Όταν η θεολογία γίνεται πολιτική ιδεολογία
Του Χρήστου Ιακώβου
Ο λόγος της πολιτικής θεολογίας ήταν για πολλούς αιώνες το μοναδικό μέσο που διέθεταν οι άνθρωποι για να εκφράσουν τις σκέψεις τους και να νομιμοποιήσουν την πολιτική. Μπορεί το φαινόμενο αυτό να είναι αρχαίο, επιβιώνει όμως μέχρι σήμερα.
Σε διάφορα τμήματα του πλανήτη εκατομμύρια ανθρώπων προσπαθούν να εναρμονίσουν τη ζωή τους με την θεία εντολή. Για να τους καταλάβουμε πρέπει να ερμηνεύσουμε τη γλώσσα της πολιτικής θεολογίας. Αυτή η κατάσταση, αν και δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στον κόσμο του Ισλάμ, γίνεται πιο έντονη μέσω της ριζοσπαστικής έκφανσης του πολιτικού Ισλάμ.
Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για κάθε δυτικό, που βίωσε το διαχωρισμό θρησκείας και κράτους και θέλει να κατανοήσει την θρησκεία του Ισλάμ να διαχωρίσει εκ των προτέρων τον μωαμεθανισμό από την ιδεολογία του ισλαμισμού. Η διάκριση όμως αυτή, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις είναι ξεκάθαρη, σε κάποιες άλλες, λόγω υπεραπλούστευσης και ελλιπούς κατανόησης, δεν είναι και τόσο σαφής. Μπορεί μάλιστα να διατυπωθεί ότι στη σημερινή συγκυρία -κι οπωσδήποτε μετά τους αποκεφαλισμούς και τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Γαλλία – οι δύο έννοιες συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, πολλοί μουσουλμάνοι διανοούμενοι προβάλλουν ως επιχείρημα και συνάμα απάντηση στην πιο πάνω διαπίστωση την άποψη ότι η θρησκεία είναι μία ιδιωτική υπόθεση ή τουλάχιστον έτσι θα πρέπει να περιορίζεται. Η πρακτική όμως έχει καταδείξει ότι η θρησκεία γίνεται ιδιωτική υπόθεση μόνο στις ειδικές συνθήκες που οδήγησαν στη σύγχρονη και εκκοσμικευμένη κοινωνία ενός τμήματος του δυτικού πολιτισμού.
Το σύνηθες, τόσο στο παρελθόν όσο και επί του παρόντος, είναι να αναπτύσσονται οι θρησκείες παράλληλα με ιερατεία, που συχνά ασκούν ολοκληρωτική εξουσία. Η ιστορία της περιοχής μας στους τελευταίους είκοσι αιώνες είναι μεστή από θρησκευτικούς πολέμους και διωγμούς του χριστιανισμού και του Ισλάμ. Επιπλέον, ο εβραϊσμός παρέμεινε μακριά από παρόμοια φαινόμενα μάλλον διότι δεν άσκησε κρατική εξουσία μέχρι τη δημιουργία του Εβραϊκού Κράτους. Κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, η νομιμότητα της ισλαμικής θρησκευτικής εξουσίας δοκιμάστηκε, χωρίς μεγάλη αντοχή, σε ορισμένες περιοχές του μουσουλμανικού κόσμου από αυταρχικούς εκσυγχρονιστές, όπως ο Μοχάμεντ Άλι της Αιγύπτου, ο Κεμάλ Ατατούρκ ή ο Σάχης Ρεζά Παχλαβί στην Περσία/Ιράν.
Επίσης, η πολιτιστική, πολιτική και οικονομική διαδικασία του εκσυγχρονισμού υπενόμευσε την επιρροή της μουσουλμανικής θρησκείας στον τρόπο σκέψης των λαών για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, προς όφελος κυρίως ενός εκκοσμικευμένου εθνικισμού ή, δευτερευόντως, επαναστατικών μαρξιστικών ιδεολογιών. Επιπλέον, το Ισλάμ βρίσκεται σε μία διαδικασία εσωτερικών μεταρρυθμίσεων ήδη από το 19ο αιώνα, τα θέματα των οποίων κυριαρχούν μέχρι σήμερα, προκαλώντας σοβαρά διλήμματα και χάσματα ως προς την ερμηνεία τους.
Για πολλούς μουσουλμάνους, το Ισλάμ αντιπροσωπεύει, με απόλυτο μάλιστα τρόπο, την απόρριψη των μεταρρυθμίσεων αυτών, γιατί όπως πιστεύουν, η θρησκεία τους είναι ασυμβίβαστη με τις αρχές του δυτικού πολιτισμού. Αυτή η απόρριψη αποτελεί στα μάτια τους την αποκατάσταση της θρησκευτικής εξουσίας που δεν είναι άλλη από την κυριαρχία του ισλαμικού νόμου. Με άλλα λόγια, τα κείμενα και η ισλαμική παράδοση δεν είναι ανοικτά ούτε σε νέες ερμηνείες ούτε επιδέχονται συμβιβασμών με τον ούτως ή άλλως υλιστικό δυτικό πολιτισμό.
Οι πιο γνωστές και διαδεδομένες σήμερα μορφές του ισλαμισμού, είτε αυτή του σαλαφισμού είτε αυτή του ουαχαμπισμού, ξεκινούν από την αρχή ότι η θρησκευτικότητα είναι δημόσια υπόθεση. Αυτή η αντίληψη μετατρέπει εκ των πραγμάτων αυτά τα ρεύματα σε πολιτικά κινήματα και ιδεολογίες που μάχονται για την επιβολή μίας ηθικής που θα προσδιορίζει, χωρίς παρεκβάσεις, τις ανθρώπινες συμπεριφορές τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό βίο. Συνεπώς, σε αυτή τη μορφή του πολιτικοποιημένου Ισλάμ δεν μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ ιδιωτικής θρησκευτικότητας και δημόσιας πολιτικής κοσμοθεωρίας, όπως συμβαίνει στη Δύση.
Για τους εκφραστές αυτών των ρευμάτων του ισλαμισμού, η θεολογία είναι ταυτοχρόνως και μεσσιανική πολιτική ιδεολογία, σύμφωνα με την οποία ο σύγχρονος κόσμος έχει μόνο νόημα ως σύγκρουση μεταξύ μουσουλμάνων από τη μια και μη μουσουλμάνων από την άλλη, μέχρι την τελική κυριαρχία του Ισλάμ. Πρόκειται για μία ολοκληρωτική οπτική, που επισκιάζει την καθ’ αυτό πολιτική και θυμίζει μία παραλλαγή αυτού που ο Χάντιγκτον αποκάλεσε ήδη από τη δεκαετία του 1990 ως «σύγκρουση των πολιτισμών».
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 αυτές οι αντιλήψεις εξεφράζοντο μόνο από θρησκόληπτους και στρατευμένους ισλαμιστές. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αυξάνεται η αριθμός των μουσουλμάνων που αναπαράγει το λόγο αυτό ελαφρώς, συμβάλλοντας σιγά-σιγά στην πολιτική και κοινωνική ισχυροποίησή του. Αυτό συνιστά σταδιακή αποδοχή του ριζοσπαστισμού από ευρείες μάζες των μουσουλμανικών κοινωνιών. Ενόσω αυτός ο λόγος παράγεται από επιπολαιότητα ή υστεροβουλία τότε μπορούμε να διατηρήσουμε τη διάκριση μεταξύ θρησκευτικού και πολιτικού. Το πρόβλημα ξεκινά από τη στιγμή που αρχίζουν να εμφανίζονται ομάδες και να κατευθύνουν πολιτικά αυτές τις απόψεις, είτε μέσω ενός μισαλλόδοξου πολιτικού λόγου είτε με την υιοθέτησης της βίας ως μέσου πολιτικής πρακτικής.
Πηγή : mignatiou.com
Όταν η θεολογία γίνεται πολιτική ιδεολογία
Ο λόγος της πολιτικής θεολογίας ήταν για πολλούς αιώνες το μοναδικό μέσο που διέθεταν οι άνθρωποι για να εκφράσουν τις σκέψεις τους και να νομιμοποιήσουν την πολιτική. Μπορεί το φαινόμενο αυτό να είναι αρχαίο, επιβιώνει όμως μέχρι σήμερα.
Σε διάφορα τμήματα του πλανήτη εκατομμύρια ανθρώπων προσπαθούν να εναρμονίσουν τη ζωή τους με την θεία εντολή. Για να τους καταλάβουμε πρέπει να ερμηνεύσουμε τη γλώσσα της πολιτικής θεολογίας. Αυτή η κατάσταση, αν και δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στον κόσμο του Ισλάμ, γίνεται πιο έντονη μέσω της ριζοσπαστικής έκφανσης του πολιτικού Ισλάμ.
Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για κάθε δυτικό, που βίωσε το διαχωρισμό θρησκείας και κράτους και θέλει να κατανοήσει την θρησκεία του Ισλάμ να διαχωρίσει εκ των προτέρων τον μωαμεθανισμό από την ιδεολογία του ισλαμισμού. Η διάκριση όμως αυτή, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις είναι ξεκάθαρη, σε κάποιες άλλες, λόγω υπεραπλούστευσης και ελλιπούς κατανόησης, δεν είναι και τόσο σαφής. Μπορεί μάλιστα να διατυπωθεί ότι στη σημερινή συγκυρία -κι οπωσδήποτε μετά τους αποκεφαλισμούς και τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Γαλλία – οι δύο έννοιες συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, πολλοί μουσουλμάνοι διανοούμενοι προβάλλουν ως επιχείρημα και συνάμα απάντηση στην πιο πάνω διαπίστωση την άποψη ότι η θρησκεία είναι μία ιδιωτική υπόθεση ή τουλάχιστον έτσι θα πρέπει να περιορίζεται. Η πρακτική όμως έχει καταδείξει ότι η θρησκεία γίνεται ιδιωτική υπόθεση μόνο στις ειδικές συνθήκες που οδήγησαν στη σύγχρονη και εκκοσμικευμένη κοινωνία ενός τμήματος του δυτικού πολιτισμού.
Το σύνηθες, τόσο στο παρελθόν όσο και επί του παρόντος, είναι να αναπτύσσονται οι θρησκείες παράλληλα με ιερατεία, που συχνά ασκούν ολοκληρωτική εξουσία. Η ιστορία της περιοχής μας στους τελευταίους είκοσι αιώνες είναι μεστή από θρησκευτικούς πολέμους και διωγμούς του χριστιανισμού και του Ισλάμ. Επιπλέον, ο εβραϊσμός παρέμεινε μακριά από παρόμοια φαινόμενα μάλλον διότι δεν άσκησε κρατική εξουσία μέχρι τη δημιουργία του Εβραϊκού Κράτους. Κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, η νομιμότητα της ισλαμικής θρησκευτικής εξουσίας δοκιμάστηκε, χωρίς μεγάλη αντοχή, σε ορισμένες περιοχές του μουσουλμανικού κόσμου από αυταρχικούς εκσυγχρονιστές, όπως ο Μοχάμεντ Άλι της Αιγύπτου, ο Κεμάλ Ατατούρκ ή ο Σάχης Ρεζά Παχλαβί στην Περσία/Ιράν.
Επίσης, η πολιτιστική, πολιτική και οικονομική διαδικασία του εκσυγχρονισμού υπενόμευσε την επιρροή της μουσουλμανικής θρησκείας στον τρόπο σκέψης των λαών για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, προς όφελος κυρίως ενός εκκοσμικευμένου εθνικισμού ή, δευτερευόντως, επαναστατικών μαρξιστικών ιδεολογιών. Επιπλέον, το Ισλάμ βρίσκεται σε μία διαδικασία εσωτερικών μεταρρυθμίσεων ήδη από το 19ο αιώνα, τα θέματα των οποίων κυριαρχούν μέχρι σήμερα, προκαλώντας σοβαρά διλήμματα και χάσματα ως προς την ερμηνεία τους.
Για πολλούς μουσουλμάνους, το Ισλάμ αντιπροσωπεύει, με απόλυτο μάλιστα τρόπο, την απόρριψη των μεταρρυθμίσεων αυτών, γιατί όπως πιστεύουν, η θρησκεία τους είναι ασυμβίβαστη με τις αρχές του δυτικού πολιτισμού. Αυτή η απόρριψη αποτελεί στα μάτια τους την αποκατάσταση της θρησκευτικής εξουσίας που δεν είναι άλλη από την κυριαρχία του ισλαμικού νόμου. Με άλλα λόγια, τα κείμενα και η ισλαμική παράδοση δεν είναι ανοικτά ούτε σε νέες ερμηνείες ούτε επιδέχονται συμβιβασμών με τον ούτως ή άλλως υλιστικό δυτικό πολιτισμό.
Οι πιο γνωστές και διαδεδομένες σήμερα μορφές του ισλαμισμού, είτε αυτή του σαλαφισμού είτε αυτή του ουαχαμπισμού, ξεκινούν από την αρχή ότι η θρησκευτικότητα είναι δημόσια υπόθεση. Αυτή η αντίληψη μετατρέπει εκ των πραγμάτων αυτά τα ρεύματα σε πολιτικά κινήματα και ιδεολογίες που μάχονται για την επιβολή μίας ηθικής που θα προσδιορίζει, χωρίς παρεκβάσεις, τις ανθρώπινες συμπεριφορές τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό βίο. Συνεπώς, σε αυτή τη μορφή του πολιτικοποιημένου Ισλάμ δεν μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ ιδιωτικής θρησκευτικότητας και δημόσιας πολιτικής κοσμοθεωρίας, όπως συμβαίνει στη Δύση.
Για τους εκφραστές αυτών των ρευμάτων του ισλαμισμού, η θεολογία είναι ταυτοχρόνως και μεσσιανική πολιτική ιδεολογία, σύμφωνα με την οποία ο σύγχρονος κόσμος έχει μόνο νόημα ως σύγκρουση μεταξύ μουσουλμάνων από τη μια και μη μουσουλμάνων από την άλλη, μέχρι την τελική κυριαρχία του Ισλάμ. Πρόκειται για μία ολοκληρωτική οπτική, που επισκιάζει την καθ’ αυτό πολιτική και θυμίζει μία παραλλαγή αυτού που ο Χάντιγκτον αποκάλεσε ήδη από τη δεκαετία του 1990 ως «σύγκρουση των πολιτισμών».
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 αυτές οι αντιλήψεις εξεφράζοντο μόνο από θρησκόληπτους και στρατευμένους ισλαμιστές. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αυξάνεται η αριθμός των μουσουλμάνων που αναπαράγει το λόγο αυτό ελαφρώς, συμβάλλοντας σιγά-σιγά στην πολιτική και κοινωνική ισχυροποίησή του. Αυτό συνιστά σταδιακή αποδοχή του ριζοσπαστισμού από ευρείες μάζες των μουσουλμανικών κοινωνιών. Ενόσω αυτός ο λόγος παράγεται από επιπολαιότητα ή υστεροβουλία τότε μπορούμε να διατηρήσουμε τη διάκριση μεταξύ θρησκευτικού και πολιτικού. Το πρόβλημα ξεκινά από τη στιγμή που αρχίζουν να εμφανίζονται ομάδες και να κατευθύνουν πολιτικά αυτές τις απόψεις, είτε μέσω ενός μισαλλόδοξου πολιτικού λόγου είτε με την υιοθέτησης της βίας ως μέσου πολιτικής πρακτικής.
Πηγή : mignatiou.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου