Η ΣΠΙΘΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΙ
Μια θύελλα σαρώνει το μεταπολιτευτικό καθεστώς. Μια θύελλα που έχει ως άμεση αφορμή την οικονομική κρίση της παγκόσμιας οικονομικής ηγεμονίας της Δύσης, αλλά αφορά και συμπεριλαμβάνει όλους τους τομείς της ζωής του έθνους. Δημογραφία, πολιτισμός, εθνικά θέματα, μεταναστευτικό, ένας κολασμένος χορός προβλημάτων και κρίσεων, περικυκλώνει τη σημερινή Ελλάδα και την απειλεί με καταποντισμό, διαμελισμό, αποσύνθεση.
Όμως το σύστημα εξουσίας βρίσκεται μπροστά σε ένα μεγάλο αδιέξοδο. Στο παρελθόν, όταν είχε καταρρεύσει η δικτατορία, και το πλήθος είχε βρεθεί και πάλι στους δρόμους, διέθετε ασφαλιστικές δικλείδες νομιμοποίησης και ενσωμάτωσης. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως οι δύο συμβολικοί αντίπαλοι–εκπρόσωποι του συστήματος, μπορούσαν να πολώσουν και να «καναλιζάρουν» τη λαϊκή αγανάκτηση. Επί πλέον, το σύστημα διέθετε εφεδρείες σε πολλαπλά επίπεδα. Μια σχετικά ανθηρή οικονομία, που μπορούσε να πραγματοποιήσει παροχές. Μια γεωπολιτική συγκυρία υποχώρησης των ΗΠΑ μετά την ήττα στο Βιετνάμ και την ενίσχυση της ΕΣΣΔ, που μπορούσαν να κουκουλώνουν το γεγονός της μεγάλης εθνικής απώλειας της Κύπρου. Μια «γενιά» νέων στελεχών που αυτάρεσκα πήραν το όνομα της γενιάς του Πολυτεχνείου, έτοιμης να στελεχώσει τους αρμούς του υπό κατασκευήν νέου καθεστώτος. Διανοουμένους αναβαπτισμένους με τις δάφνες, –για ορισμένους πραγματικές– της Αντίστασης στη δικτατορία, δημοσιογράφους, που μόλις έμπαιναν στο παιγνίδι και ήταν ακόμα ικανοί –έστω και στρεβλά– να εκπροσωπούν τον κόσμο.
Γι’ αυτό και το σύστημα της μεταπολίτευσης ήταν πανίσχυρο και άντεξε τόσα χρόνια. Όσοι το αντιστρατευόμασταν πραγματικά με συνέχεια και διαχρονικά, ήμασταν μια χούφτα· η πλειοψηφία έσβησε, χάθηκε και αποστρατεύτηκε με τον ένα ή άλλο τρόπο, και έμειναν ελάχιστοι, κάτω από την χλεύη και το μίσος των καλοφαγωμένων πρώην συντρόφων τους, υποχρεωμένοι να διασχίσουν την έρημο των τριανταπέντε χρόνων, προσπαθώντας να διασώσουν εκτός από την αξιοπρέπεια τους, την πίστη τους στην πατρίδα, την ιστορία, τον λαό, την κοινωνική δικαιοσύνη.
Όμως, το ότι η μεταπολίτευση επέζησε τόσα πολλά χρόνια, αποδεικνύεται σήμερα ως η αχίλλειος πτέρνα του συστήματος, διότι δεν ανανεώθηκε, βυθίστηκε μέσα στην «ευωχία της σαρκός» και της αρπαγής, γέρασε, απονομιμοποιήθηκε μέχρι το μεδούλι, και την ώρα της κατάρρευσης εμφανίζεται γυμνό.
Και η σημερινή κρίση είναι σαρωτική: Το σύστημα έχει εξαντλήσει στα 37 χρόνια της μεταπολίτευσης όλο το πολιτικό, οικονομικό και πνευματικό του κεφάλαιο. Οικονομικά, είναι υπερχρεωμένο, αναποτελεσματικό, παρασιτικό ως το μεδούλι. Τα κόμματα, με επί κεφαλής το κατ’ εξοχήν μεταπολιτευτικό κόμμα, το ΠΑΣΟΚ, είναι νεκρά, μαζί με τον αρχηγό της μεταπολίτευσης, τον μεγάλο μάγο της απάτης, τον Ανδρέα καθώς και η Νέα Δημοκρατία και το καραμανλικό τοτέμ. Τα προηγούμενα χρόνια την ίδια τύχη είχε και η Αριστερά για να μη μιλήσουμε για τον παλιάτσο του Τηλε Άστυ. Ας θυμηθούμε μόλις πριν λίγα χρόνια τον διάττοντα αστέρα Αλέκο Αλαβάνο και την φασαρία που προκαλούσε.
Σήμερα το σύστημα διαθέτει μόνον ωχρά ανθρωπάρια, και πρακτορίσκους της κακιάς ώρας, για να διαχειριστούν μια εκθεμελιωτική κρίση. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα. Σε όλο τον δυτικό κόσμο «ηγούνται» νάνοι και ανθρωπάρια. Ο δαιμόνιος άνθρωπος της Δύσης ο Στρως-Καν είχε την τύχη που γνωρίζουμε. Αν λοιπόν στο κέντρο του συστήματος κυβερνάει ένας Ομπάμα, γιατί στο παράσιτό του να μην κυβερνάει ένας Γιωργάκης;
Οι «πνευματικοί άνθρωποι» εξωνημένοι και απονομιμοποιημένοι – ποιος σήμερα ακούει τον Διονύση Σαββόπουλο ή τον Στέλιο Ράμφο, ή ποιος έχει εμπιστοσύνη στους
«πανεπιστημιακούς»; Όσο για τους δημοσιογράφους, αρκεί κανένας να ακούσει μια συζήτηση στο πρώτο καφενείο της χώρας.
Απέναντι τους, σταδιακώς, ενισχύεται και συγκροτείται ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο. Ένα κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο που άρχισε να παίρνει μορφή και κατεύθυνση μετά το πρώτο κάλεσμα του Μίκη Θεοδωράκη, την 1η Δεκεμβρίου του 2010, και έφτασε σήμερα να έχει πλημμυρίσει όλες τις πλατείες της χώρας, προκαλώντας βαθύτατη κρίση στο σύστημα.
O ρόλος της Κίνησής μας έχει αποδειχτεί μέχρι σήμερα αποφασιστικής σημασίας για το «μεγάλωμα» και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του ελληνικού λαού, μπροστά στην εκθεμελιωτική κρίση που βιώνουμε. Τα αιτήματα και οι στόχοι που έθεσε, απόρριψη του μνημονίου και συνολική αναδιαπραγμάτευση του χρέους, για μια νέα πατριωτική πορεία προς μια Ελλάδα εθνικά ανεξάρτητη, κοινωνικά δίκαιη, οικολογικά ισορροπημένη και αμεσοδημοκρατικά κατευθυνόμενη, έχουν μεταβληθεί σε αιτήματα ενός ολόκληρου λαού, που, με μοναδικό ενοποιητικό σύμβολο την ελληνική σημαία, ανοίγει το δρόμο.
Η Κίνηση Ανεξαρτήτων Πολιτών και οι πλατείες έχουν ένα επί πλέον κοινό χαρακτηριστικό. Εκφράζουν έναν κόσμο αγανακτισμένο και προδομένο από όλους τους θεσμούς και τους θεσμικούς εκπροσώπους του. Αυτός ο κόσμος, για να μπορέσει να εκφραστεί, έπρεπε όχι μόνο να απορρίψει το «σύστημα», αλλά και τους ίδιους τους δήθεν «αντιπάλους» του. Αυτούς που, δύο ή τρία χρόνια πριν, τον Δεκέμβρη του 2008, έκαναν λίμπα τις πλατείες της χώρας και μέχρι τη Μαρφίν, τον Μάιο του 2010, πρόσφεραν το μεγαλύτερο άλλοθι στο σύστημα για να κρατάει τον κόσμο εγκλωβισμένο στον φόβο, την κατάθλιψη και τους καναπέδες. Ούτε είναι τυχαίο που και η θεσμική και αρτηριοσκληρωτική Αριστερά, τύπου ΚΚΕ, καταγγέλλει την Κίνηση Ανεξαρτήτων Πολιτών, τον Μίκη Θεοδωράκη και τους αγανακτισμένους ως «απολίτικους».
Και αν το ότι αρνούμαστε στο σύνολό του το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης, μπορεί να μας χαρακτηρίσει απολίτικους, τότε όντως διεκδικούμε και αυτόν τον…. τίτλο. Διότι αποτελούμε έναν πραγματικό κίνδυνο για το σύστημα: Κινδυνεύει με κατεδάφιση, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, ό,τι έχτιζαν με υπομονή και επιμονή επί δεκαετίες, τον εθνομηδενισμό, τον ατομισμό, τον ωχαδερφισμό, την υποταγή. Φοβούνται μήπως μεταβληθεί και πάλι η ελληνική σημαία σε σύμβολο αντίστασης στην τρόικα, τον νεο-οθωμανισμό, τα κοράκια των τραπεζών, την αποεθνικοποίηση – από την εκχώρηση της δημόσιας περιουσίας μέχρι τη μαζική λαθρομετανάστευση. Φοβούνται την άμεση δημοκρατία, που η κίνησή μας έθεσε για πρώτη φορά ως προμετωπίδα του νέου κινήματος, φοβούνται ότι αρχίζουν να μπαίνουν οι βάσεις για ένα νέο πολιτικό σύστημα, για νέου τύπου πολιτικούς σχηματισμούς, ακόμα και για ένα ριζικά νέο Σύνταγμα.
Έχουν κυριολεκτικά τρομοκρατηθεί. Οι τηλεοράσεις αρχίζουν πλέον να συντάσσονται δειλά-δειλά με τις «πλατείες» και τους αγανακτισμένους· φθαρμένοι τηλεπαρουσιαστές και διανοούμενοι που μέχρι χθες παρουσίαζαν το ΠΑΣΟΚ και το μνημόνιο ως αναγκαιότητα, θέλουν να πάρουν το τραίνο της αγανάκτησης, σε μια απελπισμένη απόπειρα να ελέγξουν τον νέο πολιτικό και κοινωνικό χώρο που αναδύεται.
Μπορεί, προς στιγμήν, κάποιοι απ’ αυτούς, επειδή χαϊδεύουν τ’ αυτιά του πλήθους, να εισπράττουν ακόμα και χειροκροτήματα και να αυταπατώνται ότι μπορούν να «ελέγξουν» αυτό το πολύβουο και ανεξέλεγκτο ποτάμι της αγανάκτησης. Μάταια, όμως, γιατί η κρίση είναι βαθιά και ανεπίστρεπτη και δεν παίρνει ούτε γιατροσόφια ούτε εύκολες χειραγωγήσεις. Δεν σηκώνει νέος Ανδρέας Παπανδρέου, ούτε κακέκτυπά του, ούτε κλώνοι του.
Γι’ αυτό και το ρεύμα των αγανακτισμένων μπόρεσε συμβολικά να το εκφράσει μόνον ένας βάρδος της ρωμιοσύνης, γιατί ο λαός έχει εμπιστοσύνη στο «Άξιον Εστί» και τον «Επιτάφιο», έχει εμπιστοσύνη στις διαχρονικές αξίες της αντίστασης του ελληνισμού, που προσωποποιεί ο Μίκης Θεοδωράκης.
Γι’ αυτό και η απήχηση της Κίνησης είναι τεράστια στο σύνολο του λαού. Γι’ αυτό και στα Προπύλαια, στην Αθήνα, ή στην πλατεία Αριστοτέλους, στη Θεσσαλονίκη, συγκεντρώθηκαν δεκάδες χιλιάδες πολίτες, που ταυτόχρονα αρδεύουν καθημερινά το κίνημα των «αγανακτισμένων».
ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ
Ωστόσο, το κίνημα αυτό, σημαντικότερες εκφράσεις του οποίου είναι η «Σπίθα» και το κίνημα των αγανακτισμένων, βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Καθώς η πολιτική κρίση οξύνεται και μπαίνουμε στην τελική ευθεία για την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου, το νέο κίνημα είναι ανάγκη να πραγματοποιήσει νέα βήματα προς τα μπρος. Πρέπει να αρχίσει, σταδιακώς, μέσα από αυτό το μεγάλο κίνημα, να αναδεικνύεται μια νέα πολιτική και κοινωνική συμμαχία, ικανή να βγάλει την Ελλάδα από την πολύπλευρη κρίση στην οποία έχει βυθιστεί.
Πλέον δεν αρκεί η καταγγελία και η διατύπωση στρατηγικών στόχων και μόνο, αλλά πρέπει να αρχίσουν να διαμορφώνονται και τακτικοί στόχοι για την παραπέρα μαζικοποίηση, οργάνωση και συγκρότηση του κινήματος. Με ρεαλισμό και θάρρος.
Η «Κίνηση Ανεξαρτήτων Πολιτών» ιδιαίτερα, θα πρέπει να ανταποκριθεί στο κάλεσμα της κοινωνίας, όχι μόνο στο επίπεδο ηγεσίας, όπου η φωνή του Μίκη Θεοδωράκη ακούγεται όλο και πιο δυνατά, αλλά και στο επίπεδο βάσης. Και εκεί η ανάπτυξή μας είναι εξαιρετικά άνιση. Ενώ το κίνημα των αγανακτισμένων συνδέεται άμεσα, για να μην πούμε ότι προέρχεται απ’ ευθείας από τις ιδέες και τη δράση της Κίνησης και των ανθρώπων που για χρόνια αντιπάλευαν το καθεστώς, δεν κατορθώσαμε να είμαστε εμείς εκείνοι που θα οργανώσουμε και θα προσδώσουμε χαρακτήρα και κατεύθυνση σε αυτό το κίνημα. Ιδιαίτερα πενιχρή είναι η παρουσία μας στην Αθήνα και στο Σύνταγμα, όπου έχουμε αφήσει το κίνημα έρμαιο στα χέρια ποικίλων αυτόκλητων σωτήρων. Ευτυχώς που η δυναμική του απλού λαϊκού κόσμου δεν έχει επιτρέψει ακόμα το καπέλωμα του κινήματος.
Ένα απαραίτητο τακτικό βήμα για να φτάσει το κίνημα σε κάθε γωνιά της Ελλάδας θα ήταν και η υιοθέτηση ενός κεντρικού ενοποιητικού αιτήματος, όπως εκείνο του άμεσου δημοψηφίσματος, με ένα και μόνο ερώτημα, την αποδοχή ή την απόρριψη του μνημονίου. Ένα τέτοιο αίτημα θα μπορούσε να μεταβάλει τα μέλη των Σπιθών και χιλιάδες «αγανακτισμένους» σε ένα νέο πολιτικό υποκείμενο, με διακλαδώσεις μέχρι το τελευταίο χωριό της χώρας. Αυτό το αίτημα, που η Κίνηση θα μπορούσε να έχει διακινήσει εδώ και μήνες, θα αποτελούσε πιθανώς εκείνο το μεταβατικό αίτημα που θα της είχε επιτρέψει να ηγηθεί ουσιαστικά και να προσφέρει προοπτική στο κίνημα των αγανακτισμένων. Και κάτι τέτοιο θα μας επέτρεπε σήμερα να περάσουμε σε νέες προτάσεις για την πολιτική συγκρότηση του κινήματος.
Είναι προφανής η έλλειψη κεντρικών ενδιάμεσων στόχων, γεγονός που κινδυνεύει να αφήσει το κίνημα χωρίς συνέχεια, ιδιαίτερα εάν πέσει η σημερινή κυβέρνηση, όπως είναι το άμεσο αίτημα των αγανακτισμένων, και η χώρα μπει σε προεκλογική περίοδο.
Η αναιμική ανάπτυξη των Σπιθών, μετά μια πρώτη ενθουσιώδη φάση, κινδυνεύει να στερήσει και από την ηγεσία της Κίνησης τη δυνατότητα μιας οργανωμένης και συστηματικής επαφής με τη λαϊκή βάση.
Έτσι, κεντρικός στόχος της Κίνησης, την επόμενη περίοδο, πρέπει να είναι η οργάνωση της δράσης και της παρέμβασης μέσα στο κίνημα των «αγανακτισμένων», και γενικότερα στο λαϊκό σώμα, με σαφείς και ξεκάθαρους στόχους:
Α. Να φύγει η κατοχική κυβέρνηση.
Β. Να καταργηθεί το μνημόνιο με άμεσο δημοψήφισμα του ελληνικού λαού και να αρχίσει από την αρχή η συζήτηση για τον δραστικό περιορισμό του χρέους, την αναγνώριση των γερμανικών αποζημιώσεων, για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδας.
Γ. Να ασκηθεί μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική με οριοθέτηση της ΑΟΖ και σύναψη επωφελών συμφωνιών με όσες χώρες επιτάσσει το εθνικό μας συμφέρον.
Όλα αυτά είναι γνωστά και αποδεκτά από την πλειοψηφία του λαϊκού σώματος. Μένει να αρχίσουν να γίνονται πράξη συγκεκριμένα, και να πάψουν πολλές Σπίθες να ταλανίζονται από εσωστρέφεια και προσωπικές αντιπαραθέσεις.
Η Συνδιάσκεψη της Κίνησης Ανεξαρτήτων Πολιτών, παρά τις μεγάλες ελλείψεις στην προετοιμασία της –απουσία προσυνεδριακού διαλόγου, μεγάλη καθυστέρηση στη δημοσιοποίηση του προγράμματος–, αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Μετά την ιδρυτική διακήρυξη του Μίκη Θεοδωράκη, την 1η Δεκεμβρίου του 2010, αποτελεί τη σημαντικότερη στιγμή στην ιστορία της Κίνησης, και θα παίξει αποφασιστικό ρόλο στη συνέχεια. Και είτε θα μας επιτρέψει να πάμε μπροστά πολλαπλασιάζοντας τις δυνάμεις μας, είτε θα μας φέρει τελεσίδικα πίσω. Γιατί ο πολιτικός χρόνος τρέχει με μεγάλη ταχύτητα. Και η Κίνηση πρέπει να αρχίσει να συγκροτείται σε Κίνημα, με δομές, εκλεγμένη ηγεσία, οργανωμένη αντιπροσώπευση, διατηρώντας πάντα τις αμεσοδημοκρατικές μας αξίες.
Η Συνδιάσκεψη πρέπει να αποτελέσει ένα βήμα για την πολιτική ομοιογενοποίησή μας και για την άμεση προετοιμασία του Συνεδρίου της Κίνησης. Ένα βήμα εξόδου από την εσωστρέφεια, ένα βήμα για να βαδίσουμε με ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα προς τις «πλατείες» και την πλειοψηφία του λαού.
Εν κατακλείδι: Είναι βέβαιο πως η Κίνησή μας έριξε με τον Μίκη Θεοδωράκη το εναρκτήριο λάκτισμα σε αυτόν τον κύκλο των κινητοποιήσεων. Είναι βέβαιο πως οι αγανακτισμένοι αποτελούν τη συνέχειά της στο μαζικό επίπεδο. Το ζητούμενο είναι εάν θα μπορέσουμε να περάσουμε σε έναν κύκλο υψηλότερης ποιότητας και συγκρότησης. Και αν εμείς δεν ανταποκριθούμε στο αίτημα του κόσμου –και, στο επίπεδο της μαζικής παρουσίας και παρέμβασής μας, χωλαίνουμε–, τότε πιθανώς θα το καλύψουν άλλοι και πιθανότατα στρεβλά. Έχουμε όμως ακόμα τη δυνατότητα να κάνουμε το επόμενο άλμα, και πρέπει να το τολμήσουμε.
16 Ιουνίου 2011
Γιώργος Καραμπελιάς,
συγγραφέας, μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής της «Κίνησης Ανεξαρτήτων Πολιτών»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου