Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Σύντομη επισκόπηση της ιστορίας της Κύπρου. Β. Από το 1950 μέχρι την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας


Σύντομη επισκόπηση της ιστορίας της Κύπρου.
Β. Από το 1950 μέχρι την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας

       Ο ιδιαίτερος αγώνας της Μεγαλονήσου άρχισε σε μια συγκυρία που χαρακτηριζόταν από την ανάπτυξη διαφόρων αντιαποικιακών κινημάτων, τα οποία εκδηλώνονταν μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πλήττοντας και εξασθενώντας την άλλοτε κραταιά Βρετανική Αυτοκρατορία. Ωστόσο, η Βρετανία την δεκαετία του 1950, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε[1], συνέχιζε να συμπεριφέρεται ως μεγάλη δύναμη με πλανητικές βλέψεις, επιδιώκοντας να πετύχει στόχους υπέρτερους των ικανοτήτων της χώρας. Εξ άλλου, την χρονική αυτή στιγμή η κυπριακή υπόθεση είχε αρχίσει να επηρεάζεται από το πετρέλαιο και τις διαδρομές του. Η Μέση Ανατολή ήταν η πιο σημαντική περιοχή για τα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας. Οι κύριοι στόχοι της τελευταίας στην περιοχή καθ’όλη την διάρκεια του ψυχρού πολέμου ήταν: α) Η διατήρηση ανοικτών των θαλάσσιων επικοινωνιών και των εμπορικών συναλλαγών της. β) Η συνέχιση της δυνατότητας να έχει πρόσβαση στα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου της περιοχής. γ) Η αναχαίτιση της σοβιετικής επιρροής. Η στρατηγική θέση της Κύπρου αναβαθμιζόταν στη σκέψη των δυτικών επιτελείων, καθώς και του Ισραήλ. Και μάλλον δεν υπήρξε τόσο ευτυχής συγκυρία η έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικός αγώνα της ΕΟΚΑ λίγο πριν από την κρίση στο Σουέζ.
       Ο πόλεμος της Κορέας (Ιούνιος 1950-Ιούλιος 1953), η απώλεια του αμερικανικού πυρηνικού μονοπωλίου (κατασκευή από την ΕΣΣΔ βόμβας ουρανίου το 1949, βόμβας υδρογόνου το 1953), η αποκάλυψη των φιλοδοξιών της ΕΣΣΔ στη Μέση Ανατολή, η άνοδος στην Αίγυπτο του συνταγματάρχη Νάσερ (που οραματιζόταν την ενοποίηση του αραβικού κόσμου με επίκεντρο τη χώρα του και εγκαινίασε συνεργασία με τη μετασταλινική ηγεσία του Κρεμλίνου) προκάλεσαν τη σκλήρυνση των δύο συνασπισμών. Η βρετανική πολιτική στην Κύπρο και γενικά στη Μέση Ανατολή θα γινόταν σταδιακά πιο σκληρή. Η σκλήρυνση θα κορυφωνόταν με την κρίση του Σουέζ - πυροδοτήθηκε από την εθνικοποίηση της διώρυγας (26 Ιουλίου 1956), κύριοι μέτοχοι της οποίας ήταν κυρίως Βρετανοί και Γάλλοι, από το καθεστώς Νάσερ - και την αγγλογαλλική εισβολή στην Αίγυπτο (ενώ ήδη είχε εκδηλωθεί η ισραηλινή επίθεση στο Σινά) τρεις περίπου μήνες αργότερα. Με την - άστοχη - βρετανο-γαλλική επέμβαση στο Σουέζ θα επιβεβαιωνόταν ότι, στο πλαίσιο του άναρχου διεθνούς συστήματος, τα κράτη, «υποκινούμενα από συμφέροντα επιβίωσης και από το ένστικτο αυτοσυντήρησης, είναι εξαιρετικά ευαίσθητα σε οποιαδήποτε διάβρωση των σχετικών τους ικανοτήτων»[2].
         Ο κατά κόσμον Μιχαήλ Μούσκος, που διαδέχτηκε το Μακάριο Β΄ ως Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ (1950-1977), αναδείχτηκε σε πνευματικό και πολιτικό ηγέτη των ελληνοκυπρίων, στη γραμμή της παράδοσης των “εθναρχών” της μεταβυζαντινής και της οθωμανικής περιόδου. Νωρίτερα ως Πρόεδρος του Γραφείου Εθναρχίας και Μητροπολίτης Κιτίου είχε εισηγηθεί την διενέργεια Δημοψηφίσματος ώστε να εκφρασθεί ελεύθερα η λαïκή θέληση σε σχέση με το μέλλον του νησιού[3]. Το Δημοψήφισμα διοργανώθηκε από την Εκκλησία της Κύπρου. Στις 15 Ιανουαρίου 1950 προσήλθαν και υπέγραψαν υπέρ της Ενωσης με την Ελλάδα 215.108 πρόσωπα, το 95,7% των εγγεγραμμένων ‘‘ψηφοφόρων’’.
         Στις 18.2.1952, Ελλάδα και Τουρκία γίνονται μέλη του ΝΑΤΟ. Στις 8 Μαίου πραγματοποιείται στην Αθήνα συλλαλητήριο για την Κύπρο με συνθήματα ‘‘Ενωσις ή Θάνατος’’ και ‘‘Οι Αγγλοι στην Αγγλία’’. Στις 2 Ιουλίου 1952 πραγματοποιείται μυστική σύσκεψη στην οποία συμμετέχουν ο Μακάριος, ο απόστρατος αντισυνταγματάρχη Γεώργιος Γρίβας, οι αδελφοί Λοïζίδη και άλλοι πολιτικοί και στρατιωτικοί παράγοντες. Σ’αυτήν τίθεται η προοπτική του ένοπλου αγώνα για την επίλυση του Κυπριακού. Προσβλέποντας στην Eνωση, οι Ε/κ δεν έπαυσαν να απευθύνουν εκκλήσεις στην Αθήνα, ζητώντας υποστήριξη των προσπαθειών τους. Η απόρριψη από τον επισκεπτόμενο την Αθήνα Αγγλο Υπουργό Εξωτερικών Αντονυ Ηντεν της προτάσεως του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπάγου περί φιλικής ρυθμίσεως του Κυπριακού ζητήματος (22 Σεπτεμβρίου 1953) αποτέλεσε απαρχή νέας περιόδου για το κυπριακό. Στις 3.5.1954 ο Παπάγος δήλωσε σαφώς ότι στην Ελλάδα δεν απέμενε άλλο παρά να ακολουθήσει την τακτική της διεθνοποίησης του Κυπριακού διά της ασκήσεως προσφυγής στον ΟΗΕ[4]. Τον Αύγουστο του 1954, η Αθήνα, μετά από διαβουλεύσεις με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ζήτησε την εγγραφή του Κυπριακού στην ημερήσια διάταξη της 9ης Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Τελικά, στις 17.12.1954 η προσφυγή απορρίφθηκε: οι ψήφοι των αντιπροσώπων των κρατών μελών ήταν 50 κατά, καμμία υπέρ και 8 αποχές[5].
         Aπό τις απαρχές του κυπριακού ζητήματος, παρατηρήθηκε σημαντική χρονική απόσταση στην ανάδυση των οργανώσεων εθνικού αγώνα των δύο κοινοτήτων του νησιού. Στις αρχές του 1955, για τις ανάγκες του αγώνα κατά των Βρετανών κυριάρχων, συγκροτήθηκε από τους Ε/κ η ‘‘Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών’’ (E.O.K.A.). Την επιλογή του ένοπλου αγώνα εισηγήθηκε ο Γεώργιος Γρίβας (χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Διγενής), Κύπριος πρώην συνταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού. Το Νοέμβριο του 1954 ο Γρίβας αποβιβάστηκε μυστικά στην Κύπρο και ανέλαβε την ηγεσία της Ε.Ο.Κ.Α. Ο Mακάριος Γ΄, ενώ αρχικά είχε διαφωνήσει με την επιλογή του ένοπλου αγώνα, τροποποίησε τη στάση του το Νοέμβριο 1954. Βρισκόταν τότε στη Νέα Υόρκη για να υποστηρίξει τα αιτήματα των Κυπρίων στην 9η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. Εκρινε ότι η παρέμβασή του στον διεθνή Οργανισμό θα προκαλούσε ζωηρότερο ενδιαφέρον αν, τη στιγμή που γινόταν εκεί συζήτηση για το Κυπριακό, εκδηλωνόταν η δυναμική δράση της Ε.Ο.Κ.Α.[6]. Στο διάστημα πριν από την έναρξη του αγώνα, μόνο μια αποστολή οπλισμού είχε φθάσει στην Κύπρο (25.3.1954). Στο ζήτημα του ένοπλου αγώνα, η κυβέρνηση Παπάγου αναθεώρησε κι αυτή τη θέση της. Τον Ιανουάριο του 1955, συγκατατέθηκε στο να παρασχεθεί στην E.O.K.A. ο απαραίτητος εξοπλισμός[7]. Ωστόσο, μια αποστολή που είχε προγραμματιστεί για τις 25 Ιανουαρίου 1955, προδόθηκε και συνελήφθη το ελληνικό καίκι μεταφοράς. Ο κυπριακός αγώνας για την Ενωση ξετυλίχτηκε από την κήρυξή του, την 1.4.1955, έως την υπογραφή των Συνθηκών της Ζυρίχης και του Λονδίνου (Φεβρουάριος 1959).
         Ποιες ενέργειες εκδηλώνονταν την περίοδο αυτή στην τουρκοκυπριακή πλευρά; «Η όλο και εντονότερη δραστηριότητα των Ε/κ οδήγησε τους Τ/κ να οργανωθούν καλύτερα για μια πολιτική δραστηριότητα που θα έπαιρνε, ενδεχομένως, όψεις ενός κινήματος αντίστασης.... Το πρώτο βήμα σ’αυτή την κατεύθυνση ήταν, το 1945, η δημιουργία μιας πολιτικής οργάνωσης με την ονομασία ‘‘Σύνδεσμος της τουρκικής μειονότητας της Κύπρου’’, πιο γνωστή με το αρκτικόλεξο (στα τουρκικά) KATAK... Στα μεγαλύτερα αστικά συγκροτήματα, οι Τ/κ οργάνωσαν διαδηλώσεις με σκοπό να αντιταχθούν στην Ενωση. Κατά την διάρκεια μιας από αυτές τις συγκεντρώσεις, που πραγματοποιήθηκε στη Λευκωσία στις 28 Νοεμβρίου 1948, οι διαδηλωτές απηύθυναν ένα τηλεγράφημα στους ιθύνοντες της Τουρκίας, με το οποίο απέρριπταν τον διακηρυγμένο στόχο των Ε/κ να πραγματοποιήσουν την προσάρτηση του νησιού στην Ελλάδα και να παραχωρηθεί μια αυτονομία στην τουρκική μειονότητα..., η οποία  φοβούνταν ότι, με αυτόν τον τρόπο, θα εγκαθίστατο ένα κλίμα που θα μπορούσε να οδηγήσει στη συντριβή της...»[8].
         Oπως προαναφέρθηκε η Κύπρος δεν συμπεριλαμβανόταν στο ‘‘ΜisakMilli’’ (1920) και με την Συνθήκη της Λωζάννης, η Τουρκία είχε παραιτηθεί από όλες τις απαιτήσεις της στην Κύπρο. Ωστόσο, η Αγκυρα, μετά την εκδήλωση της αντίθεσης της Αγγλίας στην πραγματοποίηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του Κυπριακού λαού και την δήλωση Παπάγου περί προσφυγής στα Ηνωμένα Εθνη, άρχισε να προβάλει απαιτήσεις στο νησί. Τον Αύγουστο του 1954, ιδρύθηκε - με τη μορφή μιας εθνικής επιτροπής - με ενθάρρυνση των τουρκικών φοιτητικών συλλόγων το σωματείο Kιbrιs Türktür Cemiyeti (Η Κύπρος είναι τουρκική). Σκοπός του ήταν η υποστήριξη των Τούρκων της Κύπρου ενώπιον του Ο.Η.Ε. και άλλων διεθνών οργανισμών και η οργάνωση κινητοποιήσεων στην Τουρκία[9]. Κατά την διάρκεια του κυπριακού αγώνα (1955-1959), η Τουρκία ενθάρρυνε τους τουρκοκύπριους (τ/κ) να συνεργαστούν στενά με την βρετανική αποικιακή κυβέρνηση ώστε να εμποδιστεί ο στόχος της αυτοδιάθεσης. Σημαντικές μαρτυρίες αναφορικά με την πολιτική της Τουρκίας στο κυπριακό ζήτημα μετά την έναρξη του κυπριακού αγώνα υπάρχουν σε δύο εκθέσεις του 1956 τις οποίες συνέταξε ο Νιχάτ Ερίμ, καθηγητής και πολιτικός. Ο τελευταίος, ενώ ανήκε στις τάξεις της κεμαλικής αντιπολίτευσης, κλήθηκε από τον πρωθυπουργό Αντνάν Μεντερές για να γίνει σύμβουλος της κυβέρνησης στο κυπριακό πρόβλημα[10]. Οι τ/κ συγκρότησαν με καθυστέρηση, το Μάρτιο του 1957, μια οργάνωση την οποία ονόμασαν Türk Müdafa Teşkilat (Tουρκική Οργάνωση Αντίστασης, πιο γνωστή από το αρκτικόλεξο στα τουρκικά T.M.T.), με επίσημο προορισμό την αυτοάμυνά τους. Εχει επισημανθεί ότι η δημιουργία της T.M.T. συνιστούσε απάντηση της Tουρκίας έναντι της ανοικτής εμφάνισης του αντιαποικιακού κινήματος των ε/κ, το οποίο επιδίωκε την Ενωση με την Ελλάδα[11]. Η επιχείρηση της Τουρκίας για την Αλεξανδρέττα - όπως σημείωνε ο Jean-François Drevet - προïδέαζε, από αρκετές απόψεις, τη στάση που κράτησε, σε μεταγενέστερη φάση, στην Κύπρο[12]. Κατά τον Γάλλο γεωγράφο η Αγκυρα παρείχε σημαντική υποστήριξη «σε μια οργάνωση της οποίας ανέλαβε εξ αρχής τον πλήρη έλεγχο», ενώ εκτιμά ότι την χρονική στιγμή της ίδρυσης της T.M.T. «η ‘‘σουδητοποίηση’’ της τουρκικής κοινότητας είναι πολύ προωθημένη, κάτι που θα έχει σοβαρές συνέπειες στο μέλλον ολόκληρου του νησιού»[13]. Ο όρος ‘‘σουδητοποίηση’’, που χρησιμοποιεί ο Drevet, παραπέμπει στο παράδειγμα της γερμανικής μειονότητας της Τσεχοσλοβακίας (Σουδήτες) κατά την δεκαετία του 1930, η οποία είχε χάσει τον έλεγχο των ιδιαίτερων οργανώσεών της προς όφελος της ναζιστικής Γερμανίας.
         Εν τω μεταξύ, οι Βρετανοί αποφάσιζαν να τροποποιήσουν τους όρους του προβλήματος. Το Μάιο του 1955 οι Συντηρητικοί επανήλθαν στην εξουσία στην Βρετανία. Υπουργός Εξωτερικών έγινε ο Χάρολντ Μακμίλλαν, που είχε σκεφθεί να επανεξετάσει την βρετανική θέση. Απάντησε στην ελληνική προσπάθεια να συζητηθεί το κυπριακό πρόβλημα στον ΟΗΕ, με μια διεθνοποίησή του σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, το οποίο έμελλε να αποβεί πολύ επιβλαβές για το νησί. Οι Βρετανοί αποφάσισαν, στις 30 Ιουνίου 1955, την σύγκληση στο Λονδίνο μιας διεθνούς διάσκεψης που θα εξέταζε «πολιτικά και αμυντικά ζητήματα που αφορούν την Ανατολική Μεσόγειο συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου». Στην διάσκεψη αυτή θα συμμετείχαν εκτός του κράτους οικοδεσπότη η Ελλάδα και η Τουρκία. Οι Κύπριοι δεν προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν. Ο Μακμίλλαν επικαλέστηκε ως πρόφαση, για να τους αποκλείσει, την απουσία εκλεγμένης Συνέλευσης Αντιπροσώπων, παρά το ότι στο νησί δεν έλειπαν οι αντιπροσωπευτικές οργανώσεις. Το Λονδίνο επέλεξε να παρεισαγάγει στη διένεξη τους Τ/κ και την Tουρκία (που στην αρχική φάση της ήταν αμέτοχοι)[14]. Η σχετική με το Κυπριακό τριμερής διάσκεψη του Λονδίνου (πραγματοποιήθηκε στα τέλη Αυγούστου 1955) δεν μπορούσε να λύσει το πρόβλημα της αυτοδιάθεσης της Κύπρου. Οι Ελληνες την διεκδικούσαν, ενώ οι Τούρκοι δεν ήθελαν να μπουν σε καμμιά συζήτηση γι’αυτό το θέμα. Η Διάσκεψη του Λονδίνου άρχισε άτυπα την 29η Αυγούστου και επίσημα την 1η Σεπτεμβρίου 1955. Σ’αυτήν, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Fatin Rüstü Zorlu, δήλωσε, αιφνιδιάζοντας, την 5η Σεπτεμβρίου 1955, ότι η χώρα διέκοπτε τη συμμετοχή της στην Διάσκεψη, διότι θεωρούσε απαράδεκτο το ελληνικό αίτημα για αυτοδιάθεση της Κύπρου. Και κατέληγε, υπογραμμίζοντας το δίλημμα το οποίο επιδίωκε να θέσει στην Αθήνα «Αν η Ελλάς επιμένει, ας διαλέξει μεταξύ της Κύπρου και της φιλίας μας»[15]. Η διάσκεψη κατέληξε τελικά σε αποτυχία. Ομως, χάρη σ’αυτή τη βρετανική πρωτοβουλία, η Αγκυρα θα συμμετείχε στο εξής στις ενέργειες για τον καθορισμό της μοίρας του νησιού. Το Κυπριακό θα παρουσιαζόταν πλέον από το Λονδίνο ως μια ελληνοτουρκική διαφορά, στην οποία οι Βρετανοί θα είχαν ρόλο διαιτητή. Ηταν πεπεισμένοι ότι μπορούσαν έτσι να κερδίσουν χρόνο, και να αποκλείσουν επ’αόριστον την υλοποίηση της Ενωσης. Η Τουρκία, που δεν είχε ακόμα εμπλακεί σε σημαντικό βαθμό στην κυπριακή διαμάχη, επιχείρησε να αποκομίσει οφέλη σε ένα άλλο πεδίο. Προτού καν λήξει η διάσκεψη του Λονδίνου, η έκρηξη μιας βόμβας κοντά στο εικαζόμενο ως ‘‘γενέθλιο σπίτι του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ’’ στη Θεσσαλονίκη έγινε έντεχνα αντικείμενο εκμετάλλευσης από την κυβέρνηση Μεντερές ώστε να εξαπολύσει τους ανθελληνικούς-αντιμειονοτικούς βανδαλισμούς στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη.
    Μετά το στρατιωτικό κίνημα της 21ης Μαίου 1960, συστήθηκε έκτακτο Ανώτατο Δικαστήριο για την απόδοση ευθυνών στο έκπτωτο καθεστώς Μεντερές, το οποίο συνεδρίαζε στο νησί της Πλάτης των Πριγκιπονήσων (Yassιada). Το Δικαστήριο - πραγματοποίησε πολλές συνεδριάσεις (1960-1961) - εξέτασε και την υπόθεση των ‘‘Σεπτεμβριανών’’. Ηδη στο βούλευμα των δικαστηρίων της Γιασίαντα, διατυπωνόταν η κατηγορία ότι τα έκτροπα αυτά είχαν οργανωθεί για να διευκολύνουν την προώθηση των νέων τουρκικών απόψεων στο Κυπριακό κατά τις εργασίες της τριμερούς διάσκεψης του Λονδίνου: «Με το Κυπριακό ζήτημα και τη διαμάχη στην Κύπρο να βρίσκονται σε εξέλιξη, και σε μια περίοδο κατά την οποία το γεγονός είχε φθάσει σε οριακό σημείο, και με τα [κάτωθι] άτομα να έχουν συγκροτήσει ένωση που είχε ως σκοπό να στερηθούν σταδιακά οι ελληνικής καταγωγής πολίτες, με ρατσιστικό τρόπο, τα πολιτικά δικαιώματα που τους εγγυάται το Σύνταγμα, και ενώ αυτοί οι πολίτες βρίσκονταν σε ευαίσθητη θέση λόγω των γεγονότων στην Κύπρο, αυτά τα [κάτωθι] άτομα κατηγορούνται ότι επιδίωξαν να εκτελέσουν συνωμοσία και να προκαλέσουν συλλαλητήρια για να καταστρέψουν την περιουσία των Ελλήνων συμπολιτών των Τούρκων:
1.       Ο πρώην, έκπτωτος πλέον, Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Τζελάλ Μπαγιάρ
2.    Ο πρώην, έκπτωτος πλέον, Πρωθυπουργός Αντνάν Μεντερές
3.    Ο πρώην, έκπτωτος πλέον, Υπουργός Εξωτερικών Φατίν Ρουστού Ζορλού
4.    Ο πρώην, έκπτωτος πλέον, Υπουργός Εξωτερικών Φουάτ Κιοπρουλού.
Τα [κάτωθι άτομα] δεν εμφανίζονται να έχουν συμμετάσχει στην ‘‘ένωση’’ μαζί με τους προαναφερθέντες κατηγορουμένους, εντούτοις δεν έλαβαν μέτρα για να εμποδίσουν τα συλλαλητήρια να φθάσουν στις πράξεις στις οποίες έφτασαν και να έχουν την τροπή που είχαν, που αποσκοπούσαν στην καταστροφή, και δεν ανέλαβαν κατάλληλες προετοιμασίες σε εκείνο το χρονικό σημείο, και ως εκ τούτου, κατηγορούνται ότι συμμετείχαν άμεσα στο έγκλημα διότι επέτρεψαν και ανέχθηκαν συλλαλητήρια εκτεταμένα και καταστροφικά:
5. Ο πρώην βαλής της Κωνσταντινούπολης Κερίμ Γκιοκάυ
6. Ο πρώην διευθυντής ασφαλείας Αλαεττίν Ερίς
7. Ο πρώην βαλής της Σμύρνης Κεμάλ Χαντιμλί
           Οι ακόλουθοι κατηγορούνται ότι έχοντας γνώση των σκοπών των κατηγορουμένων Τζελάλ Μπαγιάρ, Αντνάν Μεντερές, Φατίν Ρουστού Ζορλού και Φουάτ Κιοπρουλού, και με σκοπό να τους διασφαλίσουν, φρόντισαν να μεταφέρουν τη βόμβα από την Τουρκία στην Ελλάδα, και πετώντας την στην οικία του Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη, κατηγορούνται ότι εκτέλεσαν και σχεδίασαν ότι σχεδίασαν και εκτέλεσαν την έκρηξη της βόμβας:
            8. Ο πρώην Γενικός Πρόξενος Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Αλή Μπελίν
            9. Ο πρώην Υποπρόξενος Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Αλή Τεκινάλπ
           10. Ο Οκτάυ Ενγκίν, τότε Ελληνας πολίτης και φοιτητής
           11. Ο καβάς (θυρωρός) του προξενείου στη Θεσαλονίκη Χασάν Ουτσάρ.
           Με βάση τη δικαστική απόφαση του Ανωτάτου Ανακριτικού Συμβουλίου με ημερομηνία 21/9/1960 και 2/10/1960 και με την παράγραφο 4.68 που προστέθηκε στους νόμους 64, 65, 141 της Τουρκικής Δημοκρατίας, και σύμφωνα με την 173η παράγραφο, η ακόλουθη απόφαση ελήφθη από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο σε ανοιχτή συνεδρίαση των κατηγορουμένων και των δικηγόρων τους.
          Είναι απαραίτητο να συζητηθεί εκτενώς από την άποψη της επαλήθευσης του ποινικού μέρους, και προτού εισέλθουμε στο ζήτημα της εξέτασης των συγκεντρωμένων στοιχείων και επιχειρημάτων, η κατάσταση που οδήγησε στα ‘‘Γεγονότα’’ (πογκρόμ): ήτοι το κυπριακό ζήτημα και η σχετική διαμάχη, που αποτέλεσαν το αίτιο και τον κατ’ουσίαν βασικό παράγοντα του εγκλήματος»[16].
    Τα δικαστήρια του Γιασίαντα, που συνήλθαν στο πλαίσιο αυτού του ειδικού Ανωτάτου Δικαστηρίου, μετά από την προσκόμιση σ’αυτά αδιάσειστων αποδεικτικών στοιχείων, εξέδωσαν καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος της συντριπτικής πλειονότητας των 592 αξιωματούχων που δικάστηκαν. Από το σύνολο αυτών των διαδικασιών προέκυψε ότι το Δημοκρατικό Κόμμα και η κυβέρνηση Μεντερές ήταν οι ηθικοί αυτουργοί των ανθελληνικών και αντιμειονοτικών εκτρόπων της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου 1955[17].     
         Στις 4 Οκτωβρίου 1955 πέθανε ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος. Τα Ανάκτορα ανέθεσαν την πρωθυπουργία στον έως τότε Υπουργό Δημοσίων Κωνσταντίνο Καραμανλή (7 Οκτωβρίου 1955), ο οποίος ταυτόχρονα αναγνωρίστηκε και ως ηγέτης της συντηρητικής παράταξης (Δεξιά). Ο τελευταίος, ως υπουργός ακόμα στην κυβέρνηση του Ελληνικού Συναγερμού, είχε υποστηρίξει την άποψη ότι το Κυπριακό είχε ανακινηθεί ‘‘ακαίρως’’[18].  Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής άρχισε την οκταετή πρωθυπουργική του σταδιοδρομία μέσα στην έντονη και διαρκή θύελλα που είχε προκαλέσει η ανακίνηση του Κυπριακού από την κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε και από την παράταξη της οποίας έγινε ηγέτης. Επί πλέον, η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κ. Καραμανλή άρχισε ένα μήνα μετά τα ‘‘Σεπτεμβριανά’’, τα (οργανωμένα από το Δημοκρατικό Κόμμα, δηλαδή από όργανα του τουρκικού κράτους) έκτροπα σε βάρος των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης. Η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή έδειξε εξ αρχής την προτίμησή της στη χρήση ειρηνικών μεθόδων για λύση. Καθόλη την περίοδο της διακυβέρνησης Καραμανλή, ο αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α. έγινε κατά βάσιν με μέσα που έφερε ο Γρίβας από την Ελλάδα - όπως έγραφε σε επιστολή του ο ίδιος ο Γρίβας προς τον Ευάγγελο Αβέρωφ, που, μετά από αξίωση της Κυπριακής Εθναρχίας, αντικατέστησε τον Σπύρο Θεοτόκη ως υπουργός Εξωτερικών από τις 28.5.1956 -[19], με αυτοσχέδια όπλα ή με όπλα που είχαν κλαπεί από τον βρετανικό στρατό[20].
         Το Μάρτιο του 1956, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εκτοπίστηκε από τους Βρετανούς στις Σευχέλλες (όπου παρέμεινε μέχρι τον Απρίλιο του 1957). Η ένοπλη αναμέτρηση με την E.O.K.A. κλιμακώθηκε, φθάνοντας στο αποκορύφωμά της τον Οκτώβριο και το Noέμβριο του 1956, όταν οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν την Κύπρο ως βάση για τον πόλεμο του Σουεζ. Τότε ξέσπασαν και οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ Ε/κ και Τ/κ. Με μυστική βοήθεια από την Τουρκία, οι Τ/κ συγκρότησαν τη δική τους παράνομη οργάνωση, τη Volkan (Ηφαίστειο), η οποία εφάρμοσε αντίποινα εναντίον των Ε/κ.
         Επί πρωθυπουργίας Κ. Καραμανλή, η Αθήνα έγινε ανάδοχος ορισμένων σχεδίων Αποφάσεων στον ΟΗΕ (1957 και 1958), τα οποία καλούσαν σε διεθνή υποστήριξη του δικαιώματος της Κύπρου για ‘‘αυτοδιάθεση’’. Οι ελληνικές απόπειρες δεν καρποφόρησαν, προσκρούοντας κυρίως στην αντίθεση των κρατών του ΝΑΤΟ. Και στις δυό περιπτώσεις ο ΟΗΕ υιοθέτησε Αποφάσεις που καλούσαν τα ‘‘ενδιαφερόμενα μέρη’’ σε διαπραγματεύσεις. Την περίοδο αυτή ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ ανέπτυξε κάποια ανεπίσημη δραστηριότητα που έχει δώσει λαβές να κατηγορηθεί ότι προωθούσε την διπλή ένωση (δηλαδή τη διχοτόμηση) της Κύπρου, με υπαγόρευση από τις ΗΠΑ[21].
            Η σχετική με το Κυπριακό συμφωνία του Λονδίνου (Lancaster House settlement), ανάμεσα σε Τουρκία και Ελλάδα, υπό την ‘‘ουδέτερη’’ εποπτεία της Μεγάλης Βρετανίας, υπογράφτηκε στις 19 Φεβρουαρίου 1959. Με τη συμφωνία αυτή σφραγίστηκε η εγκατάλειψη του αιτήματος της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, και ιδρύθηκε μια Κυπριακής Δημοκρατίας (που θα συνίστατο από δύο κοινότητες, Ε/κ και Τ/κ) που θα τελούσε υπό καθεστώς εγγυήσεων από τρία κράτη (Μεγάλη Βρετανία, Τουρκία, Ελλάδα)[22]. To συμβατικό έργο που παρήγαγαν οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου (11 και 19 Φεβρουαρίου 1959)[23] προχωρούσε, στο πρώτο του μέρος,[24] στον προσδιορισμό του πλαισίου συνταγματικών δομών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος του 1960[25] είχαν καθοριστεί χωρίς την συμμετοχή του λαού της Κύπρου, και προτού καν το νησί αποκτήσει την ανεξαρτησία του. Το Σύνταγμα της Κύπρου του 1960 συνιστά περίπτωση όπου επιχειρήθηκε η εφαρμογή της αντίληψης μιας “συνεταιρικής δημοκρατίας” (consociational democracy, démocratie en association): σύμφωνα με αυτήν παρέχεται στη μειοψηφία μια αντιπροσώπευση που οφείλει να αντιστοιχεί στο ποσοστό της στο σύνολο του πληθυσμού τoυ Κράτους. Η πολιτική αυτή θεωρείται ότι εμπεδώνει την εμπιστοσύνη της μειονότητας έναντι της πλειoνότητας[26]. Oμως, η σύνθεση των κυρίων οργάνων της εκτελεστικής εξουσίας[27] και η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Προέδρου (προβλεπόταν η εκλογή του από τους Ε/κ) και του Αντιπροέδρου (προβλεπόταν η εκλογή του από τους Ε/κ)[28] της Δημοκρατίας υπογράμμιζαν καθαρά την δυαδική δομή της κυπριακής συνταγματικής τάξης του 1960, και μάλιστα την υπεροχή της αρχής της δυαδικότητας (dualisme)[29].
         Εξ άλλου, η δημιουργία ενός Κυπριακού Κράτους, με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, συνοδεύτηκε από ένα (μάλλον ανεπιτυχώς καθορισμένο) δικαίωμα επέμβασης των τριών εγγυητριών δυνάμεων. Το καθένα από αυτά τα κράτη μπορούσε να καταστήσει ενεργό αυτό το δικαίωμα, σε περίπτωση που θα ανέκυπτε πρόβλημα που θα αφορούσε την εδαφική ακεραιότητα ή την συνταγματική τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο διατήρησε δύο ‘‘Κυρίαρχες στρατιωτικές βάσεις’’ στο νησί στο Ακρωτήρι και στη Δεκέλεια. Εγκαταστάθηκαν ελληνικές και τουρκικές μικρές στρατιωτικές Μονάδες (ΕΛ.ΔΥ.Κ. και ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ.). Η κυπριακή ανεξαρτησία συνοδεύτηκε από μια συμφωνία βασισμένη σε εγγυήσεις που δόθηκαν στους Τουρκοκύπριους.
         Σημειωτέον ότι στις Μονάδες της ΕΛ.ΔΥ.Κ., από το 1959 μέχρι το 1965, υπηρέτησαν και πολλά - προβεβλημένα και κατώτερα - στελέχη της χούντας που εγκαθίδρυσε αργότερα (1967) την στρατιωτική δικτατορία, π. χ. Γ. Παπαδόπουλος, Ν. Μακαρέζος, Δ. Ιωαννίδης, Μ. Ρουφογάλης, Καρύδας κ. ά.. Αυτοί υπηρετούσαν παράλληλα και στην Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών (Κ.Υ.Π.), της οποίας αρχηγός ήταν ο Στρατηγός Αλέξανδρος Νάτσινας. Στην Κ.Υ.Π. έχει, μεταξύ άλλων, αποδοθεί ότι, σε στενή συνεργασία με τις μυστικές ισραηλινές υπηρεσίες και την CIA, οργάνωσε, με βάση την Κύπρο, εκτεταμένα κατασκοπευτικά δίκτυα στην Αίγυπτο, σε βάρος αυτής της χώρας και υπέρ του Ισραήλ[30].
           Η Δημοκρατία της Κύπρου ανακηρύχθηκε στις 19.8.1960, και στις 20.9 έγινε δεκτή ως μέλος του ΟΗΕ (καθώς και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας). Στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 1959 έγινε μια πρώτη καταγραφή του συσχετισμού δυνάμεων. Στην τουρκική πλευρά εκλέχθηκε χωρίς αντίπαλο ως αντιπρόεδρος ο γιατρός Φαζίλ Κιουτσούκ. Οι Ε/κ ήταν διαιρεμένοι. Οι κομμουνιστές (Α.Κ.Ε.Λ.) υποστήριξαν την υποψηφιότητα του Ιωάννη Κληρίδη, ενός μετριοπαθούς, ο οποίος δεν είχε διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρόσφατη ιστορία του νησιού. Η δεξιά, η οποία ήταν εχθρική προς τον Μακάριο, αποφάσισε να υποστηρίξει τον Ιωάννη Κληρίδη. Ενας τέτοιος ‘‘παρά φύσιν’’ συνασπισμός δεν μπορούσε να έχει επιτυχία έναντι του Μακαρίου. Ο εθνάρχης, μετά από μια συμφιλιωτική κίνηση προς τον Γρίβα (πήγε στη Ρόδο και μετά από συνάντησή τους εκδόθηκε κοινό ανακοινωθέν τους), εκλέχθηκε αρκετά εύκολα με 69% των ψήφων.
         Από τον Οκτώβριο του ίδιου έτους μια νέα υποθήκη ήρθε να προστεθεί στις προγενέστερες. Μια βρετανική ναυτική περίπολος συνέλαβε στα ανοιχτά των κυπριακών ακτών ένα τουρκικό πλοίο νηολογίου Σμύρνης. Το ‘‘Ντενίζ’’ μετέφερε όπλα, τα οποία προορίζονταν πιθανότατα για την ΤΜΤ. Οι Κύπριοι συνειδητοποιούσαν ότι οι Τούρκοι, παρά τα πλεονεκτήματα που είχαν αποκομίσει, εξακολουθούσαν να προσδοκούν πρόσθετα οφέλη από την εξέλιξη του επί του πεδίου συσχετισμού δυνάμεων. Εξάλλου, οι κοινές εκκλήσεις Μακαρίου και Κιουτσούκ για παράδοση των όπλων τα οποία διάφοροι κατείχαν παράνομα δεν είχαν αποτέλεσμα[31].

                                         Θεόδωρος Σ. Μπατρακούλης
                              Δρ Γεωγραφίας-Γεωπολιτικής, Νομικός


[1] Βλ. F. S. Northedge, ‘‘The Adjustment of British Foreign Policy’’, στο F. S. Northedge (ed.), The Foreign Policies of the Powers, NY: Free Press, 1975, ιδιαίτ. σσ. 161-163. Π. Ηφαιστος, Διπλωματία και στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαïκών Δυνάμεων Γαλλίας, Γερμανίας, Μεγάλης Βρετανίας, Αθήνα Ποιότητα, 1999, σσ. 170-175.
[2] Joseph Grieco, ‘‘Anarchy and the Limits of Cooperation: a Realist Critique of the Newest Liberal Institutionalism’’, International Organization, vol. 42, no 3, Summer 1988, σ. 498.
[3] Ν. Κρανιδιώτης, Η Κύπρος εις τον Αγώνα της Ελευθερίας, 1958, όπ. παρ., σ. 64.
[4] Ν. Κρανιδιώτης, Η Κύπρος εις τον Αγώνα της Ελευθερίας, 1958, όπ. παρ., σ. 85.
[5] ONU, “Procès-verbaux de l’Assemblée Générale, 9e session: réunions plénières, 514e réunion, 17 décembre 1954”, 1954, σ. 539. Ν. Κρανιδιώτης, Η Κύπρος εις τον Αγώνα της Ελευθερίας, 1958, όπ. παρ., σσ. 92-93.
[6] Βλ. και Σπύρος Παπαγεωργίου, Καραμανλής και Κυπριακόν, Αθήνα: Νέα Θέσις, 1988. σσ. 27-28.
[7] OΗΕ, Πρακτικά Γενικής Συνέλευσης (Procès-verbaux de l’Assemblée Générale), 11e session  (1956/1957), Annexes Vol. II, Document, A/C.1/788, σ. 6.
[8] Πανταζ. Τερλεξής, Διπλωματία και πολιτική του Κυπριακού ζητήματος, Αθήνα: 1979, σ. 64.
[9] Βλ. Ντιλέκ Γκιουβέν, Εθνικισμός, κοινωνικές μεταβολές και μειονότητες, Αθήνα: Εστία, 2006, σ. 108.
[10] Βλ. Nihat Erim, Bildigim ve Gördügüm ölçüler içinde Kibris (Η Κύπρος στο μέτρο που την γνώρισα και την είδα), Ankara: Ajans-Türk, 1975.
[11] Οι Nicole και Hugh Pope την θεωρούν ως μια πρώτη απόπειρα απάντησης στον αγώνα των Ε/κ, η οποία κατ’αυτούς είχε ίσως αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα. N. και H. Pope, Turkey unveiled; Atatürk and after, London: John Marey, 1997, σ. 119.
[12] Jean-François Drevet, Chypre, île extrême; Chronique d'une Europe oubliée, Paris: Syros/Alternatives, 1991, σσ. 93 κ. εξ.
[13] J.-F. Drevet, Chypre, île extrême; Chronique d'une Europe oubliée, 1991, op. cit., σ. 121.
[14] Βλ. J.-F. Drevet, Chypre, île extrême; Chronique d'une Europe oubliée, 1991, op. cit., σσ. 89 κ. εξ. Chris Woodhouse, Something ventured, London: Granada Press, 1982, σ. 133. N. Pope/H. Pope, Turkey unveiled; Atatürk and after, 1997, όπ. παρ., σσ. 118 κ. εξ. Βλ. και όλο το κεφάλαιο 8 του τελευταίου βιβλίου, που τιτλοφορείται ‘‘The Chyprus Disaster’’
[15] Βλ. και Semih Günver, Fatin Rüstü Zorlunun oykusu (= Η ιστορία του Fatin Rüstü Zorlu), Ankara: Bilgi, 1985.
[16] Δίκες της Γιασίαντα, Esas (Πρακτικά) no 1960/3, σ. 1-2. Παρατίθεται στο Σπύρος Βρυώνης, Ο μηχανισμός της καταστροφής, Aθήνα: Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2007, σσ. 174-175. Το βιβλίο του Ελληνοαμερικανού καθηγητή περιλαμβάνει πλούσια τεκμηρίωση για τον σχεδιασμό και την εκτέλεση του πογκρόμ κατά των Ελλήνων και των άλλων μη μουσουλμανικών μειονοτήτων της Κωνσταντινούπολης. Βλ. ιδιαίτ. το Κεφάλαιο 1 του βιβλίου.
[17] Walter F. Waker, The Turkish Revolution 1960-1961: Aspects of Military in Politics, Washington: 1963, σσ. 34-35. Dilek Güven, Εθνικισμός, κοινωνικές μεταβολές και μειονότητες, Αθήνα: Εστία, 2006, σσ. 108 κ.εξ.
[18] Βλ. και γενικότερα αναφορικά με τις θέσεις και την πολιτική του Κ. Καραμανλή στη συγκεκριμένη αλλά και σε άλλες φάσεις του Κυπριακού, Σ. Παπαγεωργίου, Καραμανλής και Κυπριακόν, 1988, όπ. παρ., passim, ιδιαίτερα σσ. 62 κ.εξ.
[19] Σ. Παπαγεωργίου, Καραμανλής και Κυπριακόν, 1988, όπ. παρ., σσ. 157, 135 κ.εξ.
[20] Χάρης Τσιρκινίδης, Το Κυπριακό υπό το φως των γαλλικών αρχείων και σύγχρονες εξελίξεις, Ελληνικό Παρατηρητήριο, Τεύχος 10, Ιούνιος-Αύγουστος 2003, σ. 15. 
[21] Βλ. Σ. Παπαγεωργίου, Από την Ζυρίχην εις τον Αττίλαν, Αθήνα: Εκδ. Γ. Λαδιά, Τόμος Α΄, 1979, σσ. 28, 34, 35. Ιδίου, Καραμανλής και Κυπριακόν, 1988, όπ. παρ. σσ. 200 κ.εξ.
[22] Με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου διαφώνησε ο Γεώργιος Γρίβας. Ο Γρίβας ήλθε επανειλημμένα σε αντίθεση τόσο με την κυβέρνηση της Αθήνας όσο και με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο και την μετέπειτα κυβέρνηση της Λευκωσίας γιατί υποχώρησαν στο αίτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
[23] Πρβλ. Cmnd 679: Conference of Cyprus. Documents signed and initialled at Lankaster House on February 19, 1959.
[24] Πρόκειται για το έγγραφο που τιτλοφορείται ‘‘Basic Structure of the Republic of Cyprus’’, το οποίο αποτελούνταν από 27 άρθρα. Πρβλ. Cmnd 679, όπ.παρ., σημ. 2, σσ. 5-9. 
[25] Πρβλ. Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Λευκωσία, 1960 και Cmnd 1093: Cyprus, London, 1964 (ανατύπωση), σσ. 91-172.
[26] Πρβλ. Lijphardt, A., “Consociational democracy”, World Politic 1971, σ. 207s.
[27] Αρθρα 36 παράγρ. 1 και 46 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
[28] Αρθρα 39 παράγρ. 1 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
[29] Βλ. Γιώργος Παπαδημητρίoυ, Το Συνταγματικό πρόβλημα της Κυπριακής Δημοκρατίας; Συλ. άρθρων, Κέντρο Ευρωπ. Συνταγματικού Δικαίoυ, Αθήνα: Σάκκουλας, ιδιαίτ. σσ. 36 κ. εξ.
[30] Βλ. Γιάννης Π. Φουράκης, Σιωνιστικές Συνωμοσίες, Αθήνα: Γραμμή, 1982, σσ. 90-91.
[31] J.-F. Drevet, Chypre, île extrême; Chronique d'une Europe oubliée, 1991, op.cit., σσ. 137-138.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου