Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

Ο νεοοθωμανισμός και η αναγνώριση της γενοκτονίας των Ελλήνων

Η νεοοθωμανική Toυρκία και η αναγνώριση της γενοκτονίας των Ελλήνων*

Η απόπειρα του Ρετζέπ Ερντογάν να διαφοροποιηθεί φραστικά από ένα παρελθόν, το οποίο σφραγίστηκε από διωγμούς και σφαγές μειονοτικών ομάδων, και να κρατήσει αποστάσεις από τους απολογητές αυτών των πρακτικών (δηλώσεις της 23ης Μαίου 2009), παρουσίαζε πολιτικό και διπλωματικό ενδιαφέρον. Σχετικά με την αξιολόγησή των δηλώσεων Ερντογάν, ήταν σωστές οι ουσιαστικές επισημάνσεις που έγιναν στο σχετικό άρθρο της Ρήξης[1]. Συμπληρωματικά: Πρώτον, αυτές έγιναν κατά την διάρκεια Συνεδρίου του κόμματός του, ενώ είχε προκληθεί θόρυβος λόγω της υπόθεσης εκκαθάρισης ναρκοπεδίων στην τουρκοσυριακή παραμεθόριο. Το Γενικό Επιτελείο παραδέχτηκε ότι οι Ενοπλες Δυνάμεις δεν διαθέτουν τα αναγκαία μέσα για την υλοποίηση της. Η κυβέρνηση, μετά από διαγωνισμό, αναμενόταν να αναθέσει το έργο σε ισραηλινή εταιρεία. Την συγκεκριμένη τοποθέτηση του Τούρκου ηγέτη με το προφίλ ‘‘ήπιου ισλαμιστή’’ επέβαλαν λόγοι, οι οποίοι σχετίζονται τόσο με την στρατηγική της Τουρκίας, όσο και με τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις. Ο Ερντογάν αισθάνεται για την ώρα αρκετά ισχυρός ώστε να αμφισβητήσει τη νεοτουρκική/κεμαλική παράδοση, η οποία συχνά αξιοποιείται από τους εθνικιστές και το τουρκικό παρακράτος.
Δεύτερον, πρέπει να εξετασθεί αν η δήλωση είναι συμβατή με το νεοοθωμανισμό, ως αυτοκρατορική ιδεολογία, και πως εξυπηρετεί τους σχεδιασμούς του. Ο διφυής στόχος του τουρκικού εθνικισμού (Νεοτούρκων και κεμαλισμού) επιτεύχθηκε: α) Από τα υπολείμματα της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας[2] διαμορφώθηκε μια τουρκική εθνική ταυτότητα και ένα κράτος-έθνος. β) Αντιμετωπίστηκαν με κατασταλτικές μεθόδους όλες οι διεκδικήσεις διαφορετικών εθνικοτήτων, εκτός του κουρδικού κινήματος. Η ‘‘εκκοσμίκευση’’ έγινε ο νέος παρονομαστής του τουρκικού έθνους μόνον ως συμπλήρωμα της τουρκικότητας και του ισλάμ[3]. Ωστόσο, τα έθνη και η πολιτισμική ιδιοπροσωπεία τους δεν είναι εύκολο να εξαφανιστούν ως δια μαγείας. Αυτό ισχύει και στην Τουρκία. Στη Μικρά Ασία και στον Εύξεινο Πόντο υπήρχαν ποικίλες εθνότητες. Και μετά τον αφανισμό ορισμένων, εμφανίστηκαν άλλες στο προσκήνιο. Οι Κούρδοι πήραν τη σκυτάλη ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, που εξακολουθεί να συγκλονίζει την Τουρκία. Και οι δια της βίας εξισλαμισμένοι, όπως οι εναπομείναντες στην ιστορική κοιτίδα τους Ελληνοπόντιοι[4] και Αρμένιοι, δεν έχασαν τη μνήμη τους, διατηρούν την ιδιοπροσωπία τους καθώς και στοιχεία της συλλογικής μνήμης τους. Υπάρχουν όχι λίγες μαρτυρίες για την ύπαρξη κρυπτοχριστιανών πολλά χρόνια μετά τους διωγμούς της περιόδου 1915-1922[5]. Πολλοί από τους εξισλαμισμένους Ποντίους, ιδιαίτερα κοινότητες των περιοχών της Τραπεζούντας, της Τόνιας, του Οφη, των Σουρμένων, της Ματσούκας, και ορισμένες κοινότητες που έχουν εγκατασταθεί στους περιφερειακούς δήμους της Κωνσταντινούπολης, έχουν διατηρήσει ακέραια την Ποντιακή τους γλώσσα. Ωστόσο, η γλώσσα αυτή είναι σήμερα παράνομη στον Πόντο και σε ολόκληρη την επικράτεια της σημερινής Τουρκίας. Οι μαθητές/μαθήτριες του Πόντου στερούνται σχολείων για την εκμάθηση, καλλιέργεια και ανάπτυξη της μητρικής γλώσσας τους.
Ο νεοοθωμανισμός επιχειρεί το ξεπέρασμα της στενότητας του τουρκικού εθνικισμού. Προωθεί από την περίοδο Οζάλ τον ‘‘μετριοπαθή ισλαμισμό’’ και επέλεγε από τότε την συνένωση των μουσουλμάνων από τις ακτές της Αδριατικής ως την Κεντρική Ασία (Κούρδων, Αζέρων, Τουρκμένων, Ουζμπέκων, των διαφόρων μουσουλμάνων των Βαλκανίων[6], αλλά και του Ιράκ κτλ.) και την Κίνα (Ουιγούροι του Ξινγκιάνγκ)[7]. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, ο Ερντογάν διευκολύνεται να αναγνωρίσει κάποια εγκλήματα του (κεμαλικού και νεοτουρκικού) παρελθόντος που εμποδίζουν τους μελλοντικούς στόχους του. Αφετέρου, παρά την επίσκεψη στην Τουρκία του Προέδρου Ομπάμα, που θεωρήθηκε ως ανανέωση της προτεραιότητας που δίνει η Ουάσιγκτον στην συνεργατική σχέση με την Αγκυρα, υπάρχουν σοβαρές δυσχέρειες, που ενδεχομένως να αποδειχθούν αδιέξοδα της τουρκικής στρατηγικής. Η επικράτηση έναντι των Κούρδων με στρατιωτικά μέσα γινόταν όλο και πιο δύσκολη και πολυδάπανη.
Τρίτον, κατά πόσο οι δηλώσεις αυτές του Ερντογάν θα έχουν συγκεκριμένες συνέπειες στα θέματα που αφορούν τους εκδιωχθέντες από την Τουρκία Ελληνες, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την αναγνώριση των γενοκτονικών σφαγών εναντίον των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων; Οι κατά καιρούς εξαγγελίες του Ερντογάν απέχουν πολύ από το να μετουσιωθούν σε πραγματικές αλλαγές στην αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών από το τουρκικό κράτος. Πόσο μάλλον όταν η Αγκυρα συνδέει την προώθησή τέτοιων αλλαγών με την ικανοποίηση των διεκδικήσεών της στο πλαίσιο της αυτοκρατορικής στρατηγικής της. Οι πρόσφατες εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήρθαν να επιβεβαιώσουν τις προθέσεις της Αγκυρας. Η ματαίωση την τελευταία στιγμή της επίσκεψης Ερντογάν για τα εγκαίνια του Μουσείου της Ακρόπολης σχετίζεται με την τουρκική δυσφορία για την απαίτηση Ελλάδας και Ε.Ε. Οσον αφορά την ουσία της υπόθεσης, αποκαλυπτική ήταν η συνέντευξη στην Καθημερινή του Εγκεμέν Μπαγίς, υπεύθυνου για τις ευρωτουρκικές σχέσεις (πρώην συμβούλου Εξωτερικής Πολιτικής του Ερντογάν). Ο Μπαγίς δηλώνει ότι το ελληνοτουρκικό πρωτόκολλο επανεισδοχής των λαθρομεταναστών δεν θα εφαρμοστεί έως ότου η Ε.Ε. καταλήξει σε συμφωνία με τις χώρες προέλευσής τους (Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ιράκ). Αλλά προχωρεί και σε μια ηγεμονική τοποθέτηση όσον αφορά την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., δηλώνοντας ότι αυτοί που βλέπουν «τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η Ευρώπη τα επόμενα 20 - 30 χρόνια, την τρομοκρατία, το οργανωμένο έγκλημα, τη γήρανση του εργατικού δυναμικού, τις κλιματικές αλλαγές, τις ενεργειακές κρίσεις», διαπιστώνουν ότι «όλα αυτά τα προβλήματα μπορούν να λυθούν μόνο με την εμπλοκή της Τουρκίας», διευκρινίζοντας αμέσως ότι η Αγκυρα συζητά μόνο την πλήρη ένταξη. Δηλαδή ο πιο «Αμερικανός» από τα στελέχη του κυβερνώντος ισλαμικού κόμματος λέει ωμά στην Ε.Ε.: «Η δέχεστε την ένταξη της Τουρκία, ή σας περιμένει το χάος»!!! Επί πλέον, επαναλαμβάνει την σύνδεση της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης με την αποδοχή των αξιώσεών της που αφορούν τους μουσουλμάνους της ελληνικής Θράκης, οι οποίοι για την Αγκυρα είναι συλλήβδην ‘‘τουρκική μειονότητα’’. «Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει ταυτόχρονα και αυτή να σκύψει σε αυτά τα προβλήματα και να δώσει λύσεις για τους ιερωμένους, τις αργίες, για την ηγεσία και τις οργανώσεις της μειονότητας» [8].
Αφού ο Ερντογάν αναγνώρισε ότι άλλες εθνότητες υπέστησαν διώξεις, επόμενο βήμα θα ήταν η επιστροφή στους δικαιούχους των τεράστιων περιουσιών που είχε δημεύσει το τουρκικό κράτος. Πέραν της απαίτησης για αποκατάσταση των περιουσιακών δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης, απαιτείται η συστηματική διεκδίκηση από την πλευρά της Ελλάδας της δημιουργίας συνθηκών ασφάλειας για την επιστροφή της μειονότητας, καθώς και στην Ιμβρο και την Τένεδο. Καθυστερεί η διαμόρφωση ειδικού νομικού καθεστώτος που να καθορίζει την προστασία των πολιτιστικών και θρησκευτικών Μνημείων και πνευματικών Ιδρυμάτων στην επικράτεια της Τουρκίας, αλλά και σε άλλες χώρες της ευρύτερης περιοχής, όπου επιβίωσαν τα δημιουργήματα του ελληνικού-ρωμαïκού πολιτισμού.
Η μνήμη των εθνοθρησκευτικών εκκαθαρίσεων μπορεί να συμβάλει στην αποτροπή σύγχρονων βαρβαροτήτων. Είναι ιδιαίτερα σημαντική η υποστήριξη και η ευόδωση των προσπαθειών να γίνει γνωστή η γενοκτονία των Ελλήνων που ζούσαν στην Οσμανική Αυτοκρατορία. Και μάλλον χρειάζεται να γίνει μια επαναξιολόγηση των διαφόρων ενεργειών οι οποίες επιδιώκουν την αναγνώριση της γενοκτονίας ή Γενοκτονίας των Ποντίων και των άλλων Μικρασιατών Ελλήνων. Το ζήτημα αυτό τίθεται με ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία από ένα σχετικό κείμενο[9]. Γίνεται αναφορά στο πρόβλημα που δημιουργείται από το ότι σχεδόν όλα τα βιβλία που αναφέρονται στην γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού είναι γραμμένα στα ελληνικά (δυσκολία γνωστοποίησης π. χ. ευρύτερα στην Αμερική της γενοκτονίας ώστε να φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα το αίτημα της αναγνώρισης). Αλλά, το πρόβλημα της γλώσσας δεν είναι το μοναδικό. Μέχρι το Μάιο του 2009 περίπου επτά πόλεις των ΗΠΑ προχώρησαν σε αναγνωρίσεις. Το 2005 αναγνωρίστηκε η Γενοκτονία που διαπράχθηκε στον Πόντο και στη Μικρά Ασία στην πόλη Ωλμπανυ, αλλά στο κείμενο της σχετικής απόφασης αναφερόταν ότι έχασαν τη ζωή τους συνολικά 353.000 άνθρωποι. Είναι γνωστό στην ελληνική βιβλιογραφία ότι αυτός ο αριθμός αφορά μόνο τους θανάτους των Ελλήνων Ποντίων. Το 2003 στη Γερουσία της Πολιτείας Πενσυλβάνια αναγνωρίστηκε ότι υπήρξαν 353.000 Ελληνες, Αρμένιοι και Ασσύριοι θύματα των τουρκικών σφαγών στον Πόντο. Αντίστοιχες ανακρίβειες σημειώθηκαν στην προετοιμασία της αναγνώρισης που έγινε από το τοπικό Κοινοβούλιο της Νότιας Αυστραλίας τον Απρίλιο του 2009. Αφενός λοιπόν, απαιτείται προσοχή, πνεύμα ιστορικής ακρίβειας και σωστή πληροφόρηση των παραγόντων των χωρών στις οποίες γίνονται σχετικές κινήσεις.
Αφετέρου, στην ήδη υπαρκτή δυσκολία να προχωρήσουν σε αναγνώριση χώρες που δεν γνωρίζουν την ιδιαιτερότητα του Ποντιακού Ζητήματος, προστίθεται μια επί πλέον με την επιλογή να διαχωρίζονται οι Πόντιοι από τους Ελληνες άλλων περιοχών της Ανατολής, που και αυτοί έχουν υποστεί τους τουρκικούς διωγμούς και έχουν βιώσει την οδύνη του ξεριζωμού. Ασφαλώς οι απανταχού Πόντιοι έχουν στην ψυχή και στη λαλιά τους τον Πόντο. Αλλά, οι Πόντιοι είναι Ελληνες και είναι γνωστοί παγκοσμίως ως Ελληνες. Όπως Ελληνες ήταν κι αυτοί που κατοικούσαν μέχρι το 1922 σε τόσες και τόσες περιοχές της Μικράς Ασίας, της Ιωνίας: στη Σμύρνη, στο Αïβαλί, στην Καππαδοκία, στην Ανατολική Θράκη. Και όλοι οι Ελληνες της Ανατολής ζούσαν μακριά από το αθηνοκεντρικό, μιμητικό και υποτελές έναντι της Δύσης ελλαδικό κράτος. Το ότι μιλούσαν σε διαφορετικές διαλέκτους Ελληνικά δεν αφορά το απαράγραπτο αίτημα της αναγνώρισης της Γενοκτονίας τους.
Οι Αρμένιοι, οι οποίοι έχουν επιτύχει τόσο πολλά, δεν διαχωρίζουν έναν Αρμένιο της Κωνσταντινούπολης από άλλον που ζούσε στην Αμάσεια, στην Κιλικία ή στη Σμύρνη. Ενωμένοι είναι ισχυροί και η ενότητά τους έφερε αποτελέσματα. Αλλά, εκτός της ενότητας, ό,τι πέτυχαν οφείλεται και στη σοβαρή, τεκμηριωμένη έρευνα της Αρμενικής Γενοκτονίας, στην απόφαση να γνωστοποιήσουν προς τους άλλους αυτή τη σοβαρή προσπάθειά τους, στην οργάνωση και στον συντονισμό των κινήσεών τους. Η Γενοκτονία του Πόντου αποτέλεσε μέρος αυτής που ξετυλίχτηκε σε όλα τα μέρη όπου ζούσαν Ελληνικοί πληθυσμοί. Οι Ελληνες από τις διάφορες οργανώσεις που εκπροσωπούν τους απογόνους των θυμάτων της Γενοκτονίας ας συμφωνήσουν σε μια κοινή μέρα κατά την οποία θα τιμάται η μνήμη όλων των Ελλήνων της Γενοκτονίας. Ετσι θα γνωρίζει ο μη Ελληνας ότι υπήρξε μία γενοκτονία, η Γενοκτονία των Ελλήνων.

Θεόδωρος Μπατρακούλης
theobatrak@gmail.com
* To παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ρήξη, φ. 54, της 4.7.2009, σ. 7

[1] Γ. Ξένος, ‘‘Αυτοκρατορική πρόβα;’’, Ρήξη, φύλλο 53, 30.5.2009, σ. 20.
[2] Βλ. ενδεικτικά Γεώργιος Κλ. Σκαλιέρης, Λαοί και φυλαί της Μικράς Ασίας, Αθήνα: Pήσος, 1990. Ιδίου, Τα Δίκαια των εθνοτήτων εν Τουρκία 1453-1921, Αθήνα: Τροχαλία, 1997.
[3] Βλ. και Hamit Bozarslan, Ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας, Αθήνα: Σαββάλας, σσ. 48 και εξής.
[4] Ömer Αsan, Pontos Kültürü, Istanbul, 1996 (ελληνική έκδ. Ομέρ Ασάν, Ο Πολιτισμός του Πόντου, Θεσ/νίκη: Κυριακίδης, 1999).
[5] Α. Bryer, Τhe cryptochristianics of the Pontos, Athens: 1983. G. Andreadis, The Cryptocristians, Thessaloniki: 1998. K. Φωτιάδης, Οι εξισλαμισμοί της Μικράς Ασίας και οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου, Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης, 1997. Ο. Ασάν, Ο Πολιτισμός του Πόντου, 1999, όπ. παρ.
[6] Βλ. και Θ. Μπατρακούλης, «H στρατηγική της Τουρκίας και τα Βαλκάνια», Aρδην, Τεύχος 72, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2008, σσ. 49-54. Ιδίου, «H Bουλγαρία και οι μουσουλμάνοι της στα Βαλκάνια της Νέας Τάξης», Ρήξη, φύλλο 32, 5 Απριλίου 2008, σ. 10.
[7] Βλ. και Εtienne Copeaux, Espace et temps de la nation turque, Analyse d’une historiographie nationaliste, 1931-1993, Paris: CNRS Editions, 1997.
[8] Εγκεμέν Μπαγίς, ‘‘Δεν θα γίνουμε ο μεγαλύτερος καταυλισμός προσφύγων’’, Η Καθημερινή, 28.06.2009.
[9] ‘‘Άλλη μια χρονιά πέρασε....’’, http://pontosworld.com/index.php?option=com_content&task= view&id=1330&Itemid=87

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου