Αντί προλόγου: Ξεκαθαρίζοντας τη θέση μας
Αυτή τη στιγμή η κατάσταση στην Ελλάδα είναι τραγική. Απέναντί μας έχουμε δύο πολιτικές δυνάμεις που αξιώνουν να κυβερνήσουν τον τόπο μέσα στη θύελλα.
Η Νέα Δημοκρατία μπαίνει από μόνη της στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, αφού απέτυχε τον Νοέμβριο του 2011 να αντισταθεί στην πίεση των μνημονιακών δυνάμεων και αναδιπλώνεται σ’ έναν αποπληκτικό εμφυλιοπολεμικό επαρχιωτισμό. Το μόνο που καταφέρνει έτσι, και με τη μειοψηφική μνημονιακή εμμονή που ονομάζεται Ντόρα Μπακογιάννη, είναι να ενισχύει την δυναμική που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ για την κατάκτηση της εξουσίας.
Από την άλλη πλευρά το ρεύμα του Αλέξη Τσίπρα, που κατόρθωσε να προσελκύσει ένα μεγάλο μέρος των αντιμνημονιακών δυνάμεων, αλλά και των οπορτουνιστών κάθε είδους, χαρακτηρίζεται από ακατάσχετη παροχολογία και παντελή έλλειψη οποιασδήποτε σοβαρής στρατηγικής ανάλυσης για τη θέση της Ελλάδας μέσα στην Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο. Και όμως, παρά το γεγονός ότι αυτό είναι έκδηλο, υπάρχει μια ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων, ίσως η πλειοψηφία των νέων ψηφοφόρων του σχήματος, η οποία αυτολογοκρίνεται και σέρνεται κυριολεκτικά στην κάλπη επηρεασμένη από έναν διπολισμό ψυχροπολεμικού τύπου που ανακεφαλαιώνεται στο δίλημμα: Τσίπρας ή Μνημόνιο.
Εντούτοις, κάτι τέτοιο σήμερα αποτελεί μια αστειότητα διότι η πολιτική του μνημονίου έχει χρεοκοπήσει παντελώς, και δεν υπάρχει καμία σοβαρή πιθανότητα να επιστρέψουμε στην εποχή του… Παπαδήμου. Σήμερα αυτό που κρίνεται δεν είναι το δίλημμα μνημόνιο ή αντιμνημόνιο, αλλά ο τρόπος και ο χαρακτήρας της μετάβασης από το τέλος της μεταπολίτευσης, το μνημόνιο και την Τρόικα στη νέα εποχή. Ως προς αυτό, η Νέα Δημοκρατία δεν έχει να ψελλίσει τίποτα, γι’ αυτό και στερείται δυναμικής. Γι’ αυτό και να πάρει την κυβέρνηση δεν θα ξέρει τι να την κάνει, και σύντομα θα την εγκαταλείψει πηγαίνοντας να συναντήσει το ΠΑΣΟΚ. Είναι προφανές: Καμία ανασύνθεση δεν μπορεί να γίνει σε μνημονιακή βάση. Αυτή εκφράζει συνολικά περίπου το 10% της ελληνικής κοινωνίας, και αυτό είναι και το αντίστοιχο εκλογικό ποσοστό που αναλογεί σε τέτοιου τύπου εγχειρήματα.
Πως απαντάει όμως ο ΣΥΡΙΖΑ. στο ερώτημα της μετάβασης;
Παρά το ότι έχει αποκτήσει μια ευρύτερη εκλογική δυναμική, και απορροφά το μεγαλύτερο κομμάτι της διάχυτης λαϊκής αγανάκτησης, έχει συγκεκριμένα ταξικά, ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά.
Κατ’ αρχάς να διευκρινίσουμε ότι δεν μιλάμε για την σωρεία των αγανακτισμένων ψηφοφόρων που θα προστρέξουν να τον στηρίξουν ως ηγεμονική αντιμνημονιακή δύναμη. Αυτοί ούτως ή άλλως, αν και η μεγάλη πλειοψηφία, και βασικό συντελεστή της μεγάλης δυναμικής, διατηρούν ρόλο παθητικό, ακολουθούν απλώς το ηγεμονικό μπλοκ που έχει διαμορφώσει το ρεύμα της αριστερής διακυβέρνησης. Ενώ το στηρίζουν εκλογικά, είναι εντελώς ξένοι προγραμματικά – ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην εμμονή του ΣΥΡΙΖΑ γύρω από τα εθνικά, το μεταναστευτικό ή και ακόμα την ‘αριστερή αναδίπλωση’ που πραγματοποιεί, σε σχέση με το κίνημα των πλατειών, το οποίο έθεσε τις βάσεις για ένα ριζοσπαστικό αντιστασιακό ρεύμα που υπερβαίνει αυτές τις διαιρέσεις ως εξαντλημένες.
Ωστόσο, σημασία έχει να δούμε την ταξική σύνθεση, και τα ιδεολογικοπολιτικά χαρακτηριστικά του ρεύματος που βρίσκεται πιο κοντά στον οργανωτικό πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί σ’ αυτό το σημείο, βρίσκεται το μυστικό της μεταμόρφωσης ενός κόμματος διαμαρτυρίας σε κόμμα διακυβέρνησης.
Εδώ, μπορούμε να εντοπίσουμε μια τομή σε σχέση με την ύστερη μεταπολίτευση: Δύο μεγάλες κοινωνικές κατηγορίες, που εμπλέκονταν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στην άσκηση εξουσίας κατά τα προηγούμενα χρόνια, ‘ριζοσπαστικοποιούνται’ όψιμα και μεταστρέφονται από το κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Πρώτον, είναι η ΠΑΣΟΚική γραφειοκρατία. Το βαθύ κράτος, το οποίο απειλείται από την Τρόικα και τα μνημόνια, και προσπαθεί να παίξει το τελευταίο του χαρτί μέσω μιας αντιμνημονιακής μετάλλαξης. Το κατεστημένο αυτό, έχοντας διαπράξει ένα κλεπτοκρατικό όργιο κατά τα τελευταία 30 χρόνια, έχει ως όρο επιβίωσης την παραμονή του στην εξουσία, καθώς μόνον αυτή του εξασφαλίζει το ακαταδίωκτο. Σε περίπτωση που ξηλωθεί, τους περιμένει ο δρόμος του Άκη, η κατιούσα προς τον Κορυδαλλό. Αυτό ακριβώς το ένστικτο της επιβίωσης είναι που το ωθεί να εγκαταλείψει το μνημονιακό ΠΑΣΟΚ προς νέους ξενιστές.
Δεύτερον, έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο αποκόλλησης της κυρίαρχης διανόησης από το ΠΑΣΟΚ. Κι εδώ, έπαιξε τον ρόλο η διάσταση συμφερόντων μεταξύ του κυρίαρχου εθνομηδενισμού και του νεοφιλελεύθερου σχεδίου αποδόμησης της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς ο πρώτος διαισθάνθηκε ότι η επιβολή του σχεδίου αυτού απειλεί την κυριαρχία του μέσα στην εκπαίδευση. Ο εθνομηδενισμός αναπτύχθηκε μέσα σ’ ένα περιβάλλον ευρωπαϊκών προγραμμάτων, ευχέρειας οικονομικών πόρων, πληθωρισμού διδακτορικών διατριβών, διαρκούς ίδρυσης νέων σχολών (που έδινε την δυνατότητα ένταξης νέων φορέων της ιδεολογίας αυτής στο πανεπιστήμιο) κ.ο.κ. Όλα αυτά τείνουν να εξαντληθούν μέσα στο περιβάλλον των σφιχτών διαρθρωτικών αλλαγών, κι έτσι αναπόφευκτα τίθεται θέμα επιβίωσης και γι’ αυτό την κοινωνική κατηγορία –εξ ου και η εγκατάλειψη του ΟΠΕΚ και τη προνομιακής συνδιαλλαγής με το ΠΑΣΟΚ και την Άννα Διαμαντοπούλου, η στροφή στη ΔΗΜΑΡ, ακόμα και στον ΣΥΡΙΖΑ για κάποιους από τους πατριάρχες αυτού του ρεύματος, όπως είναι ο Αντώνης Λιάκος, ο οποίος πλέον αποτελεί έναν από τους κύριους ιδεολογικούς εκφραστές της «αριστερής διακυβέρνησης».
Το κίνημα των πλατειών, βασικός φορέας της εκλογικής δυναμικής του ΣΥΡΙΖΑ, έθετε ως προμετωπίδα του τον πατριωτικό χαρακτήρα της εθνικής αντίστασης εναντία στην κατοχή της Τρόικας. Ζητούσε εθνική ανεξαρτησία, κοινωνική δικαιοσύνη, τιμωρία των υπευθύνων, άμεση δημοκρατία. Και όμως το κόμμα που αναλαμβάνει να εκφράσει τούτο το ρεύμα αντίστασης συγκροτείται ουσιαστικά από μια συμμαχία μεταξύ του εθνομηδενισμού και της κρατικής γραφειοκρατίας, δηλαδή μέσα από τη συγκόλληση κομματιών που συμμετείχαν στη νομή της εξουσίας στα πλαίσια του παλιού καθεστώτος!
Αν αναρωτιέται κανείς το πώς είναι δυνατόν να γίνει το άσπρο μαύρο, ας ανατρέξει στο παλιό αναλυτικό σχήμα των ταξικών συμμαχιών σε περίοδο εθνικής υποδούλωσης, όπου έχουμε συμμαχία ενός κομματιού των κυρίαρχων τάξεων, με τις κυριαρχούμενες. Έτσι και σήμερα τμήματα των κυρίαρχων τάξεων ριζοσπαστικοποιούνται, καθώς πλήττονται και κινδυνεύουν ν’ απολέσουν τη θέση τους από τον ξένο παράγοντα. Εντούτοις η συμμαχία αυτή έχει κοντά ποδάρια, διότι μπορεί να εξασφαλίζει μια εκτίναξη των εκλογικών ποσοστών, και μια προσωρινή εξ εφόδου κατάκτηση της εξουσίας, ωστόσο, επειδή ακριβώς πραγματοποιείται με σάπια υλικά δεν μπορεί να καταστρώσει ένα ‘κυβερνητικό σχέδιο’ που να εξασφαλίσει την έξοδο της χώρας από το μνημονιακό τέλμα μέσα από τις συμπληγάδες της κατάρρευσης και της χρεοκοπίας.
Για δύο, κυρίως, λόγους.
Πρώτον γιατί το κυρίαρχο ιδεολογικά εθνομηδενιστικό ρεύμα χαρακτηρίζεται από μια λογική ‘ήπιας υπαγωγής’ της χώρας στον νεοαναδυόμενο νεο-οθωμανικό περιφερειακό πόλο ισχύος.
Δεύτερον, διότι τα πασοκικά παρακρατικά δίκτυα αποτρέπουν με την ύπαρξη και τη δράση τους οποιονδήποτε υγιή μετασχηματισμό του ελληνικού κράτους, και του παρασιτικού μοντέλου. Εξ ου και η αναδίπλωση του ΣΥΡΙΖΑ σ’ έναν διακηρυκτικό αναδιανεμητισμό, που υπόσχεται εύρεση πόρων από την δικαιότερη φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων και επανίδρυση του κράτους –δίχως να αναφέρεται καν στο γεγονός ότι κράτος, διαπλοκή, υψηλά εισοδήματα και στρώματα που τελευταία μετακομίζουν νύχτα στο ρεύμα της ‘αριστερής διακυβέρνησης’ ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό.
Τι δείχνουν όλα αυτά; Πώς στην ελληνική ιδιαιτερότητα, οποιαδήποτε απόπειρα συγκρότησης ενός μετώπου αυθεντικής αλλαγής, δεν μπορεί παρά να είναι ‘εξτρεμιστικό’ και να υπερβαίνει εξ ολοκλήρου τους ορίζοντες του παλιού μεταπολιτευτικού κόσμου…
Διότι είναι αλήθεια ότι οι φορείς του παλιού μοντέλου έχουν σαπίσει ολοκληρωτικά, και οποιαδήποτε σχέση μαζί τους δημιουργεί αναπόφευκτα συνθήκες μετάστασης των παλιών αδιεξόδων στις νέες προοπτικές.
Να γιατί η περίφημη ‘αριστερή διακυβέρνηση’ δεν συνιστά κάποια υπέρβαση ελπίδας, αλλά μάλλον αποτελεί απόπειρα παλινόρθωσης διάφορων πόλων της συντήρησης του μεταπολιτευτικού κατεστημένου μέσω ενός αντιμνημονιακού λίφτινγκ. Και αυτό το στοιχείο είναι που απειλεί να ενταφιάσει τις δυνατότητες που άνοιξε η ψήφος της 6ης Μαΐου – το τσάκισμα του δικομματισμού και την κατηγορηματική απόρριψη του δρόμου που εισηγείται το μνημόνιο, μέσα σε μια μεγάλη εθνική και κοινωνική καταστροφή.
Γι’ αυτό το λόγο, είναι αναγκαίο να στρέψουμε τα βέλη της κριτικής – όχι προς το εξαντλημένο και καταρρέον μνημονιακό στρατόπεδο, οι ευθύνες του οποίου έχουν αποκαλυφθεί στα μάτια όλου του ελληνικού λαού– αλλά προς τις δυνάμεις που εμφανίζονται ως νέες, ενώ στην πραγματικότητα πραγματοποιούν μια οπισθοδρόμηση σε σχέση με τα βήματα που έκανε ο ελληνικός λαός μέσα από τις πλατείες και το ελληνικό κίνημα αντίστασης.
Ας δούμε πιο συγκεκριμένα, όμως, πως εκφράζονται όλα αυτά μέσα από την ίδια την προγραμματική τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ.
***
Α. Η Ελλάδα ως Δανία του Νότου
Παρά το γεγονός ότι όλοι θεωρούν πως το οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι το μεγαλύτερο προεκλογικό του όπλο, επί της ουσίας αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες του. Γιατί αδυνατεί να εντοπίσει τα πραγματικά αίτια της ελληνικής κρίσης, και αρκείται σε εξαγγελίες και τοποθετήσεις που στην πραγματικότητα βρίσκονται στον αέρα. Διαβάζουμε:
i. Αρνούμαστε τη θεωρία της «συλλογικής ενοχής» του ελληνικού λαού για τις πολιτικές που άσκησαν ελληνικές και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
ii. Η ελληνική κρίση δεν συνιστά «εθνική ιδιαιτερότητα» αλλά μέρος μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής κρίσης, με αιτίες ενδογενείς και εξωγενείς. Μόνο σ’ ένα πλαίσιο κοινής ευρωπαϊκής λύσης μπορούν να αντιμετωπισθούν και τα υπαρκτά ιδιαίτερα προβλήματα της Ελλάδας.
Πρόκειται για μια τοποθέτηση που προσπερνάει το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ελληνικής κρίσης: Την εξάντληση του ελληνικού παρασιτικού μοντέλου της μεταπολίτευσης. Και η παγκόσμια κρίση επιτάχυνε την κατάρρευση ενός ήδη σάπιου μοντέλου που κυριαρχούσε στην Ελλάδα.
Από το Άρδην και την Ρήξη έχουμε περιγράψει εξαντλητικά τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του μοντέλου: Απ’ τη μία, έμφαση στις εισαγωγές προϊόντων (!), τριτογενοποίηση της οικονομίας και κυριαρχία της παροχής καταναλωτικών υπηρεσιών* και, από την άλλη εσωτερική συσσώρευση βάσει των… ευρωπαϊκών επιδοτήσεων και της εκμετάλλευσης της φτηνής και ξένης εργατικής δύναμης που συνέρρευσε στη χώρα κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Στο επίκεντρο αυτού του μοντέλου, βρίσκονταν ένα γιγάντιο κλεπτοκρατικό δίκτυο πολιτικών, ανώτερων κρατικών υπαλλήλων, μεγαλοδημοσιογράφων και εργολάβων που διαχειρίζονταν τις τύχες αυτού του καθεστώτος, αυτό που μάθαμε τα τελευταία χρόνια να αποκαλούμε ως διαπλοκή, γενικά και αόριστα.
Το να θέτει κανείς ως αποκλειστικό αίτιο μια παγκόσμια κρίση και να προσεγγίζει την ελληνική περίπτωση ως μια εθνική παραλλαγή της κρίσης αυτής είναι ένα τεράστιο αναλυτικό σφάλμα που αποπροσανατολίζει οποιαδήποτε προγραμματική συζήτηση για την ανατροπή της κυρίαρχης οικονομικής πολιτικής της Ελλάδας σήμερα.
Τούτο διαφαίνεται από την συνέχεια των προγραμματικών συλλογισμών που καταθέτει το ‘ρεύμα της αριστερής διακυβέρνησης’:
Οι μετασχηματισμοί που προτείνουμε μπορούν να ενταχθούν σε τρεις μεγάλες ενότητες. Η πρώτη ενότητα (περιουσιολόγιο, φορολογία) έχει ως στόχο την αύξηση των δημόσιων εσόδων. Η δεύτερη ενότητα αφορά σε μεταρρυθμίσεις (δημόσια διοίκηση κλπ) που σχετίζονται με την ανταποδοτικότητα των πόρων. Η τρίτη ενότητα αφορά σε μετασχηματισμούς και μεταρρυθμίσεις που, μαζί με τις προηγούμενες, αποσκοπούν στην αύξηση του παραγόμενου πλούτου, στην ισχυροποίηση της κοινωνίας και της οικονομίας.
Πρόκειται για μια απλή αναπαραγωγή όλης της ευρωπαϊκής φιλολογίας για μια κεϋνσιανή έξοδο από την κρίση.
Τα βήματα που προτείνονται είναι: Αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης μέσω της ριζικής επανακατάρτισης του φορολογικού συστήματος και σύσταση περιουσιολογίου για την πάταξη της φοροδιαφυγής και τον έλεγχο και την καταγραφή των μεγάλων εισοδημάτων* Εξασφάλιση πόρων μέσω αυτών των μετασχηματισμών, για μια μεγάλη μεταρρύθμιση του κράτους που θα οδηγήσει στην αποκατάσταση και την διεύρυνση του δημοσίου τομέα* Αποφασιστική αξιοποίηση του ‘νέου δημόσιου’ στα πλαίσια μιας νέας αναδιανεμητικής και επενδυτικής πολιτικής που ταυτόχρονα θα οδηγήσει στην εσωτερική ανασυγκρότηση και θα τονώσει την εσωτερική ζήτηση.
Εντούτοις, στην Ελλάδα το πρόβλημα ξεκινάει από την παραγωγή του πλούτου. Είναι θέμα ολοκληρωτικής κατάρρευσης της εθνικής οικονομίας μέσα στις συνθήκες της απόλυτης κυριαρχίας των δυνάμεων της κλεπτοκρατίας και του παρασιτισμού.
Είναι εντελώς ανεδαφικό, στα πλαίσια του ίδιου μοντέλου, να ξεκινήσεις μια κολοσσιαία διαδικασία αλλαγής που θα απλώς στη δικαιότερη φορολόγηση των ανώτερων εισοδημάτων, όπως εδώ και τριάντα χρόνια υπόσχονται η μία κυβέρνηση μετά την άλλη.. Γιατί στην Ελλάδα τα μεγάλα εισοδήματα περνάνε μέσα από την εμπλοκή και την διαπλοκή με την ίδια την… κρατική εξουσία!
Γι’ αυτό το λόγο, οι βασικοί διακηρυκτικοί πυλώνες του ΣΥΡΙΖΑ είναι καταδικασμένοι να καταντήσουν «δηλώσεις που μείνανε δηλώσεις», όπως τα αντίστοιχα σχέδια ‘φορολόγησης των υψηλών εισοδημάτων’ και της ριζικής μεταρρύθμισης του κράτους στα πλαίσια μιας ‘πράσινης συμμετοχικής δημοκρατίας’ του Γεωργίου Παπανδρέου ή εκείνα της ‘επανίδρυσης του κράτους’ και της καταπολέμησης των ‘νταβατζήδων’ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Είναι αλήθεια ότι όσο σάπιζε το ελληνικό παρασιτικό και κλεπτοκρατικό μοντέλο, άλλο τόσο υπήρχε ανάγκη για πραγματική επανίδρυση του κράτους, κοινωνική δικαιοσύνη, και ουσιαστικό έλεγχο των υψηλών εισοδημάτων. Γι’ αυτό και κάθε δύναμη που φιλοδοξεί να κυβερνήσει, εδώ και δεκαπέντε χρόνια θέτει ως προμετωπίδα της τα αιτήματα αυτά. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι προσπαθούν να αντιμετωπίσεουν τις κύριες και καταστροφικές συνέπειες ενός μοντέλου, δίχως να αγγίξουν το ίδιο το μοντέλο!
Ας προσπαθήσουμε να βάλουμε τις προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ να λειτουργήσουν στην πράξη.
Πρώτον: Το περιουσιολόγιο, η καταγραφή και η πάταξη της φοροδιαφυγής, είναι στόχοι μεσοπρόθεσμοι και το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν αναφέρει τίποτα για το πώς θα κινηθούμε έως ότου αποδώσουν αυτά τα μέτρα. Γιατί προφανώς δεν γίνεται από τον ένα μήνα στον άλλο, όταν τα φορολογικά έσοδα σημειώνουν μια θεαματική πτώση και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους έχουν καταρρεύσει, να ισχυρίζεται κανείς ότι όλα θα αποκατασταθούν σύντομα, και θα αρχίσει να λειτουργεί το φορολογικό σύστημα των ονείρων μας! Τέτοια πράγματα δεν μπορεί να τα κάνει ούτε μια επαναστατική κυβέρνηση, πόσο μάλλον μια κυβέρνηση που θα πρέπει ταυτόχρονα να φέρει σε πέρας την διαπραγμάτευση με τις εχθρικές μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, να αντιμετωπίσει μια μεγάλη κλιμάκωση της έντασης στην ευρύτερη περιοχή (όπως διαφαίνεται να ξεκινάει σήμερα με επίκεντρο την Συρία) και ταυτόχρονα να καταπολεμήσει την μεγάλη κρίση επιβίωσης που θα αντιμετωπίσει ο ελληνικός λαός τον ερχόμενο χειμώνα.
Ο Δημόσιος Τομέας
Όπως είναι να απελπίζεται και με τις άλλες πτυχές του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ που προκύπτουν από την ίδια εσφαλμένη προσέγγιση και φιλοσοφία και καταλήγουν σε θέσεις εντελώς ανεδαφικές:
Όσον αφορά ειδικότερα το κρίσιμο ζήτημα της δημοσιονομικής πολιτικής, εμείς δεσμευόμαστε σε ένα πρόγραμμα ρεαλιστικής και κοινωνικά δίκαιης δημοσιονομικής σταθεροποίησης. Η δομή του προγράμματος αυτού συνίσταται αφενός στη σταθεροποίηση των δημόσιων δαπανών γύρω στο 44% του ΑΕΠ [..], και αφετέρου στην αύξηση των δημοσίων εσόδων, που υστερούν σημαντικά από το μέσο όρο της ευρωζώνης (41% του ΑΕΠ έναντι 45%), μέσα από τη φορολόγηση του πλούτου και των υψηλών εισοδημάτων, με στόχο την αύξηση των εσόδων από άμεσους φόρους στα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα (+4% του ΑΕΠ), σε ορίζοντα τετραετίας (1% του ΑΕΠ κάθε χρόνο).
Πώς εφαρμόζεται το δημοσιονομικό πλαφόν του ‘ευρωπαϊκού μέσου όρου’; Η Ελλάδα είναι ‘ίδια’ με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ; Δεν υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα στο επίπεδο της πραγματικής παραγωγής; Και αν υπάρχει, τότε αυτό πώς καλύπτεται; Πάλι με την προσφυγή στην εύκολη καραμέλα της δίκαιης φορολογίας;
Ως προς το κράτος, σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν δύο στρατηγικές. Η μία είναι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική του μνημονίου, που βλέπει τον περιορισμό των κρατικών δαπανών, ως τσάκισμα των μικρών και μεσαίων δημοσίων υπαλλήλων, και δραστικής συρρίκνωσης του δημοσίου τομέα. Δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της. Πρώτον, όπως συνέβη και στην Σοβιετική Ένωση με αντίστοιχες θεραπείες σοκ, αυτή η στρατηγική συσπειρώνει γύρω της το κομμάτι των επιφανέστερων κλεπτοκρατών, καθώς ποντάρουν να μεταβληθούν μέσα σε μια νύχτα από κηφήνες της διασπάθισης του δημόσιου πλούτου σε μάνατζερ. Δεύτερον, η στρατηγική αυτή δεν προωθείται προκειμένου να καταπολεμηθεί αυτή καθ’ αυτή η γραφειοκρατία, αλλά η τελευταία χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την υπονόμευση της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας του ελληνικού κράτους εν γένει: Το νεοφιλελεύθερο κράτος της Τρόικας, είναι εκ των πραγμάτων ένα αποικιοποιημένο κράτος, μια διοίκηση που αναλαμβάνει να στρώσει το έδαφος για την λεηλασία του εθνικού πλούτου της χώρας από τους αποικιοκράτες.
Η δεύτερη, προϋποθέτει την έξοδο από τον φαύλο κύκλο της κλεπτοκρατίας και του παρασιτισμού. Προκρίνει την μείωση των κρατικών δαπανών, και την εξυγίανση του δημόσιου τομέα, μέσα από την πάταξη της κλεπτοκρατίας, και τη διάλυση της διαπλεκόμενης μαφίας που λυμαίνεται τους θεσμούς της ελληνικής δημοκρατίας.
Αυτή η πολιτική προκρίνει την επέκταση του δημόσιου τομέα σε ό,τι αφορά στη σφαίρα των δημόσιων αγαθών, και την αύξηση των κρατικών επενδύσεων σε ό,τι έχει να κάνει με την παραγωγική ανασυγκρότηση, την τεχνολογική καινοτομία, την έρευνα και την επένδυση. Και ταυτόχρονα αξιώνει την γεωγραφική και διοικητική αποκέντρωση του κράτους, και τον ολικό επαναπροσδιορισμό της λειτουργίας των θεσμών με μια μεταρρύθμιση που θ’ αγγίξει ακόμα και το Σύνταγμα, μεταβάλλοντας τον ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης, εισάγοντας λογικές συμμετοχικής δημοκρατίας κ.ο.κ.
Σ’ αυτό το σημείο, ο ΣΥΡΙΖΑ πραγματικά δεν έχει να προτείνει τίποτα καλύτερο, παρά από την ανακαίνιση μιας παλαιοπασοκικής λογικής που θέλει: ‘και την πίττα ολάκερη, και τον σκύλο χορτάτο’. Έτσι, διαβάζουμε μόνο αύξηση των δαπανών, ενώ η εξυγίανση και πάταξη της γραφειοκρατίας έχει διακηρυκτικό χαρακτήρα, αφού δεν συγκεκριμενοποιείται στην στοχοποίηση των συγκεκριμένων δικτύων της κλεπτοκρατίας που ιδιοποιούνται, κατατρώγουν και εκφυλίζουν κατά τα τελευταία χρόνια κάθε έννοια δημόσιου τομέα.
Ρεσιτάλ ταχυδακτυλουργίας
Ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαταλείπει την καραμέλα της ‘φορολόγησης του πλούτου’ μόνο δύο φορές, όπου είναι προφανές ότι πρέπει να τοποθετηθεί συγκεκριμένα για την άμεση εύρεση πόρων μιλάει για το… ΕΣΠΑ, την επιστροφή των καταθέσεων, και τα δάνεια από τρίτες χώρες (υπονοώντας την Ρωσία ή την Κίνα):
Προτεραιότητές μας είναι:
→ η δημιουργία συνθηκών ανακοπής της διαρροής καταθέσεων στο εξωτερικό και επιστροφής καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα.
→ η αύξηση των δημόσιων εσόδων μέσω της φορολογικής μεταρρύθμισης, της πάταξης της φοροδιαφυγής, της περιστολής της εισφοροδιαφυγής και της παραοικονομίας.
→ η υπογραφή συμφωνιών για τη διασφάλιση της φορολόγησης των καταθέσεων στο εξωτερικό μέχρι τη λειτουργία του περιουσιολόγιου.
→ η αναστολή της πληρωμής των τόκων στο πλαίσιο μιας νέας συμφωνίας για το χρέος.
→ ο επανασχεδιασμός και επιτάχυνση της απορροφητικότητας του ΕΣΠΑ και άλλων ευρωπαϊκών κονδυλίων.
→η πλήρης διερεύνηση και αξιοποίηση δυνατοτήτων αναπτυξιακών συνεργασιών με τρίτες χώρες, στο πλαίσιο μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής και άσκησης οικονομικής διπλωματίας.
Είναι εντελώς παράδοξο, όμως, να ισχυρίζεται κάποια πολιτική δύναμη ότι είναι σε θέση ταυτόχρονα να έρθει σε ρήξη με την «Γερμανική Ευρώπη» πάνω στα ζητήματα του μνημονίου και των λαοκτόνων μέτρων που θέλουν να επιβάλουν στην Ελλάδα, και να συνεχίσει να αντλεί κανονικά πόρους από το ΕΣΠΑ. Να εξαπολύσει ένα πραγματικό κυνηγητό της φοροδιαφυγής και να στριμώξει τη γωνία τα υψηλά εισοδήματα, ενώ ταυτόχρονα θα έρθει σε… συμφωνία μαζί τους για την επιστροφή των καταθέσεων στην Ελλάδα. Στην ίδια λογική του μαθητευόμενου μάγου, ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι θα αναπτύξει σχέση με τους Ρώσους και τους Κινέζους, ενώ παράλληλα να θεωρεί ότι:
Η Ελλάδα, όπως και οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας, πρέπει να ενισχυθούν είτε με άτοκη χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων είτε με εναλλακτικούς τρόπους χρηματοδότησης στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης [….]. Συμπληρωματικά, τα ευρωομόλογα μπορούν να αποτελέσουν ένα εργαλείο συγχρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας.
Η Ελλάδα στη σημερινή της κατάσταση μπορεί ταυτόχρονα να αμφισβητήσει την μονομερή δυτικοκεντρική στρατηγική που επιβάλει η Ε.Ε. στην χώρα μας, με το να στραφεί σε χώρες που έχουν ανταγωνιστική σχέση με τις Βρυξέλλες, και να συνεχίζει να ζητάει κεφάλαια από την… Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα όπως είναι η εθνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών!
Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαναγκάζεται να προβεί σε τέτοιες ταχυδακτυλουργίες, γιατί προσπερνάει το προφανές: Ότι η κρίση του μοντέλου αντιμετωπίζεται μόνο στα πλαίσια ενός διαφορετικού μοντέλου. Και αυτό προϋποθέτει μια στρατηγική τομή με το πολιτικό σύστημα της ύστερης μεταπολίτευσης.
Ο παρασιτισμός αντιμετωπίζεται με μόνο μία συνταγή: Την αποφασιστική στροφή της ελληνικής οικονομίας στο εσωτερικό, την ενίσχυση της αγροτικής και της μικρής βιομηχανικής παραγωγής για την αυτάρκεια της χώρας. Κάτι που ένας από τους βασικούς συντελεστές της οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, ο Γιάννης Μηλιός, απορρίπτει και καταγγέλλει εδώ και πολλά χρόνια ως «οικονομικό εθνικισμό».
Μόνο μια τέτοια ανατροπή του μοντέλου μπορεί να αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία μπορούν να λειτουργήσουν πολιτικές αναδιανομής, δίκαιης φορολογίας, και προστασίας της εργατικής δύναμης. Διότι μια τέτοια ανατροπή καταργεί τους συσχετισμούς στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Σε διαφορετική περίπτωση, είσαι καταδικασμένος να διαμαρτύρεσαι ότι το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, βλέποντάς το να φεύγει από τη χώρα, εκμηδενίζοντας τα κρατικά έσοδα.
Το ανέφικτο της οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει μια βαθύτερη αλήθεια, που μας χτύπησε την πόρτα το 2009 με την απόπειρα της Λούκας Κατσέλη, να καταρτίσει ένα πράσινο-κεϋνσιανό συμμετοχικό πρόγραμμα διακυβέρνησης. Η μεγέθυνση του παρασίτου δεν είναι εφικτή υπό καμία πολιτική ηγεμονία. Ούτε της νεοφιλελεύθερης του Αντώνη Σαμαρά, ούτε της κεντροαριστερής του Βενιζέλου, αλλά και ούτε της αριστερής διακυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα. Αυτό είναι και το βαθύτερο μάθημα που μπορούμε να αντλήσουμε από την τραγική κατάληξη της λογικής του ‘λεφτά υπάρχουν’ που πρόκρινε ο Γιώργος Παπανδρέου το 2009. Αλλά δυστυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση προβάλλοντας ως πολιτική ανασύνθεση το… φλερτ με τη Λούκα Κατσέλη…
Δύο υστερόγραφα για την οικονομική πολιτική:
Α) Το μόνο μέτρο το οποίο είναι ικανό να αποκαταστήσει την αδικία που συντελέστηκε με τα δύο μνημόνια, αλλά και να προσφέρει πραγματικούς πόρους στο υπό δημοσιονομική ασφυξία ελληνικό κράτος είναι ένα εσωτερικό ομολογιακό δάνειο, αναγκαστικό για τις άρχουσες τάξεις και τις πολιτικές ελίτ της χώρας. Είναι πολύ ρεαλιστικό, στο όνομα μιας εθνικής συστράτευσης, να ζητείται κάτι τέτοιο –παρά να παρακαλούμε τους μεγάλους καρχαρίες να πληρώσουν τους φόρους τον επόμενο χρόνο ή να πασχίζουμε να έρθουμε σε συνεννόηση με τους εφοπλιστές, όπως υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο υποστήριξε μόνον ο Μανώλης Γλέζος, για να σπεύσει μετά το ίδιο του το σχήμα να το αναιρέσει, για να διασκεδάσει τους φόβους του κατεστημένου που ξέσπασε σε εντονότατες διαμαρτυρίες. Η υποχώρηση σ’ ένα τόσο πολύ σοβαρό ζήτημα, που αποτελεί βασικό κριτήριο για την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης στην ελληνική κοινωνία, δημιουργεί σοβαρότατες αμφιβολίες για το σθένος και την αποφασιστικότητα που διαθέτει το ρεύμα της αριστερής διακυβέρνησης.
Β) Ο ελληνικός λαός, τα τελευταία δύο χρόνια προέβη σε εκτεταμένη, μαζική κλίμακα, σε ενέργειες που είχαμε να δούμε χρόνια. Μέσω των σχέσεων αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας που στήθηκαν σε κάθε γειτονιά, ενεργοποίησε το ιστορικό κοινοτικό του ένστικτο στήνοντας δεκάδες πρωτοβουλίες παράκαμψης των μεσαζόντων, ανταλλαγών δίχως χρήμα, πρωτοβουλίες ελεύθερης παροχής πρωτοβάθμιας ιατρικής φροντίδας. Το κίνημα της ‘πατάτας’, όπως το ονόμασαν τα ΜΜΕ, σε μια προσπάθεια να το προβάλουν επιδερμικά και επιπόλαια στην πραγματικότητα υπήρξε ένα μεγάλο κίνημα λαΪκής αλληλοβοήθειας που παρήγαγε απτά αποτελέσματα: Έριξε τις τιμές των προϊόντων, και ανακούφισε πάρα πολλές οικογένειες σε όλη την Ελλάδα από άμεσα προβλήματα επιβίωσης.
Μια ‘κυβέρνηση του λαού’, που φιλοδοξεί να αναδείξει ένα εναλλακτικό μοντέλο απέναντι στο τέλμα των πελατειακών σχέσεων, της διάλυσης των κρατικών δομών, και της εκποίησης των δημόσιων αγαθών, πρέπει να στηρίζεται αποφασιστικά σε αυτό το πηγαίο λαϊκό φαινόμενο. Όπως εξάλλου συμβαίνει με τα αυθεντικά εγχειρήματα ριζοσπαστικής αντίστασης, που εξελίσσονται σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο, και ιδιαίτερα στην Λατινική Αμερική. Εντούτοις, στα πλαίσια του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ κατέχουν εντελώς διακοσμητικό ρόλο, και υποσκελίζονται από μια παλαιοκρατικιστική αντίληψη για την πρόνοια, και τα επιδόματα. Ωστόσο, με τη δεδομένη διάλυση που επικρατεί στους κρατικούς θεσμούς, μόνο λογική που λαμβάνει πραγματικά υπόψη αυτές τις δυναμικές, και δεν τις αναφέρει εν είδει προεκλογικού φο μπιζού, μπορεί να οδηγήσει σε μια πραγματική αποκατάσταση των δημόσιων, κοινωνικών αγαθών.
Β. Τιμωρία των υπευθύνων: Ένας εγκληματικός ιστορικός συμβιβασμός;
Η κυβέρνηση Παπανδρέου διέπραξε εγκλήματα κατά τις χώρας και του ελληνικού λαού. Αποδεδειγμένα μεθόδευσε, μαζί με τον τότε πρόεδρο του ΔΝΤ, την υπαγωγή της Ελλάδας σε αυτό, περνώντας στον λαιμό της χώρας τη θηλιά, που διαρκώς σφίγγει μετά από κάθε δανειακή σύμβαση και μνημόνιο.
Το έγκλημα αυτό είναι το αποκορύφωμα μιας κλεπτοκρατικής δραστηριότητας την οποία καθιέρωσε στη χώρα μας το ΠΑΣΟΚ, με τη Νέα Δημοκρατία να το ακολουθεί.
Παρά το γεγονός ότι ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ μιλάει για την τιμωρία των υπευθύνων, στο πρόγραμμα του δεν αναφέρεται καμία σχετική λεπτομέρεια. Το μόνο που γνωρίζουμε, μέσα από δηλώσεις και συνεντεύξεις, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προτίθεται να ανοίξει ξανά ο φάκελος της Ζήμενς στη Βουλή.
Η Βουλή δεν τόλμησε να πάρει καν κατάθεση από τον Κωνσταντίνο Σημίτη, για τα χρήματα που εξασφάλιζε ο Τσουκάτος μέσω της Ζήμενς για το ΠΑΣΟΚ. Πώς θα ανοίξει ζητήματα που καίνε βασικούς παράγοντες του κοινοβουλευτικού βίου, και που, σε τελευταία ανάλυση, αναδεικνύουν την ίδια την αποτυχία του κοινοβουλευτικού ελέγχου να αποτρέψει την τέλεσή τους;
Η τιμωρία την υπευθύνων είναι βασική προϋπόθεση ώστε να αποκατασταθεί η κοινωνική δικαιοσύνη στη χώρα μας. Κανένας δεν μπορεί να προχωρήσει στις τομές που χρειαζόμαστε ως χώρα, προκειμένου να επιβιώσουμε, αν δεν απαντήσει επαρκώς και ικανοποιητικά σ’ αυτήν την πρόκληση.
Σε αυτά τα πλαίσια, η καταγγελία του δικομματισμού δεν αρκεί.. Όποιος θέλει πραγματικά να προκαλέσει μια ειρηνική επανάσταση στη χώρα, πρέπει να προχωρήσει σε ανοιχτή καταγγελία του κλεπτοκρατικού κατεστημένου και έμπρακτα να έρθει σε αντιπαράθεση μαζί του, παραπέμποντας τους επικεφαλής σε ειδικό πολιτικό δικαστήριο.
Ούτως ή άλλως, αυτή είναι και η ετυμηγορία του ελληνικού λαού, την οποία δεν εκφράζει μόνο μέσα από τις δημοσκοπήσεις και τις έρευνες, αλλά την εξέφρασε αγωνιστικά κατά τα τελευταία δύο χρόνια, μέσα από τους δρόμους και τις πλατείες.
Γ. Η Ελλάδα στην Ευρώπη: Ανυπαρξία στρατηγικής
Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και οι ομιλίες του επικεφαλής και των στελεχών που πλαισίωσαν την παρουσίασή του, δεν έκαναν ούτε μια νύξη στη θεμελιώδη, αποφασιστική ανισορροπία ισχύος που γέννησε τις πολιτικές των μνημονίων: Την ύπαρξη μιας Ευρώπης δύο ταχυτήτων, και τη διεύρυνση του χάσματος που υφίσταται μεταξύ τους, από την αξίωση της Γερμανίας να μεταβάλει την Ε.Ε. σε δική της ηγεμονία. Η λογική των μνημονίων αποτελεί αιχμή του δόρατος της γερμανικής Ευρώπης.
Η κατάσταση είναι ξεκάθαρη. Ο παγκόσμιος οικονομικός ανταγωνισμός αναγκάζει τη Γερμανία να μεταβάλει την αρχιτεκτονική της Ευρώπης, έτσι ώστε να αντέξει την πίεση της Κίνας και των λοιπών χωρών της Ανατολικής Ασίας. Τούτο το επιτυγχάνει μεταβάλλοντας ριζικά τον ρόλο που παίζει γι’ αυτήν ο ευρωπαϊκός Νότος. Μέχρι τώρα, εντός της Ε.Ε., ο ευρωπαϊκός Νότος έπαιζε τον ρόλο μιας μεγάλης αγοράς για τα γερμανικά προϊόντα. Σήμερα αυτό αλλάζει, και το νέο μοντέλο προβλέπει ότι οι πάλαι ποτέ καταναλωτικές αγορές, που αντιπροσώπευαν οι κοινωνίες του Νότου, θα μεταβληθούν σε αποικίες, από όπου ο επικυρίαρχος της Ευρώπης θα αποκτήσει πρόσβαση σε φυσικούς πόρους, σε ρεζέρβες φτηνού εργατικού δυναμικού, και σε ένα άνεργο, προς λεηλασία, εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό.
Η καταγγελία αυτής της κατάστασης, και η επεξεργασία μιας στρατηγικής για την αντιμετώπισή της, θα έπρεπε να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή ενός κόμματος που φιλοδοξεί να ανατρέψει τη λογική των μνημονίων και της ριζικής εξαθλίωσης της Ελλάδας.
Ωστόσο, ο ρόλος της Γερμανίας και η συγκρότηση μιας Ευρώπης δύο ταχυτήτων δεν θίγεται ούτε καν συνθηματολογικά, παρά επιμένουν να στοχοποιούν γενικά και αόριστα τους κερδοσκόπους και τη λιτότητα.
Πίσω από αυτήν την παράλειψη, κρύβεται επί της ουσίας η ανυπαρξία οποιασδήποτε συγκεκριμένης ευρωπαϊκής στρατηγικής για την Ελλάδα. Το πρόβλημα στην ουσία του προκύπτει από το γεγονός ότι ο ευρωκεντρισμός του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί σήμερα ανασταλτικό παράγοντα στη διαμόρφωση μιας αυθεντικά ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Και τούτο διότι, πέρα από τις απαραίτητες και επιβεβλημένες συμμαχίες με τον ευρωπαϊκό Νότο, για να επιτευχθεί μια ισορροπία, απαιτούνται και συμμαχίες εκτός Ευρώπης. Απαιτείται ένα όραμα μιας ολοκληρωμένης Ευρώπης, όπου η ισχύς των κεντροευρωπαϊκών δυνάμεων ή των ατλαντικών θα εξισορροπείται από την ένταξη του ανατολικού πόλου ισχύος της ευρωπαϊκής ηπείρου, της Ρωσίας, καθώς και εκείνης των Βαλκανίων. Κοινώς, μια αυθεντικά ευρωπαϊκή πολιτική προϋποθέτει ότι η Ελλάδα θα αποκτήσει βαλκανική πολιτική και ευρύτερες σχέσεις με την Ανατολική Ευρώπη.
Αντ’ αυτού, ο ΣΥΡΙΖΑ μιλάει γενικόλογα για τη βαλκανική συνεργασία ή για έναν βαλκανικό οικολογικό χάρτη. Είναι γεγονός ότι ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ και διάφορα στελέχη έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιήσει τη δυνατότητα ανάπτυξης σχέσεων με τη Ρωσία, ως διαπραγματευτικό χαρτί, και ως απειλή έναντι των Ευρωπαίων. Εντούτοις, αυτό που απαιτείται σήμερα είναι κάτι παραπάνω από μια μπλόφα σ’ ένα διαπραγματευτικό πόκερ.
Η κατάρτιση ευρωπαϊκής εθνικής στρατηγικής είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να αποτινάξουμε από πάνω μας τον ρόλο του επαίτη και της αποικίας που μας έχει επιβάλει το μνημόνιο. Δίχως ευρωπαϊκή εθνική στρατηγική, που περνάει μέσα από την ενεργοποίηση του μόνου πλεονεκτήματος που διαθέτει πλέον η χώρα μας (αν δεν το έχουμε εκχωρήσει και αυτό), του γεωπολιτικού, δεν μπορούμε να καταγγείλουμε το μνημόνιο δίχως να μας εξαναγκάσουν στην αποχώρηση από την Ευρωζώνη.
Η μόνη στάση που μπορεί να ανοίξει ρήγματα στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, δημιουργώντας καλύτερους συσχετισμούς για τη χώρα μας, είναι η καταγγελία του ρόλου και της πολιτικής της Γερμανίας. Ήδη, η γερμανική μονομέρεια έχει δημιουργήσει σε κάθε γωνιά της Ευρώπης αντισυσπειρώσεις. Εξάλλου, το διάχυτο αντιγερμανικό αίσθημα είναι αυτό που έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο στο να καταδικαστεί εκλογικά ο Σαρκοζί – και δίχως αυτό δεν θα ήταν σε θέση ο άχρωμος και άοσμος Φρανσουά Ολλάντ να ανεβεί στην εξουσία.
Η Ελλάδα, λόγω της βαριάς κατοχής που υπέστη κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τις καταστροφές και την εκατόμβη των θυμάτων που προκάλεσαν οι Γερμανοί, έχει το ιστορικό βάρος που απαιτείται προκειμένου να θέσει στην Ευρώπη το πρόβλημα της νέας γερμανικής κηδεμονίας. Οι αποζημιώσεις ή έστω το κατοχικό δάνειο που ποτέ δεν επέστρεψε είναι το καλύτερο μέσο, καθώς διά μέσω αυτού αποκαλύπτεται πολύ χαρακτηριστικά η ουσία του γερμανικού σωβινισμού και της αδιαλλαξίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει το συμβολικό κύρος για να θέσει κάτι τέτοιο στο πρόσωπο του Μανώλη Γλέζου. Και είναι πέρα από κάθε πολιτική λογική, εντελώς απαράδεκτο το γεγονός ότι αυτή η συμβολική δυναμική υποσκάπτεται από το ίδιο το κόμμα του!
Δ. Ελλάδα και Τουρκία και «επανένωση της Κύπρου»: Άρνηση των βασικών γεωπολιτικών δεδομένων της ευρύτερης περιοχής
«Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε κρίσιμη καμπή. Η Τουρκία επιδιώκει την ανάδειξή της σε ηγεμονική δύναμη στην περιοχή, ανταγωνιζόμενη το Ισραήλ. Οι εντάσεις και η αμφισβήτηση της εθνικής μας κυριαρχίας και της εδαφικής μας ακεραιότητας είναι καθημερινές και συνεχείς. Απαιτούνται πρωτοβουλίες για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών με διάλογο στη βάση του διεθνούς δικαίου και του αμοιβαίου σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας και του απαραβίαστου των συνόρων, κανόνες καλής γειτονίας και πολύμορφης συνεργασίας» (Θ. Δρίτσας, 1.06.12)
«Η χώρα μας, αλλά και η Κύπρος, υποστήριξε και υποστηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Δεν είδαμε όμως μέχρι σήμερα κάποιο αποφασιστικό βήμα από την άλλη μεριά, για την αποκατάσταση των μεγάλων αδικιών. Ούτε καν κάποιο θετικό βήμα προς τη δίκαιη επίλυση του Κυπριακού, παρά τις ειλικρινείς προσπάθειες του πρόεδρου Χριστόφια. Η αλήθεια είναι ότι δε θα μπορέσουμε να κάνουμε πολλά πράγματα, αν και από την άλλη πλευρά του Αιγαίου δεν υπάρξει ανταπόκριση. Η προσέγγιση και η συνεργασία χρειάζονται εκατέρωθεν βήματα, δεν γίνονται μονομερώς. Σε αυτή τη κατεύθυνση θα προτείνουμε στους γείτονες άμεσα να προχωρήσουμε σε μορατόριουμ στις περαιτέρω αγορές μειζόνων αμυντικών συστημάτων» (Αλέξης Τσίπρας 1.06.12).
Το να παραγνωρίζεται ότι το κυπριακό είναι ζήτημα εισβολής και κατοχής, το να παραγνωρίζεται ότι σήμερα η Τουρκία απειλεί την ελευθερία και την ανεξαρτησία των Ελλήνων, αποτελεί ένδειξη παντελούς έλλειψης ρεαλισμού.
Η ανάδυση της Τουρκίας σε περιφερειακό πόλο ισχύος δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με τόσο ελαφρύ τρόπο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι φοιτητική παράταξη να απευθύνει εκκλήσεις και ευχολόγια, είναι δύναμη που μπορεί να βρεθεί στην κυβέρνηση. Και τότε θα αντιμετωπίσει μια συστηματική πολιτική υπαγωγής της Ελλάδας στην τουρκική σφαίρα επιρροής.
Προφανώς, απέναντι σε αυτή την αξίωση ηγεμονίας που εγείρεται σ’ έναν τεράστιο γεωγραφικά χώρο, που περιλαμβάνει τα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, η έκκληση για αμοιβαία μείωση στους εξοπλισμούς δεν είναι παρά αστεία. Φανταστείτε τη Βενεζουέλα, την οποία αρέσκεται να επικαλείται ο Αλέξης Τσίπρας, να κάνει έκκληση στους Αμερικάνους για αμοιβαία μείωση των εξοπλισμών.
Η υιοθέτηση από την πλευρά της Ελλάδας μιας τέτοιας πολιτικής, όπως αυτήν που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ισοδυναμεί επί της ουσίας με την αποδοχή της τουρκικής κηδεμονίας στην ευρύτερη περιοχή – γεγονός εγκληματικά παράδοξο για μια δύναμη που αξιώνει ν’ αναφέρεται στον αντι-ιμπεριαλισμό και στους αγώνες των εθνών ενάντια στους επεκτατισμούς άλλων εθνών.
Μ’ αυτά τα πράγματα, όμως, δεν παίζουμε. Η γεωπολιτική και η κυριαρχική κρίση είναι χειρότερη από την οικονομική κρίση. Οι οικονομίες καταρρέουν και μπορούν να ανοικοδομηθούν. Ωστόσο, η ανεξαρτησία και η κυριαρχία ενός λαού εξασφαλίζεται με αίμα και θυσίες, και όταν χαθεί πολύ δύσκολα κατακτιέται πίσω –πόσο μάλλον όταν, αυτή τη στιγμή, ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ του δυνάμει κυρίαρχου και του δυνάμει κυριαρχούμενου είναι κατά πολύ αρνητικότερος των αρχών του 19ου αιώνα, όταν με νύχια και με δόντια εξασφαλίσαμε μια κουτσουρεμένη ανεξαρτησία.
Είναι πολύ επικίνδυνο το γεγονός ότι, στην πραγματικότητα, η αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ για τις διεθνείς σχέσεις δεν αντιτίθεται στον εθνικισμό, όπως εμφατικά δήλωσε ο Θ. Δρίτσας κατά την παρουσία του προγράμματος του εκλογικού σχήματος, αλλά στην ίδια την πραγματικότητα, γεγονός που θα το πληρώσει ακριβά όλος ο ελληνικός λαός.
Και είναι άκρως εγκληματικό το γεγονός ότι, παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται σήμερα ως δύναμη ανατροπής του δικομματισμού, αποπειράται να συνεχίσει –στην πιο αυθεντική της έκφραση, μάλιστα– την πολιτική την οποία καθιέρωσε ο Γεώργιος Παπανδρέου, και συνέχισε με την ίδια αφοσίωση η Ντόρα Μπακογιάννη.
Εδώ ακριβώς, ελλοχεύει και η μεγαλύτερη διολίσθηση του ΣΥΡΙΖΑ, η πιο τρανταχτή υιοθέτηση πολιτικών των δυνάμεων του μνημονίου. Δεν είναι τυχαίο ότι η Τρόικα ευνοεί με κάθε τρόπο την ενίσχυση της ‘ειρηνικής οικονομικής συνεργασίας και της ανάπτυξης’ με την Τουρκία, ενθαρρύνοντας την να συμμετέχει με επενδύσεις στις ειδικές οικονομικές ζώνες της Θράκης, ή στο Ανατολικό Αιγαίο. Και όλα αυτά υπό τις ευλογίες της Μέρκελ, που στηρίζεται αποφασιστικά στον άξονα Άγκυρας-Βερολίνου για να ‘ειρηνεύσει’ και να αναδιατάξει την Βαλκανική βάσει των συμφερόντων της.
Ε. Μεταναστευτικό: Προσχηματική αντιμετώπιση του μεγαλύτερου κοινωνικού ζητήματος της χώρας.
«Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ανάληψη διεθνών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση των αιτιών των μετακινήσεων πληθυσμών. Η διαπραγμάτευση ενός νέου Ευρωπαϊκού Πλαισίου Μεταναστευτικής Πολιτικής, με αναλογική και ισότιμη κατανομή βαρών στα κράτη-μέλη και με διεκδίκηση ουσιαστικής και αποτελεσματικής ευρωπαϊκής στήριξης της πολιτικής που ασκείται σε εθνικό επίπεδο. Με την σταδιακή παραχώρηση ταξιδιωτικών εγγράφων για το μεγάλο όγκο των μεταναστών που επιθυμούν να αποχωρήσουν από το ελληνικό έδαφος. Με τον εξορθολογισμό του νομικού και θεσμικού πλαισίου για την νομιμοποίηση των μεταναστών που ζουν και εργάζονται στη χώρα μας και την ισότιμη ένταξή τους. Με την αποτελεσματική πάταξη των κυκλωμάτων σύγχρονης δουλείας-trafficking γυναικών, παιδιών, ανδρών, ατόμων με ειδικές ανάγκες, κυκλωμάτων που εμπορευματοποιούν μετανάστες και πρόσφυγες». (Αλέξης Τσίπρας, 1.06.12).
Η έλευση ογκούμενων μεταναστευτικών ρευμάτων και η εγκατάστασή τους στην ελληνική κοινωνία συνετέλεσε στον μεγαλύτερο κοινωνικό μετασχηματισμό που βίωσε η χώρα μας κατά τα τελευταία 25 χρόνια. Η εκτεταμένη υποκατάσταση της εγχώριας εργατικής δύναμης από τη φτηνή, συχνά παράνομη και σε οποιαδήποτε περίπτωση υπαγόμενη σε περισσότερη εκμετάλλευση, ξένη εργατική δύναμη δημιούργησε συνθήκες «οιονεί δουλοκτησίας» στην Ελλάδα. Ξαφνικά, μια κοινωνία ψημένη στην κουλτούρα του μόχθου και της τιμιότητας, άρχιζε να εμφανίζει χαρακτηριστικά που θυμίζουν την παρακμή της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: Αποκτήσαμε ξένους να εργάζονται για εμάς, εμείς κάναμε τους διευθυντές και τα αφεντικά, και στο επίκεντρο της κοινωνίας μας θέσαμε τη σχόλη και την καταναλωτική απόλαυση!
Μια ακριτική κοινωνία 10 εκατομμυρίων, όμως, που διαθέτει πενιχρές παραγωγικές δυνάμεις και αντιμετωπίζει μεγάλες γεωπολιτικές προκλήσεις, δεν αντέχει τέτοιο ξεχείλωμα! Γι’ αυτό και το τίμημα ήταν μια βαθιά ρήξη στον κοινωνικό και τον εθνικό ιστό της χώρας.
Όμως, όλα αυτά ήταν ψιλά γράμματα για τις άρχουσες τάξεις. Γι’ αυτό επέτρεψαν να δημιουργηθεί ένα προηγούμενο ολοκληρωτικής απορρύθμισης της ελληνικής μεταναστευτικής πολιτικής και της ελληνικής αγοράς εργασίας, ενώ η χώρα έγινε ξέφραγο αμπέλι, την ίδια στιγμή που έχει την ατυχία να αποτελεί τον κύριο πυλώνα της μεγαλύτερης μετακίνησης ανθρώπινων πληθυσμών προς τη Δύση, που έχουμε γνωρίσει κατά τους τελευταίους 8 αιώνες.
Απέναντι σ’ αυτήν την κατάσταση δεν είναι δυνατόν ένα κόμμα που ισχυρίζεται ότι δρα προς το συμφέρον του ελληνικού λαού, να υιοθετεί τόσο προσχηματικές πολιτικές έναντι της μετανάστευσης, οι οποίες μάλιστα υιοθετούν υψηλού ρίσκου επιλογές.
Εξηγούμαστε: Δεν είναι δυνατόν, και όταν κάθε διεθνής οργανισμός επιμένει ότι το φαινόμενο της μετανάστευσης προς την Ελλάδα θα επιταθεί, ο ΣΥΡΙΖΑ να λέει ότι θα αντιμετωπίσει το ζήτημα μόνον με τη χορήγηση ταξιδιωτικών εγγράφων ή μέσα από μια γενικόλογη επίκληση στην ανάγκη ύπαρξης κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής απέναντι στο ζήτημα.
Το δίλημμα που τίθεται αυτή τη στιγμή είναι το εάν η Ελλάδα θα καταφέρει να μετριάσει αυτό το φαινόμενο ή αν θα μεταβληθεί σε μια ζούγκλα, όπου όλοι θα στρέφονται εναντίον όλων, και θα σπαράσσεται από τον εθνικό φατριασμό, όπως συνέβη κατά τις τελευταίες δεκαετίες με το Λίβανο.
Το πρώτο μπορεί να το κάνει ελέγχοντας τα σύνορά της, βοηθώντας πολλούς από τους ανθρώπους αυτούς να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, εφόσον οι χώρες στις οποίες επιθυμούν να κατευθυνθούν αρνούνται να τους δεχτούν, και ταυτόχρονα υιοθετώντας μια σοβαρή πολιτική ενσωμάτωσης των ανθρώπων που είναι ήδη εδώ. Σε αυτό το σημείο πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι: Οποιαδήποτε πολιτική ενσωμάτωσης προϋποθέτει τη σταθεροποίηση και τον έλεγχο του φαινομένου στα ελληνικά σύνορα. Με τη σειρά του, παράπλευρη προϋπόθεση για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι να καταγγείλουμε την Τουρκία, που συστηματικά προωθεί τους μετανάστες από την Αφρική και την Κεντρική Ασία προς την Ελλάδα, στα πλαίσια μιας λογικής πρόκλησης ασύμμετρων απωλειών.
Προφανώς, βασικός υπεύθυνος για τη μετανάστευση είναι η αποικιοκρατία και η συστηματική εκμετάλλευση που υπέστη ο υπόλοιπος πλανήτης από τη Δύση κατά τους τελευταίους αιώνες. Η Ελλάδα θα πρέπει να καταγγείλει το γεγονός αυτό σε όλους τους ευρωπαϊκούς και παγκόσμιους οργανισμούς, γιατί ακριβώς αυτή τη στιγμή οι μεγάλες δυνάμεις της Δύσης μετακυλύουν αυτό το δυσβάσταχτο κόστος πάνω της. Και, προφανώς, χρειάζεται να υπάρξει μια συντονισμένη πολιτική γύρω από αυτό το θέμα από τους βασικούς υπεύθυνους του προβλήματος. Πολιτικές που να συνδυάζουν λογικές ενσωμάτωσης, και λογικές άρσης των πραγματικών αιτιών που δημιουργούν το πρόβλημα, μέσω της χρηματοδότησης των φτωχών χωρών.
Αλλά προϋπόθεση για να γίνουν όλα αυτά, είναι να… υπάρχει και να είναι βιώσιμη η ελληνική κοινωνία. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν ελεγχθούν τα σύνορα και δεν μετριαστούν τα μεγέθη των ρευμάτων που καταφθάνουν, μέσω της επιστροφής των ανθρώπων στις χώρες προέλευσής τους. Για όποιον θέτει ανθρωπιστικές ενστάσεις σε αυτήν την απαραίτητη προϋπόθεση, είναι σαφές ότι η κατάσταση που τείνει να διαμορφωθεί σήμερα στην Ελλάδα, βάσει μιας πολιτικής που είναι επί της ουσίας πολιτική ανοιχτών συνόρων, δεν έχει τίποτε το ανθρωπιστικό. Ούτε, βεβαίως, είναι ανθρωπιστικό να στερείς από μια κοινωνία τους όρους επιβίωσής της στο όνομα μιας ιδεοληψίας.
Η πολιτική που προκρίνει ο ΣΥΡΙΖΑ για το μεταναστευτικό δεν διασφαλίζει την απρόσκοπτη επιβίωση του ελληνικού λαού. Γι’ αυτό και η διάλυση της ελληνικής κοινωνίας θα είναι και το μεγαλύτερο τίμημα που θα πληρώσει η χώρα, αν όντως υλοποιηθεί αυτή η πολιτική. Το μικρότερο τίμημα που θα βιώσουμε είναι ότι αυτή η πολιτική θα καταστήσει τη Χρυσή Αυγή προνομιακό συνομιλητή ογκούμενων στρωμάτων που εξαθλιώνονται μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση.
Δυστυχώς, και σ’ αυτό το επίπεδο, ο ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύεται εγκληματικά ανεπαρκής. Βεβαίως, στο γεγονός έχει παίξει πολύ μεγάλο ρόλο το ότι, όλο τον προηγούμενο καιρό, οι διανοούμενοι αυτού του ρεύματος συνέβαλαν καθοριστικά, μέσω των ΜΜΕ και των πανεπιστημίων, στη διαμόρφωση ενός ιδεολογικού άλλοθι στην πρακτική των αρχουσών τάξεων σε σχέση με τη μετανάστευση.
Τώρα όμως τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά και δεν παίρνουν άλλες διολισθήσεις σε σχέση με το ζήτημα. Και οι λεονταρισμοί του Αλέξη Τσίπρα δεν μπορούν παρά να επιδεινώσουν την κατάσταση. Τι θα γίνει αν παρέχουμε ταξιδιωτικά έγγραφα σε όποιον άνθρωπο καταφτάνει εδώ; Δεν θα μας πετάξουν έξω από τη Σένγκεν; Δεν θα κλείσουν τα σύνορα; Αν γίνει κάτι τέτοιο, θα μεταβληθούμε από χώρα σε χώρο αναμονής των εξαθλιωμένων μετακινούμενων πληθυσμών. Και βέβαια, η επίκληση της περίπτωσης της Δανίας, η οποία βγήκε από το Σένγκεν, είναι μια αστειότητα εφάμιλλη της αλήστου μνήμης «Δανίας του Νότου» του Γεωργίου Παπανδρέου.
Στ. Η Παιδεία δεν είναι κρατικό μπακάλικο
1.Κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων για την παιδεία. Να παγώσουν όλες οι καταργήσεις –συγχωνεύσεις. Καμία απόλυση στην εκπαίδευση Να σταματήσουν όλες οι περαιτέρω μειώσεις των κονδυλίων για την παιδεία και την έρευνα. Καμία απόλυση, κατάργηση της «εργασιακής εφεδρείας» και όλων των ευέλικτων μορφών εργασίας στην εκπαίδευση.
2.Διασφάλιση της χρηματοδότησης για τις πιεστικές ανάγκες της εκπαίδευσης. Αναπροσαρμογή της διάθεσης των κονδυλίων του ΕΣΠΑ.
3. Εξασφάλιση της λειτουργίας και διοίκησης όλων των τύπων δημόσιας γενικής και τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης, καθώς και των ΑΕΙ, το Σεπτέμβριο. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να επιλυθούν όλα τα βασικά ζητήματα λειτουργίας τους (σχολικά βιβλία, συγγράμματα, λειτουργικές δαπάνες, επαναλειτουργία σχολικών και πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών)….
4. Ιδιαίτερο μέλημά μας είναι η άμβλυνση των εκπαιδευτικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Πρόγραμμα στήριξης των παιδιών με μαθησιακές και άλλες δυσκολίες καθώς και των σχολείων που λειτουργούν στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας. Επαναφορά της ενισχυτικής διδασκαλίας. Δομές αλληλεγγύης και αντιμετώπισης της φτώχειας σε σχολεία και στα ΑΕΙ. Ανασυγκρότηση μαθητικής και φοιτητικής μέριμνας – σίτισης – στέγασης. Δωρεάν προληπτικός υγειονομικός έλεγχος των παιδιών που δεν έχουν υγειονομική περίθαλψη. Αξιοποίηση όλων των ανενεργών κονδυλίων του Υπ Παιδείας για την αντιμετώπιση του υποσιτισμού των νέων, δημιουργία κοινωνικών κυλικείων είτε αυτοδιαχειριζόμενων κατά το παράδειγμα του ΑΠΘ, οργάνωση σχολικών συσσιτίων σε περιοχές με μεγάλα προβλήματα λόγω κρίσης.
Είναι πολύ απογοητευτικό να ακούει κανείς, από τον κατά τα άλλα συμπαθή Παναγιώτη Λαφαζάνη, ένα όραμα παιδείας που εξαντλείται μόνο στα κτήρια, τους μισθούς, τα διοικητικά κενά και την υλικοτεχνική υποδομή της κυβέρνησης.
H παιδεία για να μην είναι εμπόρευμα, θα πρέπει να εκπληρώνει τις ανάγκες της πνευματικής και πολιτιστικής εξύψωσης του ελληνικού λαού. Κι αυτό δεν γίνεται μονάχα διακηρυκτικά, μέσα από την επίκληση μιας δημοκρατικής και ολόπλευρης παιδείας. Πρέπει να συντελεσθεί μ’ ένα όραμα που απαντάει, στο θεμελιώδες πρόβλημά της, που δεν είναι μόνον τα ντουβάρια ή η ελλιπής χρηματοδότηση, αλλά το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα βγάζει ανθρώπους ανίκανους να διαβάσουν μια εφημερίδα, πολίτες οι οποίοι νομίζουν ότι το 1940 είπαμε ΟΧΙ στους …Τούρκους.
Εξάλλου, η θεσμική και διοικητική απαξίωση της εκπαίδευσης, είναι απόρροια ενός άλλου ευρύτερου φαινομένου που κυριάρχησε στην ελληνική κοινωνία κατά τα τελευταία 25 χρόνια: Την ολοκληρωτική απαξίωση της Παιδείας ως αυτοσκοπό για μια κοινωνία, την εξύψωση της νεόπλουτης αμορφωσιάς ως μοναδικής αξίας.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον τα τελευταία 25 χρόνια η χώρα μας απέκτησε γήπεδα και σκυλάδικα τελευταίας τεχνολογίας, ενώ τα σχολεία κατέρρεαν. Γιατί μέσα τους κατέρρεε οποιοδήποτε όραμα μόρφωσης και καλλιέργειας του ελληνικού λαού. Και βεβαίως, ως προς αυτό κύριος υπεύθυνος είναι ο εθνομηδενισμός με τον οποίον φλερτάρει ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί ακριβώς από θέσεις εξουσίας, υπονόμευσε καθοριστικά την ελληνική ιστορία, τον ελληνικό πολιτισμό, τον χαρακτήρα και την βαθύτερη ουσία της εκπαίδευσης εν γένει.
Είναι άκρως απελπιστικό μια δύναμη προοδευτική, έτοιμη να κυβερνήσει, να μην βρίσκει ούτε μια λέξη να πει για την κατάντια του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής Παιδείας.
Και όμως, δεν υπάρχει καμία δημοκρατία που να μπόρεσε να λειτουργήσει δίχως να στηριχθεί αποφασιστικά στην εθνική Παιδεία και στον πολιτισμό.
Δεν υπάρχει καμία επανάσταση που να συντελέσθηκε, δίχως να πατάει γερά τα πόδια της πάνω στην Παιδεία και τον πολιτισμό.
Και δεν υπάρχει κανένας διαφορετικός δρόμος για την πνευματική και την πολιτική ανύψωση ενός λαού, πέρα από τον δρόμο της ανύψωσης της Παιδείας και του πολιτισμού του.
Δυστυχώς, κανείς δεν έχει κατανοήσει, από σύσσωμο το ελληνικό πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης, ότι η ελληνική Παιδεία είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας. Και αυτό, στο οποίο έχουμε τις πραγματικές βάσεις για να διαπρέψουμε, και να μπορέσουμε να στηριχτούμε αποφασιστικά για να βγούμε από το παρασιτικό τέλμα, δεν είναι η «βιομηχανία του τουρισμού» (όπως την αποκάλεσε ο κατά τα άλλα οικολόγος και… πολιτικός μηχανικός Αλέξης Τσίπρας), αλλά η μεταβολή της χώρας στο διανοητικό εργαστήριο της Ευρώπης, μέσα από την αποφασιστική αξιοποίηση της ελληνικής Παιδείας και του Πολιτισμού.
Οι μαθητευόμενοι μάγοι του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να γνωρίζουν ότι αν η ευρωπαϊκή αριστερά τους αποδέχεται ακόμα ως συνομιλητές τους, τούτο συμβαίνει διότι, κατά το παρελθόν, υπήρξε ένα προοδευτικό πολιτιστικό ρεύμα, από τον Θεοδωράκη και τον Χατζηδάκι μέχρι τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Καστοριάδη, τον Παπαϊωάννου και τόσους άλλους, που λειτούργησε ως φορέας διεθνούς ακτινοβολίας του ελληνικού Πνεύματος και Πολιτισμού. Εκεί οφείλουν το όποιο κύρος διαθέτουν, και όχι βέβαια στο γεγονός ότι έχουν αποδειχθεί οι καλύτεροι παπαγάλοι της κάθε μεταμοντέρνας κενότητας που κυκλοφορεί στα πανεπιστήμια της Εσπερίας…
Αντί επιλόγου: Το διακύβευμα των επόμενων εκλογών
Τι σημαίνουν όλα αυτά όμως στο διά ταύτα, σε σχέση με το διακύβευμα των εκλογών της 17ης Ιουνίου; Μήπως, όπως πιστεύουν και μας κατηγορούν διάφοροι δίνουμε ένα ρεσιτάλ πολιτικής σχιζοφρένειας, η κατ’ άλλους μια επίδειξη κωλοτούμπας, και θεωρούμε πώς μια μνημονιακή κυβέρνηση είναι πιο συμφέρουσα για τον ελληνικό λαό;
Προφανώς και όχι. Απλούστατα, πιστεύουμε ότι αυτή τη στιγμή οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι προσπαθούν να πολώσουν τεχνητά το πολιτικό σκηνικό, να συγκροτήσουν έναν νέο διπολισμό, για να αναδειχθούν ως οι κυρίαρχοι πόλοι του. Και πιστεύουμε ότι αυτός ο διπολισμός δεν εκφράζει την πραγματικότητα ούτε τα διλήμματα που προσπαθούν να θέσουν οι δύο είναι ρεαλιστικά.
Ο Αντώνης Σαμαράς, επί της ουσίας λέει δραχμή ή μνημόνιο ενώ γνωρίζει πολύ καλά και ο ίδιος όμως, ότι η πολιτική του μνημονίου οδηγεί στην ολοκληρωτική απαξίωση της χώρας και εν τέλει στην χρεοκοπία. Γνωρίζει επίσης, ότι η ετυμηγορία της 6ης Μαΐου ήταν σαφέστατα εναντίον του μνημονίου, διότι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, γύρω στο 85% δεν είναι σε θέση να αντέξει άλλα μέτρα. Και βέβαια, το ρεύμα της αντίστασης και της δυσαρέσκειας του ελληνικού λαού δεν πρόκειται να καταλαγιάσει με αυτές τις εκλογές, ούτε με κανέναν εκβιασμό –απλούστατα γιατί ο φόβος δεν λειτουργεί όταν κανείς αντιμετωπίζει έμπρακτο πρόβλημα επιβίωσης. Ίσως και να λειτουργεί αντίστροφα. Έτσι, στην περίπτωση που βγει πρώτη η Νέα Δημοκρατία, θα αναγκαστεί να συγκυβερνήσει με κάποιους (το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, ή τη Δράση) σε μια κυβέρνηση που θα έχει δεμένα τα χέρια από την διάχυτη λαϊκή δυσαρέσκεια και την άρνηση να συνεχιστεί το φιάσκο της κυβέρνησης Παπαδήμου. Το πεδίο γι’ αυτήν θα είναι ναρκοθετημένο εξ αρχής και θα δυσκολευτεί πολύ να προχωρήσει στην κατεύθυνση της εθελοδουλίας.
Από την άλλη, απέναντι σ’ αυτό, ο Αλέξης Τσίπρας προκρίνει το δίλημμα «Μνημόνιο ή ΣΥΡΙΖΑ». Όπως είδαμε, όμως πολύ παραστατικά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει κανένα συγκεκριμένο σχέδιο για να βγούμε από το μνημόνιο. Η λογική του δεν αντιστρατεύεται στο μοντέλο που μας οδήγησε μέχρι εδώ, και γι’ αυτό είναι αντιφατική. Η απόσταση μεταξύ της θεωρίας και της πράξης καταγράφεται και αναδεικνύεται από το ίδιο του το πρόγραμμα: Ξεκινάει με παχιές διακηρύξεις ότι θα βάλει τους πλούσιους να πληρώσουν και ότι θα κάνει αναδιανομή και καταλήγει να ‘ψάχνει’ τα λεφτά στο… ΕΣΠΑ, στους μηχανισμούς στήριξης και τα ευρω-ομόλογα, εφόσον μας κάνει τη χάρη η κυρία Μέρκελ να τα θεσπίσει. Αυτό, από μόνο του θα αρκούσε για να αποδείξει ότι επί της ουσίας δεν παρέχεται αυτή τη στιγμή κανένα εχέγγυο μετάβασης από το τέλμα του μνημονίου σε κάτι καλύτερο για τον ελληνικό λαό. Και βέβαια, η κατάσταση της χώρας μας δεν επιτρέπει τυχοδιωκτισμούς και τραγικές ματαιώσεις, γιατί θα τις πληρώσουμε πάρα πολύ ακριβά. Χώρια που, πέρα από τα μνημόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται να συνεχίσει την αυτοκτονική πολιτική εθνικών θεμάτων του Γιώργου Παπανδρέου και της Ντόρας Μπακογιάννη, σε μια εποχή που η Ελλάδα αποδυναμώνεται διαρκώς, και ο νεο-οθωμανικός πόλος ισχύος αναδεικνύεται ολοένα και περισσότερο. Και βεβαίως, η βαθιά εθνομηδενιστική, καθεστωτική αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τα ζητήματα αυτά, είναι η χειρότερη δυνατή παρακαταθήκη που θα έχουμε στην προοπτική κλιμάκωσης της έντασης στην ευρύτερη περιοχή, που ήδη διαφαίνεται μέσα από την επιδείνωση της αστάθειας στη Συρία, την επέκταση της αντιπαράθεσης στο Λίβανο κ.ο.κ.
Είμαστε λοιπόν χαμένοι; Βεβαίως και όχι. Αυτή τη στιγμή, ο ελληνικός λαός έχει παρακαταθήκη όσα άφησαν πίσω τους οι πλατείες, το γκρέμισμα του δικομματισμού, που διαφάνηκε και κατά την 6η Μαΐου, και το τέλος της αγελαίας πολιτικής συνείδησης. Σήμερα ο ελληνικός λαός διαβάζει περισσότερο, συζητάει περισσότερο, και προβληματίζεται περισσότερο σε σχέση με την πολιτική, είναι πιο υποψιασμένος και θέτει την αντιστασιακή του τοποθέτηση σε πιο στέρεες βάσεις. Τούτο αποδεικνύεται ακόμα και μέσα από τα γκάλοπ! Γιατί ενώ ταυτόχρονα εκφράζουν την πραγματικότητα ενός πολιτικού διπολισμού, καταγράφουν ότι ο κόσμος σαφέστατα αποστασιοποιείται από αυτό: Δεν θεωρεί κανέναν από τους δύο ικανό να κυβερνήσει, επιθυμεί κυβερνήσεις συνεργασίας, δεν πιστεύει ότι θα βγούμε εύκολα από την κρίση, και ταυτόχρονα ζητεί το πιο δύσκολο πράγμα: Την κατάργηση των μέτρων του μνημονίου, την παύση των δραστηριοτήτων της Τρόικας και την ριζική αναθεώρηση των δανειακών συμβάσεων – κι όλα αυτά καταφέρνοντας να παραμείνουμε στα πλαίσια της Ε.Ε. και του ευρώ. Ζητεί δηλαδή μια ρεαλιστική, και ταυτόχρονα ριζοσπαστική εθνική στρατηγική την οποία δεν έχει καταφέρει ακόμα να εκφράσει κανείς πολιτικά. Και βέβαια αντιστρατεύεται αποφασιστικά οποιαδήποτε εθνομηδενιστική τοποθέτηση, είτε στη δεξιά εκδοχή της Ντόρας Μπακογιάννη, είτε στην αριστερή της Ρένας Δούρου.
Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, επομένως, αυτό που θα χρειαζόταν να βγει από την κάλπη της 17ης Ιουνίου 2012 είναι ισχυρή, ριζοσπαστική, πατριωτική και προοδευτική αντιπολίτευση. Ένα ρεύμα που μπορεί να συγκρατεί τόσο την εθελοδουλία της Νέας Δημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ και των άλλων νεοφιλελεύθερων εταίρων, όσο και τον επικίνδυνο και καταστροφικό τυχοδιωκτισμό του «κόμματος της δραχμής», που με βάση μικρά ή μεγάλα συμφέροντα μιζάρει στην άμεση επιστροφή στη δραχμή, όχι μετά από μία οργανωμένη επιλογή, αλλά σε συνθήκες καθολικής διάλυσης. Ένα ρεύμα που να υποχρεώνει όποια κυβέρνηση προκύψει να ακολουθεί μια πολιτική ριζικής αναδιαπραγμάτευσης του μνημονίου, εκούσα ή άκουσα. Ένα ρεύμα, που να επιβάλει κόκκινες γραμμές προς το συμφέρον του λαού σε κάθε μέτωπο της πολιτικής, και να κερδίσει χρόνο. Σήμερα, σ’ αυτήν την φάση, αυτό το ρόλο μπορεί να το παίξει η συνδυασμένη ενίσχυση κομμάτων που παίζουν αποφασιστικά το χαρτί της μαχητικής αντιπολίτευσης. Μιας αντιπολίτευσης που ταυτόχρονα θα αποτελεί θεματοφύλακα των κατακτήσεων της λαϊκής αντίστασης, και άρα θα υπερασπιστεί την αντιμνημονιακή υπόσταση της λαϊκής ετυμηγορίας, ενώ ταυτόχρονα θ’ αποκρούσει την καθεστωτική αντεπίθεση που πραγματοποιείται στο μέτωπο των εθνικών θεμάτων, στη μία ή την άλλη της μορφή. Είτε με τον Σαμαρά και την Ντόρα Μπακογιάννη, είτε με τον Αλέξη Τσίπρα και τον… Αντώνη Λιάκο, οι δρόμοι πρέπει να είναι γεμάτοι και τις κόκκινες γραμμές πρέπει να τις θέτει μαχητικά ο ίδιος ο ελληνικός λαός. Ψηφίζουμε, επομένως, με την σκέψη στις πλατείες και όχι στην άλωση των κυβερνητικών θώκων.
Τα κρισιμότερα έρχονται την επαύριο των εκλογών, όπου θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε πραγματικές θύελλες. Μέσα σ’ αυτές θα πρέπει να προχωρήσουμε στην διαμόρφωση ενός πραγματικά νέου παλλαϊκού ρεύματος αντίστασης, που θα προχωράει ένα βήμα παραπέρα (και όχι ένα βήμα πίσω) την κληρονομιά της πλατείας, μεταβάλλοντας τα αιτήματά της για εθνική αξιοπρέπεια, κοινωνική δικαιοσύνη, τιμωρία για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εναντίον της χώρας, και άμεση δημοκρατία σ’ ένα συγκεκριμένο, απτό πολιτικό πρόγραμμα.
Ας μείνουμε επομένως πιστοί στην Οδύσσεια του ελληνικού
λαού προς την Ιθάκη της πραγματικής αναγέννησης και ανασύνθεσης, μακριά
από τις επικίνδυνες Σειρήνες που μας καλούν να κόψουμε δρόμο προς την…
καταστροφή.
Κίνηση Πολιτών Άρδην, 5 Ιουνίου 2012http://ardin-rixi.gr/archives/6096
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου