλάδας και της Τουρκίας ως προς το ότι κάθε πλευρά «δεν θα τοποθετήσει τη σημαία της ή οπλισμένο προσωπικό στις νησίδες ούτε θα τοποθετήσει πλοία κοντά στις νησίδες». Με τον τρόπο αυτό, οι ΗΠΑ ανέλαβαν, πέραν του ρόλου μεσολαβητή, και αυτόν του εγγυητή των συμφωνηθέντων, καθώς ο Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, που διαχειρίσθηκε την κρίση, ανησυχούσε για τον κίνδυνο νέου επεισοδίου και πιθανής σύρραξης εάν η μία ή η άλλη πλευρά δεν τηρούσε τις προφορικές δεσμεύσεις της. Μία ημέρα νωρίτερα, την 1η Φεβρουαρίου 1996 ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών των Η.Π.Α. δήλωνε ότι «οι Η.Π.Α. δεν αναγνωρίζουν ελληνική ή τουρκική κυριαρχία στα Ίμια/Καρντάκ και πιθανολογείται ύπαρξη και άλλων νησίδων στην ίδια κατάσταση». Το απαντητικό κείμενο του κ. Θ. Πάγκαλου αποκαλύφθηκε μια ημέρα αργότερα από την εφημερίδα «Δημοκρατία». Όπως προκύπτει από τα αποκαλυπτικά δημοσιεύματα, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Θ. Πάγκαλος με επιστολή προς τον ομόλογό του των ΗΠΑ Γ. Κρίστοφερ - φέρει ημερομηνία Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 1996 - παρείχε γραπτή επιβεβαίωση της συμφωνίας της 30ής Ιανουαρίου 1996.
         Η Τουρκία είχε βρεθεί από το τελευταίο τετράμηνο του 1995 σε πολύμηνη περίοδο νέας πολιτικής αστάθειας. Τον Ιούλιο του 1996, επιχειρήθηκε μια διέξοδος από την κυβερνητική κρίση που έμοιαζε πρωτοφανής: σχηματίσθηκε κυβέρνηση συνασπισμού Κόμματος Ευημερίας (Refah Partisi) - Κόμματος Ορθού Δρόμου (Doğru Yol Partisi) - ο λεγόμενος συνασπισμός «Ref-Yol»). Ο ηγέτης του ισλαμιστικού Refah Partisi Νετζμεντίν Ερμπακάν, έχοντας ως πρωταρχικό μέλημά του την στερέωση της εξουσίας του στο εσωτερικό του τουρκικού κοινωνικού σχηματισμού[10], έδειχνε διατεθειμένος να συναινέσει και σε μια ύφεση στις σχέσεις με την Ελλάδα. Η θερινή «εκεχειρία» στο Αιγαίο Πέλαγος (που είχε επιτευχθεί μετά από αμερικανική μεσολάβηση, αμέσως μετά τον σχηματισμό του νέου κυβερνητικού συνασπισμού στην Αγκυρα) χαιρετίστηκε στην Ελλάδα ως «θετικό βήμα». Μεταξύ άλλων, την ικανοποίησή του γι’αυτή την εξέλιξη εξέφρασε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνoς Στεφανόπουλος[11]. Ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Ρέππας είχε δηλώσει, τον Ιούνιο του 1996, ότι η Ελλάδα ήταν διατεθειμένη να υπογράψει ένα πρωτόκολλο με την Tουρκία, το οποίο θα μπορούσε να επαναλαμβάνει τις δεσμεύσεις («μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης») του Mνημονίου Παπούλια-Γιλμάζ, καθώς και εκείνες της συμφωνίας της Κωνσταντινούπολης της 8 Σεπτεμβρίου 1988.
         Την ίδια περίπου χρονική στιγμή, ο Τούρκος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Σουλεïμάν Ντεμιρέλ, προέβαλε εκ νέου παλιότερη πρότασή του αναφορικά με μια ελληνοτουρκική συνεργασία σε ορισμένους οικονομικούς τομείς, όπως η βιομηχανία και ο τουρισμός. Μη παραλείποντας να εκτοξεύσει κατηγορίες κατά της Ελλάδας για μη φιλική συμπεριφορά προς τη χώρα του, ο Ντεμιρέλ επεξέτεινε τότε την πρόταση στη σύναψη ενός συμφώνου φιλίας, το οποίο θα αφορούσε στη διευθέτηση των διμερών προβλημάτων. Επί πλέον, επιχείρησε να δείξει ότι υφίσταται στενός δεσμός ανάμεσα στη στερέωση της ειρήνης στη Ν/Α Ευρώπη και στην προοπτική της ενσωμάτωσης της περιοχής στο σύνολό της (συμπεριλαμβανομένης, κατά συνέπεια, της Τουρκίας) στην Ευρωπαïκή Ενωση[12].
        Εξ άλλου, οι ΗΠΑ εξακολούθησαν, μετά την κρίση στα Ιμια, να ενεργούν ως επιδιαιτητής στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας. Κατά την διάρκεια της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη τον Ιούλιο του 1997 πέτυχαν να οδηγήσουν τα δύο κράτη  στην υπογραφή ενός συντόμου διμερούς εγγράφου το οποίο περιλάμβανε ορισμένες αμοιβαίες  δεσμεύσεις τους («κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης» της 8ης Ιουλίου 1997). Βασική διάταξη συνιστούσε το ότι το καθένα από τα δύο μέρη διακήρυττε, μεταξύ άλλων, ότι θα σεβόταν τα «ζωτικά συμφεροντά» του άλλου στο Αιγαίο, ενώ δεσμεύονταν να επιλύσουν οποιαδήποτε μεταξύ τους φιλονικία με ειρηνικό τρόπο [13].
      Η διμερής αυτή συμφωνία που υπογράφηκε στις 8 Ιουλίου 1997 μεταξύ του πρωθυπουργού της Ελλάδας Κώστα Σημίτη και του προέδρου της Τουρκίας Σουλεïμάν Ντεμιρέλ, εμφανίστηκε τότε ως σχετική έκπληξη, αφού δεν είχε προαναγγελθεί με οποιονδήποτε τρόπο.. Η συμφωνία αποτέλεσε αντικείμενο παρασκηνιακών, ανεπισήμων διαπραγματεύσεων μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών των δύο παροχθίων του Αιγαίου κρατών (των κκ. Θεοδώρου Παγκάλου και Ισμαήλ Τζεμ), υπό την αιγίδα της τότε υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ κυρίας Μαντλίν Ολμπράιτ, στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη. Σύμφωνα με τις ερμηνείες που διατύπωσαν τότε αρκετοί παρατηρητές, αυτή η διπλωματική «ιδιαιτερότητα» υποδήλωνε ότι η συγκεκριμένη συμφωνία υποστηριζόταν από΄τις δυνάμεις του τουρκικού «κατεστημένου» - εννοείται συμπεριλαμβανομένης της ηγεσίας των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΤΕΔ) -, το οποίο εκπροσωπούσε ο Σουλεïμάν Ντεμιρέλ. Εκφράστηκε τότε η υπόθεση ότι η τουρκική στρατιωτική ηγεσία  δεν επιθυμούσαν η διαπραγμάτευση της εν λόγω διμερούς συμφωνίας να διακινδυνευτεί (και να γίνει «θύμα») από τις, συνήθεις στην Τουρκία, πολεμικές ρητορείες μεταξύ των πολιτικών της χώρας[14]. Πάντως, η υπογραφή της συμφωνίας από τον ίδιο τον αρχηγό του τουρκικού κράτους ήταν αμφίβολο τότε αν θα ήταν αρκετή για να θέσει το «κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης» στο απυρόβλητο των αναταράξεων οι οποίες προκαλούνταν από την αστάθεια που επικρατούσε στα τουρκικά πολιτικά πράγματα.
         Εν πάση περιπτώσει, βέβαιο είναι ότι η εν λόγω κοινή ελληνοτουρκική διακήρυξη «καλής θέλησης» των δύο μερών να επιχειρήσουν μια  «προσέγγιση» επιτεύχθηκε μετά από πρωτοβουλία του αμερικανικού υπουργείου των Εξωτερικών. Αυτό επισημάνθηκε τότε από Ελληνες και Τούρκους παρατηρητές[15]. Υπό τη μορφή ενός συμφώνου φιλίας και συνεργασίας επιχειρείτο να καταγραφούν οι αρχές και ορισμένες απαιτούμενες προυποθέσεις ώστε τα δύο μέρη να προχωρήσουν σε μια  «συνεννόηση»[16].
          Αλλά ας δούμε τι ήταν το «κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης». Επρόκειτο για ένα σύντομο κείμενο το οποίο προέβλεπε κυρίως έξι σημεία, τα οποία έπρεπε να αποτελέσουν τη βάση για σχέσεις καλής γειτονίας μεταξύ των δύο κρατών:
        1. Αμοιβαία δέσμευση για την ειρήνη, την ασφάλεια και τη συνεχή ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας.
         2. Σεβασμό της κυριαρχίας της κάθε μιας από τις δύο χώρας.
         3. Σεβασμό των αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών.
    4. Σεβασμό των νομίμων και ζωτικών συμφερόντων των δύο κρατών στο Αιγαίο Πέλαγος, τα οποία έχουν μεγαλύτερη σημασία λαμβανομένων υπόψιν της ασφάλειάς τους και της εθνικής κυριαρχίας τους.
    5. Δέσμευση των δύο μερών να αποφύγουν μονομερείς πράξεις επί τη βάσει του αμοιβαίου σεβασμού και της επιθυμίας να αποτραπεί κάθε σύγκρουση που θα «είχε σχέση με παρεξηγήσεις».
         6. Δέσμευση για την επίλυση των διαφορών διά μέσου της ειρηνικής οδού, επί τη βάσει αμοιβαίας συγκατάθεσης και χωρίς προσφυγή στη βία ή στην απειλή βίας.
       Κατά συνέπεια οι δύο πλευρές αναλάμβαναν δεσμεύσεις για αμοιβαίο σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας και του Διεθνούς Δικαίου. Ωστόσο, με δεδομένο ότι - τουλάχιστον σύμφωνα με την αντίληψη της ελληνικής πλευράς - είναι η άλλη πλευρά, δηλαδή η Τουρκία, η οποία αμφισβητεί το - κατά το Διεθνές Δίκαιο και τις Διεθνείς Συνθήκες - διεθνές καθεστώς του Αιγαίου, εγειρόταν ήδη εξαρχής ένα σοβαρό ζήτημα όσον αφορά στον τρόπο που η Αγκυρα αντιλαμβάνεται την ελληνική εθνική κυριαρχία: Ποιο θα ήταν το τμήμα αυτής της κυριαρχίας το οποίο η Τουρκία έμελλε να αποδέχεται και ποιό το τμήμα το οποίο θα αμφισβητούσε, θέτοντας τα κατ’αυτήν προς διευθέτηση ζητήματα; Ποιες από τις ισχύουσες Διεθνείς Συνθήκες και Συμβάσεις η Τουρκία αναγνωρίζει ότι διαθέτουν δύναμη που δεσμεύουν και την ίδια (force contraignante); Και βεβαίως, η μνεία η οποία γινόταν, στην παράγραφο 4, στα  «νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα των δύο κρατών στο Αιγαίο Πέλαγος, τα οποία έχουν μεγαλύτερη σημασία λαμβανομένων υπόψιν της ασφάλειάς τους και της εθνικής κυριαρχίας τους», ανησυχούσε αρκετούς Ελληνες παρατηρητές αλλά και πολιτικούς. Εκφραζόταν ο φόβος ότι μια τέτοια διατύπωση θα μπορούσε να αποβεί πολύ ευνοïκή στις γνωστές βλέψεις της Τουρκίας, αφού η Αγκυρα θα μπορούσε να διεκδικήσει την κυριαρχία πολλών νησιών και νησίδων του Αιγαίου, με την προυπόθεση ότι αυτό θα γινόταν με μη εμπόλεμο τρόπο[17].
         Βλέποντας το κείμενο του «κοινού ανακοινωθέντος της Μαδρίτης», γινόταν εύκολα κατανοητό ότι, υπό τη μορφή ενός συμφώνου φιλίας και συνεργασίας, απαριθμούνταν οι αρχές και ορισμένες απαιτούμενες προυποθέσεις για να διευκολυνθεί ο διάλογος ο οποίος είχε ήδη εγκαινιαστεί μεταξύ των δύο κρατών υπό την αιγίδα της Ευρωπαïκής Ενωσης - διά της οδού της «Επιτροπής των σοφών» και της «Επιτροπής εμπειρογνωμόνων». Τα δύο μέρη απέφευγαν να θίξουν τα ζητήματα ουσίας των διαφορών τους, αφήνοντας αυτό το έργο στους τεχνοκράτες οι οποίοι συμμετέχουν σε επιτροπές εμπειρογνωμόνων. Εχοντας κατά νου αυτό το γνώρισμα της συμφωνίας, εκφράζονταν ανησυχίες στην Ελλάδα ότι, ενδεχομένως, θα απέβαινε αναπόφευκτο από ένα σημείο και μετά, οι συνομιλίες να προχωρήσουν σε μια ορισμένη περιγραφή ή και σε μια κάποιου είδους καταγραφή – και, κατά συνέπεια, σε μια έμμεση επισημοποίηση - των διεκδικήσεων της Τουρκίας.  Αυτό ήταν κάτι το οποίο έως τότε η Ελλάδα είχε αποφύγει και η Τουρκία δεν είχε εκτιμήσει σκόπιμο να το πράξει, με ανοικτό τρόπο, σε διεθνές επίπεδο.
         Από την ελληνοτουρκική προσέγγιση του 1999 (ονομάστηκε και είναι γνωστή και ως «διπλωματία των σεισμών») έως και τις προσδοκίες που καλλεργήθηκαν μετά την έλευση στην κυβερνητική εξουσία του ΑΚΡ (Νοέμβριος του 2002) ακούονται και γράφονται πολλά αναφορικά με την προώθηση της ελληνοτουρκικής φιλίας, τη λήθη, το ξαναγράψιμο της ιστορίας (νέα εγχειρίδια ιστορίας). Η πραγματική και σταθερή φιλία βασίζεται στην ισορροπία δυνάμεων, την αμοιβαιότητα, την αναγνώριση εκατέρωθεν λαθών και εγκλημάτων του παρελθόντος, την έμπρακτη μετάνοια, την κατανόηση, τον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και των κυριαρχικών δικαιωμάτων του γειτονικού κράτους. Ενόψει των προαναφερομένων, αξίζει να εξεταστούν ορισμένες αντιλήψεις αναφορικά με το Αιγαίο του αρχιτέκτονα της εξωτερικής πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση Ερντογάν-ΑΚΡ, του διεθνολόγου, θεωρητικού της γεωστρατηγικής και - από τον Απρίλιο του 2009 – υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου.
          «…Η άσκηση κυριαρχίας της Ελλάδας επί της συντριπτικής πλειονότητας των νησιών του Αιγαίου δημιουργεί το πιο σημαντικό αρνητικό στοιχείο στην πολιτική της Τουρκίας για τον εγγύς θαλάσσιο χώρο της… Σύμφωνα με διεθνείς συνθήκες, καθορίσθηκε υπέρ της Ελλάδος η πολιτική κατανομή αυτών, η οποία είναι αντίθετη με τις γεωπολιτικές αναγκαιότητες που εμφανίζονται. Τα παραπάνω αποτελούν την κοιτίδα προβλημάτων σχετικών με την υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα, τον εναέριο χώρο, τη γραμμή του FIR, τις περιοχές διοικήσεως και ελέγχου και τον εξοπλισμό των νησιών… Το ότι οι δίαυλοι (ανατολικά και δυτικά της Κρήτης) αφενός της Καρπάθου και της Κάσου και αφετέρου των Κυθήρων και του ακρωτηρίου της Σπάθης αλλά και της Καρπάθου και της Μαρμαρίδας περικυκλώνονται από αυτά τα νησιά του Αιγαίου επηρεάζουν σημαντικά την πρόσβαση της Τουρκίας από τον Εύξεινο Πόντο στην Προποντίδα (Μαρμαρά) και στη Μεσόγειο…»[18]. «Σε ευαίσθητα θέματα όπως το Αιγαίο, η Τουρκία πρέπει να επιδείξει την απαραίτητη προσοχή, ώστε να μην κάνει λάθη που θα επηρεάσουν τις μακροπρόθεσμες πολιτικές της σε ευαίσθητα θέματα όπως το Αιγαίο…»[19].
    Την άνοιξη του 2005, ο Tούρκος πρωθυπουργός κ. Pετζέπ Tαγίπ Eρντογάν εμφανιζόταν απολύτως ευθυγραμμισμένος με τις θέσεις της γνωστής επί σειράν ετών πολιτικής της Aγκυρας έναντι της Eλλάδας. H κύρια πηγή της έντασης στο Aιγαίο, σύμφωνα με τον κ. Eρντογάν, βρίσκεται στην πλευρά της Eλλάδας και είναι η «αναχαίτιση και παρενόχληση» των τουρκικών αεροσκαφών από ελληνικά μαχητικά, όταν πετούν στον «διεθνή εναέριο χώρο», κάνοντας χρήση «δικαιώματός τους». Επισήμαινε δε ότι τα αεροσκάφη της τουρκικής αεροπορίας καταθέτουν καθημερινά σχέδια πτήσεως στην Eλλάδα μέσω NATOϊκών διαύλων. O Tούρκος πρωθυπουργός δήλωνε ευθέως ότι η Aγκυρα δεν συμβιβάζεται στο θέμα του εύρους των 10 μιλίων του εναέριου χώρου της Eλλάδας, ομιλεί για άλυτα προβλήματα στις διμερείς σχέσεις, τα οποία μπορούν «με υπομονή, προσοχή και καλή πίστη» να επιλυθούν και ζητάει «δίκαιη και αποδεκτή συμφωνία για όλα τα προβλήματα του Aιγαίου». «Mπορώ να σας διαβεβαιώσω - δήλωνε - ότι επιθυμούμε ειλικρινώς να καταλήξουμε σε μία δίκαιη, διαρκή και ευθύδικη διευθέτηση όλων των προβλημάτων, με σεβασμό στα αμοιβαία συμφέροντα και των δύο χωρών», υπογράμμιζε ο κ. Eρντογάν. Υπενθύμιζε έτσι εμμέσως και την σημαντική συμφωνία Σημίτη - Nτεμιρέλ στη Mαδρίτη (1997), η οποία, όπως προαναφέρθηκε, έκανε λόγο και για «νόμιμα εθνικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο. Oι τοποθετήσεις του κ. Eρντογάν ήταν σαφέστατες σε σχετική συνέντευξη του[20].
       Στα εν λόγω ζητήματα έχει φανεί κατ’επανάληψιν ότι ακολουθείται ενιαία πολιτική από την ηγεσία των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΤΕΔ), από τους κεμαλιστές και από το κυβερνών ισλαμιστικό κόμμα (AKP), πλήττοντας καίρια την φιλολογία που αναπτυσσόταν στην Ελλάδα περί διαφορετικής πολιτικής πολιτικών και στρατιωτικών στο Aιγαίο. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις κυριάρχησαν στη συνεδρίαση του πανίσχυρου τουρκικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της 19ης Φεβρουαρίου 2010, σε μια στιγμή κορύφωσης της αντιπαράθεσης μεταξύ Ερντογάν και στρατιωτικού κατεστημένου. Στην ανακοίνωση που εκδόθηκε, ενόψει της εντατικοποίησης των ελληνοτουρκικών επαφών και των διερευνητικών συνομιλιών, αποτυπωνόταν το πλαίσιο στο οποίο κυβέρνηση και ΤΕΔ συμφώνησαν να κινηθούν στις συνομιλίες με την Ελλάδα: «Αξιολογήθηκαν υπό το φως των τελευταίων εξελίξεων τα υπάρχοντα προβλήματα του Aιγαίου μεταξύ της χώρας μας και της Ελλάδας, καθώς και τα νόμιμα και ζωτικής σημασίας δικαιώματα και συμφέροντα της χώρας μας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο»[21].
         Η Τουρκία, ως μέλος του ΝΑΤΟ, έχει, ως γνωστόν, δικαίωμα να ασκεί στα όργανα της Συμμαχίας βέτο και να επιτυγχάνει την εξαίρεση από τον χώρο ευθύνης της (την λεγόμενη ομπρέλα του ΝΑΤΟ) περιοχών της Ελλάδας στο Αιγαίο τις οποίες θεωρεί αμφισβητούμενης κυριαρχίας. Η τουρκική διπλωματία κατόρθωσε το δικαίωμα αυτό να το επεκτείνει και εντός των μηχανισμών της Ε.Ε. (π.χ. FRONTEX), παρά το ότι δεν είναι μέλος της Ενωσης. Με τον τρόπο αυτόν εδραιώνει και σε επίπεδο Ε.Ε. τις διεκδικήσεις στο Αιγαίο.
         Eξ άλλου, είναι γνωστό ότι η Ουάσιγκτον έχει προσφeρθεί να διαδραματίσει ρόλο διαιτητή στην ελληνοτουρκική διαμάχη στο Αιγαίο. Η προσφορά διατυπώθηκε από τον αναπληρωτή υπουργό Αμυνας των ΗΠΑ κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα στα μέσα Νοεμβρίου 2009. Ο Αμερικανός αξιωματούχος πληροφόρησε την πολιτική ηγεσία του ελληνικού υπουργείου Αμυνας ότι οι ΗΠΑ είχαν επεξεργαστεί δέσμη ιδεών για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανακύπτουν καθημερινά στο Αιγαίο. Διπλωματικά λάθη δεκαετιών, έλλειμμα στρατηγικής και άτολμοι χειρισμοί των ελληνικών κυβερνήσεων επέτρεψαν στην Τουρκία να δημιουργήσει και να παγιώσει ασάφειες στο καθεστώς του Αιγαίου. Στην άρση αυτών των …ασαφειών (π. χ. αν είναι ελληνικό το κατοικημένο από Ελληνες Φαρμακονήσι, όπου τα τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη παραβιάζουν σχεδόν καθημερινά τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας) προσφερόταν να συμβάλει η αμερικανική επιδιαιτησία! Οσοι έχουν γνώση των στρατηγικών στόχων και της πολιτικής των ΗΠΑ αντιλαμβάνονταν ότι οι αμερικανοί διαιτητές είχαν στημένο αυτό το παιχνίδι.
         Κατά την επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Ουάσιγκτον στις 6.12.2009, φαινόταν ότι η Αγκυρα αποκόμισε όλα σχεδόν από όσα θα μπορούσε ρεαλιστικά να προσδοκά στην συγκεκριμένη φάση. Στην συγκεκριμένη φάση, οι ΗΠΑ έδειχναν να επιδοκιμάζουν τις στρατηγικές επιλογές της Τουρκίας - άνοιγμα προς Ανατολάς, αλλά και προς τους Μουσουλμάνους των Βαλκανίων. Την Ουάσιγκτον ενδιέφερε ουσιαστικά η προώθηση επιλογών της Αγκυρας όπως το κλείσιμο ανοιχτών μετώπων πολλών ετών - Αρμενία, Συρία -, ο επανακαθορισμός παλιότερων συμμαχιών - Ισραήλ -, η αυτοπαρουσίασή της Τουρκίας ως αξιόπιστου διαμεσολαβητή στη Μέση Ανατολή (Ιράν-Δύση, Ισραήλ-Συρία).
         Η αρχή των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» που συμπυκνώνει το δόγμα του Α. Νταβούτογλου περί εξωτερικής πολιτικής δεν σήμαινε ότι η Αγκυρα ήταν διατεθειμένη να υπαναχωρήσει χωρίς να αποκομίσει υψηλής γεωστρατηγικής αξίας αντάλλαγμα από τις πάγιες θέσεις της στο Κυπριακό, για το Αιγαίο και τα άλλα θέματα που εκείνη θεωρεί ότι είναι ανοιχτά[22]. Πόσο μάλλον εφόσον, όντως, οι ενταξιακές στην Ε.Ε. επιδιώξεις της δεν αποτελούσαν την συγκεκριμένη στιγμή (μέσα στο 2009) – αλλά και στο μεταγενέστερο χρονικό διάστημα - επείγουσα προτεραιότητα. Η σχετική αυτονόμηση της Τουρκίας από τον αμερικανικό στρατηγικό σχεδιασμό εκφράζεται πιο ουσιαστικά στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων και στο Κυπριακό. Π. χ. ο Ερντογάν δεν δίστασε καθόλου να θέσει ζήτημα, παρουσία του Ομπάμα, αναφορικά με τα «σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ‘’Τούρκοι’’ της δυτικής Θράκης ως προς την εκλογή του θρησκευτικού τους ηγέτη». Και όσον αφορά το Κυπριακό, υπογράμμισε ότι «δεν τίθεται κανένα θέμα απόσυρσης στρατιωτών μας από την Κύπρο»[23]. 
         Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται εδώ και καιρό σε κομβικό σημείο. Η Αγκυρα διεκδικεί την κυριαρχία 130 περίπου νησιών του Αιγαίου. Ενδεικτικά της τουρκικής επιθετικότητας είναι τα στοιχεία του ελληνικού ΓΕΕΘΑ: το δίμηνο Ιουνίου - Ιουλίου 2009 καταγράφηκαν 19 υπερπτήσεις ελληνικού εδάφους, 363 παραβιάσεις, 107 παραβάσεις και σημειώθηκαν 58 εμπλοκές μεταξύ ελληνικών και τουρκικών μαχητικών, πολλά εκ των οποίων ήταν οπλισμένα. Με αυξημένο αριθμό εμπλοκών «χαιρέτισε» η τουρκική Αεροπορία την αλλαγή Α/ΓΕΕΘΑ στις 11 Αυγούστου. Το περιστατικό με Τούρκους δημοσιογράφους που συνελήφθησαν ενώ προσέγγισαν τη Ρώ για να φωτογραφίσουν τις δραστηριότητες της φρουράς του νησιού αποτέλεσε αφορμή για να ξαναδιατυπωθούν από την Τουρκία οι ισχυρισμοί για αμφισβητούμενη κυριαρχία πάνω σε νησιά και βραχονησίδες. Ακολούθησαν πληροφορίες - που δεν επιβεβαιώθηκαν ούτε διαψεύστηκαν από το ΓΕΕΘΑ - ότι τουρκική ακταιωρός στις 9 Αυγούστου προσπάθησε να εμποδίσει καίκι να ανεφοδιάσει τη φρουρά της Ρώ. Γενικά, εθεωρείτο ιδιαίτερα ανησυχητικό το ότι τα ΜΜΕ της Τουρκίας καλλιεργούσαν κλίμα έντασης στην δεδομένη συγκυρία και μιλούσαν για «στρατό κατοχής» στα νησιά και άλλα παρόμοια. Αυτό, συνδυαζόμενο με την υπόθεση του «εποικισμού» του Αγαθονησίου, τροφοδοτούσε εκτιμήσεις ότι είχε ανοίξει νέα φάση κλιμάκωσης των τουρκικών διεκδικήσεων.
         Εξάλλου, πέρασαν τέσσερες σχεδόν δεκαετίες από την εκδήλωση της τραγωδίας της Κύπρου, το πραξικόπημα της στρατιωτικής χούντας κατά του Προέδρου Μακαρίου, που αποτέλεσε έναυσμα για την τουρκική στρατιωτική εισβολή, την συνεχιζόμενη έκτοτε κατοχή του 38% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον σχεδιασμένο, μαζικό εποικισμό των κατεχόμενων περιοχών με εποίκους από την Τουρκία. Και συνεχιζόταν από τον διεθνή παράγοντα (δηλαδή τα ευρωατλαντικά κέντρα) η προώθηση διεργασιών που επιχειρούσαν να επιβάλουν μια ‘‘λύση’’ του Κυπριακού σαφώς προβληματική. Η λύση αυτή θα ήταν επιβλαβής για την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, την ειρήνη στην περιοχή και τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, αλλά και θνησιγενή. H προωθούμενη «λύση» σύμφωνα με τις ενδείξεις θα ήταν μια φόρμουλα που θα αποτελούσε σύξευξη-σύνθεση μιας εκδοχής του (5ου, τροποποιημένου) «Σχεδίου Ανάν» (2004) και μιας επανάληψης της λύσης των συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου (11 και 19 Φεβρουαρίου 1959)[24].

                                   Θόδωρος Σ. Μπατρακούλης
                                 Δρ Γεωγραφίας-Γεωπολιτικής


[1] William H. McNeill, Mythistory and other essays, Chicago: The University of Chicago Press, 1986.
[2] Ν. Mαράκης, «Μην κάνετε την Τουρκία περιφερειακή δύναμη», To Βήμα, 21.01.1995. Επίσης Ν. Mαράκης,, «Ο Κλίντον φοβάται μια σύγκρουση στο Αιγαίο», To Βήμα, 28.01.1996.
[3] Hürriyet, 28.01.1996. Πρβλ. Αθανάσιος Στριγάς, Aιγαίο, η θάλασσα του πολέμου”, Αθήνα Nέα Θέσις, 1997, σσ. 301 και εξ.
[4] «Bayrak savasι», Hürriyet, 28.01.1996, όπ. π.
[5] «Συνομίλησαν για θέματα τα οποία ενδιαφέρουν την Τουρκία, όπως η βραχονησίδα Kardak, οι επιθέσεις οι οποίες θα επιχειρηθούν εναντίον τουρκικών αποστολών και συμφερόντων στην Ελλάδα, καθώς και το ζήτημα της αποστολής μουεζίνηδων τουρκικής ιθαγένειας στη Δυτική Θράκη...». Αυτά αναφέρονταν, μεταξύ άλλων στο άρθρο υπό τον τίτλο «Yunan bayrak ada kayalιkta» (:Ελληνική σημαία πάνω στη βραχονησίδα),, Cumhuriyet, 28.01.1996.
[6] Τακης Φωτόπουλος, “Το Αιγαίο και η PAX AMERICANA”, Eλευθεροτυπία, 17.02.1996 (άρθρο που αναδημοσιεύτηκε στο ιδίου, Η νέα διεθνής τάξη και η Ελλάδα, Aθήνα: Καστανιώτης, 1997, σ. 383-387.
[7] Cf. «First Circular» du ‘‘MiddleEast Technical University’’ (METU, Ankara) destiné au IIIème Symposium international de
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου