Η
απουσία γεωπολιτικού οράματος και εθνικής στρατηγικής οδηγούν σε προτεκτοράτο
και νεοοθωμανική τροχιά
Μετά την επάνοδο στην κυβέρνηση του
ΠΑΣΟΚ (4 Οκτωβρίου 2009), με επιστολή του προς τον πρωθυπουργό Γιώργο Α.
Παπανδρέου (δημοσιοποιήθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2009) ο Ρετζέπ Τ.
Ερντογάν ανέφερε ότι η Τουρκία ήταν έτοιμη να συζητήσει με την Ελλάδα τα
εκκρεμή διμερή ζητήματα - τα υπαρκτά και αναγνωριζόμενα από την Ελλάδα και τα
θεωρούμενα ως τέτοια από την Τουρκία. Ο Γ. Παπανδρέου, σταθερά οπαδός
της «ελληνοτουρκικής
προσέγγισης»,
πόνταρε στις ελληνοτουρκικές διερευνητικές διαπραγματεύσεις για
ζητήματα του Αιγαίου που είχαν ξεκινήσει το 1978. Στις συζητήσεις αυτές - η
ελληνική πλευρά προβάλλει το έωλο επιχείρημα «της ησυχίας στο Αιγαίο» -, ιδιαίτερα
μετά την κρίση στα Ιμια (Ιανουάριος 1996) και το «κοινό ανακοινωθέν της
Μαδρίτης» (8 Ιουλίου 1997)[1], η Τουρκία έχει
πετύχει μέσω του ΝΑΤΟ και του ICAO δικαιώματα στο Αιγαίο που δεν της ανήκουν. Το «κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης» είχε συνέχεια με διάφορες
εκδηλώσεις. Ένα από τα πεδία της ελληνοτουρκικής προσέγγισης ήταν το κουρδικό
πρόβλημα και η εμπλοκή του στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, που κατέληξε
στην απαγωγή του Αμπντουλλάχ Οτσαλάν στο Ναϊρόμπι και στην
παράδοσή του στην Τουρκία στις 16 Φεβρουαρίου 1999. Ο στόχος της Τουρκίας στις
διμερείς συζητήσεις ήταν διπλός: Αφενός, όσο συνεχίζονται οι ατέρμονες
συζητήσεις, η Ελλάδα στερείται την άσκηση του δικαιώματός της για την
οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ)[2],
δικαίωμα που έχει από την
Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας του 1982. Αφετέρου, όπως
προαναφέρθηκε, στη διάρκεια των συζητήσεων, η Τουρκία πέτυχε δικαιώματα στο
Αιγαίο που δεν της ανήκουν.
Στην
απαντητική επιστολή - επιδόθηκε μετά από σχεδόν τρεις μήνες - ο Γ. Παπανδρέου
απαντούσε στα ζητήματα που είχε εγείρει ο Ερντογάν, ενώ τον προσκαλούσε να
επισκεφθεί την Ελλάδα πριν από το καλοκαίρι. Πρότεινε την έναρξη μιας διαδικασίας
ώστε τα δύο κράτη να επιλύσουν «τα θεμελιώδη πολιτικά ζητήματα που
παραμένουν ανεπίλυτα»
(σε αντίθεση με την πάγια ελληνική θέση περί ύπαρξης μόνο μιας διαφοράς, της
οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας). Στο Αιγαίο, υπογράμμιζε την ανάγκη σεβασμού της
εδαφικής ακεραιότητας, του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών. Επισήμαινε
την ανάγκη αναθέρμανσης των διερευνητικών επαφών, παραπονούμενος για την μη
εποικοδομητική τουρκική συμπεριφορά («ενέργειες όπως το casus belli, τις
υπερπτήσεις και τις ερευνητικές δραστηριότητες στην υφαλοκρηπίδα που δεν έχει
ακόμη οριστεί»). Η επιλογή των ζητημάτων συνέπιπτε με το τουρκικό διεκδικητικό
πλαίσιο στο Αιγαίο: την δυνατότητα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., το
εύρος του εναέριου χώρου, τις «γκρίζες ζώνες», τη μη αποδοχή ύπαρξης θαλάσσιων
συνόρων και του δικαιώματος των νησιών σε υφαλοκρηπίδα. Στην επιστολή
προτεινόταν να καθοριστεί ημερομηνία λήξης στη διαδικασία αυτή και «στην
περίπτωση αδυναμίας επίτευξης συμφωνημένης λύσης, σε προσυμφωνημένο χρόνο, η
Ελλάδα και η Τουρκία να απευθυνθούν από κοινού στο Δ.Δ. της Χάγης, σύμφωνα με
τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου».[3] Ο Παπανδρέου εξέφραζε
ετοιμότητα «εξέτασης
μέτρων που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη μείωση της έντασης», απαντώντας θετικά στην
τουρκική πρόταση - από την άνοιξη του 2009 - για υιοθέτηση «Κώδικα
Συμπεριφοράς» στο Αιγαίο, την οποία είχε επαναφέρει με την επιστολή του ο
Ερντογάν (ηπιότερες αναγνωρίσεις και αναχαιτίσεις των τουρκικών μαχητικών όταν
παραβιάζουν τον ελληνικό εναέριο χώρο ή εισέρχονται απροειδοποίητα στα ακραία
όρια του FIR Αθηνών).
Εντύπωση
προκαλούσε η πρόταση για συνεργασία και σε διεθνή περιφερειακά θέματα, όπως η
Μεσόγειος, η Μέση Ανατολή, ο Καύκασος και τα Βαλκάνια, περιοχές στις οποίες
σημειωνόταν αποδοτική εφαρμογή της νεοοθωμανικής εξωτερικής πολιτικής του
Νταβούτογλου. Η επίσκεψη Παπανδρέου στην Τουρκία στις 7 Ιανουαρίου 2011 - μάλιστα
μίλησε στη Σύνοδο των Toύρκων
πρέσβεων στο Ερζερούμ - και η αναβάθμιση του «ελληνοτουρκικού διαλόγου»
συνέχιζαν τον φαύλο κύκλο σε βάρος της Ελλάδας. Οι δηλώσεις για «τολμηρές
πρωτοβουλίες» και η ενεργοποίηση του συμβουλίου «συνεργασίας» με την Άγκυρα νομιμοποιούσαν
τις Τουρκικές απαιτήσεις σε εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα και τον ορυκτό πλούτο της
Ελλάδας στο Αιγαίο.
Η αρχή των «μηδενικών προβλημάτων με τους
γείτονες» που συμπυκνώνει το δόγμα του Νταβούτογλου περί εξωτερικής πολιτικής
δεν σήμαινε ότι η Αγκυρα θα υπαναχωρούσε χωρίς να αποκομίσει υψηλής
γεωστρατηγικής αξίας ανταλλάγματα από τις πάγιες θέσεις της στο Κυπριακό, στο
Αιγαίο[4]
και τα άλλα θέματα που θεωρεί ότι είναι ανοιχτά. Πόσο μάλλον εφόσον οι
ενταξιακές στην Ε.Ε. επιδιώξεις της δεν αποτελούσαν στην συγκεκριμένη φάση
επείγουσα προτεραιότητα. Η σχετική αυτονόμηση της Τουρκίας από τον αμερικανικό
στρατηγικό σχεδιασμό εκφράζεται ουσιαστικότερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και
στο Κυπριακό. Κατά την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον στις 06.12.2009, ο Ρετζέπ Ερντογάν
υπογράμμισε, απευθυνόμενος στον πρόεδρο Ομπάμα (δηλαδή αυτόν που ηγείται στην
άσκηση της αμερικανικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής) ότι «δεν
τίθεται κανένα θέμα απόσυρσης στρατιωτών μας από την Κύπρο»[5]. Εξάλλου, έθεσε ζήτημα, παρουσία του Ομπάμα,
για τα «σοβαρά
προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι «Τούρκοι»
της δυτικής Θράκης ως προς την εκλογή του θρησκευτικού τους ηγέτη». Είναι
γνωστό ότι η παράδοση του ισλάμ δεν αναγνωρίζει θρησκευτική ιεραρχία. Ωστόσο, η
Αγκυρα επιδιώκει την δημιουργία συνθηκών μιας
ανύπαρκτης αμοιβαιότητας με τα ισχύοντα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, που τηρεί
ορθόδοξη παράδοση που χρονολογείται πολύ πριν την Αλωση. Ο ψευδομουφτής
Ξάνθης Αχμέτ Μέτε, ένας από τους κύριους εκπροσώπους
των τουρκοφρόνων της ελληνικής Θράκης, αναπτύσσει ποικιλόμορφες δραστηριότητες εντός
και εκτός της Ελλάδας, και δεν έχει ενδοιασμούς να συναγελάζεται με τους πιο
ακραιφνείς εκφραστές των (παν)τουρκιστικών και τουρκοïσλαμιστικών ιδεωδών[6].
Ανάλογες δραστηριότητες επιδεικνύει και ο ψευδομουφτής Κομοτηνής Ιμπραήμ Σερίφ[7].
Ο Μέτε, αξιοποιώντας την πολιτική της Αγκυρας και του Προξενείου Κομοτηνής,
επιδιώκει να μετατραπεί σε επικεφαλής των μουσουλμάνων και άλλων περιοχών της
Ελλάδας (π. χ. Ρόδο, Κώ)[8].
Εξάλλου, συνεχιζόταν η υλοποίηση του στρατηγικού σχεδίου της Αγκυρας για τον εκτουρκισμό των
Πομάκων.[9]
Αφετέρου, η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη την κρίση και την αδράνεια/ανοχή των
ελληνικών αρχών, προχωρεί σε στοχευμένες, σχετικά χαμηλού κόστους επενδύσεις.
Αγοράζει εκτάσεις στη Θράκη, εργοστάσια στη Μακεδονία και τη Θράκη, δημιουργεί
επιχειρήσεις στη βάση αντίστοιχων ελληνικών που πτώχευσαν, ενώ μέσω της
Τράπεζας Ζiraat
παρέχει σχετικά
χαμηλότοκα δάνεια ακόμα και σε χριστιανούς Ελληνες.
Η Τουρκία είχε προγραμματίσει να δαπανήσει για εξοπλισμούς τέσσερα
δισεκατομμύρια δολλάρια για το 2011 και συνολικά 50 δισ. δολ. μέχρι το 2020.
Ηταν το μεγαλύτερο δεκαετές εξοπλιστικό πρόγραμμα κράτους μέλους του ΝΑΤΟ μετά
τις ΗΠΑ. Ο τουρκικός εξοπλιστικός σχεδιασμός 2011-2020 ακύρωνε τους
οποιουσδήποτε ισχυρισμούς για «αμοιβαία μείωση εξοπλιστικών
δαπανών» Ελλάδας και Τουρκίας. Και έπληττε ευθέως την ασφάλεια, από τον Έβρο ως την Κύπρο, με σαφείς στόχους.
Ο
προϋπολογισμός της Τουρκίας για το 2010 ανερχόταν στα 16 δισ. $ (1.8% του ΑΕΠ της):
το ένα τέταρτο αφορούσε την προμήθεια νέων οπλικών συστημάτων, το υπόλοιπο
αμοιβές προσωπικού, διεξαγωγή επιχειρήσεων, λογιστική υποστήριξη και συντήρηση.
Μικρό μέρος του κόστους των προμηθειών κατευθυνόταν σε εξοπλισμό για την
ενίσχυση επιχειρήσεων κατά ασύμμετρων απειλών, δηλαδή κατά των Κούρδων ανταρτών.
Τα μη επανδρωμένα αεροχήματα και τα αντιεκρηκτικά οχήματα ανήκουν σε αυτή την
κατηγορία αποτελώντας ύψιστη προτεραιότητα. Το μεγαλύτερο τμήμα των 4 δισ. $ αφορούσε
σε συμβατικό οπλισμό: μαχητικά αεροσκάφη, άρματα μάχης, σκάφη επιφανείας,
υποβρύχια, επιθετικά ελικόπτερα, με στόχο την εφαρμογή της αναθεωρητικής πολιτικής
έναντι της Ελλάδας. Ανώτερος αξιωματούχος των προμηθειών αναφερόταν σε «ασταθή περιοχή στην οποία η Τουρκία βρίσκεται...
περικυκλωμένη. Για αυτό το λόγο, αναμενόταν αύξηση του αμυντικού
προϋπολογισμού της χώρας»[10]. Εξάλλου, η Αγκυρα συμπεριλάμβανε στους στόχους της την ίδρυση
διαστημικής υπηρεσίας και την κατασκευή κέντρου διαστημικών εκτοξεύσεων.[11]
Η
Ελλάδα, υπό τα Μνημόνια, την τρόικα και τους
συνεχιστές αυτών που υπήγαγαν τη χώρα στο ΔΝΤ,[12] δοκιμαζόταν
από την βαθύτερη κρίση της σύγχρονης, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον
εμφύλιο πόλεμο του 1944-1949, ιστορίας της. Και οι Ερντογάν-Νταβούτογλου αισθάνονταν ότι η χώρα
τους ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να διεκδικεί ηγεμονικό ρόλο στον μουσουλμανικό
κόσμο, επιδίωξη που ξετυλιγόταν μέσα στην ευρύτερη γεωπολιτική ρευστότητα. Ηταν
ασαφές πως θα διαμορφωθεί η κατάσταση στον μεταεξεγερσιακό αραβοϊσλαμικό
κόσμο.[13] Η αντιπαράθεση στη Συρία εξελίχθηκε
σε παρατεταμένο πολυαίμακτο και καταστροφικό για
τη χώρα και τους ανθρώπους της πόλεμο, με ευρείες, σύνθετες διεθνείς διαστάσεις[14]. Ο
Ερντογάν, που παρέλαβε το 2003 ερειπωμένη οικονομία, υπό την εποπτεία του ΔΝΤ, την
ανόρθωσε, αλλά με την αμέριστη υποστήριξη του συνόλου σχεδόν της Δύσης,
συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ. Αυτός που επαιρόταν ότι οδήγησε την Τουρκία στο G20
(17η οικονομία στον πλανήτη) και υποσχέθηκε ότι το 2023 θα ανήκει
στις οικονομικές υπερδυνάμεις του πλανήτη, κέρδισε τον Ιούνιο του 2011 για
τρίτη φορά τις εκλογές (με 50%). Οι Κούρδοι ενισχύθηκαν σε κοινοβουλευτική
δύναμη, εκλέγοντας 36 «ανεξάρτητους» βουλευτές, με τη σημαία του ΡΚΚ, και το κουρδικό πρόβλημα ήταν
παρόν ως ζήτημα
πολλαπλής σοβαρότητας και γεωπολιτικής σπουδαιότητας.[15] Εξάλλου, ο Ερντογάν επιχειρεί να
εγκλωβίσει τις ευρωπαϊκές ηγεσίες που δεν θέλουν την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.
Το ευρύτερο γεωπολιτικό σύστημα Βαλκάνια-Ανατολική Μεσόγειος-Μέση
Ανατολή-Καύκασος από το 2010 και μετά χαρακτηρίζεται από μια τεράστια και
επικίνδυνη ρευστότητα. Δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ακραίων
εξελίξεων. Αυτό που χρειάζονται σε βάθος χρόνου, αυτοί οι διεθνείς δρώντες
είναι ισχυρές σταθερές πολιτικής που θα μπορούν να μειώσουν το βαθμό
αβεβαιότητας και να αποτελέσουν κρίσιμης σημασίας στηρίγματα στην περίπτωση. Η
Ελλάδα αποτελεί ίσως τη μόνη χώρα στην περιοχή που μπορεί να παίξει αυτό το
ρόλο, μια και είναι βαθιά ενταγμένη στους οργανικούς θεσμούς και τη γεωπολιτική
υπόσταση της Δύσης και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Ωστόσο, αυτό που στερείται
για να μπορεί να παίξει έναν τέτοιο ρόλο είναι η ισχύς και ο μακροπρόθεσμος
εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός. Ποιό νόημα μπορεί
να έχει το ότι ο η Ελλάδα (υπό οποιαδήποτε κυβέρνηση) συντασσόταν
με το Ισραήλ, υποτίθεται για αμυντικούς λόγους έναντι της τουρκικής απειλής; Τον Οκτώβριο του
2010, οι ισραηλινές και ελληνικές δυνάμεις πολεμικής αεροπορίας εκτέλεσαν
κοινές ασκήσεις στην Ελλάδα. Oι κινήσεις αυτές αποτελούσαν ένδειξη αναπτυσσόμενων σχέσεων ανάμεσα
στα δύο κράτη, και συνδέονταν με την επιδείνωση των σχέσεων Ισραήλ-Τουρκίας που
ακολούθησε την ισραηλινή επιδρομή κατά του στολίσκου συμπαράστασης στη Γάζα και
τους θανάτους εννέα ακτιβιστών πολιτών της Τουρκίας στο πλοίο Μαβί Μαρμαρά. Η απόφαση του
Ισραήλ να μη ζητήσει συγγνώμη γι’αυτούς τους θανάτους οδήγησε στην υποβάθμιση
των διπλωματικών σχέσεων στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, στο πάγωμα όλων των
στρατιωτικών συμφωνιών, στην διακοπή του τουρκοϊσραηλινού εμπορίου, και
σε μια ένταση με τους Εβραίους της Τουρκίας[16].
Στην τουρκοïσραηλινή
αντιπαράθεση η Ελλάδα θα μπορούσε να αποφύγει να ταυτιστεί με το Ισραήλ, αλλά
και να εγκαταλείψει εγκαιρα την αυτοκαταστροφική πολιτική της «ελληνοτουρκικής
προσέγγισης». Παράλληλα, πρέπει να ενισχύσει τη γεωπολιτική της υποδομή. Ωστε
να γίνει εν δυνάμει ισχυρός περιφερειακός παράγοντας, αποτρέποντας ταυτοχρόνως
την πιθανότητα να γίνει εξιλαστήριο θύμα σε μια πολιτική κατευνασμού της
Τουρκίας από πλευράς ΗΠΑ και Ισραήλ. Να αντιστρέψει, δηλαδή, μια συνεχή πορεία
γεωπολιτικής εξασθένησης/έκλειψης και να ξαναγίνει «μια οντότητα» όχι
εντασσόμενη στους στρατηγικούς σχεδιασμούς άλλου κράτους, αλλά ενισχύοντας την
αυτόνομη, υπαρκτή γεωπολιτική της υπόσταση. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ισραήλ
μάλλον θα προτιμούσαν μια ισχυρή αν και φιλοπαλαιστινιακή Ελλάδα, η οποία όμως,
έτσι και αλλιώς, λόγω της γεωπολιτικής συνάφειάς της με τη Δύση, αποτελεί εν
δυνάμει σύμμαχο, παρά μια φιλοϊσραηλινή, αλλά αδύναμη, άρα και άχρηστη Ελλάδα. Μπορούν να βρεθούν
άμεσα μέτρα που θα ενίσχυαν την «κρίσιμη γεωπολιτική υποδομή» της Ελλάδας. Θα
την τοποθετούσαν στο κέντρο των εξελίξεων και θα αύξαναν αισθητά τη
σπουδαιότητά της για το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, χωρίς ταυτοχρόνως να ενοχληθεί
καμιά από τις αραβικές χώρες και χωρίς να χρειάζεται να αλλάξει η διπλωματική
φρασεολογία της Ελλάδας από φιλοαραβική σε φιλοϊσραηλινή. Ενα τέτοιο μέτρο, που
πρότεινε ο Κώστας Γρίβας[17] θα ήταν η Ελλάδα να
αποκτήσει άμεσα ναυτικές αντιβαλλιστικές ικανότητες. Βέβαια, μια παρόμοια
επιλογή δεν θα έπρεπε να συνδυαστεί με ένταξη στον αντιβαλλιστικό σχεδιασμό των
ΗΠΑ, κάτι που πιθανώς θα προκαλούσε την αντίδραση της Ρωσίας. Δεδομένης της
γεωπολιτικής λειτουργίας της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, την ΕΕ και την ευρωζώνη οι
ελληνικές αντιβαλλιστικές ικανότητες εντάσσονται αυτομάτως στο στρατηγικό
δυναμικό της Δύσης.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η ευρύτερη γνωστοποίηση της Γενοκτονίας
των Ελλήνων της πρό του 1922 Οσμανικής Αυτοκρατορίας. Χρειαζόταν επαναξιολόγηση
των ενεργειών για την αναγνώριση της Γενοκτονίας. Πρόβλημα δημιουργείται από το
ότι σχεδόν όλα τα βιβλία που αναφέρονται στη γενοκτονία του Ποντιακού
Ελληνισμού είναι γραμμένα στα ελληνικά. Αλλά, το πρόβλημα της γλώσσας δεν είναι
το μοναδικό. Αφενός απαιτείται προσοχή και πνεύμα ιστορικής ακρίβειας στις
έρευνες και σωστή πληροφόρηση των παραγόντων των χωρών όπου γίνονται σχετικές
κινήσεις. Αφετέρου προστίθεται μια επί πλέον δυσκολία με τον διαχωρισμό των
Ποντίων από τους Έλληνες άλλων περιοχών της Ανατολής που έχουν υποστεί τους
τουρκικούς διωγμούς. Ασφαλώς οι Πόντιοι έχουν στην ψυχή και στη λαλιά τους τον
Πόντο. Αλλά, είναι Έλληνες και είναι γνωστοί παγκοσμίως ως Έλληνες. Και όλοι οι
Έλληνες της Ανατολής ζούσαν μακριά από το αθηνοκεντρικό, μιμητικό και υποτελές
έναντι της Δύσης ελλαδικό κράτος. Το κράτος υποβαθμίζει στην πράξη τη γενοκτονία
των Ελλήνων στο επίπεδο της παρουσίασής της στην εκπαίδευση. Υπονομεύεται η
συλλογική εθνική μνήμη και περιορίζεται η αποτελεσματικότητα των προσπαθειών
γνωστοποίησης της Γενοκτονίας των Ελλήνων και των άλλων λαών της Ανατολής στην
Ελλάδα και διεθνώς.[18]
Το «Οχι» των Ελληνοκυπρίων στο «Σχέδιο Ανάν» απέτρεψε
προσωρινά την διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον εξανδραποδισμό του λαού
της. Το Kυπριακό ανασύρθηκε από την αποτελμάτωση με την ένταξη της Kύπρου στην
E.E., αλλά δεν λύθηκε ούτε ανατράπηκε η τουρκική κατοχή - διχοτόμηση. Παρά
την τουρκική άρνηση να εφαρμόσει τη Συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006
(Παπαδόπουλος-Ταλάτ), ο Πρόεδρος Δ. Χριστόφιας επιδίωξε, μετά την ανάληψη των
καθηκόντων του (Φεβρουάριος 2008), να αναζωογονήσει την διαπραγματευτική διαδικασία
για επανένωση της Κύπρου.
Αλλά, στις διαπραγματεύσεις για ένταξη στην Ε.Ε., η Τουρκία επιχειρεί διαρκώς
να συνδέει τη συμμόρφωσή της προς τα ευρωπαϊκά κριτήρια με μια «επίλυση» του Κυπριακού, επιδιώκoντας την άμεση ή έμμεση διεθνή
αναγνώριση του κατοχικού μορφώματος ως ανεξάρτητου κράτους. Στην Κύπρο - όπως
και στην Ελλάδα -, πολλοί μετανάστες προέρχονται από
χώρες με μουσουλμανικό πληθυσμό (κυρίως Πακιστάν, Ιράκ,
Αφγανιστάν, άλλες χώρες της Εγγύς και Μέσης Ανατολής). Η
Τουρκία, που ορέγεται τον έλεγχο
ολόκληρου του νησιού, χρησιμοποιεί, πέραν της μαζικής αποστολής Τούρκων
εποίκων, και τους παράνομους μετανάστες, ώστε να αυξάνεται ο μη ελληνικός
πληθυσμός του νησιού. Η Αγκυρα δεν ανταποκρινόταν, όπως όφειλε, στο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο
Μετανάστευσης και Ασύλου και οι τουρκικές αρχές κάλυπταν τα δουλεμπορικά
κυκλώματα. Εξάλλου, αποκαλυπτική ήταν η σύγκρουση ανάμεσα στους Τουρκοκυπρίους
και τον Ερντογάν, η οποία εκδηλώθηκε τον Φεβρουάριο του 2011. Οι Τουρκοκύπριοι
έδειξαν, με μαζικές διαδηλώσεις κατά της πολιτικής της Αγκυρας και δημοσιεύματα
των εφημερίδων τους, ότι, στη μεγάλη πλειονότητά τους, δεν επιθυμούσαν στενή
σχέση με τους ισλαμιστές της Τουρκίας.
Ο νεοοθωμανισμός επιχειρεί το
ξεπέρασμα της στενότητας του τουρκικού εθνικισμού. Προωθεί από την περίοδο Οζάλ
τον «μετριοπαθή ισλαμισμό» και επέλεξε την συνένωση των μουσουλμάνων
από τις ακτές της Αδριατικής ως την Κεντρική Ασία (Αζέρων, Τουρκμένων,
Ουζμπέκων, των διαφόρων μουσουλμάνων των Βαλκανίων, Κούρδων, σουνιτών και
Τουρκομάνων του Ιράκ κτλ.) και την Κίνα (Ουιγούροι του Ξινγκιάνγκ).[19]
Μια τέτοια επιλογή ευνοείτο από τον νέο γύρο ισλαμικής αποσταθεροποίησης που
συνιστούσαν τα συμβαίνοντα στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν, οι εξελίξεις στο
μετασανταμικό Ιράκ και, από το 2011, οι εξεγέρσεις και πολιτικές αλλαγές στον
ευρύτερο αραβικό και ισλαμικό κόσμο (Αίγυπτος, Τυνησία, Λιβύη, Συρία,
Παλαιστίνη, Υεμένη, αραβικές μοναρχίες[20]…).
Εν όψει των δυσχερειών στην εφαρμογή της πολιτικής των ΗΠΑ στην περιοχή, που
έδειχναν να ξεπερνούν την πολιτική αντοχή της Ουάσιγκτον, εμφανιζόταν αυξημένη η
ανάγκη της αμερικανοτουρκικής συνεργασίας με στόχο την «ανασταθεροποίηση». Η
Τουρκία μπορούσε να θεωρεί ότι αναβαθμίζεται ο γεωπολιτικός ρόλος της. Ωστόσο, οι Κούρδοι διεκδικούν την εθνική
ολοκλήρωσή τους, ασκώντας πίεση στην Τουρκία, η οποία πλέον υφίσταται ισχυρούς
κλυδωνισμούς, απειλούμενη ακόμα και με απόσχιση εδαφών. Στη Συρία οι Κούρδοι
είναι σύμμαχοι με τους υπόλοιπους αντικαθεστωτικούς, μέχρι το σημείο όπου
ξεκινά η συζήτηση για περαιτέρω αυτονομία τους, όπως διευκρίνιζε ο Σαλάχ
Μπαϊράμ, εκπρόσωπος του Κόμματος Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) της Συρίας στην
Κύπρο και μέλος της Επιτροπής του PYD στην Ευρώπη. Τόνιζε ότι στόχος του
κόμματός του παραμένει μια συνομοσπονδία στη Τουρκία και εξηγούσε ότι η
αραβική άνοιξη έχει τρεις συνιστώσες. «Η μια είναι καθεστωτική, η οποία
επιδιώκει να μη φύγει από την εξουσία, και να μη γίνουν αλλαγές. Η δεύτερη
είναι ο λαός των χωρών αυτών που δεν ανέχεται πια τον παλιό τρόπο διακυβέρνησης
και θέλει αλλαγή στο σύστημα του καθεστώτος. Η τρίτη είναι οι ευρωπαϊκές χώρες
και οι ΗΠΑ, που θεωρούν ότι θα γίνουν αλλαγές, αλλά προσπαθούν να τις ελέγξουν». Επισήμαινε επίσης ότι μέσα
στην αραβική άνοιξη υπάρχουν διάφορες ιδεολογίες. Θεωρούσε ότι «η πιο ακραία
είναι οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, που είναι ακραίοι φονταμενταλιστές και κατάφεραν
να επικρατήσουν στην Τυνησία, στη Λιβύη και στην Αίγυπτο, υποστηριζόμενοι, όπως
τονίζει, από τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, που σχεδιάζουν και επιδιώκουν την
ενδυνάμωση των Σουνιτών. Τα σχέδια των χωρών αυτών συμπίπτουν με τις επιδιώξεις
της Τουρκίας, δηλαδή να μη δυναμώσουν οι Κούρδοι και να μην κατοχυρώσουν τα
δικαιώματά τους. Όποια από τις δυνάμεις που μάχονται τον Άσαντ καταφέρει να
επικρατήσει στη Συρία, θα προωθήσει και τα σχέδιά της για όλη τη Μέση Ανατολή.
Γι’ αυτόν τον λόγο οι ενέργειες πολλών χωρών συμπίπτουν προς κοινή κατεύθυνση,
δηλαδή να μη γίνουν δημοκρατικές αλλαγές» [21].
Στην Ανατολική Μεσόγειο βρίσκονται μεγάλα τμήματα της κυπριακής
και της ισραηλινής ΑΟΖ. Μετά την υπόθεση
Μαβί Μαρμαρά, ως τακτικό ελιγμό, η Τουρκία ανακοίνωσε παράλληλα με το «Σχέδιο
Β» κατά του Ισραήλ και της Κύπρου, ότι δέχεται την εγκατάσταση στην επικράτειά
της μέρους του στρατιωτικού εξοπλισμού της αντιπυραυλικής ασπίδας του ΝΑΤΟ -
ώστε να εκτοπίσει το Ισραήλ από τα σχέδια της Συμμαχίας. Στην τουρκοϊσραηλινή
αντιπαράθεση ενδεχομένως καθοριστικός παράγοντας αναδειχτούν οι επιλογές της
Ουάσιγκτον, που δεν μπορεί να αγνοήσει τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα της
Τουρκίας και την αντίστοιχη γεωπολιτική της ισχύ. Αφετέρου, οι σχέσεις Τουρκίας-Ιράν δεν ήταν πλέον καθόλου λαμπρές[22]. Όπως το τοποθετούσε ο Μενσούρ Ακγκιούν, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κουλτούρ της
Κωνσταντινούπολης και Διευθυντής του Κέντρου Παγκόσμιων Πολιτικών Τάσεων:
«Το
Ιράν κατέχει πυρηνικά όπλα. Εμείς είμαστε μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ και
αντιλαμβανόμαστε το Ιράν ως απειλή. Αλλιώς δεν θα τοποθετούσαμε στο Κιουρετζίκ
την αντιπυραυλική ασπίδα. Όταν αύριο το Ιράν θα έχει πυρηνικό οπλισμό, πράγμα
που μοιάζει βέβαιο, τότε θα αποτελεί μια σοβαρή απειλή και για την Τουρκία, η
οποία θα πρέπει να λάβει αντίστοιχα μέτρα. Αυτό σημαίνει την τοποθέτηση στρατού
στα σύνορα, την τοποθέτηση πυραυλικών συστημάτων»[23].
Εξάλλου, η δυναμική επιστροφή της Τουρκίας στα Βαλκάνια
περιλάμβανε δράσεις στα ΜΜΕ, στην οικονομία, στον πολιτισμό. Μέχρι τα τέλη του 2010 η
Τουρκία είχε επενδύσει εκατομμύρια ευρώ στις βαλκανικές χώρες - επικεντρωνόμενη
κυρίως στους τομείς των τηλεπικοινωνιών, υποδομών μεταφοράς και των τραπεζών[24].
Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η τουρκική παρουσία στο χώρο της τηλεόρασης. Στα τέλη
του 2011 δεκάδες τουρκικές τηλεοπτικές σειρές προβάλλονταν
και πρόβαλλαν μια στρεβλή, εξωραïσμένη για την Τουρκία εικόνα στα Βαλκάνια. Ο στόχος ήταν να αμβλύνουν
τις μνήμες και να αλλάξουν την αρνητική εικόνα που επικρατούσαν ακόμα στα έθνη
της περιοχής για την Οθωμανική αυτοκρατορία. Το Αυστριακό περιοδικό Der Standard μιλούσε για 70 τουρκικά
σήριαλ…. που παίζονταν συνολικά και ταυτόχρονα στις διάφορες βαλκανικές χώρες.[25] Αυτό που γίνεται στην
Ελλάδα όταν παίζονται οι Τουρκικές σειρές γίνεται σε όλα τα Βαλκάνια αλλά και
σε σημαντικό μέρος του αραβικού κόσμου. Η Τουρκία ήδη έχει αποκτήσει
προνομιακές σχέσεις με Αλβανία (όπου ανέβαινε ο εθνικισμός και ο αλυτρωτισμός)[26]. Δυνάμει συμφωνιών
στρατιωτικής συνεργασίας ο τουρκικός στόλος μπορεί να κινείται στα Αλβανικά χωρικά ύδατα,
και να αγκυροβολεί στη ναυτική βάση του Δυρραχίου, την οποία χρηματοδότησε η Τουρκία. Επίσης η Αγκυρα
προωθεί στενή συνεργασία με τα Σκόπια, τη Βουλγαρία αλλά και τη Σερβία. Για του
λόγου το ασφαλές μπορούσε κανείς να εξετάσει τις εργασίες του 4ου
ετησίου συνεδρίου των Τούρκων πρεσβευτών που έγινε στο διάστημα 23-30.12.2011
με θέμα «Οι κύριοι πυλώνες της Tουρκικής Εξωτερικής Πολιτικής: Δημοκρατικές
αξίες και Εθνικά Συμφέροντα»[27]. Δίνοντας το
στίγμα του προωθημένου νεοοθωμανισμού ο Νταβούτογλου στην εναρκτήρια ομιλία του
τόνισε ότι οι πολιτικές που θα εφαρμόσει η Τουρκία, μέχρι το 2023, στοχεύουν
στην ενοποίηση του χώρου των Βαλκανίων, του Καυκάσου, της Κεντρικής Ασίας που
θα γίνει, όπως είπε, με ειρηνικό τρόπο και θα σημάνει επιστροφή της Τουρκίας στα
Βαλκάνια μετά από έναν αιώνα με βασικά οχήματα για επίτευξη του στόχου την
οικονομία, την ιστορία και τον πολιτισμό. Αυτή η πολιτική δεν θα μπορούσε να
μην συμπεριλαμβάνει την Ελλάδα, που διαθέτει ιδιαίτερα - αν και αναξιοποίητα
προς όφελός της - γεωοικονομικά-γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα.[28] Διάφοροι Τουρκικοί φορείς
συμμετέχουν σε ποικίλα συνέδρια που γίνονται σε Βαλκανικές χώρες με θέσεις τέτοιες
που θέλει να ακούσει η «κοινή γνώμη» της κάθε χώρας.
Για να
αντιμετωπίσει την τουρκική στρατηγική, η Ελλάδα όφειλε να προωθήσει μια καλά
σχεδιασμένη συνεργασία των βαλκανικών λαών και κρατών, αυτοτελώς και στο
πλαίσιο της Ε.Ε. Ως προς την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. να συμβάλει
αποφασιστικά στην απόρριψη από τους Ευρωπαίους της τουρκικής επιδίωξης. Ελληνοτουρκικός διάλογος δεν
μπορεί να νομιμοποιηθεί αν πρώτα η Τουρκία: - Δεν άρει την ανακήρυξη ως «αιτίας
πολέμου» της άσκησης από την Ελλάδα του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών της
υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. - Δεν αναγνωρίσει το διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας
του 1982 και ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υφαλοκρηπίδα και την Α.Ο.Ζ. - Δεν
διακηρύξει σεβασμό στις συνθήκες της Λωζάννης και των Παρισίων και στο Ιταλικό
πρακτικό παράδοσης των Δωδεκανήσων (1947), που καθορίζουν τα σημερινά σύνορα. -
Δεν αποσύρει τα στρατεύματα κατοχής και το διαρκές έγκλημα του εποικισμού από
την Κύπρο. Πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Ειδική σχέση συνεργασίας με τη
Ρωσία στην Άμυνα, τους εξοπλισμούς, την ενεργειακή πολιτική και τους αγωγούς - κάτι
που απαγορεύουν οι ΗΠΑ.[29]
Η Ελλάδα οφείλει να προχωρήσει με μονομερή δήλωσή της στον ΟΗΕ σε ανακήρυξη της
ΑΟΖ της όπως έκανε η Κύπρος το 2004 και άλλα κράτη για τις έρευνες πετρελαίου.
Ετσι θα αντιμετωπισθεί και το μόνο υπαρκτό διμερές θέμα, το θέμα του καθορισμού
των ορίων της υφαλοκρηπίδας.
Η
Ε. Ε. έχει μπεί σε μια πτωτική πορεία, από οικονομική και δημογραφική άποψη,
και, κατά συνέπεια, στο επίπεδο της συνολικής διεθνούς ισχύος της. Αλλά, και συνολικά
η Δύση διανύει φάση πολύπτυχης κρίσης, σε αντιδιαστολή με τις ανερχόμενες χώρες
(π. χ. της Απω Ανατολής, Βραζιλία, Ινδία, Ρωσία). Η κρίση της Ε.Ε. και της
Δύσης προκαλεί συγκρούσεις, αναδιάταξη συσχετισμών ισχύος και νέα πολεμικά
μέτωπα, σήμερα στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Η Γερμανία διαμορφώνει και
ακολουθεί μια πολιτική στρατηγική με βάση τα αποκλειστικά δικά της συμφέροντα.
Προωθεί την δημιουργία μιας Ευρωζώνης υπό τον έλεγχό της. Σε ένα τέτοιο συγκείμενο η
απουσία εθνικού σχεδίου, γεωπολιτικού οράματος και συνολικής μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής - και στο πεδίο
μιας βαθιάς παραγωγικής ανασυγκρότησης και στο γεωπολιτικό της σύστημα,
ιδιαίτερα στα Βαλκάνια - οδηγούν την Ελλάδα σε
τροχιά δορυφοροποίησης έναντι ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, σήμερα κυρίως και
ταυτόχρονα της Γερμανίας και της Τουρκίας. Χρειάζεται ο
διάλογος και η δράση για την σύνθετη κρίση να γίνουν και στην Ελλάδα με τρόπο
μεθοδικό και συγκροτημένο, ώστε να προκύψουν οι κρίσιμες εθνικές επιλογές.
Αθήνα 01.02.2013
Θόδωρος Μπατρακούλης
Δρ Γεωπολιτικής, Νομικός
theobatrak@gmail.com
http://theodorosbatrakoulis.blogspot.com
[1] Ηταν ένα σύντομο διμερές κείμενο
έξι σημείων, που περιλάμβανε ορισμένες αμοιβαίες δεσμεύσεις τους. Βασική διάταξη:
το καθένα από τα δύο μέρη διακήρυττε, μεταξύ άλλων, στο σημείο 4. τον «Σεβασμό των νομίμων και ζωτικών συμφερόντων των δύο κρατών στο Αιγαίο
Πέλαγος, τα οποία έχουν μεγαλύτερη
σημασία λαμβανομένων υπόψιν της ασφάλειάς τους και της εθνικής κυριαρχίας τους». Εξάλλου, δεσμεύονταν
να επιλύσουν οποιαδήποτε μεταξύ τους φιλονικία με ειρηνικό τρόπο. Βλ. πιο αναλυτικά «Greek-Turkish Relations: The Madrid Joint Declaration», Thesis, Vol. 1, καλοκαίρι 1997, σ. 44-45. Θ. Μπατρακούλης, «Το κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης μια διακήρυξη
αρχών που μέλλει να δοκιμαστεί από τις επερχόμενες εξελίξεις», Eποχή, 13
Ιουλίου 1997. Ο πρέσβης Γεώργιος Παπούλιας
επισήμαινε: «...Η έννοια του (νομίμου) ζωτικού συμφέροντος περιέχει υποκειμενικά
στοιχεία. Και από αυτή την άποψη κρύβει κινδύνους...», στο άρθρο υπό τον τίτλο «Τo ατού μας
ήταν τα 12 ν. μ..» Aπογευματινή, 13
Ιουλίου 1997. Nεοκλής Σαρρής, «Οι Ρoυβάδες της πολιτικής ζωής», Apogevmatini, 13
Ιουλίου 1997.
[2] Για την ΑΟΖ γενικότερα και
αναλυτικά βλ. Γ.
Τσάλτας, «Ζ.Η Aποκλειστική
Οικονομική Ζώνη»,
στο ιδίου/Μ. Κλάδη-Ευσταθοπούλου, Το διεθνές καθεστώς των θαλασσών και των
ωκεανών, όπ. π. 2003, σ.
289-303.
[3] Βλ. Νίκος Μελέτης, «Διμερής διάλογος και μετά Χάγη», Εθνος,
26.01.2010, www.ethnos.gr,
[4] Βλ. και στο υπό έκδοση βιβλίο
του Θόδωρου Μπατρακούλη, Ευρωπαïκή πολιτική και Ανατολικά Ζητήματα,
κεφ. Το Αιγαίο Πέλαγος και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις
[6] Το 2011 ο Μέτε εκφώνησε ομιλία
σε εκδήλωση στην Σαμψούντα του Πόντου, προσκεκλημένος του παραρτήματος
των Türk
Ocakları (Τουρκικών Εστιών, επιγόνων των
παντουρκιστικών κύκλων των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, γνωστών για την
έντονη ώσμωση ανάμεσά τους και στην τουρκιστική φασιστική οργάνωση Γκρίζοι Λύκοι). Στις 27 Ιουνίου 2012 ο
Μέτε υποδεχθηκε θερμά στην Ξάνθη τον Ντεβλέτ
Μπαχτσελί, αρχηγό του εθνικιστικού τουρκιστικού κόμματος Milli Hareket Partisi.
Στις 5-6 Ιανουαρίου 2013 ο Μέτε μετείχε στο συμπόσιο με
τίτλο «100 Yιlιnda Balkan Faciasι» (100 χρόνια από την Βαλκανική Καταστροφή), που σύμφωνα με το μειονοτικό
περιοδικό της Κομοτηνής Rodop Rüzgârι (Ανεμος της Ροδόπης)
διοργανώθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Bλ. και την ιστοσελίδα της
Κίνησης Πολιτών για την απομάκρυνση του Τουρκικού Προξενείου από τη Θράκη (http://proxeneio-stop.org/page/7).
[7] Βλ. π. χ. «Εκδηλώσεις
τουρκισμού και «μαύρο» χρήμα από την ψευδομουφτεία Κομοτηνής»,
05.08.2012, http://proxeneio-stop.org/page/7
[8] Βλ. π. χ. Μ. Ηλιάδης, Η μυστική δράση των Τούρκων στην Ελλάδα και
η σύγχρονη ΜΙΤ, Αθήνα Infognomon,
2011. Α. Αθανασόπουλος, ««Μοντέλο Θράκης» θέλει η Αγκυρα στη Ρόδο», Το Βήμα, 05.08.2012, http://www.tovima.gr/politics/article/ ?aid=469762. Κ.
Χαρδαβέλλας, «Το δόγμα των Τούρκων για την άλωση της Θράκης» (συνέντευξη με τον Α. Μέτε), Επίκαιρα, 167ο τεύχος,
27.12.2912-02.01.2013, σ. 79-81.
[10] Βλ. Στ. Μπακόπουλος, «Εξοπλιστικός παροξυσμός στην Τουρκία», Αμυντικά
Θέματα, Mάιος
2010, σ. 12. «Εξοπλιστικός παροξυσμός στην
Τουρκία», ανάρτηση 19.8.2010, http://www. defencenet.
[11] Βλ. Γ. Τσιμπούκης, «Αυτό είναι το τουρκικό διαστημικό πρόγραμμα», Επίκαιρα,
167ο τεύχος, 27.12.2912-02.01.2013, σ. 66-67.
[12] Ενδεικτικά βλ.: Αντρέα Βερ, «Επιχείρηση
«τιμωρήστε την Ελλάδα»», http://www. jungewelt.de/2010/02-05/018.php., αναδημοσιεύτηκε
στο Αρδην φ. 78, Δεκέμβριος 2009-Φεβρουάριος
2010, σ. 37-40. Ν. Μαριάς, Το Μνημόνιο
της χρεοκοπίας και ο άλλος δρόμος. «Πειραματόζωον η
Ελλάς», Αθήνα:
Α. Α. Λιβάνη, 2011. Στ. Λυγερός, Από την
κλεπτοκρατία στη χρεοκρατία, Αθήνα: Πατάκης, 2011. Ν. Κοτζιάς, Η πολιτική σωτηρίας ενάντια στη τρόϊκα. Κρίση κυριαρχίας και δημοκρατίας: Κοινωνία και πολιτική
διέξοδος, Αθήνα: Α. Α. Λιβάνη, 2011. Δ. Γεωργόπουλος, «Η κατάσταση
και οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας», Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου,
Ερευνας και Κριτικής, Τεύχος 59 (Χειμώνας-Ανοιξη
2011, σ. 7-28. Β. Βιλιάρδος, «Οι φόβοι των Ελλήνων», 03.082011, http://viliardos.capitalblogs.gr. Π. Ρουμελιώτης, Πώς
και
γιατί φτάσαμε στο Μνημόνιο, Α. Α. Λιβάνη, 2012.
[13] Mohammad Sayed Rassas, «Hοw the Arab Spring Altered the Region and the World», http://www.al-monitor.com/pulse/politics/
2012/10/geopolitical-changes-caused-by-the-arab-spring.html #ixzz2JHLiMstk
[14] Βλ. «US, Russia
make few gains in meeting on Syria »,
06.12.2012, www.cbc.ca/news/world. Βλ. και τις επισημάνσεις του Samir Amin, «On the Revolt in Syria», http:// mrzine. monthlyreview.org/ 2011/ amin230511.html. Tο πρωτότυπο άρθρο «2011: le printemps arabe?» δημοσιεύτηκε στο Nouveaux
Cahiers
du
socialism,
22 Mαίου 2011.
[15] Βλ. και Θόδωρου
Μπατρακούλη, Ευρωπαïκή πολιτική και Ανατολικά Ζητήματα,, κεφ. «Από την
Οθωμανική Αυτοκρατορία στην σύγχρονη Τουρκία: γεωιστορική-γεωπολιτική εξέλιξη
και συνέπειες» και «Ισλάμ, πολιτική κουλτούρα και στρατογραφειοκρατία στη
σύγχρονη Τουρκία»
[16] Βλ. και Μ. Ηλιάδης, «Στόχος της ΜΙΤ οι Εβραίοι της Τουρκίας», Επίκαιρα,
167ο τεύχος, 27.12.2912-02.01.2013, σ. 64-65.
[17] Βλ. Κωνσταντίνος Γρίβας, «Ο επικίνδυνος πειρασμός της ελληνοïσραηλινής
προσέγγισης και ο δρόμος του μοναχικού πολεμιστή»,
Πηγή: http://m-epikaira.gr/
[18]
Βλ. και Θ. Μπατρακούλης,
«Το Διεθνές Συνέδριο με θέμα «τρεις Γενοκτονίες, μια στρατηγική»», 19.09.2010, http://theodorosbatrakoulis.blogspot.gr/2010/09/blog-post.
html.
Ιδίου, «Τρεις Γενοκτονίες, μια
στρατηγική», Ρήξη, φύλλο 67, 07.10.2010, σ. 4.
[19] Βλ. και Etienne Copeaux, Espace et temps de la nation turque, Analyse d’une historiographie nationaliste, 1931-1993, Paris: CNRS Editions, 1997.
[20] Βλ. Hicham Ben Abdallah El-Alaoui, «Monarchies arabes, la prochaine cible?», Le Monde
diplomatique, Ιανουάριος 2013, http://www.monde-diplomatique.fr/index/pays/
arabemonde.
[21] Βλ. Σαλάχ Μπαϊράμ, «Η άνοιξη είναι
κουρδική», Συνέντευξη στην εφημερίδα Σημερινή (Κύπρος), 14.08.2012, http://www.sigmalive.com/simerini/politics/
[22] Βλ. Jean Marcou, «Relations
Turquie-Iran: entre l’idéalisme du bon voisinage et la réalité des rapports de
force», http://ovipot.hypotheses.org
[23]
Mensur Akgün, «Κλείνουν οι πύλες της Τουρκίας στο νότο», συνέντευξη
στην Νεσέ Ντουζέλ, εφημερίδα Ταράφ, 02.01.2012.
[24] Lavdim Hamidi Prishtina, «Turkey ’s
Balkan Shopping Spree», 07.12.2010, www. balkaninsight.
[25] «Standard: Turkish
Soap Operas Take Balkans By Storm», 05.01.2011
http://www.novinite.com/view_news.php?id=123836
http://www.novinite.com/view_news.php?id=123836
[26] Βλ. π. χ. Ν. Μελέτης, «Ξεφεύγουν οι Αλβανοί»,
Επίκαιρα, τεύχος 167, σ. 62-63.
[27] www.mfa.gov.tr/the-fourth-annual-ambassadors-conference_23_30-december-2011_ ankara_edirne.en.mfa
[28] Βλ. και «Η επίσκεψη
Νταβούτογλου και οι επενδυτικές ευκαιρίες που η Τουρκία βλέπει στην Ελλάδα», 10.10.2012,
www.newsit.gr. Σ. Τλούπας, «Η Ελλάδα σε
νεοοθωμανική τροχιά;», Ρήξη, φύλλο
90, 12.01.2013, σ. 11.
[29] Βλ.
και Γ. Δελαστίκ, «Για τον
Ερντογάν πήγε στο Κατάρ ο Αντ. Σαμαράς», Εθνος,
31.01.2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου