Το πρώτο αντιγερμανικό μποϊκοτάζ (1897)
Από τα παρεπόμενα της οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών, που
έφτασε ως καταστροφικός εφιάλτης και στις ακτές της μακαρίας μας νήσου,
είναι μια ενστικτώδης αντίδραση αυτοπροστασίας και «εκδίκησης», που
εκδηλώνεται από το λαϊκό αίσθημα απέναντι σε χώρες που θεωρούνται από
την κοινή γνώμη ως κύριες υπεύθυνες ή συνυπεύθυνες για το οικονομικό μας
κατάντημα, όπως για παράδειγμα η Γερμανία της κυρίας Μέρκελ και του
κυρίου Σόιμπλε. Οι φωνές που καλούν για υποστήριξη ή μποϊκοτάζ προϊόντων
από διάφορες χώρες, ανάλογα με την πολιτική τους ή τη στάση τους
απέναντι στην πατρίδα μας, έχουν μεγάλη προϊστορία. Θυμόμαστε, όχι χωρίς
θυμηδία, τον πόλεμο εναντίον της …Κόκα Κόλα επειδή έχασε η Αθήνα τη
διοργάνωση των Ολυμπιακών του 1996 από την Ατλάντα, ή ακόμη, κάποιους
φιλοσοβιετικούς της προηγούμενης γενιάς, πριν ενδώσουν στην
απαστράπτουσα γοητεία της δυτικής αυτοκινητοβιομηχανίας, να κυκλοφορούν
«πτωχοί πλην τίμιοι» με τα ταπεινά, σοσιαλιστικά τους Lada. Από τις πιο
οργανωμένες εκδηλώσεις, αναφέρουμε την Παθητική Αντίσταση που κήρυξε η
ΕΟΚΑ εναντίον των βρετανικών προϊόντων, τον αδιέξοδο «οικονομικό πόλεμο»
μεταξύ δεξιάς και αριστεράς στην Κύπρο του 1948, την ανάλογη
σταυροφορία του Ντενκτάς εναντίον των Ε/Κ οικονομικών συμφερόντων λίγα
χρόνια αργότερα.
Σε διεθνές επίπεδο τα ιστορικά προηγούμενα είναι εκατοντάδες: στεκόμαστε μόνο στις σοβαρές επιπτώσεις που προκάλεσε στο εμπόριο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις στις αρχές του 20ού αιώνα η άρνηση των Τούρκων αχθοφόρων των λιμανιών της Σμύρνης και της Θεσσαλονίκης να ξεφορτώνουν ελληνικά πλοία λόγω του Κρητικού ζητήματος.
Στην Κύπρο, το πρώτο μποϊκοτάζ ήταν, πιθανότατα, αυτό που κηρύχθηκε τον Φεβρουάριο του 1897, με αφορμή τη στάση της Γερμανίας στο Κρητικό ζήτημα, καθ’ ομοίωση παρόμοιων ελλαδικών εκδηλώσεων. Πρώτα οι Λευκωσιάτες και στη συνέχεια οι Λεμεσιανοί, οργάνωσαν συλλαλητήρια, όπου κηρύχθηκε πομπωδώς «εμπορικός πόλεμος κατά της Γερμανίας». Οι έμποροι της Λευκωσίας δήλωσαν ότι θα σταματούσαν την εισαγωγή προϊόντων γερμανικών βιομηχανιών, ενώ στη Λεμεσό δεκάδες πολίτες υπέγραψαν ειδικό συνυποσχετικό «επί λόγω τιμής», ότι δεν θα αγόραζαν εμπορεύματα γερμανικής προέλευσης ή προερχόμενα από Γερμανούς παραγγελιοδόχους.
Μοναδική φωνή αντιλογίας απέναντι στο ρεύμα της αντιγερμανικής υστερίας στάθηκε ο Νικόλαος Καταλάνος, που τόνισε ότι, αν και απόλυτα δικαιολογημένη η ελληνική αγανάκτηση εναντίον του Αυτοκράτορα της Γερμανίας, η όλη «αντιγερμανική σταυροφορία» ήταν άσκοπος θόρυβος. Σε μια πρωτοφανή επίδειξη ρεαλισμού, ο Καταλάνος, ένας από τους φανατικότερους κήρυκες της ενωτικής ιδέας στον κυπριακό τύπο και διαπρύσιος υποστηρικτής της Μεγάλης Ιδέας, διακήρυξε ότι ο πατριωτισμός δεν μπορούσε να καθορίζει τις οικονομικές συναλλαγές: «Εμμένομεν κενόν νομίζοντες θόρυβον την επίκλησιν προς τους Πανέλληνας προς σταυροφορίαν κατά των γερμανικών προϊόντων σήμερον, και άδηλον αύριον κατά τίνος άλλου έθνους, διότι εναλλάξ ποτίζουσιν ημάς τα έθνη την πικρίαν και την απογοήτευσιν. Ζητούμεν συνασπισμόν των Πανελλήνων υπό μίσους, καθ’ ον χρόνον αυτό το προσωπικόν συμφέρον δεν κατορθοί να επιβάλη το πνεύμα συνεταιρισμού ίνα ανταγωνισθώμεν επιτυχώς προς τους επελαύνοντας εις την Ανατολήν Εσπερίους και εκτοπίζοντας ημάς από των αγορών αυτής. Και μεγαλοφυείς έμποροι και βιομήχανοι εάν ώμεν πάντες, μεμονωμένοι ως έχομεν, δεν δυνάμεθα να διεξαγάγωμεν ευπρόσωπον αγώνα προς την Ευρώπην καν διερραγώμεν φωνασκούντες και καταδημαγωγούμενοι.» Ήταν Φεβρουάριος του 1897…
Σε διεθνές επίπεδο τα ιστορικά προηγούμενα είναι εκατοντάδες: στεκόμαστε μόνο στις σοβαρές επιπτώσεις που προκάλεσε στο εμπόριο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις στις αρχές του 20ού αιώνα η άρνηση των Τούρκων αχθοφόρων των λιμανιών της Σμύρνης και της Θεσσαλονίκης να ξεφορτώνουν ελληνικά πλοία λόγω του Κρητικού ζητήματος.
Στην Κύπρο, το πρώτο μποϊκοτάζ ήταν, πιθανότατα, αυτό που κηρύχθηκε τον Φεβρουάριο του 1897, με αφορμή τη στάση της Γερμανίας στο Κρητικό ζήτημα, καθ’ ομοίωση παρόμοιων ελλαδικών εκδηλώσεων. Πρώτα οι Λευκωσιάτες και στη συνέχεια οι Λεμεσιανοί, οργάνωσαν συλλαλητήρια, όπου κηρύχθηκε πομπωδώς «εμπορικός πόλεμος κατά της Γερμανίας». Οι έμποροι της Λευκωσίας δήλωσαν ότι θα σταματούσαν την εισαγωγή προϊόντων γερμανικών βιομηχανιών, ενώ στη Λεμεσό δεκάδες πολίτες υπέγραψαν ειδικό συνυποσχετικό «επί λόγω τιμής», ότι δεν θα αγόραζαν εμπορεύματα γερμανικής προέλευσης ή προερχόμενα από Γερμανούς παραγγελιοδόχους.
Μοναδική φωνή αντιλογίας απέναντι στο ρεύμα της αντιγερμανικής υστερίας στάθηκε ο Νικόλαος Καταλάνος, που τόνισε ότι, αν και απόλυτα δικαιολογημένη η ελληνική αγανάκτηση εναντίον του Αυτοκράτορα της Γερμανίας, η όλη «αντιγερμανική σταυροφορία» ήταν άσκοπος θόρυβος. Σε μια πρωτοφανή επίδειξη ρεαλισμού, ο Καταλάνος, ένας από τους φανατικότερους κήρυκες της ενωτικής ιδέας στον κυπριακό τύπο και διαπρύσιος υποστηρικτής της Μεγάλης Ιδέας, διακήρυξε ότι ο πατριωτισμός δεν μπορούσε να καθορίζει τις οικονομικές συναλλαγές: «Εμμένομεν κενόν νομίζοντες θόρυβον την επίκλησιν προς τους Πανέλληνας προς σταυροφορίαν κατά των γερμανικών προϊόντων σήμερον, και άδηλον αύριον κατά τίνος άλλου έθνους, διότι εναλλάξ ποτίζουσιν ημάς τα έθνη την πικρίαν και την απογοήτευσιν. Ζητούμεν συνασπισμόν των Πανελλήνων υπό μίσους, καθ’ ον χρόνον αυτό το προσωπικόν συμφέρον δεν κατορθοί να επιβάλη το πνεύμα συνεταιρισμού ίνα ανταγωνισθώμεν επιτυχώς προς τους επελαύνοντας εις την Ανατολήν Εσπερίους και εκτοπίζοντας ημάς από των αγορών αυτής. Και μεγαλοφυείς έμποροι και βιομήχανοι εάν ώμεν πάντες, μεμονωμένοι ως έχομεν, δεν δυνάμεθα να διεξαγάγωμεν ευπρόσωπον αγώνα προς την Ευρώπην καν διερραγώμεν φωνασκούντες και καταδημαγωγούμενοι.» Ήταν Φεβρουάριος του 1897…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου