Αναδημοσιεύουμε το εισαγωγικό σημείωμα που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του Νέου Λόγιου Ερμή. Ηδη, όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε βρίσκεται σε τελική φάση η ετοιμασία του δευτέρου τεύχους της τετραμηνιαίας έκδοσης της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού.
Κυριακή, 26 Δεκεμβρίου 2010
νέος Ερμής ο Λόγιος – νέο περιοδικό
Ο Νέος Λόγιος Ερμής, τετραμηνιαία έκδοση της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού, κυκλοφορεί μετά από μια μακρά και κάποτε επίπονη επώαση σχεδόν τριών χρόνων. Σήμερα, μπορούμε πια να παραδώσουμε το πρώτο τεύχος στην κρίση του αναγνωστικού κοινού. Και το μόνο που μπορούμε να υποσχεθούμε είναι ότι κάθε τεύχος, στη συνέχεια, θα είναι καλύτερο από το προηγούμενο! Το περιοδικό διατίθεται στα κεντρικά βιβλιοπωλεία και περίπτερα της Αθήνας και Θεσσαλονίκης, καθώς και στα κέντρα τύπου της επαρχίας.
Εργαλειακός διαφωτισμός, δυτικός ορθολογισμός, μεταμοντερνισμός
Δοθέντων λοιπόν αυτών, το τεύχος του νέου Λόγιου Ερμή ανοίγει με εισαγωγικό κείμενο της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού, που εξέδωσε το περιοδικό, όπου δηλώνονται οι ιδεολογικές κατευθύνσεις της και ο χαρακτήρας του περιοδικού. Επειδή αποτελεί πλέον κοινή διαπίστωση πως ο......
παλιός διαφωτισμός εξαντλήθηκε, μετεξελίχθηκε σε εργαλειακό διαφωτισμό, σε μηχανισμό επιστημονικού τεχνοκρατικού σκοταδισμού, κοινωνικού ολοκληρωτισμού και ιδεολογικής χειραγώγησης, το περιοδικό μας δεν μπορεί παρά να στοχεύει σε έναν κυριολεκτικά νέο «διαφωτισμό», μία σύνθεση ορθολογισμού και ρομαντισμού, η οποία θα επιδιώκει παράλληλα την αναγκαία πνευματική αναγέννηση του ελληνισμού. Μια πνευματική αναγέννηση που ούτε θα εδράζεται την «μετακένωση» του –ούτως ή άλλως εξαντληθέντος πλέον– δυτικού «παραδείγματος» στην καθ’ ημάς πραγματικότητα, ούτε θα προσφεύγει απλώς στην αστείρευτη ελληνική παράδοση, από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο έως την τουρκοκρατία και τη γενιά του ’30, αλλά θα επιχειρεί τον «εκσυγχρονισμό» αυτής της παράδοσης στη σημερινή πραγματικότητα. Ο Μιχάλης Μερακλής, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας μας, σε ένα κείμενο υπό τον τίτλο «ανθρωπιστικές σπουδές: το πως και το γιατί», αφού υποβάλει σε κριτική την εξιδανίκευση των αρχαίων που πραγματοποίησε η δυτική Αναγέννηση και ο γερμανικός κλασικισμός, καταλήγει σε μια ισορροπημένη και ταυτόχρονα πρωτότυπη θέαση του αρχαίου κόσμου: Λοιπόν; Υπήρξε μια φενάκη το αρχαίο μεγαλείο; Δεν είναι φενάκη. Απεναντίας, ο αρχαιοελληνικός κόσμος διδάσκει το πιο δύσκολο μάθημα μεγαλείου. Αυτό που κατορθώνεται μέσα από έναν αγώνα με τις δυνάμεις που ταπεινώνουν, χαμηλώνουν, ευτελίζουν τον άνθρωπο, δυνάμεις που έχουν βαθιές ρίζες μέσα του. Ο αρχαιοελληνικός κόσμος είναι μεγάλος γιατί κατάκτησε –κυριολεκτικά– το μεγαλείο του έχοντας και πλήρη συνείδηση των αδυναμιών του.[ ] Ο αρχαίος κόσμος είναι ένας δυναμικά συνθεμένος από αντιθέσεις κόσμος.[ ] Το μεγαλείο του δεν είναι ήρεμο, όπως το έβλεπε ο Winckelmann, είναι δραματικό: γι’ αυτό ακριβώς μεσουράνησε εκεί, τότε, το δράμα. Ο Σπύρος Βρυώνης, επίσης ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας, σε ένα βαρυσήμαντο κείμενο –«κοινωνικές επιστήμες, έθνος και εθνικισμός»–, αποκαλύπτει τον επαρχιωτικό μιμητισμό της μεταμοντέρνας αντίληψης και των αποδομητικών αντιλήψεων που θάλλουν σε πολλά επιστημονικά και ακαδημαϊκά κέντρα της χώρας μας. Σε μια κριτική αποτίμηση της σχετικής συζήτησης για το έθνος και τον εθνικισμό, επί τη βάσει των απόψεων των Γκέλνερ, Άντερσον, Χομπσμπάουμ και Άντονι Σμιθ, καταδεικνύει πως η αποδομητική αντίληψη για το έθνος και η ταύτισή του με το έθνος-κράτος και τη βιομηχανική επανάσταση, ως «μία φαντασιακή κοινότητα», είναι πλέον εντελώς ξεπερασμένη επιστημονικά, μια και, μετά την καταλυτική κριτική του Άντονι Σμιθ και της σχολής των «εθνοσυμβολιστών», πλέον, θεωρείται δεδομένο, στην πλειοψηφία των κοινωνικών επιστημόνων, πως το σύγχρονο έθνος-κράτος: προέρχεται από τα «έθνη», δηλαδή από τη συλλογική μορφή της κοινότητας στις προ-νεωτερικές κοινωνίες, στις οποίες οι παραδόσεις ήσαν ακόμα ισχυρές, και διατηρείτο η συνοχή τους ως μιας συνειδητής κοινωνικής οντότητας, η οποία, κατά την διαδικασία του εκσυγχρονισμού της, προσέδωσε στο έθνος και τον εθνικισμό μεγάλο μέρος του πολιτισμού και ειδικότερα του «συναισθήματος» και των «αισθημάτων» της αρχαιότητας. Τόσο ξεπερασμένη είναι πλέον η θεωρία της «φαντασιακής κοινότητας», ώστε ο ίδιος ο Μπένεντικτ Άντερσον, ο οποίος τη διετύπωσε στο ομώνυμο βιβλίο του, στη δεύτερη έκδοση του έργου του, έντεκα χρόνια αργότερα, το 1991, παραδέχεται πως «η προσαρμογή των Φαντασιακών Κοινοτήτων στις απαιτήσεις αυτών των τεράστιων αλλαγών που έχουν συμβεί στον κόσμο και στα κείμενα είναι ένα έργο που υπερβαίνει τις σημερινές δυνατότητές μου», και παρηγορείται μόνο από το γεγονός ότι «η ιδιότυπη μέθοδος και οι προβληματισμοί των Φαντασιακών Κοινοτήτων… δεν έχουν ολοκληρωτικά ξεπεραστεί.». Ίσως μόνο στην Ελλάδα θα συναντήσουμε πλέον οπαδούς του Γκέλνερ και του Άντερσον… της πρώτης περιόδου! Επιβεβαιώνεται έτσι η άποψη πως πολλοί από τους «μοντερνιστές» μας είναι στην πραγματικότητα καθυστερημένοι επαρχιώτες, που εξακολουθούν να αναμασούν τα πανεπιστημιακά βιβλία των νεανικών τους χρόνων, στα ιδρύματα της Εσπερίας, ή, ακόμα χειρότερο, να θεωρούν τις καθυστερημένες μεταφράσεις των αντίστοιχων έργων στα ελληνικά ως το must της νεωτερικότητας και του νεωτερισμού. (Τωόντι, ο Γκέλνερ [Έθνη και εθνικισμός] θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα το 1992 και ο Άντερσον το 1997, δηλαδή εικοσιπέντε χρόνια τουλάχιστον μετά την έκδοσή τους στα αγγλικά, όταν πλέον είχαν ήδη ξεπεραστεί στις χώρες τους!). Ο Δημήτρης Μαυρίδης, στο εξαιρετικό και πυκνό κείμενο του, «Η ανέγερση της Αγια-Σοφιάς και η συνέχεια του ελληνισμού», επιχειρεί να καταδείξει πως: Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός της Αγίας Σοφίας μας συνδέει [ ] με τον αρχαίο κόσμο και τις κλασσικές αντιλήψεις. Αυτό είναι εμφανές στην αίσθηση του μέτρου που αποπνέει όλο το οικοδόμημα και στην ανθρωποκεντρική αντίληψη που χαρακτηρίζει τον σχεδιασμό του. [ ] Πρόκειται για κορυφαία δημιουργία που αναδύεται αιφνιδίως. [ ] Δεν υπάρχουν αρχιτεκτονικά μνημεία που θα αποτελούσαν προϋποθέσεις για την εξελικτική προετοιμασία και πορεία προς την Αγία Σοφία. Ο Ερατοσθένης Καψωμένος, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας, στη μελέτη «Η νεοελληνική κουλτούρα και το Μεσογειακό πολιτισμικό πρότυπο», επιχειρεί να διατυπώσει μια θεωρία του μεσογειακού χώρου και πολιτισμού με αφετηρία την έρευνά του για την ελληνική πολιτισμική παράδοση. Αναρωτιέται: «Μπορούμε να μιλούμε για ένα Μεσογειακό πολιτισμικό πρότυπο, που συνδέει με μια στενότερη συγγένεια τους λαούς της Νότιας Ευρώπης ή της Μεσογειακής λεκάνης γενικότερα; Και αν ναι, ποια είναι τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του, που το διακρίνουν από το κυρίαρχο διεθνώς Δυτικό μοντέλο;» Η ελληνική πολιτισμική παράδοση υπερβαίνει το δυϊστικό πρότυπο προς την κατεύθυνση ενός ενιστικού μοντέλου. Η έρευνά του αναπτύσσεται στις ακόλουθες φάσεις: Η πρώτη καλύπτει τη δεκαετία του 1980 και επικεντρώνεται στη διερεύνηση των σχέσεων φύση vs πολιτισμός και άτομο vs κοινωνία ως τυπολογικών κριτηρίων για τη διάκριση των πολιτισμικών συστημάτων σε ευρύτερες πολιτισμικές ενότητες. [ ] Η δεύτερη φάση αντιστοιχεί περίπου στη δεκαετία του 1990, και συμπληρώνεται με μια σειρά νέα κριτήρια: κάλλος vs αγαθό, μυστικισμός vs ορθολογισμός, νόμιμο vs δίκαιο, αρχή της συνύπαρξης των αντιθέτων.[ ] Η τρίτη φάση αντιστοιχεί στη δεκαετία του 2000, όπου ανιχνεύονται, κατ’ αντιδιαστολή, τα τυπολογικά γνωρίσματα του αντίπαλου πολιτισμικού προτύπου, που είναι η κουλτούρα της παγκοσμιοποίησης και τα συμπτώματά της.
από το anti-ntp.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου