Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Σύντομη επισκόπηση της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου έως το 1950 (Προσωπικό σχεδίασμα)

Σύντομη επισκόπηση της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου.
Α. Από τους Νέους Χρόνους έως το 1950
                                          (Προσωπικό Σχεδίασμα).

          Η Κύπρος[1], με επιφάνεια 9.250 χιλιομέτρων, είναι το τρίτο σε έκταση μεταξύ των νησιών της Μεσογείου, μετά την Σικελία και την Σαρδηνία. ‘‘Καθισμένο’’ πάνω στον 35ο παράλληλο, το νησί είναι απομονωμένο στην Ανατολικομεσογειακή λεκάνη: Σχετικά απομακρυσμένο από την ήπειρο και μη διαθέτοντας περιφερειακά αρχιπελάγη, βρίσκεται σε απόσταση μόνο 40 χλμ. από τις ακτές της Τουρκίας και μικρότερη των 100 χλμ. από τα παράλια της Συρίας. Η ομιλούμενη στις μέρες μας από τους Ελληνες της Κύπρου γλώσσα θεωρείται ότι κατάγεται από την διάλεκτο των αρχαίων κατοίκων της Aρκάδων και Μυκηναίων, που εκτιμάται ότι αποβιβάστηκαν στο νησί τον 12ο αιώνα π.Χ.[2].

          Σε ένα αριστουργηματικό έργο του, ο Fernand Braudel επιχείρησε μια ‘‘εννοιοποίηση’’ (conceptualisation) της ιστορικής μοίρας της Μεσογείου.[3] Το έπραξε και στην βάση μιας αντίθεσης, η οποία εκτιμά ότι σημαδεύει την ιστορία των νησιών της. Η αντίφαση ενεργεί ανάμεσα στην πρόσκαιρη, περιορισμένη και απειλούμενη εσωτερική ζωή των νησιών, και την εξωτερική τους ζωή, δηλαδή το ρόλο που έπαιξαν στο ιστορικό προσκήνιο. Κατά τον Braudel, «τα ιστορικά γεγονότα συχνά εκτυλίσσονται μπροστά από τα νησιά. Θα ήταν ακριβέστερο να ειπωθεί ότι (τα γεγονότα) μάλλον χρησιμοποιουν τα νησιά»[4]. Ο Αγγλος συγγραφέας W. Hepworth Dixon, σε μια ταυτόσημη γραμμή σκέψης, έγραψε το 1887: «Κάθε κράτος που θέλει να πραγματοποιήσει την κατάκτηση της Ανατολής οφείλει να αρχίσει από την Κύπρο. Αυτό έκαναν ο Αλέξανδρος ο Μέγας, ο Οκταβιανός Αύγουστος, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, ο Λουδοβίκος ο Αγιος. Κάθε κράτος που θέλει να κατακτήσει τη Δύση οφείλει να αρχίσει από την Κύπρο. Αυτό επιχείρησαν ο Σαργών, ο Κύρος ο Μέγας, ο Πτολεμαίος, ο Χαρούν Αλ Ρασίντ»[5].  

         Eξ αιτίας της σπουδαίας γεωστρατηγικής της θέσης και του πλούτου της σε χαλκό, η Κύπρος καταλήφθηκε διαδοχικά και κυβερνήθηκε από τους Μυκηναίους, Ασσυρίους, Αιγυπτίους Φαραώ, Πέρσες, Πτολεμαίους, Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς, Φράγκους Σταυροφόρους, Ενετούς, Οθωμανούς και τέλος τους Βρετανούς[6]. Η κατάκτηση του νησιού από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο το 1191, η πώλησή του στον βασιλιά της Ιερουσαλήμ Γκύ του Λουζινιάν και η δημιουργία του βασιλείου της Κύπρου - δίπλα στα άλλα κράτη που ίδρυσαν οι Σταυροφόροι - εγκαινίασαν τους τέσσερες αιώνες δυτικοευρωπαïκής κυριαρχίας. Η περίοδος της βενετικής κυριαρχίας (1489-1571) τερματίστηκε με την  κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς το 1570-1571, κατά την διάρκεια του Οθωμανοβενετικού πολέμου των ετών 1570-1573[7]. Η προσάρτηση της Κύπρου στο Οσμανικό κράτος συνεπάγεται σπουδαίες αλλαγές για έναν πληθυσμό που διατήρησε ανά τους αιώνες την ορθόδοξη πίστη και την ελληνική γλώσσα: α) Οι Οσμανοί κατάργησαν το φεουδαλικό σύστημα που είχαν εγκαταστήσει οι Δυτικοί προκάτοχοί τους. β) Αποκατέστησαν την ορθόδοξη Εκκλησία στην προγενέστερη της λατινοκρατίας δεσπόζουσα θέση της. γ) Παραχώρησαν τιμάρια σε στρατιώτες υπό τον όρο ότι αυτοί και οι οικογένειές τους θα διέμεναν μονίμως στο νησί[8]. Στην Κύπρο έγιναν δεκτοί στο οθωμανικό ιππικό Λατίνοι ή Ελληνολατίνοι, οι οποίοι, όπως «και αλλού στην αυτοκρατορία, με την πάροδο του χρόνου εξισλαμίστηκαν, αποτέλεσαν μέρος της οθωμανικής άρχουσας τάξης και διατήρησαν φιλικές σχέσεις με τους Ελληνες προκρίτους»[9]. Επρόκειτο για πολύ σημαντική πράξη αφού αυτοί οι στρατιώτες και οι έποικοι αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα μιας τουρκικής-μουσουλμανικής κοινότητας, η οποία σταδιακά έγινε αρκετά σημαντική. Μια άλλη συνέπεια της οθωμανικής κατάκτησης ήταν η αποκατατάσταση της επαφής των Ελλήνων Κυπρίων με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο, ο οποίος είχε περιέλθει νωρίτερα υπό την εξουσία του Σουλτάνου.

         Το καθεστώς της Κύπρου στην ιεραρχία των επαρχιών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας γνώρισε διάφορες μεταβολές[10]. Η Kύπρος αποτελεί παράδειγμα που προσφέρει σαφή εικόνα της αμφισθένειας των τριών αιώνων οθωμανικής κυριαρχίας. Μέσα στο πολιτικό οικοδόμημα που εγκαθιδρύθηκε, και με την εφαρμογή του συστήματος μιλλέτ, η ελληνορθόδοξη πλειονότητα μπόρεσε να διατηρήσει τη γλώσσα και τον πολιτισμό της, ενώ η συνύπαρξη με την μουσουλμανική μειονότητα υπήρξε επί μεγάλο χρονικό διάστημα αρκετά ικανοποιητική[11]. Αντιθέτως, η φανερά δυσλειτουργική, πλημμελής διοίκηση μπορεί να θεωρηθεί, σε μεγάλο βαθμό, υπεύθυνη για μια σημαντική και διαρκή οικονομική υπανάπτυξη[12]. Η σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την οθωμανική κατάκτηση διάψευση των προσδοκιών των Κυπρίων για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης σε σχέση με τη βενετοκρατία οδήγησε στο να επιζητούν αυτοί τη συνδρομή δυτικών δυνάμεων για να απαλλαγούν από την τουρκική κυριαρχία[13].

         Το νησί γνώρισε διάφορες επαναστατικές δονήσεις, συντονιζόμενο με τις εξεγέρσεις των Ελλήνων που εκδηλώθηκαν σε άλλες επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας[14]. Κατά την έναρξη του Ελληνικού αγώνα της Ανεξαρτησίας το 1821, πραγματοποιήθηκαν επαναστατικές κινήσεις και στην Κύπρο[15]. Αυτές προκάλεσαν τη βίαιη αντίδραση των Τούρκων, που θανάτωσαν εκατοντάδες Ελληνες, λαïκούς και κληρικούς (ανάμεσά τους ο απαγχονισμός του αρχιεπισκόπου Κυπριανού). Οι σφαγές και οι διωγμοί εξακολούθησαν και τα επόμενα χρόνια. Αρκετοί που μπορούσαν να εγκαταλείψουν το νησί το έπραξαν. Πολλοί από αυτούς που έμειναν, για να σωθούν εξισλαμίστηκαν[16]. Ετσι ενισχύθηκε το μουσουλμανικό στοιχείο, το οποίο απαρτιζόταν, σε σημαντικό βαθμό, από χριστιανούς Ελληνες που αλλαξοπίστησαν (dönme). Οσον αφορά την όχι ιδιαιτέρως έντονη συμμετοχή των Κυπρίων στους ελληνικούς εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του 19ου αιώνα, θα μπορούσε να αποδοθεί στην γεωγραφική θέση της Κύπρου. Εξ άλλου, η οικονομική κατάσταση των Κυπρίων αυτή την περίοδο ήταν γενικά δύσκολη.

         Καθ’όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα, το ελληνικό στοιχείο είχε στο νησί την πρωτοκαθεδρία στο κοινωνικό, πολιτιστικό, οικονομικό επίπεδο. Ωστόσο, η ανάπτυξη του ελληνοκυπριακού εθνικισμού έγινεε βαθμιαία και συστηματικά. Ηταν προïόν μιας διαδικασίας, στην οποία συμμετείχαν ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες, και η οποία, σε σημαντικό βαθμό, προήλθε από την αλυτρωτική ιδεολογία που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του ελλαδικού κράτους κατά τον 19ο αιώνα[17]. Ως κύριοι μηχανισμοί του σχηματισμού εθνικής ελληνικής συνείδησης αναφέρονται οι εξής: Το σύστημα της παιδείας (ελεγχόμενο από την Ορθόδοξη Εκκλησία)[18], οι δραστηριότητες των οργανώσεων εθελοντών που ιδρύθηκαν από διανοούμενους που είχαν πραγματοποιήσει σπουδές στην Ελλάδα, καθώς και το Προξενείο της Ελλάδας[19]. Το “εθνοτικό-εθνικό”[20] κίνημα των Ελλήνων Κυπρίων (ε/κ) θεωρείται λοιπόν από κάποιους εκπροσώπους της ‘‘εθνογενετικής σχολής’’ ως εκβλάστηση του ελληνικού αλυτρωτισμού (ιδεολογία κυρίαρχη στο ελλαδικό κράτος από την δεκαετία του 1850 έως την δεκαετία του 1920)[21]. Ωστόσο, η ανάλυση του ιστορικού ρόλου και της κοινωνιολογικής σημασίας του ελληνικού κυπριακού εθνικισμού οφείλει να γίνεται σε συνάρτηση σειράς άλλων σπουδαίων παραγόντων, οι οποίοι επηρεάζουν τα πράγματα στο νησί: Οι κοινωνικές τάξεις της ελληνικής κυπριακής κοινωνίας, οι σχέσεις ανάμεσα στους ε/κ και τους Ελλαδίτες, οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες, η ανάπτυξη του εθνικισμού των Τούρκων Κυπρίων (τ/κ) - ιδιαίτερα στις συνθήκες που αναπτύχθηκαν κατά τη δεκαετία του 1950) -, οι προσπάθειες των Βρετανών να διατηρήσουν το νησί υπό τον έλεγχό τους και οι παρεμβάσεις των άλλων Δυνάμεων[22].

           Μετά από την κατασκευή της Διώρυγας του Σουέζ, αναβαθμίστηκε περισσότερο η στρατηγική σημασία της Κύπρου. Λίγο πριν την σύγκληση του Συνεδρίου του Βερολίνου, με μυστική βρετανοοθωμανική συνθήκη, την Σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως (4 Ιουνίου 1878) - επιβεβαιώνεται κατά την διάρκεια του Συνεδρίου με την βρετανοοθωμανική συμφωνία της 1ης Ιουλίου 1878 -, η Αγγλία απέκτησε την διοίκηση της Κύπρου (της εκχωρήθηκε έναντι ετησίου μισθώματος 92.600 περίπου λιρών που θα κατέβαλε στον σουλτάνο)[23]. Οι Κύπριοι δέχτηκαν τη μεταβολή ως ένα περαιτέρω βήμα προς την εθνική λύτρωση, δηλαδή την Ενωση με την Ελλάδα[24]. Aμέσως μετά την εγκαθίδρυση της βρετανικής κυριαρχίας, αυτή η επιθυμία διατυπώθηκε (Ιούλιος 1878), από τον Αρχιεπίσκoπο Σωφρόνιο[25] και επαναλήφθηκε ως επίσημη θέση σε υπόμνημα που επιδόθηκε στη βρετανική κυβέρνηση[26]. Το κίνημα των Κυπρίων το 1881 και η ομαδική παραίτηση των ελλήνων μελών του διορισμένου από τον βρετανό Αρμοστή ‘‘Νομοθετικού Συμβουλίου’’ οδήγησαν στην με Β.Δ. αλλαγή της σύνθεσης του τελευταίου. Το Νομοθετικό Συμβούλιο θα αποτελούνταν εφεξής από 18 μέλη, από τα οποία τα 6 ήταν Αγγλοι δημόσιοι υπάλληλοι διοριζόμενοι από το βρετανικό Στέμμα, ενώ τα υπόλοιπα 12 μέλη ήταν εκλεγμένα, οι εννιά ‘‘μη μουσουλμάνοι’’ και τρείς μουσουλμάνοι, με την επιφύλαξη του Στέμματος[27]. Η κήρυξη, στις 5 Νοεμβρίου 1914, του πολέμου εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία επέφερε και την αλλαγή του διεθνούς καθεστώτος της Κύπρου. Η Μ. Βρετανία ακύρωσε την Συνθήκη του 1878 και κήρυξε την προσάρτηση της Κύπρου.

         Οταν, μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάρρευση των Αυτοκρατοριών, οι περισσότεροι λαοί της Ευρώπης μπόρεσαν να ασκήσουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και να ενωθούν με την πατρίδα της επιλογής τους, οι Κύπριοι δεν απήλαυσαν αυτό το δικαίωμα. Στην Συνθήκη των Σεβρών, η Tουρκία και η Ελλάδα αναγνώρισαν την βρετανική κυριαρχία στην Κύπρο. Η Κύπρος δεν συμπεριλαμβανόταν στο «Milli Μisak-ι» (Eθνική συμφωνία), που ψηφίστηκε από την τελευταία οθωμανική Εθνοσυνέλευση (28 Ιανουαρίου 1920) και προέβλεπε τη διατήρηση του συνόλου των συνόρων όπως υπήρχαν πριν από την ανακωχή του Μούδρου. Αυτή η στάση του Mustafa Kemal εντασσόταν στην πολιτική επιλογή την οποία έκανε να μην συμπεριλάβει στις διεκδικήσεις της Τουρκίας τις πρώην οθωμανικές επαρχίες οι οποίες κατοικούνταν κατά πλειοψηφίαν από μη τουρκικούς-μουσουλμανικούς πληθυσμούς το 1920[28]. Κατόπιν, με την Συνθήκη της Λωζάννης, η Τουρκία παραιτήθηκε από κάθε απαίτησή της στην Κύπρο. Μάλιστα, με την Συνθήκη της Λωζάνης[29] (άρθρα 16, 20 και 21), η Τουρκία παραιτήθηκε οριστικά και ανεπιφύλακτα από όλα τα δικαιώματά της επί της Κύπρου. O Iσμέτ Πασά (μετέπειτα Ismet Inönü) - υπουργός Εξωτερικών και επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις της Λωζάνης - δήλωσε σε μεταγενέστερο χρόνο ότι δεν έθεσε εκεί το κυπριακό ζήτημα, επειδή το σημαντικότερο πρόβλημα το οποίο έπρεπε να αντιμετωπίσει ήταν η εξάλειψη των ισχυουσών τότε εις βάρος της Τουρκίας οικονομικών και νομικών συμβάσεων (διομολογήσεων). Η έγερση του κυπριακού διακινδύνευε να προκαλέσει τους Βρετανούς, οι οποίοι θα μπορούσαν να επιδείξουν αδιαλλαξία στο κεφάλαιο της άρσης των διομολογήσεων[30]. Σύμφωνα με τον Suha Bolukbasi, η στάση του Iσμέτ Πασά στη Λωζάννη «ήταν κατά συνέπεια σύμφωνη με τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής του νέου τουρκικού καθεστώτος»[31].

         Δυνάμει της Συνθήκης της Λωζάννης (άρθρα 20, 21), οι Μουσουλμάνοι (Τούρκοι) Κύπριοι, οι οποίοι επιθυμούσαν να  διατηρήσουν την τουρκική εθνικότητα-ιθαγένεια όφειλαν να προβούν σε σχετική πράξη μέσα σε προθεσμία δύο ετών[32]. Κατά συνέπεια, το 1924-25, βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης οι Τουρκοκύπριοι είχαν δικαίωμα επιλογής: είτε να αναχωρήσουν στην Τουρκία και να αποκτήσουν την υπηκοότητά της, είτε να παραμείνουν στην Κύπρο. Κατά την διάρκεια αυτών των δύο ετών, 9.310 - σε σύνολο 62.000 - Τούρκοι Κύπριοι μετανάστευσαν στην Τουρκία. Η πολιτική της τελευταίας ήταν σ’αυτό το θέμα σε συμφωνία με την συνολική τουρκική πολιτική της ανταλλαγής των Ελλήνων της Tουρκίας με τους τουρκομουσουλμάνους που κατοικούσαν μέχρι το 1922-23 στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες. Η αντίθεση της Μεγάλης Βρετανίας στην αναχώρηση των μουσουλμάνων από την Κύπρο οφειλόταν σε έναν οξυδερκή υπολογισμό: Η αποικιακή δύναμη δεν επιθυμούσε να έχει αντιμέτωπο μόνον έναν ελληνικό πληθυσμό, ο οποίος, χωρίς την παρουσία και αντίθεση μιας τουρκικής κοινότητας θα επιδίωκε απερίσπαστος από εσωτερικές αντιδράσεις την υλοποίηση του στόχου της Ενωσης με την Ελλάδα. Χρειαζόταν τους Τ/κ ως πολιτικό κεφάλαιο ώστε να εξουδετερωθεί το αντιαποικιακό ενωτικό με την Ελλάδα κίνημα των Ε/κ[33]. Κατά συνέπεια οι Αγγλοι προσπάθησαν να παρεμποδίσουν τη μετανάστευση των Τ/κ και σε μεγάλη έκταση το πέτυχαν.          

            Το 1925, το Λονδίνο ανακήρυξε την Κύπρο ‘‘αποικία του Στέμματος’’. Ταυτόχρονα, δέχτηκε οι εκπρόσωποι των Ελληνοκυπρίων στο Νομοθετικό Συμβούλιο να αυξηθούν από εννέα σε δώδεκα. Αλλά, οι αρμοδιότητες των αιρετών δεν αυξήθηκαν. Οσον αφορά τα μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου, δεν ήταν παρά υπάλληλοι του Ηνωμένου Βασιλείου. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920, το ελληνοκυπριακό αντιαποικιακό/αλυτρωτικό κίνημα άρχισε να παίρνει διαστάσεις μαζικού κινήματος. Στο διάστημα αυτό το αίτημα για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που να επιτρέπουν στο λαό «να κανονίζει τις τοπικές του υποθέσεις» ήταν κυρίαρχο στο νησί μαζί με το αίτημα της Ενωσης με την Ελλάδα.[34]. Αντιδρώντας στο κίνημα των Ε/κ, εμφανίστηκε σιγά-σιγά μια τ/κ κίνηση[35], που ζητούσε τη διχοτόμηση του νησιού σε εθνοτική εδαφική βάση. Το αίτημα της Ενωσης κινητοποίησε το σύνολο σχεδόν των ε/κ (στην πλειονότητά τους αγρότες), με κορύφωση τα γεγονότα και τις διαδηλώσεις του Οκτωβρίου του 1931, που αντιμετωπίστηκαν με σκληρά κατασταλτικά μέτρα από την βρετανική διοίκηση. Εκτοτε το νησί διοικήθηκε δικτατορικά, και καταλύθηκαν οι στοιχειώδεις ελευθερίες του πολίτη[36].

         Κατά τον μεσοπόλεμο, η στάση της Τουρκίας[37] και της Ελλάδας έναντι στην Κύπρο είχαν, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, χαρακτήρα κινήσεων αυτοσχεδιασμού. Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 δεν ήθελαν να αναμειχθούν στις πολιτικές υποθέσεις του νησιού, μοναδικής αποικίας του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ανατολική Μεσόγειο και ταυτοχρόνως ανατολικής προφυλακής του Ελληνισμού. Μια δήλωση του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου - έγινε μετά την αντιβρετανική εξέγερση του 1931 - εξηγεί αρκετά αυτή την επιλογή της Αθήνας: «Αποφασιστικά και περισσότερο από κεντρικά συμφέροντα της Ελλάδας καθιστούν αναγκαία μια αδιατάρακτη φιλία με τη Μ. Βρετανία... Πράγματι, έχουμε το δικαίωμα να ζητήσουμε από τους Ελληνες κατοίκους αυτών των νησιών (Κύπρος, Δωδεκάνησα) να είναι λιγότερο εγωιστές»[38]. Ο Ε. Βενιζέλος υπέθετε τότε ότι η Μ. Βρετανία θα παραχωρούσε τελικά στην Κύπρο μια μορφή αυτόνομης διοίκησης, η οποία έμελλε να οδηγήσει, αργά ή γρήγορα, το νησί στην Eνωση. Τασσόταν εναντίον των ‘‘άκαιρων’’ αποπειρών Ενώσεως, οι οποίες θα μπορούσαν να στερήσουν από την Ελλάδα τη βρετανική υποστήριξη[39].

         Μετά την είσοδο της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δίνονταν αφειδώς βρετανικές υποσχέσεις περί αυτοδιάθεσης της Κύπρου. Κατά την δεκαετία του 1940 η κυπριακή κοινωνία αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα και αυτό οφειλόταν στην έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στα κοινωνικά προβλήματα που μάστιζαν την Κύπρο αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο, που ήταν κυρίως οι εξευτελιστικές τιμές γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων, τα χαμηλά μεροκάματα, η έλλειψη ρευστότητας, η τοκογλυφία και οι άσχημες καιρικές συνθήκες. Την περίοδο αυτή καθώς και την αμέσως προηγούμενη το ΑΚΕΛ ανέπτυξε πολύπλευρη δράση η οποία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στους αγώνες του κυπριακού λαού και των εργαζομένων για ελευθερία, για πολιτικές και κοινωνικές κατακτήσεις[40]. Εξάλλου, καθόλη την διάρκεια  του Πολέμου ο κυπριακός λαός έδειξε έμπρακτα την προθυμία του να αγωνιστεί για τον κοινό συμμαχικό σκοπό[41]. Μετά τη λήξη του Πολέμου, ο Χάρτης του Ατλαντικού και αργότερα ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών καθιέρωναν την αρχή των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης για όλους τους λαούς. Με τον τρόπο αυτόν ανοιγόταν ο δρόμος προς την ελευθερία, και πολλοί αποικιακοί λαοί πέτυχαν αγωνιζόμενοι με βάση αυτές τις αρχές την ανεξαρτησία τους. Ο Eμμανουήλ Tσουδερός (Πρόεδρος της εξόριστης στο Κάιρο κυβέρνησης της κατεχόμενης Ελλάδας)  υπέβαλε το 1942 υπόμνημα στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, στο οποίο ζητούσε την υποστήριξή της στην άσκηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των Κυπρίων[42]. Ωστόσο, το Λονδίνο δεν τήρησε τις επαγγελίες του και η Κύπρος εξακολούθησε να παραμένει υπό βρετανική κατοχή. Η βρετανική αποικιακή πολιτική έναντι της Κύπρου δεν μπορούσε να προσφέρει κάτι περισσότερο από μια περιορισμένη συνταγματική μεταρρύθμιση το 1947. Εξάλλου, κατά την ίδια περίοδο ήταν διαφορετικές έως και αντιπαραθετικές οι απαντήσεις των πολιτικών δυνάμεων που εξέφραζαν την ελληνοκυπριακή πλειονότητα, φανερώνοντας μια αισθητή αντίθεση μεταξύ αριστεράς και δεξιάς[43].

                        (Προσωπικό Σχεδίασμα για περαιτέρω έρευνα)

                                        Θεόδωρος Μπατρακούλης

                                 Δρ Γεωγραφίας-Γεωπολιτικής, Νομικός






[1] Η Κύπρος, αναφέρεται από τον Ησίοδο ως το νησί όπου αναδύθηκε η Aφροδίτη (Hσίοδος, Θεογονία, 193, 199, Αθήνα: Στύγα, 1992). Την τραγούδησαν εξέχοντες ποιητές και πεζογράφοι, π.χ. Lawrence Durrell, Κωστής Παλαμάς, Γιώργος Σεφέρης, Γιάννης Ρίτσος, και βεβαίως οι Κύπριοι ποιητές Τεύκρος Ανθίας, Κώστας Μόντης, Δημήτρης Λιπέρτης, Βασίλης Μιχαηλίδης, Παύλος Λιασίδης, Θοδόσης Πιερίδης κλπ.
[2] Η ονομασία του νησιού αποδίδεται σε ένα αυτοφυές θαμνοειδές δένδρο με χρυσοπράσινα φύλλα. N. Βαρδιάμπασης, Ιστορία μιάς λέξης, Aθήνα: Nέα Σύνορα-Α.Α.Λιβάνη, 1996, Tόμος 2.
[3]  Fernand Braudel, La Méditerranée et le monde méditerranéen à l’époque de Philippe II, Paris: Armand Collin, 1966.
[4] Μνημονεύεται στο Paschalis Kitromelides, ‘‘Cyprus: the Nature of the Ethnic Conflicts’’, in Théodore Couloumbis & Sallie M. Hicks (επιμ.), U.S. Foreign Policy towards Greece and Cyprus, The Clash of Principle and Pragmatism, Washington: T. Couloumbis & S. M. Hicks, 1975.
[5] Bλ. Christophe Chiclet, ‘‘Chypre: Indépendance réclamée’’, L'Histoire, mars 1984.
[6] Sir George Hill, A History of Cyprus, Cambridge University Press, Cambridge, 1952.  Thomas Ehrlich, Cyprus: 1958-1967, Oxford University Press, New York, London, 1974, p. 1. Nancy Crawshaw, The Cyprus Revolt, George Allen & Unwin, London, 1978, σσ. 19-20. Βασιλική Νεράντζη-Βαρμάζη, ‘‘Μεσαιωνική Ιστορία της Κύπρου’’, στο Ν. Βαρδιάμπασης (Σχεδ.-συντ.), Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 15 Κύπρος, Αθήνα: Εκδόσεις Δομή, χ. χ., σ. 218-255.
[7] Η κατάκτηση της Κύπρου - παρά την καταστρεπτική για τον οθωμανικό στόλο έκβαση της ναυμαχίας της Ναυπάκτου - επιτεύχθηκε μετά από αιματηρότατες μάχες ανάμεσα σε Οσμανούς και Χριστιανούς, μετά από πολιορκία της Λευκωσίας (μέσα Ιουλίου-9 Σεπτεμβρίου 1570) και πιο μακροχρόνια πολιορκία της Αμμοχώστου (Φαμαγκούστα, 26 Σεπτεμβρίου 1570-1 Αυγούστου 1571). Τον έλεγχο της Κύπρου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία υπαγόρευαν λόγοι γεωστρατηγικής, θρησκευτικής και οικονομικής φύσεως. Η κατάκτηση της Κύπρου έγινε δυνατή χάρις στην απόκτηση από τους Οσμανούς της ναυτικής υπεροχής στη Μεσόγειο. Halil Inalcik, Η ιστορική σημασία της καταλήψεως της Κύπρου, Δελτίον τουρκικής βιβλιογραφίας, (Επιμ. Βασ. Δημητριάδη), Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, ΙΜΧΑ, 1967, Τεύχος 3ον, σσ. 13 κ.εξ.
[8] Βλ. Kyriakos Markides, The Rise and Fall of the Chyprus Republic, New Haven & London: Yale University Press, 1977, p. 2. Richard Patrick, Political Geography and the Cyprus Conflict, Ontario, Canada: University of Waterloo, 1976, p. 8.
[9] Γιώργος Διονυσίου, ‘‘Οθωμανική περίοδος (1571-1878)’’, στο Ν. Βαρδιάμπασης (Σχεδ.-συντ.), Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 15 Κύπρος, όπ. π., σ. 351.
[10] Για να γίνει κατανοητή η εξέλιξη της διοικητικής διαίρεσης των επαρχιών χρειάζεται μια επισκόπηση των σχετικών μεταβολών. Για τον σκοπό αυτό βλ. 1) Halil Inalcik, “Ottoman Policy and Administration in Cyprus after the Conquest”, PPDKS, vol. III/1, σσ. 119-136, το οποίο αναδημοσιεύθηκε στο “The Ottoman Empire; Conquest, Organization and Economy”, London: Variorum Reprints, 1978, study No VIII. 2) J. Von Hammer-Purgstall, “Des Osmanisches Reiches, Staatsverfassung und Staatsverwaltung”, Vienna, 1815, II, pp. 253-254. 3) Harry Luke, Cyprus under the Turks; 1571-1878, London: 1921, (Εκδοση την οποία συμβουλευθήκαμε: London, 1969), σ. 19 κ. εξ. 4) Ahmet C. Gazioglu, The Turks in Cyprus: A province of the Ottoman Empire (1571-1878). London: Rustem & Bro., 1990. 5) Gilles Grivaud, Villages désertés à Chypre (fin XIIe-fin XIXe siècle, Nicosie: 1998 (Μπορέσαμε να συμβουλευθούμε σε μικροφίλμ το κείμενο της Διδακτορικής Διατριβής στην ιστορία που παρουσίασε το 1994 ο τελευταίος στο Πανεπιστήμιο Lille III).
[11] Βλ. Ronald C. Jennings, Christians and Muslims in Ottoman Cyprus and the Mediterranean world, 1571-1640. New York: New York University Press, 1993.
[12] Th. Papadopoullos, Social and Historical Data on Population (1570-1881), Nicosia 1965.
[13] Γιώργος Διονυσίου, ‘‘Οθωμανική περίοδος (1571-1878)’’, στο Ν. Βαρδιάμπασης (Σχεδ.-συντ.), Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος 15 Κύπρος, όπ. π., σ. 360-363.
[14] Jean-François Drevet (Γάλλος γεωγράφος), Chypre, île extrême; Chronique d'une Europe oubliée, Paris: Syros/Alternatives, 1991, σσ. 48 και εξής.
[15] Νίκος Κρανιδιώτης, Η Κύπρος εις τον Αγώνα της Ελευθερίας, Αθήναι: 1958, σσ. 15-23.
[16] John Koumoulides, Cyprus and the war of Greek Independence, 1821-1829. London: Zeno, 1974.
[17] Michalis Attalides, Cyprus: Nationalism and International Politics, Edinburg: Q Press/New York: Saint Martin’s Press, 1979, passim. Paschalis Kitromelides, “The Dialectic of Intolerance: Ideological Dimensions of Ethnic Conflict”, Journal of the Hellenic Diaspora, vol. 6, No 4, σσ. 5-30. Eλλη Σκοπετέα, To ‘‘πρότυπo βασίλειο’’ και η Μεγάλη Ιδέα, 1830-1880, Aθήνα: 1988 (Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1984), passim.
[18] Μιχάλης Ατταλίδης, Οι σχέσεις των Ελληνοκυπρίων με τους Τουρκοκυπρίους, στο Γ. Τενεκίδης/Γ. Κρανιδιώτης (επιμ.), Κύπρος, Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της, Αθήνα: Εστία, 1981, σ. 419.
[19] Michael Attalides, Cyprus: Nationalism and International Politics, 1979), op. cit., passim. R. Katsiaounis, Labour, Society and Politics in Cyprus During the Second Half of the Nineteenth Century, Nicosia: Centre of Cypriot Researches, Texts and Studies of the History of Cyprus, XXIV, 1996. P. Kitromilides, 1) “The Dialectic of Intolerance: Ideological Dimensions of Ethnic Conflict”, 1979, op. cit., pp. 5-30. 2) “Greek  Irredentism in Asia Minor and Cyprus”, Middle Eastern Studies, vol. 26, no 1, 1990, σσ. 3-15.
[20] Ως προς τη σημασία και την κατανόηση της βαθύτερης ουσίας τηςεθνο-εθνικήςταυτότητας (ethno-national identity) και, ακόμα, τις μαζικές θυσίες που έλαβαν χώρα στο όνομα αυτής της αντίληψης, βλ. και W. Connor, Ethnonationalism: The Quest for Understanding, Princeton, NJ: Princeton University Press, 1994.
[21] M. Attalides, Cyprus: Nationalism and International Politics, 1979, op.cit. R. Katsiaounis, Labour, Society & Politics in Cyprus During the Second Half of the 19th, 1996, op. cit. P. Kitromilides, 1) “The Dialectic of Intolerance: Ideological Dimensions of Ethnic …”, (1979), op.cit., σσ. 5-30. 2) “Greek  Irredentism in Asia Minor and…”, 1990, op. cit., σσ. 3-15.
[22] Η μελέτη του εθνικού ελληνοκυπριακού κινήματος υπό το φως των παραπάνω παραγόντων απαιτεί μια αναλυτική κοινωνική/πολιτική ιστορία της σύγχρονης Κύπρου. Επίσης βλ. στο παρόν και τις άλλες σχετικές υποσημειώσεις. 
[23] Στ. Σεφεριάδης, Μαθήματα Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, Αθήνα, 1925. Thomas Εhrlich, Cyprus: 1958-1967, New York, London: Oxford University Press, 1974, σ. 2. Σχετικά με την Συνθήκη του 1878, Cf. “Convention of Defensive Alliance Between Great Britain and Turkey with Respect to the Asiatic Provinces of Turkey, 4 juin 1878”, Accounts and Papers, vol. 82, 1878, σσ. 3-4.
[24] Ν. Κρανιδιώτης, Η Κύπρος εις τον Αγώνα της Ελευθερίας, 1958, όπ. παρ., σσ. 25 κ.εξ.
[25] Zenon Stavrinides, The Cyprus Conflict: National Identity and Statehood, Wakefield: Stavrinides, 1976, σ. 20 και passim.
[26] Ν. Κρανιδιώτης, Η Κύπρος εις τον Αγώνα της Ελευθερίας, 1958, όπ. παρ., σ. 27. Οι Ε/κ διεκδικούσαν από τη Μ. Βρετανία αυτό που είχαν επιτύχει τα Iόνια νησιά, που παραχωρήθηκαν στο Βασίλειο της Ελλάδος το 1864. J.-F. Drevet, Chypre, île extrême;…, 1991, op. cit., σσ. 61-62.
[27] Γιώργος Κ. Τσαλακός, Σύντομη επισκόπηση ορισμένων όψεων της αγγλοκρατίας στην Κύπρο, στο Γ. Τενεκίδης/Γ. Κρανιδιώτης (επιμ.), Κύπρος, Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λού της, Αθήνα: Εστία, 1981, σ. 447.
[28] Βλ. J. C. Hurewitz, Diplomacy in the Near and Middle East, Princeton, New Jersey: D. Van Nostrand, 1956, vol. II, σσ. 74-75. Δ. Kιτσίκης, Συγκριτική Ιστορία…, 1990, όπ. π., σσ. 192-193.
[29] Η Συνθήκη της Λωζάνης, όσον αφορά τις σχετικές διατάξεις, επικύρωσε αυτή των Σεβρών.
[30] Nihat Erim, Bildigim ve Gördügüm ölçüler içinde Kibris (Η Κύπρος στο μέτρο που την γνώρισα και την είδα), Ankara: Ajans-Türk, 1975, σσ. 1-2.
[31] Suha Bolukbasi, “The Superpowers and the Third World;  Turkish-American relations and Cyprus”, Lanham-New York-London: University Press of America, 1988, σ. 22.
[32] Aρθρα 20, 21 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης.
[33] We want the Turks as a ‘‘political asset to counterbalance the Greek Unionist movement’’, αναφερόταν σε απόρρητο έγγραφο του 1928-29, που δημοσιεύθηκε από το Κυπριακό Κέντρο Μελετών (ΚΥ.ΚΕ.Μ.). Βλ. και Θ. Φιλιππίδης/Ν. Κουτσού/Σ. Ζαβού, Τουρκία και Κυπριακό, Στρατηγικοί και τακτικοί στόχοι, Λευκωσία: ΚΥ.ΚΕ.Μ., 1990, σ. 188.
[34] J.-F. Drevet, Chypre, île extrême; Chronique d'une Europe…, 1991, op.cit., σσ. 72 κ. εξ.
[35] Sir George Hill, A History of Cyprus, Cambridge: Cambridge Univ. Press, 1952, passim.
[36] G. S. Georghallides, Cyprus and the Governorship of Sir Ronald Storrs: the Causes of the 1931 Crisis, Nicosia 1985. Ν. Κρανιδιώτης, Η Κύπρος εις τον Αγώνα της Ελευθερίας, 1958, όπ. π., σσ. 45-58.
[37] Για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, κατά το μεσοπόλεμο, βλ. Mehmet Gönlubol, Olaylarla Türk Dιs Politikasι”, AUSBF, Ankara, 5η έκδ, 1982, σσ. 61-132, όπου υπάρχουν αναφορές και στην Κύπρο.
[38] Βλ. Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων, 18 Νοεμβρίου 1931, στο Michael Attalides, Cyprus: Nationalism and International Politics, 1979, op.cit., σσ. 59-60.
[39] Kyriakos Markides, The Rise  and  Fall of the  Chyprus Republic, 1977, όπ. π., σ. 123.
[40] Βλ. και Φιφής Ιωάννου, Έτσι άρχισε το Κυπριακό. Στα χνάρια μιας δεκαετίας 1940-1950: Σχέσεις ΑΚΕΛ-ΚΚΕ στα χρόνια του εμφυλίου, Αθήνα Φιλίστωρ, 2005.
[41] Ν. Κρανιδιώτης, Η Κύπρος εις τον Αγώνα της Ελευθερίας, 1958, όπ. π., σ. 59.
[42] Foreign Relations of the United States, 1942, Vol. II, GPO, Washington, D. C., 1962, σ. 825.
[43] Βλ. Yiorghos Leventis, Cyprus: The Struggle for Self-Determination in the 1940s Prelude to Deeper Crisis, Frankfurt am Main: Peter Lange, 2002.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου