Θ. Ζιάκας, Η κριτική στο Διαφωτισμό
(Ολόκληρο το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Αρδην, Τεύχος 27, 2000 και μπορεί να αναζητηθεί στην ιστοσελίδα του περιοδικού: http://www.ardin.gr)
http://herrkbiblio.wordpress.com
Περίληψη
Ο Διαφωτισμός είναι η ψυχή, του νεώτερου δυτικού πολιτισμού, της νεωτερικότητας. Αν κάνουμε κριτική στον Διαφωτισμό είναι γιατί έχουμε να τα βάλουμε με δύο λογιών κυρίαρχους ιδεολογικούς κάλους: Από τον πρώτο βασανίζονται αυτοί που νομίζουν ότι βρισκόμαστε ακόμη στον 18ο αιώνα και ότι το θέμα είναι να κάνουμε στην Ελλάδα τη Γαλλική Επανάσταση. Από το δεύτερο είδος ιδεολογικού κάλου υποφέρουν εκείνοι που όψιμα ανακάλυψαν τα αγαθά του καπιταλισμού. Και νομίζουν ότι ο “ύστερος” καπιταλισμός, ο αμερικάνικος, είναι ο ανυπέρβλητος ορίζοντας της ανθρωπολογικής εξέλιξης. Δεν βλέπουν, οι μεν και οι δε, ότι η νεωτερικότητα έχει πεθάνει και στρέφονται εναντίον όσων ψάχνουν για μετανεωτερική διέξοδο. Μας βλέπουν σαν περίεργα όντα, εκτός τόπου και χρόνου. Που δεν καταλαβαίνουμε ότι ρίχνουμε νερό στο μύλο του φοβερού φονταμενταλισμού.
Στόχος της κριτικής μας δεν είναι, ασφαλώς, να τους “πείσουμε”. Η κριτική στον Διαφωτισμό είναι πρωτίστως αυτοκριτική. Γιατί οι εν λόγω “κάλοι” είναι και δικοί μας. Για να απαλλαγούμε τελείως απ’ αυτούς, πρέπει να κατανοήσουμε τι ακριβώς ήταν ο Διαφωτισμός.
Κάθε πολιτισμός έχει τη διαχρονική του “ταυτότητα”, αφού “διαρκεί” κάποιο “διάστημα”, – ώσπου να αντικατασταθεί από έναν άλλο πολιτισμό. Αυτό σημαίνει ότι για το διάστημα της “ζωής” του λειτουργούν δυνάμεις αναπαραγωγής, που νικούν μέσα του τις δυνάμεις της καταστροφής.
Οφείλουμε λοιπόν να κατανοήσουμε ποιες είναι οι δυνάμεις αναπαραγωγής ενός πολιτισμού και ποιες οι αντιφάσεις του. Η γενικότερη ανάλυσή μας δείχνει ότι ο άξονας αναπαραγωγής ενός πολιτισμού δεν μπορεί να είναι άλλος από το ανθρωπολογικό του πρότυπο. Το πρότυπο αυτό κάποια στιγμή εξαντλείται: η κοινωνικά συνεκτική αυτοκατανόηση, που αυτό υπαγορεύει, αποσαθρώνεται και τότε η κοινωνική αναπαραγωγή λειτουργεί μόνο από κεκτημένη ταχύτητα. Είναι η φάση του “τέλους”, μια φάση που μπορεί να κρατήσει και αιώνες. Σ’ αυτήν τη φάση βρίσκεται σήμερα η νεωτερικότητα.
(Το πρότυπο του Διαφωτισμού θεωρείται συγγενές με το αρχαιοελληνικό. Ομως το αρχαιοελληνικό πρότυπο το ερμηνεύουμε από τη δυτική σκοπιά, με βάση το δυτικό πρότυπο. Αδυνατούμε έτσι τελείως να διακρίνουμε ότι έχουν διαμετρικά αντίθετο χαρακτήρα: ότι το αρχαιοελληνικό Άτομο είναι κοσμο-αναφορικό (αναφέρεται σε έναν Λόγο Κοινό, που είναι κοσμικός), ενώ το νεωτερικό Άτομο είναι αυτο-αναφορικό).
Κάθε πολιτισμός έχει τους προφήτες του. Τις αντιφάσεις του ιδρυτικού ανθρωπολογικού προτύπου του κάποιοι τις διέκρίνουν, πριν ακόμη αυτές εκδηλωθούν. Οι κριτικοί της πρώτης φάσης καταδικάστηκαν συνοπτικά ως φερέφωνα του Παλιού Καθεστώτος και ξεχάστηκαν. Κεντρικό σημείο της κριτικής τους ήταν η καταγγελία ότι οι διαφωτιστές επιχειρούν να θεμελιώσουν κοινωνία στον Μηδενισμό. Ότι η αναμενόμενη έξαρση του ατομικισμού θα καταστρέψει κάθε δυνατότητα κοινωνικής συμβίωσης.
Η ανερχόμενη νεωτερικότητα ενσωμάτωσε και ξεπέρασε γρήγορα την κριτική αυτή, μέσω της στροφής στον Ρομαντισμό. Ο ρομαντισμός προσέδωσε “βάθος” στην επικίνδυνα ρηχή υλιστική “εσωτερικότητα”, με την οποία οι πατέρες του Διαφωτισμού είχαν προικίσει το νεωτερικό Άτομο. Η ρομαντική ιδεολογία αντιστοιχούσε στον ιστορικό συμβιβασμό “ανάμεσα στην ανερχόμενη αστική τάξη και στη φεουδαρχική αντίδραση”.
Έκτοτε, η κριτική του Διαφωτισμού παραμερίζεται από την κριτική του “συμβιβασμού” και κατατείνει στο αίτημα της ολοκλήρωσης του νεωτερικού προγράμματος. Τη σημαία αυτού του είδους της κριτικής την πήρε, από ένα σημείο και πέρα, ο Μαρξ και οι επίγονοί του. Η βασική θεματική της: Η αστική τάξη πρόδωσε τους σκοπούς της δημοκρατικής επανάστασης. Την εκπλήρωσή τους την αναλαμβάνει πλέον το προλεταριάτο, ο “νεκροθάφτης” της. Ο καπιταλισμός είναι κατά βάθος πολύ προοδευτικός: σαρώνει αμείλικτα την “προϊστορία” του ανθρώπου. Επαναστατικοποιεί σε τέτοια κλίμακα και με τέτοιο ρυθμό τις “παραγωγικές δυνάμεις”, που δημιουργεί, άθελά του, την υψηλή τεχνολογική βάση, που είναι αναγκαία για την έλευση της αταξικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας όπου θα έχει εξαλειφθεί κάθε καταπίεση και εκμετάλλευση. Και όπου θα μπορεί, το νεωτερικό Άτομο, να αυτοπραγματώνεται όπως του αρέσει. Απολύτως ελεύθερα: Θέλει να δουλεύει, θα δουλεύει. Θέλει να ψαρεύει, θα ψαρεύει: το όνειρο κάθε μικρού και μεγάλου παιδιού, την Παιδική Χαρά, θα την κάνουμε, επιτέλους, κοινωνική πραγματικότητα.
Στο μεταξύ, οι ρομαντικές φτιασιδώσεις του καπιταλισμού έγιναν περιττές. Ξαναγυρίσαμε στη μηχανόμορφη ατομικότητα, στο Άτομο που χωρίς ενδοιασμούς αυτοκατανοείται ως μηχανή. Μια μηχανή εφοδιασμένη με τους ορθολογικούς στόχους του Εγώ, σαν εσωτερικό γυροσκόπιο. Το νεωτερικό Άτομο δεν έχει πια ανάγκη να κρύβεται πίσω από τη συναισθηματική αχλύ απροσδιόριστων ρομαντικών ψευδαισθήσεων. Ο ορθολογισμός του απελευθερώνεται. Μπορεί τώρα να χειρίζεται άνετα λαούς ολόκληρους σαν βαγόνια κάρβουνο.
Ο μαρξισμός βοήθησε τον καπιταλισμό να ενσωματώσει και να χειραγωγήσει με επιτυχία την αντίσταση στην οικουμενική του εξάπλωση. Η κατάρρευση του μαρξισμού έθεσε τέλος στη γιγάντια αυτή μετάθεση-απόκρυψη του πραγματικού προβλήματος. Η κριτική δεν μπορούσε παρά να ξαναγυρίσει στον ανθρωπολογικό της πυρήνα.
Ο 20ος αιώνας, λέει ο Καμύ, απέδειξε πως ο προφήτης μας δεν ήταν αυτός που νομίζαμε, δηλαδή ο Μαρξ, αλλά ο Ντοστογιέφσκυ. Οι μαρξιστές άρχισαν να προβληματίζονται. Βέβαια το μεγαλύτερο μέρος τους εγκλωβίστηκε πάλι στη λογική της “προδοσίας”: Ο Χρουτσώφ “πρόδωσε” τον Στάλιν. Ο Στάλιν “πρόδωσε” τον Λένιν. Ο Λένιν “πρόδωσε” τον Μαρξ. Ο ώριμος Μαρξ “πρόδωσε” τον νεαρό Μαρξ. Κάποιοι όμως βρήκαν το κουράγιο να σπρώξουν το μαχαίρι της αυτοκριτικής μέχρι το κόκαλο (το δικό τους εννοείται): “Μέσα από τη μετατροπή του σε ιστορική πραγματικότητα, ο Διαφωτισμός γυρίζει σε παραφροσύνη. Ο Λόγος γίνεται Μύθος”, θα μας πει η Σχολή της Φρανκφούρτης στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού. Κοντολογίς: Τo Άουσβιτς και τo Γκουλάγκ, δεν είναι ξένα προς την ουσία του Διαφωτισμού. Είναι η ενσάρκωσή της.
Ο Μάης του ’68 θα κλείσει χαρούμενα τον ιστορικό κύκλο του ιακωβινισμού, της επαναστατικής αυτής ψυχής του Διαφωτισμού.
Μπήκαμε έκτοτε πλησίστιοι στον “καινούργιο γενναίο κόσμο” του Μεταμοντερνισμού. Σ’ αυτή την κοσμοθεωρητική σούπα, όπου όλα έχουν την ίδια αξία και τίποτα δεν έχει αξία. Όπου απλώς παίζουμε όλοι κάποιους εφήμερους και αντιφατικούς ρόλους. Πράγμα που τώρα το ξέρουμε και τη βρίσκουμε κιόλας μ’ αυτή τη “χαρούμενη γνώση”. Ο μηδενισμός γίνεται πλέον “ευφρόσυνος”, σύμφωνα με την αιχμηρή διατύπωση του Κονδύλη.
Ο πλουραλισμός ανακηρύσσεται σε ύπατο δόγμα: Ναι σε όλα μέσα στο τίποτα. Ο καθένας είναι τώρα ελεύθερος να ασκήσει κριτική σε ο,τιδήποτε. Άρα και στον Διαφωτισμό. Όμως δεν το κάνει, γιατί βαριέται. Τι νόημα θα είχε; Ποιος θα ενοχλούνταν; Ποιος θα έδινε σημασία;
Παραδόξως, μέσα σε όλα αυτά, έρχονται να πάρουν τη ρεβάνς οι προνεωτερικές παραδόσεις. Σήκωσαν κεφάλι και αμφισβητούν τον Διαφωτισμό. Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται. Όμως η δρυς έπεσε από μόνη της, καθώς σάπισε η ανθρωπολογική της ρίζα. Η έξαρση της λεγόμενης “φονταμενταλιστικής δραστηριότητας” δεν θίγει καθόλου το Σύστημα, παρότι σε μερικές περιπτώσεις φαίνεται να το ενοχλεί. Στρατηγικά είναι λυμένο το πρόβλημα αυτό για τον καπιταλισμό. Μέσω του πολιτιστικού πλουραλισμού επιτρέπει στον καθένα όχι μόνο να πιστεύει σε όποιον θεό τραβά η ψυχή του, αλλά και να τον λατρεύει όπως του αρέσει. Αρκεί φυσικά να μην κάνει ανθρωποθυσίες. Το δικαίωμα αυτό ο καπιταλισμός το κρατά μόνο για τον εαυτό του. Η ισοπέδωση των πάντων αφαιρεί προκαταβολικά κάθε νόημα από οποιαδήποτε υποτιθέμενη ανατρεπτική χειρονομία. Και είναι φυσικό: Κάθε πίστη, απ’ αυτές που διακινεί η “φονταμενταλιστική δραστηριότητα”, διαμεσολαβείται από ιδιοτελείς ανάγκες, υλικές και υπερβατικές, και τον καπιταλισμό τον ενδιαφέρουν πάρα πολύ οι ιδιοτελείς ανάγκες: Μπορεί να τις εκμεταλλευτεί και να βγάλει κάποιο κέρδος. Αυτές είναι το τυρί, που του επιτρέπουν να στήσει τη φάκα. Η όποια πίστη, στο μέτρο μάλιστα που συγκαλύπτει ή εξωραΐζει τη φάκα, είναι ευπρόσδεκτη.
Η εξωδυτική πνευματικότητα βρήκε, με τον τρόπο αυτό, τις προσβάσεις που γύρευε, για να πετύχει την εύκολη προσαρμογή-αλλοτρίωσή της, βοηθώντας συνάμα το δυτικό άτομο να ανακυκλώσει το ανθρωπολογικό του αδιέξοδο.
Για περαιτέρω ανάλυση ο Θ. Ζιάκας παραπέμπει στο βιβλίο του Η. Παπαγιαννόπουλου, Έξοδος Θεάτρου:
Η προειδοποίηση των πρώτων επικριτών του Διαφωτισμού, ότι δεν μπορεί να στηθεί κοινωνία πάνω στον μηδενισμό, αποδείχτηκε εντελώς εσφαλμένη. Ο Διαφωτισμός πραγματοποιεί μια κατ’ εξοχήν μετα-φυσική χειρονομία: δημιουργεί την οντότητα Υποκείμενο. Θεοποιεί το Εγώ και ζητά την απόλυτη ελευθερία-αυτονομία του. Το Εγώ αυτό είναι φονικό εκ κατασκευής, γιατί η αυτοεπιβεβαίωσή του προϋποθέτει την οντολογική ανυπαρξία του άλλου. Κατ’ αρχήν “φονεύει τον Θεό”, τον κατ’ εξοχήν Άλλο, προκειμένου να φονεύσει τον κάθε επί μέρους συγκεκριμένο άλλο, που προβάλλει μπροστά του σαν αξεπέραστο όριο στην αξίωσή του για αυτονομία. “Η κόλαση είναι ο άλλος”
Μοιάζει, όντως, η “κοινωνία” αυτή, με παράδοξη θεατρική σκηνή, πάνω στην οποία ανεβαίνει το αντικοινωνικό άτομο, για να φορέσει τα διάφορα προσωπεία της “κοινωνικότητας”, που θα του επιτρέψουν ακριβώς να επιδοθεί απερίσπαστο στο αντικοινωνικό χιμαιρικό κυνήγι του. Τόσο μεγαλύτερη “κοινωνικότητα” αναπτύσσει το νεωτερικό άτομο, όσο δυνατότερη είναι η εγωτική του αυτιστικότητα και όσο ισχυρότερη είναι η διατομική του αντιπαλότητα. Το κοινωνικό τούτο θέατρο γίνεται έτσι ο καθρέφτης, μέσα στον οποίο το Εγώ αναγνωρίζει τον εαυτό του. Χωρίς αυτόν τον καθρέφτη παύει να υφίσταται. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει μεγαλύτερη χίμαιρα από την πίστη ότι ένα τέτοιο Εγώ μπορεί “να ανατρέψει το σύστημα”, στο οποίο και χρωστά την εικόνα του.
Θεόδωρος Ζιάκας, Η κριτική στο Διαφωτισμό. Περιοδικό Αρδην 27 (2000)
Ηλίας Παπαγιαννόπουλος, Έξοδος θεάτρου. Δοκίμιο οντολογίας με πλοηγό τον Μόμπυ-Ντικ του Μελβίλ, Ινδικτος, 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου