Η εθνική ομογενοποίηση και η αντιμετώπιση των μειονοτήτων στην Τουρκία μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Eνενήντα χρόνια πριν, με τη σφαγή και τον εμπρησμό της Σμύρνης (βλ. ενδεικτικά Βλάσης Αγτζίδης, Ο μαύρος Σεπτέμβρης του 1922 - Η σφαγή και η πυρπόληση της Σμύρνης, http://www.antibaro.gr/2008/09/22) γραφόταν ο τραγικός επίλογος του ελληνοτουρκικού πολέμου των ετών 1919-1922. Κορυφωνόταν έτσι η Μικρασιατική καταστροφή, η μεγαλύτερη καταστροφή που γνώρισε ο Ελληνισμός στη σύγχρονη ιστορία του. Ορθά η ελληνική Μικρασιατική εκστρατεία και ο πόλεμος αυτός εντάσσονται στα βασικά προβλήματα της ιστορίας της Εγγύς Ανατολής (A. Toynbee, Tο Δυτικό Ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, Θεσσαλονίκη: 2003. Ν. Ψυρούκης, Η Μικρασιατική καταστροφή, Λευκωσία: 2000). Η ολέθρια για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας έκβαση της ελληνικής εκστρατείας του ελληνοτουρκικού πολέμου των ετών 1919-1922 αποτέλεσε έτος μεταίχμιο μεταξύ δύο εποχών. Μετά τον τερματισμό αυτού του πολέμου, δημιουργήθηκε μια νέα κατάσταση, που αποκρυσταλλώθηκε με την Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) και συμπληρώθηκε με την Σύμβαση του Μοντρέ (21 Ιουλίου 1936). Η νίκη του εθνικού τουρκικού κινήματος το 1922 επισφράγισε το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συνεπιφέροντας και το θάνατο της Μεγάλης Ιδέας (βλ. ενδεικτικά: ΓΕΣ/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Επίτομος Ιστορία της εις Μικράν Ασίαν εκστρατείας, 1919-1922, Αθήνα: 1967. Γ. Μαργαρίτης, «Ο πόλεμος στη Μικρά Ασία», στο Ιστορία των Ελλήνων, Αθήνα: χ. χ., σ. 144-197. T. Batrakoulis, Le contexte historique/ géopolitique de la guerre gréco-turque des ans 1919-1922, 2007, όπ. π.). Με τη Συνθήκη της Λωζάννης επικυρώθηκε η γέννηση της σύγχρονης Τουρκίας.
Η μεταπολίτευση του 1908 [κίνημα της Osmanlι Terakki ve Ittihat Cemiyeti (Οθωμανική Επιτροπή Ενωσης και Προόδου) της 24ης Ιουλίου 1908] κηρύχθηκε στο όνομα της ισότητας και της αδελφoσύνης των λαών και εθνοτήτων της Οθωμανικής επικράτειας (Τούρκων, Ελλήνων, Αρμενίων, Αράβων, Εβραίων, Αλβανών, Βουλγάρων, Σέρβων κλπ) . Ωστόσο, οι εξελίξεις διέψευσαν τις διακηρύξεις των Νεοτούρκων και τις προσδοκίες των μη μουσουλμανικών εθνοτήτων. Από λόγους και πράξεις των νεοτουρκικών αρχών ήδη από τους πρώτους μήνες του 1911, είχαν διαφανεί προθέσεις καταπάτησης των δικαιωμάτων των ελληνικών κοινοτήτων και άλλων καταπιεστικών πράξεων και διώξεων εναντίον των Ελληνορθοδόξων. «Η Τουρκία πρέπει να γίνει μωαμεθανική χώρα, όπου η μωαμεθανική θρησκεία και οι μωαμεθανικές αντιλήψεις θα κυριαρχούν και κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα θα καταπνίγεται… Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η πλήρης οθωμανοποίηση όλων των υπηκόων της Τουρκίας. Και είναι ολοκάθαρο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει με την πειθώ. Άρα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένοπλη βία… Το δικαίωμα των άλλων εθνοτήτων να έχουν δικές τους οργανώσεις θα πρέπει να αποκλειστεί. Κάθε μορφή αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης θα θεωρείται προδοσία προς την τουρκική αυτοκρατορία» [βλ. Απόφαση του Συνεδρίου των Νεοτούρκων και του κόμματος Ένωση και Πρόοδος, Νοέμβριος 1911. Βλ. και Α. Αλεξανδρής (Εισαγ./Σημ.), Το Αρχείον του Εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου (όπως διεσώθη από τον Μητροπολίτη Αυστρίας Χρυσόστομο Τσίτερ), Αθήνα: Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2000, Τόμος Β΄ (1910-1914), σ. 10 και εξ.]. Για το ελληνικό στοιχείο η κατάσταση έγινε δυσχερέστερη τον Ιούνιο του 1913, όταν η τριανδρία της «Επιτροπής» - Ενβέρ, Ταλαάτ και Τζεμάλ - απέκτησε τον πλήρη έλεγχο του κρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού (Κάθε εδαφική απώλεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την ακολουθούσαν μεταναστεύσεις και έξοδοι μουσουλμανικών πληθυσμών. Μετά τις οθωμανικές απώλειες στον Βαλκανικό πόλεμο, ως διέξοδος στο φανατισμό των μουσουλμανικών μαζών εξαπολύθηκαν εκκαθαρίσεις κατά των χριστιανικών πληθυσμών). Μετά τη συστράτευση με τις Κεντρικές Δυνάμεις, οι νέοι ιθύνοντες ανέλαβαν, υπό τις προτροπές Γερμανών συμβούλων, ευρείας κλίμακας εθνοθρησκευτικές εκκαθαρίσεις (Βλ. F. Sartiaux, L'Asie Mineure grecque, Paris: 1919, ελληνικά Aθήνα: 1993, σ. 156 κ. εξ. Bλ. T. Batrakoulis, Le contexte historique/géopolitique de la guerre gréco-turque des ans 1919-1922, Πρακτικά Β΄ Συνεδρίου Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών, Γαστούνη: 2007, σ. 107-108). Δύο περίπου χρόνια μετά τη λήξη του «Μεγάλου Πολέμου», επίπονες διαπραγματεύσεις των νικητριών Δυνάμεων οδήγησαν στην επίτευξη ενός συγκερασμού αντικρουόμενων βλέψεων και σε συμφωνία αναφορικά με την τύχη του Οθωμανικού κράτους. Η συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) επαγγελλόταν την διάλυση του τελευταίου. Η νεοτουρκική ελίτ βρέθηκε αντιμέτωπη με το δίλημμα διάσωση η διαμελισμός του κράτους. Στα 26 πρώτα άρθρα της συνθήκης μνημονευόταν το κείμενο της συμφωνίας αναφορικά με την ΚΤΕ. Τα άρθρα 27-35 προσδιόριζαν τα σύνορα της μεταπολεμικής Τουρκίας, η χάραξη των οποίων όφειλε να γίνει από Ειδικές Επιτροπές της ΚΤΕ. Στα άρθρα 36-62, ορίζονταν τα τουρκικά κυριαρχικά δικαιώματα στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμενοποιούνταν τα ζητήματα της ελευθεροπλοίας στα Στενά, υπό τον έλεγχο των συμμαχικών Δυνάμεων (Βλ. J. Ancel, Manuel historique de la Question d’Orient, 1792-1923, Paris, 1923. D. Lloyd George, Papers (Beaverbrook Library), London. P. Mantoux, Les Deliberations du Conseil des Quatre (24 mars - 28 juin, 1919), 2 Τόμ. Paris, 1955. H. N. Howard, The Partition of Turkey: a diplomatic history 1913-1923, New York: 1966. P. C. Helmreich, From Paris to Sèvres. The Partition of the Ottoman Empire at the Peace Conference of 1919-1920, Columbus: 1974. Y. Güçlü, The Struggle for Mastery in Cilicia: Turkey, France and the Ankara Agreement of 1921, Τhe International History Review, XXIII. 3: Σεπτ. 2001, ιδ. σ. 580-603. Y. Ternon, L'Empire ottoman: le déclin, la chute, l'effacement, Paris: 2002. C. Kayra, Sevr Dosyası Nasıl yapıldı, Nasıl Yırtıldı (= Ο φάκελος των Σεβρών. Πως έγινε, πως καταργήθηκε), 2004). Η συνθήκη των Σεβρών έμελλε να αποδειχθεί θνησιγενής. Οι σχεδιασμένοι διωγμοί του ελληνικού στοιχείου είχαν εκδηλωθεί αρκετό καιρό πριν την εγκατάσταση ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (Βλ. G. Horton, Η κατάρα της Ασίας, Αθήναι, 1980 (Εκδ. μτφρ. πρωτοτύπου The Blight of Asia, Ινδιανάπολις, 1926), Kεφ. Η Ελληνική απόβαση στη Σμύρνη). Ομως, οι κινήσεις εναντίον της τελευταίας επέτρεψαν στο κεμαλικό κίνημα να καταστεί καθοριστική δύναμη και να υπερισχύσει όλων των αντιπάλων του (Βλ. M. Ροδάς, H Ελλάδα στην Μικρά Ασία, Aθήνα: 1950. M. Llewllyn Smith, Ionian Vision: Greece in Asia Minor, 1919-1922, London: 1973, σ. 86-101). Στον «Πόλεμο της Ανεξαρτησίας» ο Κεμάλ επικαλέστηκε τα αισθήματα προσήλωσης στο Ισλάμ των μουσουλμανικών εθνοτικών ομάδων της Μικράς Ασίας, αξιοποιώντας το Ισλάμ ως παράγοντα συνοχής στο κίνημά του (Β. Toprak, Islam and Political Development in Turkey, Leiden: E. J. Brill, 1981, σ. 63f).
Η διαμόρφωση τουρκικής εθνικής ταυτότητας και κράτους-έθνους προωθήθηκαν από μια ιθύνουσα ομάδα που «εκτουρκιζόταν» κατ’αναλογίαν της πορείας απόσχισης άλλων εθνών από την Αυτοκρατορία. Στην (οθωμανική και κεμαλική) Τουρκία είναι διακριτές δύο φάσεις της προσπάθειας εκσυγχρονισμού (1908-1914, από το 1923 και μετά), και οι δύο με αυταρχικό και σαφώς εθνικιστικό χαρακτήρα. Eπιλέχθηκαν μέθοδοι εκτοπισμού ή βίαιου εκτουρκισμού εθνοτήτων που επέφεραν είτε την εξαφάνιση των μειονοτικών κοινοτήτων, είτε την υποταγή τους με άγριες κατασταλτικές πρακτικές που συνοδεύονταν από προσπάθειες γλωσσικής και πολιτισμικής αφομοίωσής τους (Μ. H. Semseddin, Hurafeden Hakikata (: Από το μύθο στην αλήθεια), Κωνσταντινούπολη: 1915. B. Oguz, Türkiye Halkinin Kültür Kökenleri; Giris Beslenme Teknikleri (Οι πολιτιστικές ρίζες του τουρκικού λαού - Εισαγωγή στις τεχνικές διατροφής), Κωνσταντινούπολη: σ. 60. Κ. Φωτιάδης, Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, Aθήνα: 2002, 14 τόμοι. B. Νταντριάν, Η Ιστορία της Αρμενικής Γενοκτονίας, Αθήνα: 2003. H. Bozarslan, Ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας. Από την επανάσταση των Νεότουρκων μέχρι σήμερα, Αθήνα: 2008). Στην πρώτη περίπτωση ανήκει η γενοκτονία των Αρμενίων (1915-1916) (Βλ. Β. Νταντριάν, Ιστορία της Γενοκτονίας των Αρμενίων, 2002, όπ. π.), των Ελλήνων του Πόντου (1916-1922) [Bλ. Α. Ι. Γαβριηλίδης, Η Μαύρη Εθνική Συμφορά του Πόντου, 1924. Α. Aλεξανδρής, «Η ανάπτυξη του Εθνικού Πνεύματος των Ελλήνων του Πόντου 1918-1922: Ελληνική Εξωτερική Πολιτική και Τουρκική Αντίδραση», στο Θ. Βερέμης, Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του, Aθήνα: 1980, σ. 427-474. Ν. Παπαδόπουλος, Τουρκικά ντοκουμέντα για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η αλήθεια απ’το στόμα των Τούρκων, Αθήνα: 1985, σ. 74-75. Κ. Φωτιάδης, Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, 2002, όπ. π.] και άλλων περιοχών της Ανατολής [Βλ. P. Erbil, Η Νιόβη θρηνούσε για τη Μικρά Ασία, Aθήνα: Εκδ. Τσουκάτου, 2003. G. Kemali Söylemezoğlu, Hatιralar. Atina Sefareti, 1913-1916 (Aναμνήσεις. Η Πρεσβεία των Αθηνών, 1913-1916), Κωνσταντινούπολη, 1946, σ. 121-122] και των Ασσυρίων ή Ασσυροχαλδαίων (Οι Ασσύριοι είναι αρχαία χριστιανική κοινότητα της Εγγύς Ανατολής, με ιδιαίτερη εθνική ταυτότητα, η οποία ανατρέχει στους χρόνους της Νεοασσυριακής Αυτοκρατορίας (934-609 π.Χ.). [Βλ. και S. Parpola, «National and Ethnic Identity in the Neo-Assyrian Empire and Assyrian Identity in Post Empire Times», Journal of Assyrian Academic Studies, Vol. 18, no 2, 2004, http://www.jaas.org/edocs/v18n2/Parpola-identity_Article%20-Final.pdf]. Οι μαζικές διώξεις στράφηκαν και κατά των ελληνικών πληθυσμών, ενώ η Ελλάδα ήταν ακόμα ουδέτερη στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και απείλησαν την υπόσταση του μικρασιατικού Ελληνισμού [Βλ. Μ. Ευαγγελίδης, Υπόμνημα περί των Δικαιωμάτων και Παθημάτων των Εστιών του Πολιτισμού Μικράς Ασίας και Θράκης, Αθήνα: 1918, σ. 77-100. Ι. Ακτσόγλου, Η εξόντωση του μισητού λιονταριού, Αθήνα: 2005, ιδιαίτ. σ. 93-118]. Οι Τούρκοι ιστορικοί - οι περισσότεροι απολογητικοί του κράτους τους - υποστηρίζουν ότι πραγματοποιήθηκαν μαζικές αλλά νόμιμες καταναγκαστικές εκτοπίσεις (tehcir) των Αρμενίων, των Ελλήνων και άλλων πληθυσμών [Το 1915 θεσπίστηκε νόμος που όριζε κανόνες και προυποθέσεις του tehcir. Βλ. «Tehcir Kanunu», Takvîm-i Vekâyi, 18 Receb 1333/19 Mayıs 1331 (1 Ιουνίου 1915), 7ο έτος, αριθμ. 2189. (σε οθωμανικά). Y. H. Bayur, Türk İnkılâbı Tarihi, III-III (Ιστορία της τουρκικής επανάστασης, Τόμος III Μέρος 3), Ankara: 1991, σ. 30. Βλ. και E. Aybars, Τürkiye Cumhuriyeti Tarihi (Iστορία της Τουρκικής Δημοκρατίας), Ankara: 1990, σ. 78 κ. εξ.)]. Ορισμένοι παρέχουν και στατιστικά στοιχεία για τους εκτοπισθέντες [T. Akçam, Türk Ulusal Kimliği ve Ermeni Sorunu (: H τουρκική εθνική ταυτότητα και το αρμενικό ζήτημα), 2η έκδοση, Κωνσταντινούπολη: 1993. Βλ. και H. Berktay. «A Genocide, Three Constituencies, Thoughts for the Future (Part I)», Armenian Weekly: σ. 4. http://www.hairenik. com/armenianweekly/ArmenianWeeklyGenocideInsert2007.pdf (2007-04-24, Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Συμπόσιο «Armenians and the Left», 31 Μαρτίου 2007)]. Σπουδαίο κεφάλαιο της τουρκικής ομογενοποιητικής-αντιμειονοτικής πολιτικής αποτέλεσαν οι συστηματικές ιδιοποιήσεις περιουσιών Χριστιανών, κυρίως Αρμενίων και Ελλήνων [N. Onaran, Emvâl-i Metrûke olayι; Osmanl’da ve Cumhuriyettte Ermeni ve Rum Mallarιnιn Türkleştirilmesi (= Περίπτωση εγκαταλελειμμένων περιουσιών. Ο εκτουρκισμός αρμενικών και ελληνικών περιουσιών κατά την Οθωμανική αυτοκρατορία και κατά τη Δημοκρατία), Κωνσταντινούπολη: 1η έκδ. Μάιος 2010, ιδιαίτ. σ. 153 κ. εξ.].
H συνθήκη της Λωζάννης της 24 Ιουλίου 1923 (Συνθήκη Ειρήνης μετά της Τουρκίας, 24.07.1923, άρθρο 45, στο Χ. Νικολάου, Διεθνείς πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες-συμφωνίες & συμβάσεις, Αθήνα: 1996) προέβλεψε τον ορισμό των μειονοτήτων και το πλαίσιο της προστασίας τους (Ekalliyetlerin Himâyesi, άρθρα 37-44). Ευρείες ελευθερίες και δικαιώματα αναγνωρίσθηκαν στις μειονότητες που παρέμειναν στην Τουρκία. Αυτές οι εγγυήσεις αφορούσαν αποκλειστικά μη μουσουλμανικές κοινότητες. Παρείχαν στο τουρκικό κράτος διπλή ασφάλεια: α) Περιόριζε σημαντικά τον αριθμό των μειονοτικών πληθυσμών, απαλλάσσοντας την Τουρκία από την υποχρέωση να παραχωρήσει «ειδικά προνόμια» σε μεγάλες μη τουρκογενείς κοινωνικές ομάδες που συνέχισαν να κατοικούν μέσα στα νέα σύνορα του κράτους. β) Συνέβαλλε στη δημιουργία ευνοïκών συνθηκών για τον εκτουρκισμό αυτών των ομάδων στο πλαίσιο της αφομοιωτικής πολιτικής που ακολουθήθηκε συστηματικά [S. D. Salamone, «The Dialectics of Turkish National Identity: Ethnic Boundary Maintenance and State Ideology», East European Quarterly, 1rst (march 1989); 2nd (june 1989), σ. 225-227]. Αν ενταχθεί στο σύνολο των Συνθηκών του Μεσοπολέμου - από το 1919 μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο -, η Συνθήκης της Λωζάννης μπορεί να θεωρηθεί ότι εγκαινίασε την αναθεώρηση του γεωπολιτικού καθεστώτος που επιχειρήθηκε να εγκαθιδρυθεί μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πολεμο. Επί πλέον, υπογράφηκαν η Συνθήκη της 30 Ιανουαρίου 1923 για την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας (κριτήριο η θρησκευτική ένταξη) (βλ. «Το Κείμενον της Συνθήκης», Νέα Εποχή, τεύχος 2, 1924, σ. 50 κ.εξ.) και η Σύμβαση για το καθεστώς των Στενών [Σύμβασις περί του καθεστώτος των Στενών υπογραφείσα την 24ην Ιουλίου 1923, Πράξεις που υπογράφηκαν στη Λωζάννη, Υπουργείο Εξωτερικών/Ειδ. Νομική Υπηρεσία, Αθήνα, σ. 63-72].
Η δεύτερη περίπτωση αντιμετώπισης μειονοτήτων εκδηλώνεται στο ζήτημα των Κούρδων. Μετά τον εξισλαμισμό τους από τους χαλίφες της Bαγδάτης οι Κούρδοι μετατράπηκαν σε αιχμή του δόρατος των μουσουλμανικών στρατιών [βλ. Κ. Μπουρκάι (επιμ. Τζ. Τουράν), Οι Kούρδοι και το Kουρδιστάν (Kürtler ve Kürdistan; Antik dönem’den Birinci Dünya Savasιye kadar), Αθήνα: 1999]. Η συνθήκη των Σεβρών της 10ης Αυγούστου 1920, εγκαθιδρύοντας ένα «σχήμα τοπικής αυτονομίας» - ενόψει μεταγενέστερης δημιουργίας ανεξάρτητου κουρδικού κράτους - άφηνε σε εκκρεμότητα τον καθoρισμό των συνόρων αυτής της οντότητας, κυρίως με το ταυτόχρονα ιδρυόμενο αρμενικό κράτος. Στο άρθρο 62 της Συνθήκης των Σεβρών, η δυνητική πραγματοποίηση ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους συνοδευόταν από άμεσες εγγυήσεις για τις μειονότητες (μία αναφερόταν oνομαστικά, οι Aσσυροχαλδαίοι) (G. Corm, L’Europe et l’Orient - De la balkanisation à la libanisation; Histoire d’une modernité inaccomplie, Paris: La Découverte, 1991, ιδιαίτερα σ. 108, 110). Η νίκη των κεμαλικών στον πόλεμο του 1919-1922 και η Συνθήκη της Λωζάννης ματαίωσαν την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων. Οι κουρδικές εξεγέρσεις του 1925, του 1930 και του 1937 αντιμετωπίστηκαν με πολυαίμακτη καταστολή (Βλ. Ε. Zürchεr, Turkey: A Modern History, London & New York: 1994, σ. 171 κ εξ., 180. H. Bozarslan, La question kurde: Etats et minorités au Moyen-Orient, Paris: 1997). Η εξέγερση του Φεβρουαρίου 1925 στις κατοικούμενες κατά πλειοψηφία από Κούρδους ανατολικές επαρχίες, υπό την ηγεσία του σείχη Said-i Nursi του Παλού (ηγέτη των Νακσιμπεντί) καταπνίγηκε γρήγορα. Το Ντιγιαρμπακίρ καταλήφθηκε από τον τουρκικό στρατό, οι ηγέτες της εκτελέστηκαν [Δραστηριοποιήθηκαν ξανά τα δικαστήρια της ανεξαρτησίας (το 1920-1922 είχαν εκδόσει εκατοντάδες αμετάκλητες θανατικές καταδίκες). Βλ. E. Aybars, Ιstiklal Mahkemeleri (1920-1927), Σμύρνη: Ege Universitesi, 1984]. Η επανάσταση αυτή αναφέρεται από Τούρκους συγγραφείς ως «καθοδηγούμενη από φεουδάρχες (derebeyi, ağa), οι οποίοι αντιτίθεντο στην αμφισβήτηση των πατροπαράδοτων προνομίων τους από τον δημοκρατικό και εθνικιστικό συγκεντρωτισμό» [βλ. T. Artunkal, Chronologie, στο S. Yerasimos / T. Artunkal (επιμ.), Turquie: Du réformisme autoritaire au libéralisme musclé, Les Temps Modernes, No 456-457, 1984, σ. 10]. Λίγο αργότερα, ιδρύθηκε το κόμμα Χαïμπούν, γύρω από το οποίο πραγματοποιήθηκε νέα συσπείρώση των Κούρδων. Οργανώθηκε στην περιοχή του Αγρί Ντάγ το 1930 η πρώτη μεγάλη, εθνικιστικού χαρακτήρα αυτή τη φορά, εξέγερση. Και αυτή καταπνίγηκε από τον τουρκικό στρατό, σε συνεργασία με τις περσικές ένοπλες δυνάμεις. Νέα κουρδική εξέγερση στο Ντερσίμ (1937) αντιμετώπισε επίσης πολύ άγρια κατασταλτική επέμβαση. Πολλοί Κούρδοι φυλακίστηκαν, ενώ οι ηγέτες της εξέγερσης απαγχονίστηκαν δημόσια. Κατά τις δεκαετίες 1920 και 1930, οι κεμαλικές αρχές εκτόπισαν και κατακρεούργησαν μεγάλο μέρος (περίπου το ένα τρίτο) των Κούρδων, η πλειονότητα των οποίων αντιτάσσονταν στο σχέδιο «εθνικής ομογενοποίησης» [Βλ. B. Mechin, Mustapha Kémal οu La mort d'un empire, Paris: 1954. H. Bozarslan, La Question kurde: Etats et minorités au Moyen Orient, Paris: 1997].
Η [«ουτοπική» ; (βλ. S. Akgönül, Les Grecs de Turquie, Louvain-la-Neuve: 2004, σ. 24)] πολιτική της κατασκευής εθνικού τουρκικού κράτους υπήρξε σημαντικό γνώρισμα του κεμαλικού καθεστώτος [Αναφορικά με τα συστατικά της κεμαλικής ιδεολογίας βλ. P. Taha, Türkiye’de Siyasal Kültürün Resmi Kaynaklarι: Τόμ. 3, Kemalist Tek-Parti Ideolojisi ve CHP’nin Altι Ok’u (Οι επίσημες πηγές της πολιτικής κουλτούρας στην Τουρκία: Η ιδεολογία του κεμαλιστικού μονοκομματισμού και και τα Εξι Βέλη του Ρ.Λ.Κ.), Κωνσταντινούπολη: 1995, σ. 35-36.], που εξακολούθησε τις προσπάθειες των νεοτουρκικών κυβερνήσεων. Οι ιδρυτές της Τουρκικής Δημοκρατίας θέλησαν να παρουσιάσουν ένα έθνος που γεννιόταν από το μηδέν, χωρίς «βαρίδια» της ιστορίας [M. Etyen, Yönetemeyen Cumhuriyet (Ακυβέρνητη Δημοκρατία), Istanbul: Patika, 1999, σ. 235]. Η «τουρκικότητα» ήταν καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητας του υπό διαμόρφωσιν έθνους. Αλλά, προυπόθεση για να είναι κανείς Τούρκος αποτελούσε το να είναι πρώτα μουσουλμάνος. Κατά τoν κεμαλιστή Halil Nimetül, έπρεπε να «συμμερίζεται την ίδια γλώσσα αλλά και την ίδια θρησκεία» [H. Nimetül (1928). Παρατίθεται στο Ι. Bahadιr, Ümetten Millete. Türk Ulusunun Inşasι (1860-1945) [Από την Ούμμα στο Εθνος. Η κατασκευή του τουρκικού έθνους], Αγκυρα: 2001, σ. 149]. Από το 1923, οι επίσημοι θεσμοί υπερασπίζονται ανυποχώρητα την ιδέα ότι το Κράτος - θεωρούμενο διάδοχος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας - αποτελεί εθνολογικά ενιαία και ομοιογενή οντότητα [Βλ. F. Dündar, Oι Μειονότητες στην Τουρκία. Σύμφωνα με τις επίσημες απογραφές της Στατιστικής Υπηρεσίας της Τουρκίας, Aθήνα: 2003 - τίτλος πρωτοτύπου Türkiye Nüfus Sayιmlarιnda Azιnlιklar, 1η έκδοση Κωνσταντινούπολη: 1999, 2η έκδοση 2000]. Επιδιώχτηκε αφομοίωση των κοινοτήτων που δεν ήταν μουσουλμάνοι και δεν είχαν ως μητρική γλώσσα την τουρκική. Στα μέσα και τις ενέργειες αυτής της πολιτικής συγκαταλέγονταν: α) Το κύμα γλωσσικού εκτουρκισμού (εκδηλώθηκε τις δεκαετίες του 1930 και του 1940), με δύο πτυχές: Την «κάθαρση» της τουρκικής γλώσσας και τις διαδοχικές εκστρατείες «Συμπατριώτη μίλα τουρκικά» (από το βασικό σύνθημα-προτροπή «vatandaş türkçe konuş»), που απευθύνονταν σ’αυτούς δεν είχαν ως μητρική γλώσσα την τουρκική [Βλ. S. Akgönül, Les Grecs de Turquie, 2004, όπ. π., σ. 85. R. N. Bali, «Vatandaş türkçe konuş», www.rifatbali.com/images/stories/dokumanlar/ turkce_ konusma_birgun.pdf]. β) Η ποινικοποίηση της προφορικής χρήσης άλλων γλωσσών. Ομάδα-στόχο αποτελούσαν οι μη μουσουλμάνοι, αλλά και οι μουσουλμάνους πρόσφυγες από βαλκανικές χώρες, καθώς και οι Κούρδοι, που αναγκάζονταν να αποποιηθούν την πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα και να εκτουρκιστούν. γ) Ενας εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός λόγων που εγκωμίαζαν την τουρκικότητα και επαγγέλλονταν τον εκτουρκισμό, όπως η ομιλία του πρωθυπουργού Ισμέτ Πασά Ινονού στο συνέδριο των Τουρκικών Εστιών (Türk Ocağι, 1925). Οι Τουρκικές Εστίες ήταν παντουρκιστική οργάνωση η οποία ιδρύθηκε από Νεοτούρκους το 1911. Η τουρκοσοβιετική προσέγγιση αποδυνάμωσε την επιχειρηματολογία των παντουρκιστών. Οι δραστηριότητές τους περιορίστηκαν μολονότι οι εναπομείναντες Νεότουρκοι ηγέτες πέτυχαν μια αναζωογόνηση του κινήματος Türk Ocağι το 1924. Στην ομιλία του ο Ισμέτ Ινονού ανέφερε: «Είμαστε απερίφραστα εθνικιστές και ο εθνικισμός είναι ο συνεκτικός μας κρίκος. Εναντι της τουρκικής πλειονότητας, τα άλλα στοιχεία δεν έχουν κανενός είδους επιρροή. Οφείλουμε με κάθε τίμημα να εκτουρκίσουμε τους κατοίκους της χώρας μας. Θα εξουδετερώσουμε όσους αντιτίθενται στους Τούρκους και στον τουρκισμό. Αυτό που ζητούμε απ’όσους θέλουν να υπηρετήσουν τη χώρα είναι πάνω απ’όλα να είναι Τούρκοι και τουρκόφιλοι» [Η ομιλία παρατίθεται στο τηλεγράφημα του Σερ Ε. Lindsay στον υπουργό των Εξωτερικών Σερ Austen Chamberlain, Κωνσταντινούπολη, 28.4.1925, αρχεία FO, E 2634/194/44].
Σύμφωνα με την πρώτη μεταοθωμανική απογραφή (1927) ο συνολικός πληθυσμός ανερχόταν σε 13.626.786 κατοίκους (Istatistik Umün müdürlüğü ve Devlet Istatistik Enstitüsü (DIE), 1927). Στην κατανομή ανά μητρικές γλώσσες (υπήρχαν 31 γλώσσες) ο πληθυσμός κατανεμόταν ως εξής: 11.778.000 μιλούσαν τουρκικά, 1.184.000 κουρδικά, 134.000 αραβικά. 120.000 ελληνικά (Rumca), 65.000 αρμενικά και 70.000 εβραïκά. Το ποσοστό αυτών που μιλούσαν ως μητρική γλώσσα τα τουρκικά ανερχόταν σε 86,43 % και το αντίστοιχο ποσοστό που μιλούσαν κουρδικά ήταν 8,69 % Στην κατανομή του πληθυσμού ανά θρήσκευμα oι Μουσουλμάνοι (Σουνίτες και Αλεβί μαζι) ανέρχονταν σε 97,38 %, ενώ αυτοί που πρέσβευαν άλλα θρησκεύματα (Χριστιανοί, Εβραίοι, άλλοι) ανέρχονταν σε 2,62 % (357.000). [Βλ. N. Onaran, Emvâl-i Metrûke olayι; Osmanl’da ve Cumhuriyettte Ermeni ve Rum Mallarιnιn Türkleştirilmesi, οπ. π., 2010, σ. 116]. Ο Ισμέτ Ινονού - αρχηγός του κράτους από το 1938 - υποστήριξε τη συνέχιση των κεμαλικών κοινωνικών-πολιτισμικών μεταρρυθμίσεων. Στα πρώτα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Τουρκία υιοθέτησε ανοιχτά αντιμειονοτική πολιτική. Θεωρίες που συνέδεαν στενά το έθνος με την καθαρότητα του αίματος υποστηρίχτηκαν δημόσια. Ο Σουκρού Σαράτσογλου διακήρυττε - μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας - στο 6ο Συνέδριο του Ρεπουμπλικανικού Λαικού Κόμματος (Ρ.Λ.Κ.): «Eίμαστε Τούρκοι, τουρκιστές και θα παραμείνουμε για πάντα τουρκιστές. Για μας ο τουρκισμός όπως είναι θέμα αίματος είναι και θέμα συνείδησης και κουλτούρας». [Εφημερίδα Ulus (= Eθνος), 16 Ιουλίου 1943. Βλ. και F. A. Barutçu, Siyasι Anιlar 1939-1954 (Πολιτικές Αναμνήσεις), Κωνσταντινούπολη: 1977, σ. 263. Ν. Σαρρής, Eξωτερική πολιτική και πολιτικές εξελίξεις στην πρώτη Τουρκική Δημοκρατία. Η άνοδος της στρατογραφειοκρατίας (1923-1950), Τόμος Ι, Aθήνα: 1992, σημ. 298, σ. 532-533]. Και μολονότι η Τουρκία φιλοξένησε ορισμένους εβραίους καθηγητές και Γερμανούς αντιναζί, αυτή η πολιτική υπήρξε αρκετά επιλεκτική, αφορώντας μόνο μια ελίτ [H. Bozarslan, Ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας…, Αθήνα: 2008, όπ. π., σ. 67]. Από τα τέλη Ιουνίου 1938, η τουρκική Εθνοσυνέλευση ψήφισε νόμους που καθιστούσαν πρακτικά αδύνατη την είσοδο στην Τουρκία των διωκόμενων Εβραίων. Ενας νόμος έκανε αναγκαστική την έκδοση διαβατηρίων σε «όσους ανήκουν στην τουρκική φυλή» αποκλείοντας τους υπηκόυς της Γερμανίας [R. N. Bali, Cumhuriyet Yιllarιnda Türkiye Yahudileri. Bir Türkleştirme Serüveni (1923-1945), (Oι Εβραίοι της Τουρκίας στα χρόνια της Δημοκρατίας. Μια περιπέτεια εκτουρκισμού), Κωνσταντινούπολη: 2000, ιδιαίτερα σσ. 331-368]. Το Νοέμβριο του 1942, η κυβέρνηση του Σουκρού Σαράτσογλου ψήφισε στο Κοινοβούλιο το νόμο «περί φόρου περιουσίας» (Varlιk Vergisi). Με αυτόν θεσπιζόταν ένας πρωτόγνωρος φόρος στο εισόδημα, ο οποίος έπληττε με ιδιαίτερα επαχθή τρόπο τους μη μουσουλμάνους υπηκόους (Ελληνες, Αρμένιους, Εβραίους). Μεγάλος αριθμός Ελλήνων και άλλων μη μουσουλμάνων πολιτών της Τουρκίας δέχτηκαν ανεπανόρθωτα οικονομικά αλλά και ηθικής φύσεως πλήγματα. Εξαντλήθηκαν οικονομικά εργάτες, ελεύθεροι επαγγελματίες, έμποροι (καταστηματάρχες και πλανόδιοι), άνεργοι. Πολλοί έφθασαν σε οικονομική καταστροφή. Περί τις δεκαπέντε χιλιάδες, εξ αιτίας αδυναμίας των μέτρων, εκτοπίσθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων στα Ανατολικά της χώρας [F. Ökte, Varlιk Vergisi Faciasi (= Η τραγωδία του φόρου περιουσίας), Κωνσταντινούπολη: 1951 (ελληνικά: Varlik Vergisi, Ο ληστρικός νόμος του φόρου περιουσίας των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη-Αθήνα: 1998)]. Η εφαρμογή του φόρου ακίνητης περιουσίας περιλαμβάνει πολλές αδικοπραξίες οι οποίες, κατά τον Ali Sait Çetinoğlu, εμπίπτουν στα στοιχεία του νομικού ορισμού του εγκλήματος της γενοκτονίας (διεθνής Σύμβαση της 9 Δεκεμβρίου 1948 για το διεθνές απαράγραπτο έγκλημα της γενοκτονίας).
[Βλ. και Ali Sait Çetinoğlu, Varlık Vergisi 1942-1944 (Ekonomik Ve Kültürel Jenosid) [Φόρος περιουσίας 1942-1944 (Οικονομική και πολιτισμική γενοκτονία)], Κωνσταντινούπολη: Βelge Yayιnlarι, 1η έκδ. 2009]. Οπως είναι γνωστό, με την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1946 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ διακήρυξε ότι η γενοκτονία «είναι έγκλημα διεθνούς δικαίου». Ομόφωνα υιοθέτησε στις 9 Δεκεμβρίου 1948 τη Σύμβαση για «την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος της γενοκτονίας», η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1951. Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης, γενοκτονία συνιστούν κάθε μία από τις εξής πράξεις, όταν διαπράττονται με πρόθεση καταστροφής, ολικής ή μερικής, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας: 1) Εγκλήματα κατά μελών της ομάδας. 2) Σοβαρές προσβολές κατά της φυσικής ή πνευματικής ακεραιότητας των μελών της ομάδας. 3) Εκ προθέσεως υποβολή των μελών της ομάδας σε συνθήκες διαβίωσης που οδηγούν στη φυσική τους καταστροφή, ολική ή μερική. 4) Μέτρα που τείνουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων μεταξύ των μελών της ομάδας. 5) υποχρεωτική μεταφορά των παιδιών της ομάδας σε μια άλλη ομάδα. Σύμφωνα με τη Σύμβαση που υιοθετήθηκε από τη Γ. Σ. του ΟΗΕ, στις 26 Νοεμβρίου 1968, το έγκλημα της γενοκτονίας είναι απαράγραπτο. Η Διεθνής Ενωση Μελετητών Γενοκτονίας (IAGS/ΔΕΜΓ) έλαβε, με συντριπτική πλειοψηφία (83% των μελών της ΔΕΜΓ που ψήφισαν), απόφαση υπέρ της αναγνώρισης της γενοκτονίας εναντίον των αρμενικών, ελληνικών και ασσυριακών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταξύ 1914 και 1923. [Βλ. http://www. genocidetext. net/iags_resolution_supporting _documentation.htm.]
Στον γεωιστορικό χώρο του «Ανατολικού Ζητήματος» η πολιτική των κρατών έναντι των μειονοτήτων συνδέεται με σειρά παραγόντων και γεγονότων μέσα στην πολυδιάστατη δομή και στη γενική κατεύθυνση της ιστορίας. Η επαναχάραξη των συνόρων μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο άφησε ανοικτούς λογαριασμούς στην περιοχή. Οι προαναφερόμενοι παράγοντες και οι προβληματικές διμερείς σχέσεις μεταξύ των όμορων κρατών εμπόδισαν μια θετική και αμερόληπτη αντιμετώπιση των μειονοτικών ζητημάτων. Οι ελληνοτουρκικοί πόλεμοι της περιόδου 1912-1922 αποτέλεσαν αναμέτρηση δύο καθεστώτων, που είχαν προκύψει από δύο επαναστάσεις με ορισμένα παρεμφερή χαρακτηριστικά αλλά αντιθετικές ως προς τα ιδεολογικά-πολιτικά κίνητρα και τους γεωστρατηγικούς στόχους. Η έκβαση του πολέμου του 1919-1922 αποτέλεσε μεταίχμιο μεταξύ δύο εποχών. Η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας του 1924 που ξερίζωσε χιλιάδες οικογένειες από τις εστίες τους άλλαξε σημαντικά την εθνολογική σύνθεση της Μικράς Ασίας αλλά και της Μακεδονίας. Eννέα δεκαετίες μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης οι επιλογές της όχι μόνο δεν υλοποιήθηκαν, αλλά αλλοιώθηκαν με τη συνέργεια των εθνικιστικών πολιτικών της Τουρκίας και του συστήματος πελατειακών σχέσεων της Ελλάδας. Η προστατευόμενη μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, της Ιμβρου και της Τενέδου σχεδόν εξαφανίσθηκε λόγω της εξοντωτικής συμπεριφοράς της Τουρκίας. Το Πατριαρχείο παρεμποδιζόταν ποικιλοτρόπως στις εκδηλώσεις του από εγκάθετους εθνικιστικούς κύκλους και έβλεπε τη μείωση του ρόλου του ως πνευματικού κέντρου των Ορθοδόξων παγκοσμίως από τις τουρκικές αρχές.
Στην ύστερη οθωμανική και μεταοθωμανική πραγματικότητα η διαμόρφωση ενός τουρκικού κράτους-έθνους έγινε εις βάρος των διαφορετικών εθνικών και θρησκευτικών ομάδων, οι οποίες επιδιώχτηκε να εξαφανιστούν, διά μέσου είτε της μαζικής εκδίωξης/εξόντωσης, είτε της αφομοίωσης (εκτουρκισμός). Οι κυρίαρχες στη σύγχρονη Τουρκία δυνάμεις έδειξαν φετιχιστική προσήλωση στην πάση θυσία υλοποίηση του «οράματος» του κράτους-έθνους. Οι ιθύνουσες ελίτ και οι μηχανισμοί του Τουρκικού κράτους εφάρμοσαν, από το 1910 μέχρι τις μέρες μας, πολιτικές εξαφάνισης ή βίαιου εκτουρκισμού ιστορικών εθνοτήτων. Η γλώσσα, ο πολιτισμός, η ταυτότητα των διαφορετικών από την κυρίαρχη εθνικών κοινοτήτων γνώρισαν συστηματική καταπίεση στην Τουρκία, όπου καταδεικνύεται μια ιδιαίτερα αποκρουστική πτυχή της γένεσης του νεωτερικού αμιγούς εθνικού κράτους. Ο πολυεθνικός, πολυθρησκευτικός χαρακτήρας της τουρκικής πραγματικότητας είτε αποσιωπάται από την τουρκική ιστοριογραφία, είτε υποτιμάται ή παραγνωρίζεται. Πώς μια καλή «διαχείριση του ισλαμικού πολιτιστικού κεφαλαίου του τουρκικού έθνους» θα μπορούσε να απαλλαγεί από «προσηλώσεις» («représentations») που αφορούν τις σχέσεις της κυρίαρχης στην οθωμανική πραγματικότητα κοινωνικής/πολιτικής ομάδας με τις μη μουσουλμανικές πληθυσμιακές ομάδες; Τέτοιες παραστάσεις σχέσεων κυριάρχων προς υποδούλους επιβίωσαν, με διαφόρους τρόπους, στους τουρκικούς στρατογραφειοκρατικούς και ισλαμοκεμαλικούς κύκλους. Tέλος, παρά τους σκληρούς, αιματηρούς αγώνες των Κούρδων της Τουρκίας για απόκτηση αυτονομίας, το τουρκικό κράτος εξακολούθησε την διφυή πολιτική του έναντι αυτής της εθνικής μειονότητας: καταστολή και προσπάθεια αφομοίωσης. Η πρώτη έστω και ημιαυτόνομη κουρδική οντότητα δημιουργήθηκε στο βόρειο Ιράκ, λειτουργώντας ως σημείο αναφοράς για το σύνολο των Κούρδων.
Θεόδωρος Σ. Μπατρακούλης
Δρ Γεωγραφίας-Γεωπολιτικής, Νομικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου