Προϋποθέσεις,
παράμετροι και ψευδαισθήσεις της ελληνικής εθνικής πολιτικής
Ο τίτλος του παρούσας παρέμβασης είναι δανεισμένος από βιβλίο του σπουδαίου διανοητή Παναγιώτη Κονδύλη απόσπασμα του οποίου προτάσσουμε.
«Η υπέρβαση του παρασιτικού καταναλωτισμού [...] δεν προσκρούει απλώς στα οργανωμένα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, η οποία στο κάτω-κάτω θα μπορούσε να παραμερισθεί με οποιαδήποτε μέσα και προ παντός με τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας. Τα πράγματα είναι ακριβώς αντίστροφα. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού όλων των κοινωνικών στρωμάτων έχει [...] τη νοοτροπία και την πρακτική του παρασιτικού καταναλωτισμού και του κοινωνικού παρασιτισμού. [...] Δεν πρόκειται για έναν λίγο-πολύ υγιή εθνικό κορμό, ο οποίος έχει αρκετές περισσές ικμάδες ώστε να τρέφει και μερικά παράσιτα ποσοτικώς αμελητέα, παρά για ένα πλαδαρό σώμα πού παρασιτεί ως σύνολο εις βάρος ολόκληρου του εαυτού του, ήτοι τρώει τις σάρκες του και συχνότατα και τα περιττώματα του.” '' ...Σκοπός των σύντομων αυτών παρατηρήσεων δεν ήταν, ούτε μπορούσε να είναι, η διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων πάνω στα συγκεκριμένα προβλήματα πού αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική εξωτερική πολιτική. Θελήσαμε να τονίσουμε την απλή και στοιχειώδη αλήθεια, ότι μία τελεσφόρα και μακρόπνοη εθνική πολιτική μπορεί ν’ απορρεύσει μονάχα από μιαν ακμαία εθνική οντότητα ως conditio sine qua non. Το τι θα κάμει στα επί μέρους όποιος διαθέτει την απαραίτητη τούτη προϋπόθεση εξαρτάται από τον εκάστοτε διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, από τις εκάστοτε ανάγκες και επιδιώξεις του… Μία νηφάλια εκτίμηση μάλλον θα κατέληγε στο πόρισμα ότι είναι άκρως αμφίβολο αν η Ελλάδα θα μπει στον επίπονο και τραχύ δρόμο της εσωτερικής ανόρθωσης, πού μόνος θα της έδινε τις προϋποθέσεις για την άσκηση εθνικής πολιτικής ικανής ν’ αντεπεξέλθει στις εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες της σημερινής πλανητικής συγκυρίας. Μάλλον θα συνεχίσει να αιωρείται αμήχανα μεταξύ ευρωπαϊκών ελπίδων και υπεραναπληρωτικού νευρωτικού εθνικισμού, ανήκοντας στην Ευρώπη με τον πιθηκισμό της και στα Βαλκάνια με ό,τι γνησιότερο έχει: τη μιζέρια και τον επαρχιωτισμό της. Αυτό επιβάλλεται να πει όποιος επιχειρεί σήμερα μία διάγνωση πέρα από επιθυμίες και φόβους, συμπάθειες και αντιπάθειες… Οι εξαιρέσεις δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν το αντικείμενο μιας σύντομης κοινωνιολογικής/πολιτικής ανάλυσης, όταν οι κανόνες είναι τόσο εξόφθαλμοι και τόσο επαχθείς. Πολλοί ίσως βρουν υπερβολικά καυστικές διάφορες εκφράσεις απ’ όσες χρησιμοποιήθηκαν στην παραπάνω περιγραφή. Θα είναι ασφαλώς εκείνοι πού ακόμα δεν κατάλαβαν ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πια περιθώρια για μισόλογα και διακριτικούς υπαινιγμούς...(H Eλλάδα) μάλλον θα συνεχίσει να αιωρείται αμήχανα μεταξύ ευρωπαϊκών ελπίδων και υπεραναπληρωτικού νευρωτικού εθνικισμού, ανήκοντας στην Ευρώπη με τον πιθηκισμό της και στα Βαλκάνια με ό,τι γνησιότερο έχει: τη μιζέρια και τον επαρχιωτισμό της…».
[Επίμετρο στο βιβλίο «Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό
πόλεμο» (1992)].
Ανέλυε και
προειδοποιούσε ο Παναγιώτης Κονδύλης πριν δυόμισυ δεκαετίες. Αλλά ποιοί
έδιναν σημασία σε
τέτοιες επιστημονικές αναλύσεις;... Αραγε πόσο παίρνουν υπόψιν παρεμφερείς
διαπιστώσεις ή και προτάσεις οι ηγεσίες αλλά και οι πολίτες της σημερινής Ελλάδας, μιάς χρεοαποικίας παραιτημένης από την εθνική
και λαική κυριαρχία και με κατ'επανάληψιν καταστρατηγούμενο Σύνταγμα;
Με τη λύση που προαναγγελλόταν στο «κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη-Ερογλου», ο κυπριακός ελληνισμός απειλείται με εξανδραποδισμό. Η Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει αυξήσει την ένταση σε ό,τι αφορά τις διεκδικήσεις της στους θαλασσίους χώρους του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτή η συμπεριφορά υπαγορεύεται από τη στρατηγική προτεραιότητα της Τουρκίας να αυξήσει τη θαλασσία της ισχύ, κάτι που θα της επιτρέψει να διευρύνει ακόμη περισσότερο την θεμελιακή έννοια για την εξωτερική της πολιτική, αυτή δηλαδή του στρατηγικού βάθους. Το ερώτημα στρατηγικής που εγείρεται από τις διεκδικήσεις της Άγκυρας στο δεδομένο θέμα είναι: γιατί η Τουρκία επιδεικνύει τόση ευαισθησία για το θαλάσσιο χώρο της Ελλάδος και της Κύπρου, την οποία συνοδεύει μάλιστα και με ανοικτές απειλές; Διαβάστε και το επισυναπτόμενο κείμενο που εξηγεί γιατί η Τουρκία διεκδικεί τον θαλάσσιο χώρο της Κύπρου. Ποια είναι η υποστήριξη που παρέχει στον κυπριακό ελληνισμό η Ελλάδα; Κανένα κόμμα στην Ελλάδα δεν έχει επεξεργασμένες θέσεις για την Κύπρο και το Κυπριακό. Αυτό είναι γνωστό εδώ και χρόνια.
Με τη λύση που προαναγγελλόταν στο «κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη-Ερογλου», ο κυπριακός ελληνισμός απειλείται με εξανδραποδισμό. Η Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει αυξήσει την ένταση σε ό,τι αφορά τις διεκδικήσεις της στους θαλασσίους χώρους του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτή η συμπεριφορά υπαγορεύεται από τη στρατηγική προτεραιότητα της Τουρκίας να αυξήσει τη θαλασσία της ισχύ, κάτι που θα της επιτρέψει να διευρύνει ακόμη περισσότερο την θεμελιακή έννοια για την εξωτερική της πολιτική, αυτή δηλαδή του στρατηγικού βάθους. Το ερώτημα στρατηγικής που εγείρεται από τις διεκδικήσεις της Άγκυρας στο δεδομένο θέμα είναι: γιατί η Τουρκία επιδεικνύει τόση ευαισθησία για το θαλάσσιο χώρο της Ελλάδος και της Κύπρου, την οποία συνοδεύει μάλιστα και με ανοικτές απειλές; Διαβάστε και το επισυναπτόμενο κείμενο που εξηγεί γιατί η Τουρκία διεκδικεί τον θαλάσσιο χώρο της Κύπρου. Ποια είναι η υποστήριξη που παρέχει στον κυπριακό ελληνισμό η Ελλάδα; Κανένα κόμμα στην Ελλάδα δεν έχει επεξεργασμένες θέσεις για την Κύπρο και το Κυπριακό. Αυτό είναι γνωστό εδώ και χρόνια.
H διαμόρφωση
μακροπρόθεσμου συνολικού εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού για την Ελλάδα και τον
Ελληνισμό του 21ου αιώνα, που διέπεται από τα ιστορικά διδάγματα και
την γνώση της σύγχρονης γεωπολιτικής, ήταν αναγκαία. Η Ελλάδα έπρεπε και
χρειαζόταν να επαναπροσδιορίσει την στρατηγική της τόσο σε αποτρεπτική κατεύθυνση
όσο και στην κατεύθυνση της διασφάλισης του εθνικού ελέγχου των
πλουτοπαραγωγικών πόρων της, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι
υδρογονάνθρακες. Για να αντιμετωπίσει την τουρκική
στρατηγική, η Ελλάδα όφειλε να προωθήσει μια καλά σχεδιασμένη συνεργασία των
βαλκανικών λαών και κρατών, αυτοτελώς και στο πλαίσιο της Ε.Ε. Ως προς την
ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. να συμβάλει αποφασιστικά στην απόρριψη από τους
Ευρωπαίους της τουρκικής επιδίωξης. Ελληνοτουρκικός διάλογος δεν μπορεί
να νομιμοποιηθεί αν πρώτα η Τουρκία: - Δεν άρει την ανακήρυξη ως «αιτίας
πολέμου» της άσκησης από την Ελλάδα του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών της
υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. - Δεν αναγνωρίσει το διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας
του 1982 και ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υφαλοκρηπίδα και την Α.Ο.Ζ. - Δεν
διακηρύξει σεβασμό στις συνθήκες της Λωζάννης και των Παρισίων και στο Ιταλικό
πρακτικό παράδοσης των Δωδεκανήσων (1947), που καθορίζουν τα σημερινά σύνορα. -
Δεν αποσύρει τα στρατεύματα κατοχής από την Κύπρο και δεν σταματήσει το διαρκές
έγκλημα του εποικισμού στο νησί.
Σε όλο τον εν λόγω ευρύτερο χώρο, η Ελλάδα χρειαζόταν εδώ και αρκετά χρόνια
μια καλά σχεδιασμένη, ιστορικά τεκμηριωμένη, ιεραρχημένη και πολυδιάστατη
ελληνική - και ευρωπαïκή - εξωτερική και ενεργειακή πολιτική. Μια τέτοια πολιτική θα έπρεπε να εκφράζεται
με εξειδικευμένο τρόπο στα Βαλκάνια καθώς και στην Ανατολική Μεσόγειο και τη
Μέση Ανατολή. Η
Ελλάδα έπρεπε να επαναπροσδιορίσει τη στρατηγική της στη βάση της επίτευξης της
εθνικής ανεξαρτησίας. Ο επαναπροσδιορισμός απαιτείται να γίνει τόσο σε
αποτρεπτική κατεύθυνση έναντι κάθε επιβουλής των κυριαρχικών δικαιωμάτων της, πρώτα από την Τουρκία, και βεβαίως σε συντονισμό σχεδιασμού και
ενεργειών με την Κύπρο, όσο και στην κατεύθυνση της διασφάλισης του εθνικού
ελέγχου των πλουτοπαραγωγικών πόρων της, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και
οι υδρογονάνθρακες.
Οι εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή και η απομόνωση της
Τουρκίας ευνοούν την συνεργασία Ελλάδας, Ισραήλ, Κύπρου και Αιγύπτου. Οι τρείς πρώτες χώρες τουλάχιστον
χαρακτηρίζονται από σχετική σταθερότητα, παρά τα οικονομικά προβλήματα. Είναι
αξιόπιστοι σύμμαχοι και εταίροι των ΗΠΑ και της Ε.Ε. Τα κοιτάσματα
υδρογονανθράκων στις θάλασσές τους τις καθιστούν σοβαρές εναλλακτικές
ενεργειακές επιλογές, ιδιαίτερα για την Ευρώπη. Η διεθνής κατακραυγή κατά της
Τουρκίας για την πολιτική Ερντογάν προσφέρει σπουδαία ευκαιρία στις τέσσερις
χώρες να προωθήσουν περισσότερο τη συνεργασία τους, όχι μόνο στην ενέργεια,
αλλά και στην ασφάλεια. Εξάλλου, με την κρίση που δημιουργήθηκε στις σχέσεις
της Τουρκίας με τους σιίτες αλλά και με τμήμα των σουνιτικών δυνάμεων
(Αίγυπτος), για την Ελλάδα παρουσιαζόταν δυνατότητα για αναβάθμιση των σχέσεών
της με τον Αραβικό και Ιρανικό κόσμο. Τέλος, θα μπορούσε να αποτελέσει
αντικείμενο επεξεργασίας και η προώθηση μιας ειδικής σχέσης συνεργασίας με τη
Ρωσία στην Άμυνα, τους εξοπλισμούς, την ενεργειακή πολιτική και τους αγωγούς.
Βεβαίως η Ελλάδα πρέπει να διατηρήσει ρόλο αυτόνομου δρώντος και καθεμιά από
τις προαναφερόμενες συνεργασίες να γίνει με αποσαφηνισμένους όρους.
Παράλληλα, ιδιαίτερα αυτοί που
επιθυμούσαν μια δημοκρατική και πολιτισμική αναγέννηση και μια παραγωγική
ανασυγκρότηση της Ελλάδας, αυτοί που ήθελαν μια άλλη
πορεία στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στις βαλκανικές χώρες και στην Ανατολική
Μεσόγειο, αυτοί που είχαν διαγνώσει τη νεοοθωμανική απειλή στην Κύπρο,
τη Θράκη, το Αιγαίο καθώς και την αναγκαιότητα ενός ενιαίου μετώπου, όφειλαν να
επιταχύνουν πιο μεθοδικά και να συντονίσουν τις κινήσεις για την δημιουργία
ενός εναλλακτικού δημοκρατικού πατριωτικού πόλου αντίστασης του Ελληνικού λαού.
Ένα τέτοιο κίνημα δεν μπορεί παρά να έχει ως βασικούς πολιτικούς άξονες την
εθνική ανεξαρτησία, την κοινωνική χειραφέτηση, την δημοκρατία, την οικολογία,
την αγροτική αναγέννηση, την επανανακάλυψη-αναβίωση του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού.
Θεόδωρος Μπατρακούλης
Δρ Γεωπολιτικής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου