Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Η επανάσταση του 1854 στη Θεσσαλία - του Θεόδωρου Σ. Μπατρακούλη



Η επανάσταση του 1854 στη Θεσσαλία
του Θεόδωρου Σ. Μπατρακούλη
*

         Από το 1840 και μετά η Οθωμανική Αυτοκρατορία έμελλε να αποτελέσει το πεδίο δράσης αντίπαλων βλέψεων και σφοδρών ανταγωνισμών. Ιδιαίτερα ο τσάρος Νικόλαος Α΄ δεν μπορούσε να ανεχθεί την υπεροχή που είχαν αποκτήσει η Αγγλία και η Γαλλία στην επικράτεια του σουλτάνου. Σε μια νέα φάση του Ανατολικού Ζητήματος εξελίχθηκαν τα γεγονότα που οδήγησαν στον Κριμαϊκό Πόλεμο[1]. Από το 1850, εκδηλώθηκε φανερά ο γαλλορωσικός ανταγωνισμός για την πρωτοκαθεδρία στον χώρο της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το Μάιο του 1853 ο τσάρος προσέφερε στον σουλτάνο μόνιμη συμμαχία με τον όρο να τον αναγνωρίσει ως νόμιμο προστάτη των Ελλήνων υπηκόων του. Την απόρριψη αυτών των αξιώσεων από το Διβάνι (οθωμανική κυβέρνηση), με την υποστήριξη της Αγγλίας και της Γαλλίας, ακολούθησε ρωσοτουρκικός πόλεμος. Στον πόλεμο αυτόν ο τσάρος Νικόλαος Α΄ προσπάθησε να προσδώσει τον χαρακτήρα ορθόδοξης χριστιανικής σταυροφορίας κατά του οθωμανικού Ισλάμ. Με το από 9/21 Φεβρουαρίου 1854 «μανιφέστο» του[2], αλλά και με προγενέστερες προκηρύξεις του, ο Νικόλαος αυτοανακηρύχθηκε προστάτης των υποδούλων στους Τούρκους Χριστιανών και της Ορθοδοξίας γενικότερα. Ο ρωσικός στρατός κατέλαβε τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες τον Ιούλιο του 1853. Στις 23 Σεπτεμβρίου βρετανικός στόλος έπλευσε στην Κωνσταντινούπολη. Στις 4 Οκτωβρίου η Τουρκία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας και τον ίδιο μήνα εξαπέλυσε επίθεση στις Ηγεμονίες. Οταν ο ρωσικός στόλος κατέστρεψε τον οθωμανικό στη Σινώπη, οι στόλοι της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, στις 3 Ιανουαρίου 1854, εισέπλευσαν στον Εύξεινο Πόντο για να προστατεύσουν τις τουρκικές μεταφορές. Στις 28 Μαρτίου 1854 η Αγγλία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Ρωσίας. Ο πόλεμος γενικεύθηκε και επεκτάθηκε. Οι εμπόλεμες πλευρές ήταν αφενός η Ρωσία, αφετέρου ένας συνασπισμός τον οποίο συνέστησαν η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία (τον Ιανουάριο του 1855 προσχώρησε το βασίλειο του Πεδεμοντίου-Σαρδηνίας)[3]. Οι στρατιωτικές ενέργειες του Κριμαϊκού πολέμου υπαγορεύθηκαν εν γένει από τη διπλωματία αυτού του πολέμου, η οποία αποκάλυπτεε μια γενική ευρωπαϊκή βούληση για τη διατήρηση του status quo. Η διάλυση της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας που σήμανε ο πόλεμος αυτός επηρέασε σημαντικά τα αποτελέσματα των συγκρούσεων που έλαβαν έκτοτε χώρα στην Ευρώπη κατά το υπόλοιπο διάστημα του 19ου αιώνα, σηματοδοτώντας την παρακμή των διεθνών συμφωνιών υπέρ των συμμαχιών[4].
         Η έκρηξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου (τρίτου από το 1806) αναπτέρωσε τις ελπίδες των Ελλήνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η εμπλοκή της τελευταίας σε πόλεμο με τη Ρωσία στην Κριμαία θεωρήθηκε ευκαιρία κήρυξης επανάστασης[5]. Το Διβάνι (οθωμανική κυβέρνηση) από την πλευρά του γνώριζε ότι οι δυτικές Μεγάλες Δυνάμεις θα εμπόδιζαν την Ελλάδα να συμμετάσχει σε πόλεμο εναντίον της. Συνεπώς εκτιμούσε ότι δεν θα χρειαζόταν περισσότερες δυνάμεις για να διατηρεί τον έλεγχο των κατοικούμενων από Ελληνες περιοχών που είχαν μείνει εκτός των ορίων του ελλαδικού κράτους το 1830[6]. Μολονότι το κλίμα στην Ευρώπη ήταν δυσμενές για την Ελλάδα - κάτι που γνώριζαν πολλοί[7] από τα μέλη της κυβέρνησης Κριεζή -, οι Ελληνες πατριώτες δραστηριοποιήθηκαν προς την κατεύθυνση ξεσηκωμών για την απελευθέρωση ορισμένων από αυτές τις περιοχές (Ηπειρος, Θεσσαλία, Χαλκιδική)[8]. Στις μυστικές διαβουλεύσεις που προηγήθηκαν ανταποκρίθηκε η τότε ελληνική Κυβέρνηση αλλά και τα ανάκτορα[9]. Στις επαναστατικές κινήσεις πρωτοστάτησαν επιζώντες αγωνιστές του 1821, όπως ο Κίτσος Τζαβέλλας, ο Θεόδωρος Ζιάκας, ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρου και άλλοι καθώς και παιδιά εκείνων, όπως ο Σπύρος Γεωργίου Καραϊσκάκης υπολοχαγός του στρατού, ο Γενναίος Θεοδώρου Κολοκοτρώνης αξιωματικός υπασπιστής του βασιλιά Οθωνα, ο Δημήτριος Θ. Γρίβας, ο Θανάσης Φροξυλιάς και άλλοι. Η επανάσταση πήρε τη μορφή ενός ακήρυκτου πολέμου σε ολόκληρη την παραμεθόριο γραμμή ανάμεσα στο Βασίλειο της Ελλάδος και στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ο οποίος παραβίαζε την ουδετερότητα την οποία είχαν επιβάλει στο πρώτο οι Μεγάλες Δυνάμεις. Επαναστατικές κινήσεις εκδηλώθηκαν πρώτα στην Ηπειρο, στην περιοχή του Ανω Ραδοβυζίου Αρτας, με αφορμή την απαίτηση από τους Οθωμανούς τον Δεκέμβριο του 1853 της καταβολής αυξημένων φόρων που έπρεπε να πληρωθούν ύστερα από 8 μήνες[10]. Σχεδόν ταυτόχρονα εκδηλώθηκε επανάσταση στη Δυτική Θεσσαλία, στα Αγραφα[11]. «Eντός του πρώτου δεκαημέρου του Φεβρουαρίου η επανάστασις εξηπλώθη εις όλην την Δυτικήν Θεσσαλίαν και είχον καταληφθεί υπό των επαναστατών όλαι αι διαβάσεις προς Πίνδον»[12]. Εξέγερση εκδηλώθηκε και στο Πήλιο (ξεκίνησε από το Προμύρι), χωρίς όμως να σημειωθεί ικανοποιητική  συμμετοχή των κατοίκων[13], καθώς και στην περιφέρειας του Αλμυρού (Πλάτανος)[14].
         Οι Οθωμανοί συμπτύχθηκαν και οργάνωσαν την άμυνά τους στα αστικά κέντρα (Αλμυρός, Βόλος, Λάρισα, Καρδίτσα, Πλάτανος, Φανάρι, Φάρσαλα). Οι διοικητές της Λάρισας και του Δομοκού ζήτησαν επειγόντως από τα Μπιτόλια (Μοναστήρι) την ταχεία αποστολή ενισχύσεων. Στην περίπτωση της εν λόγω επανάστασης η συνήθως αργοκίνητη τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία κινήθηκε ταχύτατα. Εγινε αποστολή ενισχύσεων από την Κωνσταντινούπολη, το Μοναστήρι, τη Μικρά Ασία. Στην Πρέβεζα αποβιβάστηκαν 1600 Αίγύπτιοι, συνοδευόμενοι από τον πρώην υπουργό των Εξωτερικών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας Φουάτ εφένδη (23 Φεβρουαρίου - 7 Μαρτίου) - πληρεξούσιος Βεκίλης του Σουλτάνου «με έκτακτο πολιτική εξουσία της Πύλης για την Αλβανία, Ηπειρο και Θεσσαλία». Αυθημερόν εξέδωσε προκήρυξη προς τους χριστιανούς κατοίκους της Ηπειροθεσσαλίας με τίτλο «Προς τους Κοτσαμπάσηδες και λοιπούς Χαïρδοβατζήδες ραγιάδες του αυτοκρατορικού βασιλέως μας». Σ’αυτή έγραφε μεταξύ άλλων: «…Εκείνοι που επιθυμούσι να μείνωσι εις το ιταάτι (εξουσίαν) του Βασιλέως κοτσαμπάσηδες κλπ. να ξεχωρισθήτε από τους ετεπτσίτηδες (επαναστάτες) και να ελθήτε εις εμένα. 1) Οι μη λαβόντες μέρος εις τούτο το ανακάτωμα θέλει ιδή μερχαμέτι (περιποιήσεις) του βασιλέως μας. 2) Οι ακούσαντες τα λόγια των μουφτσίτηδων και αναρτήσουν τα όπλα θέλει συχωρεθούν…»[15]. Στην αποστολή του Φουάτ εφένδη συμμετείχε και ο Εξαρχος του Πατριαρχείου, «εντεταλμένος δια την επαναφοράν των επανστατών εις την τάξιν»[16].  Οι Οθωμανοί, πολύ ανήσυχοι, έστειλαν μεγάλη δύναμη από το Κάστρο του Βόλου στην επαναστατημένη περιοχή του Πηλίου. Έγιναν μάχες στην Πορταριά και τη Μακρινίτσα και οι επαναστάτες έλεγχαν την περιοχή[17]. Το στρατόπεδο των επαναστατών στον Πλάτανο διαλύθηκε στα τέλη Μαρτίου λόγω διαφωνιών. Στο Πήλιο τον Απρίλιο δεν σημειώθηκε κάποιο σημαντικό γεγονός.
         Πολύ σημαντικά πολιτικά/διπλωματικά γεγονότα του Μαρτίου 1854 υπήρξαν η διακοπή των ελληνοοθωμανικών διπλωματικών σχέσεων εξαιτίας της επανάστασης - με την επέμβαση των Δυτικών Δυνάμεων -, η κοινή διακοίνωση στην Αθήνα των τεσσάρων Δυτικών πρέσβεων και η απόφαση των Δυτικών κρατών να πολεμήσουν ανοιχτά κατά της Ρωσίας[18]. Την 7/19 Μαρτίου, ο πρεσβευτής της Τουρκίας στην Αθήνα Ριζά Νεσσέτ Καρατζά Βέης επέδωσε διακοίνωση προς τον υπουργό Εξωτερικών Ανδρέα Πάικο, τάσσοντας προθεσμία 48 ωρών στην Ελλάδα για να ικανοποιήσει τις πέντε απαιτήσεις της Τουρκίας[19]. H Πύλη απαιτούσε: 1) Την ανάκληση και τιμωρία εντός 10 ημερών των αρχηγών των επαναστατών που είχαν εισβάλει στις οθωμανικές επαρχίες (Κίτσος Τζαβέλλας, Θεόδωρος Γρίβας, Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, Δ. Τσάμης Καρατάσος, Ευ. Κοντογιάννης, Παπακώστας, Στράτος, Βέικος, Καραïσκάκης, Κάσκαρης, Βασδέκης κλπ.). 2) Την διακοπή των εξοπλισμών και την παρεμπόδιση του εφοδιασμού των επαναστατών, την παύση των υπαλλήλων που θεωρούσε ότι εξήπταν τα πνεύματα (Ν. Κωστής, Ιω. Α. Σούτσος, Δ. Μαυροκορδάτος, κλπ.) και την δημοσίευση των λόγων παύσεώς τους. 3) Την επίσημη αποδοκιμασία όλων όσοι συνέλεγαν υπέρ της επαναστάσεως υλικά, εφόδια, οπλισμό και χρήματα. 4) Τον περιορισμό της φρασεολογίας και του επαναστατικού πνεύματος του Αιώνος και άλλων εφημερίδων που διήγειραν τα πνεύματα. Και, 5) Την διεξαγωγή ανακρίσεων και την τιμωρία αυτού που είχε ανοίξει τις φυλακές Χαλκίδας και εξόπλισε τους κρατουμένους.
         Στις 8/20 Μαρτίου επιδόθηκε στην Αθήνα κοινή προς την Ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση των πρέσβεων Αγγλίας Wyse, Γαλλίας Rouen, Αυστρίας Leykam και Πρωσσίας Τille. Με αυτή απέδιδαν την ευθύνη για την επανάσταση στην Αθήνα[20]. Την 16η Μαρτίου οι Δυτικές Δυνάμεις αποφάσισαν να συμμετάσχουν φανερά στον ρωσοοθωμανικό πόλεμο κατά της Ρωσίας. Ετσι, οι γενικότερες διεθνείς εξελίξεις έμελλαν να ασκήσουν δυσμενή επιρροή στην πορεία της επανάστασης και στις ενέργειες της Ελλάδας. Οι νίκες των Ελλήνων στην Καλαμπάκα (9 Μαΐου) και στη Διμηνίτσα (10-11 Μαΐου), ανησύχησαν πολύ τις φιλικά προσκείμενες (στο πλαίσιο του Κριμαïκού πολέμου) στην Τουρκία Αγγλία και Γαλλίας, οι οποίες ήθελαν την πρώτη νικήτρια του πολέμου με τη Ρωσία. Σημειώθηκε παρέμβαση της Αγγλίας και της Γαλλίας, που εφάρμοσαν στρατιωτικό αποκλεισμό και «κατοχή» της Ελλάδας (διήρκησε από το Μάιο του 1854 έως τον Φεβρουάριο του 1857). ΟΙ πρέσβεις Wyse και Rouen έκριναν μη ικανοποιητική την απάντηση της Ελληνικής κυβέρνησης. Την 14 / 26 Μαίου γαλλοαγγλικές στρατιωτικές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Forey αποβιβάστηκαν στον Πειραιά, απαγόρευσαν την διάβαση κάθε άλλου πλοίου και κατέλαβαν τα ελληνικά πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι[21]. Οι πρέσβεις Wyse και Rouen εξέδωσαν σειρά προκηρύξεων, στις οποίες δήλωναν ότι ο σεβασμός των αποφάσεων της Αγγλίας και της Γαλλίας θα επιβληθεί διά της βίας, ενώ υπόσχονταν να «προαγάγουν το ελληνικό εμπόριο», να «επιβάλουν την αλήθεια και την δικαιοσύνη», κτλ. Κατόπιν ανέβηκαν στο Παλάτι και απαίτησαν από τον βασιλιά Όθωνα να αποδεχτεί ρητά όσα είχαν ζητήσει με τις διακοινώσεις τους παλαιότερα από την ελληνική κυβέρνηση. O βασιλιάς αναγκάστηκε να δώσει ενώπιον των πρέσβεων όρκο υποταγής και σεβασμού της αυστηρής ουδετερότητας[22]. Στις 16 Μαίου σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, η οποία αποφάσισε να ανακαλέσει τους επαναστάτες[23]. Οι πρόξενοι της Αγγλίας και της Γαλλίας, που συνόδευαν τον οθωμανικό στρατό στη Θεσσαλία, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εκεχειρία. Διπλωματικοί αντιπρόσωποι της Αγγλίας και της Γαλλίας εμφανίστηκαν μάλιστα σε επαναστατημένες περιφέρειες της Θεσσαλίας (ανέβηκαν και στο Πήλιο) και άσκησαν πιέσεις για να αποσυρθούν οι επαναστάτες.
          Όπως επισημαίνει ο Αχμέτ Νταβούτογλου, ο Κριμαïκός πόλεμος αποτέλεσε την πρώτη στην οθωμανοτουρκική παράδοση εξωτερικών σχέσεων περίπτωση εφαρμογής μιας πολιτικής υποσκέλισης του επιτιθέμενου βάσει της εξισορρόπησης της ισχύος[24]. Εκτοτε η Υψηλή Πύλη, λαμβάνοντας υπόψιν τις αντιπαλότητες των Μεγάλων Δυνάμεων, επιδίωξε την εκμετάλλευση του κλίματος των συγκρούσεων και των ραδιουργιών ανάμεσά τους. Προώθησε τους σκοπούς της συμμετέχοντας όχι λίγες φορές για το δικό της συμφέρον στο κλίμα αυτό των διεθνών σχέσεων της εποχής.
          Παρά τις διακηρύξεις και τις παρεχόμενες εγγυήσεις οι χριστιανοί υπήκοοί της Αυτοκρατορίας εξακολούθησαν να υφίστανται καταπιεστικές πρακτικές εκ μέρους των οθωμανικών αρχών. Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αποδεικνύει ότι, από το ξεκίνημά τους, απείχε ακόμα η πραγματική ισότητα ανάμεσα σε Μουσουλμάνους και μη Μουσουλμάνους (ανάμεσα στους οποίους το μεγαλύτερο αριθμητικά στοιχείο ήταν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί), για την οποία θεωρητικά υπερηφανεύονταν Οθωμανοί και Δυτικοί ιθύνοντες της εποχής. Ως αποκορύφωμα των Τανζιμάτ, ήρθε η απόπειρα του Μιντάτ πασά να εγκαθιδρυθεί το πρώτο οθωμανικό Σύνταγμα, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 23η Δεκεμβρίου του 1876. Η ενέργεια του Μιντάτ έγινε ώστε να αποτραπεί η εξέγερση διαφόρων εθνοτήτων, κυρίως στα Βαλκάνια, και ενώ αυξάνονταν οι ευρωπαïκές πιέσεις για την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων[25].
          Σημειωτέον ότι κατά την διάρκεια του Κριμαïκού πολέμου ιδρύθηκε προξενείο της Γαλλίας στο Βόλο. Πέραν των εμπορικών και γεωπολιτικών συμφερόντων στην κρίσιμη αυτή φάση του Ανατολικού Ζητήματος και των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων, η δημιουργία του προξενείου ανταποκρινόταν στην ανάγκη της Γαλλίας να είναι ενήμερη αναφορικά με τις τοπικές επαφές ανάμεσα στην Ελλάδα και την Οθωμανική αυτοκρατορία καθώς και στην ανάγκη να παρατηρεί από κοντά την εξέλιξη των πραγμάτων στην ευαίσθητη αυτή περιοχή, ιδιαίτερα μετά την εκδήλωση της εν λόγω επανάστασης[26]. Η έκθεση που απέστειλε από το Βόλο στις 17 Ιουλίου 1854 ο πρώτος πρόξενος της Γαλλίας, ο επιτετραμμένος Le Cartaing, είναι αρκετά αποκαλυπτική της σημασίας που απέδιδε το Παρίσι στις εξελίξεις στην περιοχή. Εχει περάσει σχεδόν ένας μήνας από την ήττα στην Καλαμπάκα των υπό τον Χατζηπέτρο επαναστατικών δυνάμεων από τον Φουάτ εφένδη, γεγονός που έθεσε τέρμα στην εξέγερση στη Θεσσαλία. Σύμφωνα με τον Le Cartaing, ο κυβερνήτης (καïμακάμης) και οι στρατιωτικοί αρχηγοί της πόλης είχαν δεχτεί με ικανοποίηση την εγκατάσταση του διπλωματικού εκπροσώπου μιας συμμάχου χώρας στη Θεσσαλία. Εξάλλου, σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες που μπόρεσε να συλλέξει, τα αισθήματα του ελληνικού πληθυσμού έναντι της εγκατάστασής του ήταν μοιρασμένα. Όπως γράφει, «κατάλαβα ότι, αν οι οπαδοί της αταξίας, των ταραχών, ή και της εθνικής ανεξαρτησίας, όπως ισχυρίζονται, βλέπουν με λύπη σ’αυτό το γεγονός (την εγκατάσταση του προξενείου, σημ. του γράφοντος) μια επί πλέον απόδειξη της γαλλικής επεμβάσεως υπέρ της εξουσίας του Σουλτάνου και, κατά συνέπεια, τρέφουν σήμερα μεγαλύτερη δυσαρέσκεια απέναντί μας από ότι έναντι των ιδίων των Τούρκων, απεναντίας οι φιλήσυχοι άνθρωποι, και κυρίως οι έμποροι, χαίρονται και αντλούν αισιοδοξία από το ότι βλέπουν στο εξής τους εαυτούς τους λιγότερο εκτεθειμένους στην αυθαιρεσία των τουρκικών αρχών. Γιατί είναι δυστυχώς αλήθεια που πρέπει να ειπωθεί ότι, στο κεφάλαιο αυτό, τα παράπονα των Χριστιανών είναι τις περισσότερες φορές πολύ βάσιμα»[27]. Ο πρόξενος προσθέτει ότι οι εξεγερμένοι Θεσσαλοί φοβούνταν να επιστρέψουν στις εστίες τους, εξαιτίας των πράξεων εκδίκησης από την πλευρά του τουρκικού πληθυσμού, σε βάρος του οποίου, κατά τον ίδιο, είχαν διαπράξει ωμότητες.[28]
         Η κατάληψη από τα βρετανογαλλικά στρατεύματα της Σεβαστούπολης (Σεπτέμβριος 1855) επέφερε, με την Συνθήκη των Παρισίων (30 Μαρτίου 1856), το τέλος του καθεστώτος και των προτεραιοτήτων που είχε επιβάλλει το Συνέδριο της Βιέννης το 1815. Η «Ιερά Συμμαχία» διαλύθηκε. Το Ανατολικό Ζήτημα πήρε νέα τροπή. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισαν να προωθούνται νέες μεταρρυθμίσεις (Tanzimat)[29]. Κατά την διάρκεια του συνεδρίου των Παρισίων ο σουλτάνος εξέδωσε το αυτοκρατορικό διάταγμα hattι humayun (18 Φεβρουαρίου 1856), το οποίο εγγυάτο την ίση μεταχείριση όλων των υπηκόων του. Αυτό αποτελούσε επανάληψη με κάπως σαφέστερους ορισμούς του προηγούμενου διατάγματος (hattι şerif του Gülhane, 6 Ιουνίου 1853). Αλλά, τα χρόνια μετά το 1856 ήταν η εποχή που οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις (Τανζιμάτ) έγιναν υπό περισσότερο ευνοïκές συνθήκες και γνώρισαν μια πιο επίμονη παρακολούθηση από τις ευρωπαïκές δυνάμεις[30]. Η Θεσσαλία και κατά συνέπεια και η περιοχή των Τρικάλων παραχωρήθηκε στην Ελλάδα το 1881, μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1/13 Ιουνίου - 1/13 Ιουλίου 1878). Οι αποφάσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου υλοποιήθηκαν μετά από ένα τρίχρονο διπλωματικό αγώνα της Ελλάδας ο οποίος έγινε μέσα σε δύσκολες διεθνείς συνθήκες[31]. Η απελευθερωτική είσοδος του ελληνικού στρατού πραγματοποιήθηκε στην πόλη των Τρικάλων στις 18 Αυγούστου του 1881 και στην πόλη της Λάρισας στις 31 Αυγούστου.
        

Θεόδωρος Μπατρακούλης

Δρ Γεωπολιτικής Πανεπιστημίου Παρισίων, Νομικός

theobatrak@gmail.com

http://theodorosbatrakoulis.blogspot.com

* Ένα εκτενέστερο κείμενο για το θέμα αυτό παρουσιάστηκε ως ανακοίνωση του γράφοντος στο 9ο Συμπόσιο Τρικαλινών Σπουδών, 4-6 Νοεμβρίου 2011. Βλ. Θ. Μπατρακούλης, «Η επανάσταση του 1854 στη δυτική Θεσσαλία - Μια γεωιστορική θεώρηση», Θεσσαλικά Μελετήματα [(περιοδική έκδοση της Φιλολογικής, Ιστορικής, Αρχαιολογικής, Λαογραφικής Εταιρείας Θεσσαλίας (ΦΙΑΛΕΘ)], Τόμος 3, φθινόπωρο 2013, σ. 75-96.


[1] Πρβλ. Ε. Driault, Το Ανατολικό Ζήτημα - Μέρος πρώτο, 1997, όπ. π., σ. 376 κ.εξ. Winfried Baumgart, The Crimean War 1853-1856. London: Oxford University Press, Inc., 1999.
[2] Βλ. εφημ. Αιών, 1440/3.3.1854.  Δ. Γ. Κουτρούμπας, Η Επανάστασις του 1854 και αι εν Θεσσαλία ιδία επιχειρήσεις, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1976, σ. 31.
[3] E. Driault, Το Ανατολικό Ζήτημα-Μέρος πρώτο, 1997, όπ. π., σσ. 376-400.
[4] Η διπλωματία που ασκήθηκε κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου δεν ήταν αμελητέα αλλά ούτε θα μπορούσε να εξαρθεί η σημασία της. Πρβλ. Daniel J. Meissner, «Diplomacy in the Crimean War: Pointless Blabber», http://academic. mu.edu/meissnerd/crimea.html. Προσπελάστηκε 18.11.2013.
[5] Ο τακτικός οθωμανικός στρατός ήταν απασχολημένος στον πόλεμο με τη Ρωσία. Για ενδεχόμενες επιχειρήσεις στη Θεσσαλία και στην Ηπειρο ήταν διαθέσιμες μόνο 4.000 – 5.000 Τουρκαλβανοί άτακτοι. Δ. Γ. Κουτρούμπας, Η Επανάστασις του 1854 και αι εν Θεσσαλία ιδία επιχειρήσεις, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1976. (Αρ. ΔΚΒΛΚΚ 938.63/Κου). Βλ. και Δόμνα N. Δοντά,. Η Ελλάς και αι Δυνάμεις κατά τον Κριμαϊκόν πόλεμον. Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 1973.
[6] Δ. Γ. Κουτρούμπας, Η Επανάστασις του 1854 και αι εν Θεσσαλία…, 1976, όπ. π.
[7] Ανάμεσα στους διστακτικούς συγκαταλέγονταν οι Πήλικας, Προβελέγγιος, Βλάχος και Κ. Κανάρης. Πρβλ. Σπ. Πήλικα, Απομημονεύματα υπουργίας Σ. Πήλικα, Εν Αθήναις 1893, σ. 15.
[8] Στέφανος Παπαδόπουλος, «Ο Κριμαïκός πόλεμος και ο Ελληνισμός», Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, Εκδοτική Αθηνών, Τόμος ΙΓ’, σ. 143 κ. εξ.
[9] Ο βασιλιάς Οθων και η βασίλισσα Αμαλία θεώρησαν ότι η ευνοïκή στάση τους  μπορούσε να ενισχύσει τη μειωμένη τότε προς αυτούς εκτίμηση του λαού.
[10] Λάζαρος Αρσενίου, Η Θεσσαλία στην τουρκοκρατία 1393-1881, Αθήνα: Επικαιρότητα, 2010, σ. 331. Στις 23 Δεκεμβρίου του 1853 ένοπλες ομάδες Ελλήνων συγκρούσθηκαν με τον τουρκικό στρατό στη Σκουληκαριά και στο Δημαριό και νίκησαν, πυροδοτώντας επαναστατικό αναβρασμό σε ολόκληρο το ορεινό Ραδοβύζι. Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, Αθήνα: ΔΟΛ, 2009. Στις 15 Γενάρη 1854 στο χωριό Μπότση (Μεγαλόχαρη) πάρθηκε η επίσημη απόφαση για την εξέγερση. Οι επαναστάτες διατράνωναν ότι συνέχιζαν τον αγώνα του 1821 και ότι δεν σκόπευαν να εγκαταλείψουν τα όπλα παρά μόνο αν επιτύγχαναν την απελευθέρωσή τους.
[11] Σ. Παπαδόπουλος, «Ο Κριμαïκός πόλεμος και ο Ελληνισμός», όπ. π., ιδιαίτ. 156.
[12] Δ. Γ. Κουτρούμπας, Η Επανάστασις του 1854 και αι εν Θεσσαλία…, 1976,  όπ. π.
[13] Δ. Γ. Κουτρούμπας, Η Επανάστασις του 1854 και αι εν Θεσσαλία…, 1976, όπ. π., σ. 75, 86, 88, 99, 101-103, 136-137.
[14] Θεόδωρος Μπατρακούλης, «Η επανάσταση του 1854 στη Δυτική Θεσσαλία - Μια γεωιστορική θεώρηση», Θεσσαλικά Μελετήματα [(περιοδική έκδοση της Φιλολογικής, Ιστορικής, Αρχαιολογικής, Λαογραφικής Εταιρείας Θεσσαλίας (ΦΙΑΛΕΘ)], Τόμος 3, φθινόπωρο 2013, σ. 75-96.
[15] Γ.Α.Κ. φάκ. 188. Αιών (εφημερ. Αθηνών), 27.2.1854. Δ. Γ. Κουτρούμπας, Η Επανάστασις του 1854 και αι εν Θεσσαλία…, 1976, όπ. π., σ. 85.
[16] Αιών (εφημερίδα των Αθηνών) 3.31854. Δ. Κουτρούμπας, Η Επανάστασις του 1854 και αι εν Θεσσαλία…, 1976, όπ. π., σ. 84.
[17] Οι συγκρούσεις με τις τουρκικές φρουρές συνεχίστηκαν στο Φανάρι, στο Δομοκό, στο Βόλο, στα Φάρσαλα. Έγιναν μάχες στα μέρη Πορταριάς και Μακρινίτσας, και οι επαναστάτες έλεγχαν την περιοχή. Αλλοι επαναστάτες του Σώματος τον Ολυμπίων στις 12 Μαρτίου 1854 κατέλαβαν το χωριό Πλάκα.
[18] Δ. Κουτρούμπας, Η Επανάστασις του 1854 και αι εν …, 1976, όπ. π., σ. 110-117.
[19] Αιών, 10.3.1854, Ελπίς 12.3.1854.
[20] Αθηνά (εφημερ. Αθηνών) 31.3.1854.
[21] Δ. Κουτρούμπας, Η Επανάστασις του 1854 και αι εν Θεσσαλία…, 1976, όπ. π., σ. 154.
[22] Αθηνά, 17.5.1854. Πανελλήνιον, 18.5.1854. Δ. Κουτρούμπας, Η Επανάστασις του 1854 και αι εν Θεσσαλία…, 1976, όπ. π., σ. . 155. Bλ. και Ε. Γ. Πρωτοψάλτης, Η επανάσταση της Ηπειροθεσσαλίας 1854, Επιθ. ΗΩΣ, Αθήναι, 1966, σ. 61.
[23] Θεόδωρος Μπατρακούλης, «Η επανάσταση του 1854 στη Δυτική Θεσσαλία - Μια γεωιστορική θεώρηση», Θεσσαλικά Μελετήματα, Τόμος 3, φθινόπωρο 2013, όπ. π.
[24] Αχμέτ Νταβούτογλου, Στρατηγικό βάθος. Η Διεθνής θέση της Τουρκίας, Αθήνα: Ποιότητα, 2010, σ. 120.
[25] Wolfdieter Bihl, «Die Europäischen Mächten und die Entstehung der Osmanischen Verfassung von 23. Dezember 1876», Österreichische Ostheft 20 (1978) 1, σ. 124-137. B. Lewis, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, 2001, Τόμος Ι: Τα στάδια της ανάδυσης, σ. 239 κ.εξ.
[26] Georgios V. Nikolaou, «La situation économique et sociale en Thessalie vers 1855-1875: quelques observations sur la base d’une correspondance consulaire française inédite», στο Interbalkanica 42, Rapports de Congrès, pp. 41-51. 
[27] Archives Diplomatiques de Nantes (ADN), Ambassade de France à Constantinople, Correspondance avec les Echelles, Volo, dossier 1, Βόλος, 17 Ιουλίου 1854, Le Cartaign à Benedetti, Chargé d’Affaires (επιτετραμμένου) της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη. Αναφέρεται στο Georgios V. Nikolaou, «La situation économique et sociale en Thessalie vers 1855-1875…», op. cit., p. 43.  
[28] Στο ίδιο έγγραφο, 17 Ιουλίου 1854.
[29] Πρβλ. Έφη Αλλαμανή, «Το Τανζιμάτ και οι επιπτώσεις του στη ζωή των κατοίκων της Θεσσαλίας», Θεσσαλικά Χρονικά 13 (1980).
[30] E. Driault,  Το Ανατολικό Ζήτημα-Μέρος πρώτο, 1997, όπ. π., σ. 400-416.
[31] Η υλοποίηση των αποφάσεων των αποφάσεων του Συνεδρίου του Βερολίνου έγινε μετά από ένα τρίχρονο διπλωματικό αγώνα της Ελλάδας. Ευάγγελος Κωφός, «Από το τέλος της Κρητικής Επαναστάσεως ως την προσάρτηση της Θεσσαλίας», Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, Εκδοτική Αθηνών, Τόμος ΙΓ’, σ. 349-353, 364-365. Βλ. επίσης Θεόδωρος Μπατρακούλης, Τουρκία και Ανατολικά Ζητήματα, Τόμος Α΄, Εκδόσεις Infognomon, 2014, κεφάλαιο Η επόμενη φάση του Ανατολικού Ζητήματος και η περίοδος του Αμπντούλ Χαμίτ Β΄

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου