Βυζάντιο: Μνήμη και ιστορικοί στοχασμοί*
29 Μαίου, αποφράδα ημέρα. Επέτειος της
δεύτερης Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Η ονειρεμένη και αλησμόνητη «Πόλη», η «Βασιλεύουσα», η «Επτάλοφος της
Ανατολής» έπεσε το 1453. Ποτέ όμως δεν έσβησε από τις
καρδιές των Ελλήνων, για τους οποίους η μέρα αυτή είναι μέρα μνήμης. Οι
Ελληνες, αλλά και οι άλλοι Ευρωπαίοι, οφείλουν να θυμούνται και να αντλούν
διδάγματα από την ιστορία της Βασιλίδος των πόλεων, καθώς και από την πολύπτυχη
ιστορία της Μεσαιωνικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας, τόσο των περιόδων της ακμής
της όσο και των φάσεων της παρακμής της. Ο σπουδαίος Γάλλος βυζαντινολόγος Πωλ
Λεμέρλ επισημαίνει ότι η τιμή για την επιβίωση του αρχαίου προτύπου ανήκει,
κατά πολύ μεγάλο μέρος, «στη χιλιετία…στη
διάρκεια της οποίας ένα κράτος ελληνικό, που μιλούσε ελληνικά και η πρωτεύουσά
του ήταν στην Κωνσταντινούπολη διατήρησε την έννοια του δικαίου, την έννοια του
νόμου, την έννοια της πόλεως και ενός ορισμένου τρόπου ζωής εν κοινωνία, καθώς
και την έννοια της ηθικής, υπό κοινωνική αλλά και ατομική έννοια, και τέλος την
έννοια της μόρφωσης, με μια λέξη: τον πολιτισμό»[1].
Τα δύο
τμήματα της Ευρώπης, η ελληνόφωνη βυζαντινή[2] Ανατολή (μια «ελληνική
οικουμένη») και η λατινόφωνη Δύση ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους και
συγκρότησαν διακριτές πολιτισμικές οντότητες[3]. Μετά την κατάρρευση του δυτικού
τμήματος της Ρωμαïκής Αυτοκρατορίας, η διατήρηση του ανατολικού τμήματός της (Βυζαντινή
Αυτοκρατορία) είχε πολύ σπουδαίες ιστορικές συνέπειες. Στο απόγειο της
ακμής της, η Ανατολική Ρωμαïκή αυτοκρατορία εκτεινόταν από την Ιλλυρία και την
Τριπολίτιδα, στα Δυτικά, μέχρι τις παρυφές του Καυκάσου και του Ευφράτη, στα
Ανατολικά. Ηδη από την εποχή του Ιουστινιανού (528-565 μ.Χ.), η ‘‘κοινή’’
ελληνική αποτελούσε τη γλώσσα όχι μόνο της ιθύνουσας ‘‘ελίτ’’ αλλά και της
πλειοψηφίας των κατοίκων της και επικράτησε κατά αδιαφιλονίκητο τρόπο στο
σύνολο της Επικράτειας από την εποχή του Ηρακλείου (610-641). Η πολιτισμική επιρροή της Μεσαιωνικής
Ελληνορωμαïκής
Αυτοκρατορίας - πρώτη ευρωπαïκή αυτοκρατορία σύμφωνα με τον Πολ Βαλερί - εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ανατολική
Ευρώπη.
Η
Βυζαντινή (Ελληνορωμαïκή) αυτοκρατορία απορρόφησε τους Σλάβους, των οποίων η
εγκατάσταση μετά τις επιδρομές τους[4] του 7ου
αιώνα αποτέλεσε μια σημαντική δημογραφική ενίσχυση των πληθυσμών της Χερσονήσου
του Αίμου. Ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (β. 886-912) αναφέρει χαρακτηριστικά στα ‘‘Βασιλικά’’
ότι ο πατέρας του, ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών (β. 867-886) είχε εξελληνίσει τους
ανυπότακτους Σλάβους των βαλκανικών Σκλαβηνιών σε τέτοιο βαθμό «ώστε να θεωρούν πλέον τους εχθρούς των Ρωμαίων
δικούς τους εχθρούς»[5]. Ωστόσο, το Βυζάντιο αναγκάστηκε και στους μεταγενέστερους χρόνους να διεξαγάγει πολέμους εναντίον
ορθόδοξων και σλαβικών λαών. Ο τσάρος των Βουλγάρων Συμεών απέκτησε μεγάλη
ισχύ, πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη (913), κατέλαβε την Αδριανούπολη και
προέλασε μέχρι την Κόρινθο (918). Για να
εξουδετερώσουν αυτόν τον ιδιαίτερα επικίνδυνο αντίπαλο, οι Βυζαντινοί
χρειάστηκε να προκαλέσουν την σύγκρουσή του με τους Κροάτες και τους Σέρβους,
υπάγοντας οριστικά τους δύο αυτούς λαούς στην αυτοκρατορική τροχιά. Ο Ιωάννης
Τσιμισκής, μετά τη νίκη του επί του Ρώσου
πρίγκιπα του Κιέβου Σβιατοσλάβου Α΄, επωφελούμενος από την εσωτερική αναταραχή
στη Βουλγαρία, προσάρτησε τη χώρα το 972. Η τελευταία πράξη αυτής της περιόδου
στην αναμέτρηση Βυζαντινών και Βουλγάρων παίχθηκε κατά την βασιλεία του
Βασιλείου Β΄[6]. Οπωσδήποτε, οι Σλάβοι της Ν/Α Ευρώπης θεωρήθηκαν
και έγιναν σε σημαντική έκταση μαχητές της «Ορθοδοξίας»[7].
Εξάλλου, θεωρείται ότι η μεσαιωνική Ελληνορωμαïκή
αυτοκρατορία μπόρεσε να ενσωματώσει στην Ευρώπη τους λαούς τους οποίους
εκχριστιάνισε, ειδικά τους Σλάβους[8]. Σύμφωνα με μιά ορισμένη ιστορική
προσέγγιση, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ιδιαίτερα τα Βαλκάνια αποτέλεσαν
μέρη αυτού του γεωπολιτισμικού πλέγματος που ονομάστηκε ‘‘Βυζαντινή
Κοινοπολιτεία’’ (Commonwealth Byzantin). Επρόκειτο για μια χωρική ζώνη που, παρά
την ποικιλότητά της, χαρακτηριζόταν από σημαντικό αριθμό κοινών πολιτισμικών
και πνευματικών γνωρισμάτων[9]. Και στις μέρες μας, στα Βαλκάνια, η πραγματικότητα
που αποδίδεται από τον όρο ‘‘Βυζάντιο’’ (δηλαδή την Ανατολική Ελληνική-ρωμαïκή
αυτοκρατορία) και τα σχετικά επίθετα έχει εμφανιστεί σαν να αποτελεί ένα είδος
‘‘μυστικού τοπίου’’. Στα εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας, της Αλβανίας, της πρώην
Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (πΓΔΜ) βλέπει κανείς δεκάδες
ορθόδοξους ναούς και μνημεία της βυζαντινής περιόδου.
Πότε
εμφανίστηκε ως γεωπολιτική-γεωπολιτισμική έννοια η «Νοτιο-ανατολική Ευρώπη», ο χώρος που ονομάζεται συχνά και ‘‘Βαλκάνια’’ (Βαλκανική); Για ορισμένους
ιστορικούς αφετηρία ήταν ο 5ος αιώνας μ.Χ., και σύμφωνα με άλλους το
Σχίσμα των χριστιανικών Εκκλησιών του 1054. Στους μεταξύ των δύο αυτών ορίων
χρόνους, η πολιτική και οικονομική ενότητα της υπό εξέταση ευρείας περιοχής
είχε εξασφαλισθεί από την αυτοκρατορική εξουσία, καθώς και από αυτό που
επικράτησε να ονομάζεται ‘‘Βυζαντινός πολιτισμός’’[10]. Αρκετά από τα
προγενέστερα χαρακτηριστικά διατηρήθηκαν, με νέες μορφές και συνθέσεις, και
μετά την οθωμανική κατάκτηση[11]. Ενας τομέας που μπορεί να θεωρηθεί ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της
οικονομικής/πολιτιστικής κοινότητας των λαών της Βαλκανικής, υπήρξε το δίκαιο
των ιδιωτικών σχέσεων των Ορθοδόξων Χριστιανών υπηκόων των Οθωμανών σουλτάνων.
Μετά το 1453, το βυζαντινό (ελληνορωμαïκό) ιδιωτικό δίκαιο παρέμεινε σε ισχύ -
κατ’αρχάς χάρη στα δικαστικά προνόμια του κλήρου[12].
Σε μεταγενέστερο χρόνο, οι οθωμανικές αρχές αναγνώρισαν δικαστική αρμοδιότητα
και στις κοσμικές αρχές των ελληνικών κοινοτήτων καθώς και σε επαγγελματικές
συντεχνίες[13].
Από το 1000 μέχρι τα τέλη του 12ου
αιώνα έλαβε χώρα μια ουσιώδης αλλαγή του τύπου εμπορίας και συνακόλουθα της
αστικής ζωής στη Δυτική Ευρώπη. Σημειώθηκε διάνοιξη εμπορικών δρόμων από την
Ανατολή προς την Ιταλία και από την τελευταία προς τις δυτικότερες περιοχές της
Ευρώπης. Οι «Σταυροφορίες», οι οποίες βασίστηκαν στη ναυτική δύναμη των
ιταλικών πόλεων-κρατών, εγκαινίασαν μια νέα φάση στο (δυτικο)ευρωπαïκό εμπόριο[14].
Οι Ιταλοί έγιναν οι κυρίαρχοι θαλασσοπόροι της Ανατολικής Μεσογείου,
εκτοπίζοντας τους Ελληνορωμαίους και τους Αραβες.
Οι
αντιπαραθέσεις μεταξύ Λατίνων (Δυτικών) Ρωμαιοκαθολικών και Ελληνορωμαίων
(Ανατολικών) Ορθοδόξων πήραν μεγαλύτερη ένταση και έκταση με το μεγάλο σχίσμα
του 1054. Ο χριστιανικός
κόσμος διαιρέθηκε σε δύο παρατάξεις, με επικεφαλής της κάθε μιας τον Πάπα της
Ρώμης και τον Οικουμενικό Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Την εν λόγω εποχή,
η Ανατολική Ρωμαïκή αυτοκρατορία είχε ήδη πλήρως εξελληνισθεί. Η ελληνική ήταν
η επίσημη γλώσσα από τον 7ο αιώνα. Η διαμάχη μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και
Ελληνορθοδόξων ήταν και πολιτική και πολιτισμική. Ηταν μια άλλη εκδοχή της
παλαιάς διαμάχης μεταξύ Ρώμης και Αθήνας, μεταξύ της Λατινικής Δύσης και της
Ελληνικής Ανατολής. Η αμοιβαία
αντιπάθεια και εχθρότητα θα κορυφωθεί το 1204, όταν η Δ΄ Σταυροφορία, που
υποκινούνταν για εμπορικούς-γεωοικονομικούς λόγους από τους Ενετούς, εκτρέπεται
του προορισμού της και, οι Σταυροφόροι, αντί των Ιεροσολύμων, καταλαμβάνουν και
λεηλατούν την Κωνσταντινούπολη. Το μίσος των Λατίνων τους ώθησε τότε σε πράξεις
ασύλληπτης βαρβαρότητας εναντίον των Ελληνορθοδόξων[15].
Μετά την πρώτη Αλωση της
Κωνσταντινούπολης το 1204, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατακερματίστηκε σε
ανεξάρτητα λατινικά και ελληνικά κράτη. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας
στερέωσε τη ναυτική πρωτοκαθεδρία και την εμπορική ηγεμονία, που είχε
εγκαθιδρύσει στην Αδριατική θάλασσα, στα εδάφη της Ανατολικής Ρωμαïκής
αυτοκρατορίας και στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι πόλεις της Βορείου Ιταλίας (προπάντων
η Βενετία και, σε μικρότερη έκταση, η
ανταγωνίστριά της Γένουα) και της Γερμανίας κέρδισαν περισσότερα και για
μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την επεκτατική πολιτική της Δύσης στην
Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη και στην Ανατολική Μεσόγειο[16]. Το ισχυρότερο από τα Βυζαντινά κράτη, η
αυτοκρατορία της Νικαίας, και μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης
(1261), δεν έπαυσε να είναι ένα εδαφικά συρρικνωμένο κράτος, πολιτικά αδύναμο
και οικονομικά εξαρτημένο. Είχε καταντήσει σκιά της παλιάς κραταιάς
αυτοκρατορίας. Και μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τις δυνάμεις
του κράτους της Νίκαιας, τα περισσότερα εδάφη της αυτοκρατορίας ανήκαν πλέον
στα ανεξάρτητα βασίλεια των Βουλγάρων και των Σέρβων, στους Ενετούς, στους
Γενουάτες και στους Οθωμανούς Τούρκους. Οι τελευταίοι, οι νέοι κατακτητές
προερχόμενοι από τον κόσμο των στεπών - που πάτησαν για πρώτη φορά στην Ευρώπη
το 1308 -, έμελλαν να δημιουργήσουν μια μεγάλη και μακρόβια αυτοκρατορία, η
οποία στην Ευρώπη θα περιλάμβανε όλη τη Βαλκανική.
Ο Γιάννης Κορδάτος έγραφε σε μια μονογραφία
του: «Στις 29 του Μάη στα 1453, που η ξακουστή
πρωτεύουσα του Βυζαντίου έπεσε στα χέρια των Τούρκων, από τη μια μεριά οι
βυζαντινοί φεουδάρχες άλλαζαν κυρίαρχο και από την άλλη, τελείωνε η πάλη που
άρχισε ανάμεσα σ’Ανατολή και Δύση - ανάμεσα σε Τούρκους και Φράγκους - για την
επικράτηση και την κατοχή της Βαλκανικής που ήταν ο δ ρ ό μ ο ς που περνούσαν
τα καραβάνια των πραγματευτάδων από την Ευρώπη στην Ασία. Η Πόλη που κατά τον
ποιητή ήταν
«το
σπαθί, η Πόλη το κοντάρι
η Πόλη ήτο το κλειδί της Ρωμανίας όλης
κ’εκλείδωνε κ’ασφάλιζεν όλη την Ρωμανίαν
κ’όλο το Αρχιπέλαγος εσφικτοκλείδωνέτο» δεν ήταν μοναχά κέντρο οικονομικό μα είχε και στρατηγική θέση σπουδαία»[17]
Η
Πόλη - κέντρο ενός πολιτισμού οικουμενικής ακτινοβολίας, κυρίως για τον
χριστιανικό κόσμο - έπεσε στις 29 Μαίου 1453 στα χέρια των Οθωμανών. Οι
Ελληνες, αλλά και οι άλλοι Ευρωπαίοι, οφείλουν να θυμούνται και να αντλούν
διδάγματα. Περισσότερο σήμερα που ο Ελληνισμός πορεύεται γοργά προς τη «μετανεωτερικότητα»,
χαρακτηριστικά της οποίας είναι η αποκοπή από τις ρίζες, ο εθνομηδενισμός και η
άκριτη αποδοχή τρόπου σκέψεως και ζωής που επιδιώκουν να επιβάλλουν τα
ιδεολογικά κέντρα της παγκοσμιοποίησης.
Θεόδωρος
Μπατρακούλης
Δρ
Πανεπιστημίου Paris 8, Νομικός
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε
σε πρώτη, συντετμημένη μορφή με τίτλο «29
Μαίου 1453: Ημέρα μνήμης των Ελλήνων και των Ευρωπαίων», στο ηλεκτρονικό περιοδικό Αντίβαρο, Ιούνιος 2007.
http://palio.antibaro.gr/national/mpatrakoulhs_29maiou.php
[1] Paul Lemerle, «Η συνέχεια της
ευρωπαïκής συνείδησης», στο Ελένη
Αρβελέρ / Maurice Aymard, Οι Ευρωπαίοι, τόμος Α΄, Αθήνα: Σαββάλας, 2003, σ. 181.
[2] Το
επίθετο «βυζαντινός» ήταν
άγνωστο στους επονομασθέντες
«Βυζαντινούς». Είναι ένας νεολογισμός τον οποίο χρησιμοποίησε στα 1562 για
πρώτη φορά ο ιστορικός Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf, 1516-1580), τότε βιβλιοθηκάριος και γραμματέας
στον οίκο των ισχυρών τραπεζιτών Fugger στην Αυγούστα (Augsburg). Εκτοτε καθιερώθηκε από λόγιους της Δύσης. Οι
ιστορικοί των βυζαντινών χρόνων καθώς και οι υπήκοοι της
Αυτοκρατορίας της Ανατολής
χρησιμοποιούσαν συνήθως τον όρο
«Ρωμαίοι» και για την Αυτοκρατορία «Ρωμαίων κράτος» ή «Ρωμαίων Πολιτεία».
Βλ. και
G. Ostrogorsky,
Ιστορία του Βυζαντινού
Κράτους, 3 τόμοι, Αθήνα: Ιστορικές εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, 1978-1981,
τόμος 1, σ. 85.
[3] Πρβλ. Georges Castellan,
Histoire des Balkans, XIVe-XXe siècle, Paris: Fayard, 1991. S. Yerasimos, Questions d’Orient; Frontières et minorités des Balkans au
Caucase, Paris: La
Découverte, 1993. Serge Bernstein/Pierre Milza, Iστορία
της Ευρώπης, Τόμος 1ος, Από τη Ρωμαïκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαïκά
Κράτη, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 1997, σ. 31-220. Denis Hupchick, The Balkans from Constantinople
to Communism, New York:
Palgrave MacMillan, 2002. Ε.
Αρβελέρ/Μ. Aymard, Οι Ευρωπαίοι, Α΄ Τόμος, Αρχαιότητα, Μεσαίωνας,
Αναγέννηση, Β΄ Τόμος, Νεότερη και Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα:
Σαββάλας, 2003, ιδιαίτερα Henryk Samsonowicz, «Η τριχοτόμηση του ευρωπαικού χώρου», σσ. 31-44.
[4] V.L. Waldmüller, Die Ersten Begegnungen
der Slawen mit dem Christentum und den christlichen Vlkern vom VI. bis VIII.
Jahrhundert, Die Slawen zwichen Byzanz und Abendland, Amsterdam: 1976, σελ. 123 κ.επ., 163 κ.επ., 327 κ. εξ. Μ. Νystazopoulou-Pelekidou, Les Slaves dans
l’Empire byzantin, The 17th International Byzantine Congress, Major
Papers (Washington D.C., August 3-8, 1986), New York: 1986, σελ. 347 κ.εξ.,
351 κ.εξ. V. Popovic, Aux origines de la
slavisation des Balkans: La constitution des premières sklavinies macédoniennes
à la fin du VIème siècle, in Comptes rendus de séance de l’Académie des
Inscriptions et Belles Lettres, Paris: 1980, pp. 230-257.
[5] Βλ. και Φίλιππος Φιλίππου, ‘‘Ο βυζαντινός
Οικουμενισμός και η ιδέα ανεξαρτησίας του Α΄ Βουλγαρικού κράτους πριν τον
εκχριστιανισμό’’, Βυζαντινός Δομός τεύχος 5-6 (1991-1992): σσ. 183-188.
[6] Serge Bernstein / Pierre Milza. Iστορία της Ευρώπης. 1. Από τη Ρωμαïκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαïκά Κράτη, (1997), όπ. παρ., σσ. 73-74.
[8] Ε. Αρβελέρ, «Βυζάντιο: Η
χριστιανική αυτοκρατορία», στο Ε.
Αρβελέρ/Μ. Aymard, Οι
Ευρωπαίοι. Αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Αναγέννηση, τ΄Α΄, Αθήνα: εκδ. Σαββάλας,
2003, σ. 160.
[9] Ντιμίτρι Oμπολένσκι, H
Bυζαντινή Κοινοπολιτεία, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1991, 2 τόμοι.
[11] Βλ. και Nicolae Jorga, Byzance après Byzance. Continuation
de l’histoire de la vie byzantine, Bucarest,
1935. Jovan Cvijic, Grundlinie der Geographie und Geologie
von Mazedonien und Altserbien, Gotha, 1908.
[12] Βλ. και Steven
Runciman, The Great Church in Captivity, Cambridge: Cambridge University Press,
1968.
[13] Βλ. και Ν. Μοσχοβάκης, Το εν Ελλάδι δημόσιον
δίκαιον επί Τουρκοκρατίας, Αθήναι: 1882.
[15] Βλ. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή - Η Βυζαντινή ιστορία της Λατινοκρατίας
(1204-1261). Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Σπύρος Η. Σπυρόπουλος, Εκδοσεις
Ζήτρος 2004. Βλ. και Μ. Λεφτσένκο, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα:
Αναγνωστίδης, 1956, σ. 318. σελ
[16] Bλ.
Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
3η Έκδοση (Μετ. Τούλα Δρακοπούλου). Αθήνα: Ψυχογιός. 1988. Ιωάννης
Καραγιαννόπουλος, ‘‘Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών’’, Βυζαντινά,
τεύχος 2 (1970): σελ. 37-63. Δημήτρης Κοσμίδης (επιμ.), Άτλας της Παγκόσμιας
Ιστορίας. Αθήνα: Η Καθημερινή,
1997. Τηλέμαχος Λουγγής. Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, De Administrando Imperio (Προς τον ίδιον υιόν
Ρωμανόν), μία μέθοδος ανάλυσης.
Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1990. Χαράλαμπος Παπασωτηρίου. Βυζαντινή Υψηλή
Στρατηγική, 6ος-11ος αιώνας. 3η Έκδοση, Αθήνα: Ποιότητα, 2001. Λάμπρος
Τσακτσίρας / Ζαχαρίας Ορφανουδάκης / Μάρθα Θεοχάρη. Ιστορία Ρωμαϊκή και
Βυζαντινή. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, χ.χ. Paul. Κennedy. The Rise and Fall of the Great Powers.
2nd Ed. London: Fontana,
1989.
[17] Γ. Κορδάτος, Εισαγωγή, στο βιβλίο του Τα
τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα Εκδόσεις Μπουκουμάνη,
1975, σ. 11-12
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου