Μάρθα Φριντζήλα: «Οι πολιτικοί δεν είναι πια άνθρωποι»
Του Γιώργου Ι.Αλλαμανή
Αν
της ζητήσεις να σου πει έναν άνθρωπο – πρότυπο, αμέσως θα σου μιλήσει
για μια ψυχωμένη καθηγήτρια Μαθηματικών που ανεβάζει αρχαίο δράμα σε ένα
δημόσιο σχολείο. Κι αν έχεις μαράζι που η Ελλάδα καταρρέει, θα σου πει
ότι τώρα είναι η πιο καλή εποχή για συλλογικές δράσεις, απ’ την
παρηγορητική καλλιτεχνία μέχρι την κοινωνική αλληλεγγύη. Η Μάρθα
Φριντζήλα ξεκινάει πατώντας γερά σ’ ένα πρώτο και βασικό «τετραγωνάκι»:
ότι η τέχνη είναι «ένα πράγμα», είτε τραγουδάς είτε παίζεις θέατρο είτε
γράφεις, ζωγραφίζεις, χορεύεις, κάνεις σινεμά ή τρυπώνεις στο ψηφιακό
δάσος των πολυμέσων. Λειτουργεί ολιστικά, σχεδόν αναγεννησιακά, μακριά
από τα τυμπανιαία ψοφίμια του lifestyle και το έρημο χωριό της
τηλεόρασης. Περιτριγυρισμένη από μαθητές και συνεργάτες, απλώνει στο
γερό καναβάτσο της εργασιομανίας τα σκηνοθετικά της χρώματα, διδάσκει
για να διδαχθεί. Ο χώρος της, που τον έστησαν μαζί με τον μουσικό και
εικαστικό Βασίλη Μαντζούκη, το «Baumstrasse» στον Βοτανικό, μυρίζει ζωή,
όχι επιβίωσηΕίχες πει παλαιότερα ότι το θεατρικό κοινό είναι απαίδευτο στην Ελλάδα. Μα μήπως είναι πεπαιδευμένοι οι περισσότεροι αναγνώστες, τηλεθεατές, πολιτικοί ή δημοσιογράφοι; Με ποια παιδεία αντικρούσαμε τη μνημονιακή βαρβαρότητα;
Αυτό που σκέφτομαι είναι «τι κάνει ο πομπός;». Τι κάνει ο καλλιτέχνης σ’ αυτήν τη χώρα; Βρίσκει τους δικούς του εκατό ή τριακόσιους και πορεύονται σ’ αυτό το αξημέρωτο τοπίο; Γιατί να είναι τόσο ρομαντικοί οι καλλιτέχνες;
Τι απάντηση δίνεις;
Να σου πω, πρώτα αισθάνομαι ότι υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση στο τι είναι λαϊκό. Αν δεν είναι ο Μάνος Χατζιδάκις λαϊκός, ποιος είναι; Κι όμως, για την πλειονότητα των Ελλήνων θεωρείται, ας πούμε, βαριά κουλτούρα. Τότε ο Γιάννης Χρήστου τι είναι; Δεν μιλάμε για το ποιος τον ξέρει, γιατί αν βγούμε έξω και ρωτήσουμε πόσοι γνωρίζουν τον Χρήστου, έναν από τους πιο μεγάλους συνθέτες του 20ού αιώνα…
…Θα κλαίμε ο ένας στον ώμο του άλλου.
Άνθρωποι που με γνωρίζουν για πρώτη φορά ως τραγουδίστρια μου λένε: «Μα γιατί δεν σας ξέρουμε; Εσείς θα μπορούσατε να κάνετε μεγάλη καριέρα, να σας βλέπουμε στην τηλεόραση, στα περιοδικά…». Λαϊκός είναι αυτός που βγαίνει εξώφυλλο στο «Σοκ» ή στο «Αμόκ». Με όρους κλειδαρότρυπας, αυτό είναι πιο σημαντικό. Τη θέση του λαϊκού την πήρε η καψούρα. Δηλαδή ο άντρας που θα κλάψει ή που θα βγει στον δρόμο να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο. Όχι ο ξηγημένος πια. Υπάρχει ένα τραγούδι του Παναγιώτη Τούντα, που τραγουδούσε η Ρόζα Εσκενάζι, που λέει «Γίνομαι άντρας» (σ.σ.: του 1932). Η «Κούλα», άλλο ένα (σ.σ.: του 1932, στίχοι και μουσική Κώστα Καρίπη), που λέει περίπου: «Έχεις γκόμενα; Σε παρατάω και φεύγω».
Καθαρές κουβέντες.
Πολύ καθαρά, ναι. Κι έχει γίνει οδηγός μας το «Συγχώρα με μουρμούρα μου, πονούσε η καρδούλα μου». Από την άλλη, όμως, λαϊκό έγινε κι αυτό που δεν καταλαβαίνεις, από ένα σημείο και μετά.
Ποιο εννοείς;
Δηλαδή «δεν καταλαβαίνω, μιλάει ποιητικά», αλλά αφού το τραγούδησε ένας λαϊκός τραγουδιστής είναι «λαϊκό».
Δεν τολμάμε να πούμε ότι και το έντεχνο εμπεριέχει κι ένα κομμάτι… θολο-σκουπιδίλας.
Πολύ μεγάλο, εκεί στα 90’s κυρίως. Ξεκινάμε για να γίνει κάτι νέο, χωρίς να κοιτάμε τι έχει γίνει στο παρελθόν. Νομίζω ότι δύο είναι τα πεδία. Το ένα είναι πώς καταλαβαίνεις από πού προέρχεσαι. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, το λέει ο Στραβίνσκι στην «Ποιητική» (σ.σ.: Ιγκόρ Στραβίνσκι, «Μουσική Ποιητική», εκδ. Νεφέλη), ότι δεν είναι δυνατόν ένα δέντρο δίχως ρίζες να περιμένεις να αντέξει στον άνεμο, ούτε είναι δυνατό να μη σκάψεις για να φυτέψεις κάτι. Αυτό το ξεχνάμε, πάμε να ρίξουμε σπόρους στην επιφάνεια. Το άλλο πεδίο είναι το ερώτημα: «γιατί έχει πάψει η τέχνη να είναι μέρος της ζωής;». Γιατί έχει πάψει να μας ενδιαφέρει η ομορφιά. Από τα αντικείμενα που χρησιμοποιούμε στα σπίτια μας μέχρι…
…Μέχρι τον φασόν τρόπο που βαφτίζουμε τα παιδιά μας, που παντρευόμαστε, που μας κηδεύουν.
Αυτό. Έτσι έπαψε να είναι μέρος της ζωής η τέχνη.
Για το πρώτο που λες, για τις ρίζες, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση – σοκ που ένα τμήμα της δέχεται να γίνει η άγραφη σελίδα την οποία θα ξαναγράψουν άλλοι, ξένοι και πρόθυμοι ντόπιοι. Καθώς οι αντιστάσεις καταστέλλονται βίαια, μήπως σωρεύεται πολλή εκρηκτική ύλη στην κοινωνία και με μία τυχαία αφορμή τιναχτεί στον αέρα;
Γίνονται πολύ μικρές εκρήξεις ανά διαστήματα. Όμως εγώ δεν νομίζω ότι σωρεύεται εκρηκτική ύλη. Νομίζω ότι οδηγούμαστε σε μία φάση αποχαύνωσης, τέτοια που να μας αρκεί κάτι πάρα πολύ μικρό. Δηλαδή, αν το καλοκαίρι καταφέρουν οι άνθρωποι και έχουνε πάρει τα δεδουλευμένα τους ή αν πάψουν να τους κόβουν άλλο απ’ τον μισθό, θα το ράψουν πάλι. Λέμε «είναι άδικο, είναι άδικο…». Με το που θα ανοίξει λίγο μια μικρή ρωγμή, να φανεί λίγο φως, θα πούμε «να το δίκιο μας!» – και θα μας αρκεί.
Οι πολιτικοί μας;
Οι πολιτικοί δεν είναι πια άνθρωποι. Δεν νομίζω ότι κανείς τούς βλέπει πια ως ανθρώπους, ως συναισθηματικά όντα, ως όντα που μπορούνε να κατανοήσουν τι συμβαίνει. Με το που θα συγκινηθεί λίγο ένας πολιτικός και θα πει «δικαιωθήκαμε…», θα δικαιωθεί μαζί του κι όλος ο λαός. Είμαστε πολύ φοβισμένοι για να φωνάξουμε. Κι επίσης είμαστε ένας λαός που μεγαλώνει «νομίζοντας πως είναι ο ίδιος κι ένας πρόγονός του την ίδια στιγμή», όπως έλεγε κάποιος. Είμαστε «αδικημένοι», αν και είμαστε «τόσο μεγάλοι, τόσο σπουδαίοι».
Η θεμελιώδης αυταπάτη του νεοελληνισμού: από τη μια στο κέντρο του κόσμου με την αρχαία γραμματεία και την αθηναϊκή δημοκρατία, απ’ την άλλη στην εσχατιά του κόσμου ως προς τη σύγχρονη παρουσία μας.
Εγώ παρατηρώ το αρχαίο δράμα, με το οποίο ασχολούμαι πάνω από 20 χρόνια. Επιμένω να θέλω να ανεβάζω αρχαίο δράμα. «Μα τώρα, είναι δυνατόν; Θα το κάνεις κι εσύ;» είναι σαν να λένε κάποιοι από τους πιο σύγχρονους, τους πιο Ευρωπαίους συναδέλφους μου. «Γιατί να το κάνουμε;». Γιατί αυτή είναι η γλώσσα μας, γιατί «στα βράχια αυτά χτυπούσανε τα χταπόδια οι ψαράδες και τότε και τώρα», όπως έλεγε ο Κουν. Δεν σε συγκινεί αυτή η γη; Δεν σε συγκινεί αυτή η γλώσσα; Για μένα αυτή είναι η αρχή. Έχω βρεθεί στη θέση να έχω κάνει τα χαρτιά μου και να είμαι έτοιμη να φύγω απ’ την Ελλάδα, και τελευταία στιγμή να λέω: «Όχι ρε συ!».
Θυμάμαι τότε που θα φεύγατε με τον Βασίλη για τη Γαλλία, το 2006. Τι σας κράτησε πίσω;
Η γλώσσα. Όχι ότι δεν μιλάω την άλλη γλώσσα, αλλά ότι μιλάω αυτή. Θέλω να ακούω ελληνικά γύρω μου, να μιλάω ελληνικά με τους ανθρώπους που συνεργάζομαι. Γιατί, αν ήμουν ζωγράφος, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα ή, αν έπαιζα τσέλο σε μία ορχήστρα. Αλλά κάνω θέατρο.
Διαβάζω στο σημείωμα για την παράσταση με την «Αθώα Ερέντιρα» το ερώτημα: «Μήπως τελικά δεν θέλει να είναι ελεύθερη;». Εμείς πόσο της μοιάζουμε;
Ε, τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς δεν είναι λίγα. Γι’ αυτό και παρατηρούμε το εξής: ένας άνθρωπος που ανεβαίνει στο βήμα της Βουλής και δείχνει σίγουρος γι’ αυτά που λέει, γίνεται κατευθείαν το μοντέλο μας. Και μπορεί να λέει ακρότητες.
Έως ότου γκρεμιστεί για ν’ ανέβει πάνω κάποιος άλλος σίγουρος. Σήμερα (σ.σ.: Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012) αποκαλύπτεται ότι τα ονόματα που αφαιρέθηκαν από τη λίστα Λαγκάρντ ήταν συγγενείς του Γιώργου Παπακωνσταντίνου.
Τέλειο !… «Ευτυχώς» όμως που… σφάξανε μια κοπέλα στην Ξάνθη και μπορεί ο κόσμος να ασχοληθεί με κάτι άλλο. Έχουμε και αποχωρήσεις από το «Dancing with the stars», έχουμε πολλά θέματα σοβαρότερα…
Η λύση ποια είναι;
Σταματάς την περιπλάνηση. Αρκεί ένας να τη σταματήσει και να λειτουργήσει σαν μαγνήτης, να πει: «Πάμε να κάνουμε τη δική μας μικρή κοινωνία», που μπορεί να έχει εθελοντισμό, ανταλλακτική οικονομία, από πολύ μικρές μέχρι όλο και μεγαλύτερες κοινότητες. Παρατηρώ τα παιδιά από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού, όπου διδάσκω έξι χρόνια. Η μεγάλη αλλαγή είναι ότι τα παιδιά, με το που τελειώνουν, φτιάχνουν θεατρικές ομάδες. Δεν περιμένουν πια τηλέφωνο. Κατευθείαν ομάδα, κατευθείαν «πάω και παίζω». Σκέφτονται: «Λεφτά δεν θα βγάλω και το ξέρω», γιατί και στις καλές εποχές η τελευταία τρύπα του ζουρνά ήτανε πάντοτε το θέατρο. Οπότε «θα το κάνω κι άμα βγάλουμε και κάτι θα φάμε κανένα σουβλάκι το βράδυ…».
Εδώ στο «Baumstrasse»;
Το βλέπω και εδώ, πόσα παιδιά ήρθαν και δεν φεύγουν πια. Θέλουν να κάνουν –ξέρω ’γώ–, γενέθλια. «Να τα κάνουμε εδώ;» λένε. Εμείς φτιάξαμε με τον Βασίλη έναν χώρο που είναι και χώρος εργασίας και το σπίτι μας. Λοιπόν το σπίτι μας αυτήν τη στιγμή έχει 200 ανθρώπους!
Δημιουργούνται νέες κοινότητες;
Συνεχώς, σ’ όλη την Ελλάδα. Τα παιδιά που οργανώνουν το «Μουσικό Χωριό» στον Άγιο Λαυρέντιο, στο Πήλιο, φτιάξανε στη Θεσσαλονίκη το «Αυγό», άλλη μια τέτοια κοινότητα. Όταν το παιδί βλέπει πού έχει οδηγηθεί αυτή η χώρα, πού έχει οδηγηθεί η ζωή των γονιών του που μάζευαν ένσημα όλη τους τη ζωή και φυτοζωούν με μία ψωροσύνταξη που τους κόβεται συνέχεια, λέει: «Ο μπαμπάς μου κι η μαμά μου ήταν κορόιδα! Δεν μπορεί να είναι το όνειρό μου εμένα αυτό….
Και πώς ζει;
Ζει με λιγότερα, αλλά κάνει σήμερα αυτό που διάλεξε. Δεν περιμένει «ένα καλύτερο αύριο». Το ζει τώρα. Ούτε εγώ είχα λεφτά να επενδύσω, ούτε έχω. Γι’ αυτό επένδυσα στη νεότητα: τη δική μου, των φίλων μου, των συνεργατών μου. Αυτή είναι ο πλούτος μας.
αναδημοσιεύεται από το eleuftheriellada.wordpress.com/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου