Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

Ψυχραιμία - του Βασίλη Βιλιάρδου




Τα φώτα της δημοσιότητας ήταν ξανά στραμμένα στην Ελλάδα το 2010, όπως ακριβώς σήμερα, ενώ ο τότε πρωθυπουργός της είχε επιλέξει την επίλυση των προβλημάτων της ταξιδεύοντας στο εξωτερικό – με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε τελικά στη χρεοκοπία και στο ΔΝΤ (το οποίο πολύ δύσκολα θα εγκαταλείψει τη χώρα μας προτού την λεηλατήσει, κατά την πάγια τακτική του).
Η νέα κυβέρνηση της Ελλάδας έχει επιλέξει δυστυχώς τον ίδιο τρόπο με τότε, «εις διπλούν» όμως, αφού ταξιδεύει τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και ο υπουργός οικονομικών – αντί να επικεντρώσει την προσοχή της στην επίλυση των μεγάλων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Η κατάληξη θα είναι δυστυχώς η ίδια, εάν δεν αλλάξει τακτική – γεγονός που φάνηκε από τη βραδινή κίνηση της ΕΚΤ, η οποία δεν δίστασε να τραβήξει τη σκανδάλη, με πρώτο θύμα ουσιαστικά τις ελληνικές τράπεζες.
Κατά την άποψη μας, η απόφαση της αυτή στηρίχθηκε στα ομόλογα ανταλλαγής χρέους που πρότεινε η Ελλάδα, τα οποία αφενός μεν δεν προσφέρουν τίποτα στη χώρα μας (άρθρο), αφετέρου θεωρήθηκαν ως προσπάθεια εξαπάτησης των εταίρων της – κάτι με το οποίο δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει εύκολα.
Όσον αφορά τη Γερμανία, η οποία ενδεχομένως επηρέασε την απόφαση της ΕΚΤ, το μεγάλο λάθος της Ελλάδας ήταν η αλλαγή της θέσης της για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους – η αντικατάσταση της δηλαδή από μία ανορθόδοξη πρόταση, η οποία δεν λύνει τα προβλήματα κανενός, διαιωνίζοντας τα ανόητα. Τα «ήξεις αφίξεις» είναι ότι χειρότερο για τις διαπραγματεύσεις, ειδικά με τη Γερμανία – όπως επίσης οι κυβιστήσεις, οι οποίες οδηγούν σε επώδυνους συμβιβασμούς.
Το επόμενο μεγάλο λάθος ήταν το απίστευτο ψέμα του υπουργού οικονομικών, σύμφωνα με το οποίο είχε ξεκινήσει συζητήσεις με το ΔΝΤ, για την ανταλλαγή χρέους με ομόλογα (πηγή). Η ενέργεια του αυτή ήταν τουλάχιστον καταστροφική, στρέφοντας τις Η.Π.Α. και το ΔΝΤ εναντίον μας - αφού πρόκειται για έναν «αυστηρό οργανισμό» που ασφαλώς αντιπαθεί τέτοιου είδους παιδιάστικες, εάν όχι εντελώς ανόητες συμπεριφορές.
Περαιτέρω, η Ελλάδα έχει πάρα πολλά διαπραγματευτικά χαρτιά στη διάθεση της (ανάλυση), οπότε μπορεί να καταφέρει να επιτύχει τη μοναδική υγιή λύση που υπάρχει σήμερα: τη διαγραφή χρέους. Αρκεί φυσικά να είναι σταθερή στη θέση της, να μην την αλλάζει συνεχώς, καθώς επίσης να μην συνεχίσει τις «περιοδείες της ζητιανιάς» η κυβέρνηση της, όπως αποκαλούνται από το διεθνή τύπο.
Προφανώς δε να μην προσπαθεί να δημιουργήσει συμμαχίες εναντίον της Γερμανίας, αφού δεν είναι ικανή για κάτι τέτοιο, ούτε να της «κηρύσσει τον πόλεμο», χωρίς καν να έχει καλύψει τα νώτα της - πόσο μάλλον να περιτριγυρίζει τα διεθνή ΜΜΕ, μιλώντας ανόητα από το πρωί μέχρι το βράδυ, όταν θα έπρεπε να κρατάει κλειστό τόσο το στόμα της, όσο και τα χαρτιά της.
Συνεχίζοντας, οι μεγάλες διαπραγματευτικές δυνατότητες της Ελλάδας φάνηκαν και χθες, αφού μετά την απόφαση της ΕΚΤ προκλήθηκε ένας μικρός σεισμός – κατέρρευσε το ευρώ, όπως επίσης ο δείκτης του ιαπωνικού χρηματιστηρίου, η Wall Street κοκ., ενώ οι τιμές των αμερικανικών ομολόγων αυξήθηκαν. Εάν συνειδητοποιήσει δε κανείς πως δεν ήταν κάτι το «εκκωφαντικό», αφού τα ελληνικά ομόλογα μπορούσαν να δοθούν ως εγγύηση στην ΕΚΤ μόνο κατ” εξαίρεση, θα κατανοήσει τι θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση που η Ελλάδα προέβαινε σε στάση πληρωμών ή/και εγκατέλειπε την Ευρωζώνη (άρθρο).
Σε κάθε περίπτωση, το πρόγραμμα παροχής ρευστότητας της ΕΚΤ (ELA) προς τις ελληνικές τράπεζες συνεχίζει να υπάρχει – αν και με ευθύνη της Τράπεζας της Ελλάδας, οπότε, κατ” επέκταση, του ελληνικού δημοσίου και των φορολογουμένων.
Εάν δε οι Έλληνες διατηρήσουν την ψυχραιμία τους, χωρίς να επιτεθούν στις τράπεζες (Bank runs) και χωρίς να ξεπουλήσουν τις μετοχές τους, ο τελικός χαμένος της αναμέτρησης θα είναι η Γερμανία – αρκεί φυσικά να σταματήσει τις περιοδείες της επαιτείας η κυβέρνηση της, καθώς επίσης να παραμείνει σταθερή αλλά ευέλικτη στις προεκλογικές της δεσμεύσεις, συμπεριφερόμενη με τη σοβαρότητα που απαιτεί το λειτούργημα της.
Ολοκληρώνοντας, ο πραγματικός κίνδυνος για το τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας θα ήταν το σταμάτημα της παροχής ρευστότητας (ELA) από την ΕΚΤ – κάτι που για να αποφασιστεί, απαιτείται η πλειοψηφία των 2/3 των μελών της, όπως συνέβη με την Κύπρο το 2013. Εάν «καταφέρναμε» κάτι τέτοιο, τότε θα είμαστε πραγματικά άξιοι της μοίρας μας – αφού θα δίναμε την ευκαιρία στη Γερμανία να μας τιμωρήσει παραδειγματικά, παρά τα τεράστια όπλα που διαθέτουμε.
Πηγή: viliardos.analyst.gr

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Το κλείσιμο της ΕΡΤ ως στρατηγικό λάθος - Γ. Κοντογιώργης



Πέμπτη, 27 Ιουνίου 2013

Γ. Κοντογιώργης, Το κλείσιμο της ΕΡΤ ως στρατηγικό λάθο

 

Συνέντευξη του Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργου Κοντογιώργη, στις 14.6.13, στον κυπριακό ραδιοφωνικό σταθμό Ράδιο Πρώτο και στον δημοσιογράφο Λάζαρο Μαύρο, για το κλείσιμο της ΕΡΤ.

Cosmosystème -Cosmosystem- Κοσμοσύστημα:

Πηγή: contogeorgis.blogspot.gr

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Πέμπτη, 9 Μαΐου 2013


Κρίση και δημοκρατική νομιμότητα 68 έτη μετά την ήττα του ναζισμού








Φωτογραφία-σταθμός της νίκης των Συμμάχων και της ήττας του ναζισμού: σοβιετικός στρατιώτης υψώνει την κόκκινη σημαία στο Ράιχστακ με φόντο το κατεστραμμένο Βερολίνο. Ηταν Μάιος του 1945 (AP Photo/ITAR-TASS, Yevgeny Khaldei)









Ημερίδα με τίτλο «Κρίση και δημοκρατική νομιμότητα» οργάνωσε η Επιτροπή Πρωτοβουλίας μελών του Συνδέσμου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974 (ΣΦΕΑ) την Πέμπτη 9 Μαΐου 2013 στις 6 μ.μ., στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων (Ακαδημίας 50, αίθουσα «Αντώνης Τρίτσης») με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 68 χρόνων από τη συντριβή του ναζισμού στις 9 Μαΐου 1945.





Επίκαιρο είναι το θέμα με το οποίο άνοιξε η ημερίδα. Για την «Ευρώπη της κρίσης και το φαινόμενο του νεοναζισμού» μίλησαν ο Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης κ. Παύλος, οι πανεπιστημιακοί Γιώργος Κατρούγκαλος και Κουζής Γιάννης και ο νομικός Δημήτρης Μπελαντής. ακολουθήσει δεύτερος κύκλος υπό τον τίτλο «Κρίση αξιών και θεσμών. Το μέλλον της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Για το θέμα θα μιλήσουν ο δημοσιογράφος Νίκος Ξυδάκης, ο δικηγόρος Βαγγέλης Κουρής, η Ελένη Ζωγραφάκη, μέλος του ΔΣ της ΟΛΜΕ, και η λειτουργός πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Αλκυόνη Αριστοπούλου.





Εκπρόσωποι κοινωνικών φορέων θα απευθύνουν χαιρετισμό ενώ μετά τις εισηγήσεις θα ακολουθήσει διάλογος με ερωτήσεις, παρεμβάσεις και τοποθετήσεις του κοινού. Τις συζητήσεις θα συντονίσουν ο πανεπιστημιακός και τέως μέλος του ΔΣ του ΣΦΕΑ Θεοφάνης Πάκος και ο επίσης πανεπιστημιακός και μέλος του ΣΦΕΑ, πρόεδρος του ΔΣ της ΕΜΙΑΝ (Εταιρεία Μελέτης της Ιστορίας της Αριστερής Νεολαίας) Θανάσης Καλαφάτης.





Νέο εγερτήριο συνειδήσεων





Τα μέλη του ΣΦΕ που καλούν στην εκδήλωση αυτή υποστηρίζουν στο σημείωμά τους ότι το όραμα μιας δημοκρατικής και αλληλέγγυας Ευρώπης των λαών έχει προσγειωθεί ανώμαλα στη σκληρή πραγματικότητα. «Τα εξήντα οκτώ χρόνια από την 9η Μαΐου 1945, που μέχρι προχθές ακόμα πιστεύαμε ότι μας χώριζαν ανεπίστρεπτα από τον ερειπιώνα των λαθών και των εγκλημάτων που ήταν ο κόσμος την επαύριο της αντιναζιστικής νίκης, μοιάζει σαν να μην έχουν περάσει» αναφέρεται χαρακτηριστικά.





«Γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες ενός μεθοδευμένου, αδίστακτου και εντεινόμενου πολέμου κατά των δημοκρατικών θεσμών που εγκαθιδρύθηκαν μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, κατά των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που με αγώνες και θυσίες κατέκτησε ο λαός μας» πρσθέτουν και επισημαίνουν:





«Στον πόλεμο αυτό, οι ενορχηστρωτές του έχουν αναθέσει σταδιακά, άλλοτε με την υπερπροβολή και άλλοτε με την αποσιώπηση, κεντρικό ρόλο στους νεοναζιστές της Χρυσής Αυγής. Άμεσος στόχος τους είναι η σπίλωση της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η συκοφάντηση και απαξίωση συνολικά της αντιδικτατορικής Αντίστασης 1967-74, η απάλειψη από τη συλλογική μνήμη των θηριωδιών που διέπραξαν στη διάρκεια της Κατοχής οι κατακτητές και οι ντόπιοι συνεργάτες τους, η αποκαθήλωση της Αντίστασης 1940-44 από τη συνείδηση των Ελλήνων».





Η Επιτροπή Πρωτοβουλίας μελών του ΣΦΕΑ 1967-1974 που υπογράφει επισημαίνοντας ότι «οι καιροί σαλπίζουν ξανά εγερτήριο συνειδήσεων» είναι: Γιάννης Στρατής (μαθηματικός), Θεοφάνης Πάκος (πανεπιστημιακός), Παναγιώτης Κρητικός (τέως αντιπρόεδρος της Βουλής), Θόδωρος Στίνης, Σελήνη Σαββινίδου (δημοσιογράφος), Ελένη Βούλγαρη (δ. υπάλληλος), Νίκος Απανωμεριτάκης (δ. υπάλληλος), Νίκος Καργόπουλος (χημικός), Λαοκράτης Βάσσης (φιλόλογος), Ανδρέας Νεφελούδης (οικονομολόγος).





Την Πρωτοβουλία στηρίζουν με τις υπογραφές τους δεκάδες αγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα που σήμερα κινούνται πολιτικά στον λεγόμενο ευρύτερο προοδευτικό χώρο και στην πλειονότητά τους προέρχονται από την Ανανεωτική Αριστερά. Περιλαμβάνονται στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ (Νάντια Βαλαβάνη, Γιάννης Δραγασάκης, Στέλιος Παππάς, Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, Μπάμπης Γεωργούλας, Παύλος Κλαυδιανός , Νίκος Μανιός, Μπάμπης Κοβάνης, Μάκης Μπαλαούρας κ.ά.), του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής (Αλ. Αλαβάνος) και διαφόρων σχημάτων της Αριστεράς αλλά και προερχόμενοι από το ΠαΣοΚ (πρώην υπουργός Στάθης Γιώτας) κ.ά. Επίσης, υπογράφουν η σκηνοθέτις Αλίντα Δημητρίου, ο πανεπιστημιακός Γιάννης Γιανουλόπουλος, ο ανθρωπολόγος-συγγραφέας Σωτήρης Δημητρίου, ο εκδότης και μέλος ΣΕΥΑΕΚ (Συντονιστική Επιτροπή Υποστήριξης Αγώνα για Ελεύθερη Κύπρο) Γιώργος Καραμπελιάς κ.ά.

Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Η ΔΙΠΛΗ ΑΠΑΤΗ - του Βασίλη Βιλιάρδου

Η ΔΙΠΛΗ ΑΠΑΤΗ: Όλες εκείνες οι προσδοκίες, οι οποίες πηγάζουν από την αλλαγή των κυβερνήσεων και από τις εκλογές, είναι ουτοπικές – αφού έτσι δεν αντιμετωπίζεται η αιτία των προβλημάτων, τα οποία απλά αναβάλλονται για το μέλλον, επιδεινούμενα συνεχώς
Η υπερβολικά υψηλή ανεργία είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ύφεσης – της αδυναμίας ανάπτυξης δηλαδή ενός κράτους. Μόνιμη ή προσωρινή, επιδεινούμενη ή όχι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανεργία αποτελούσε πάντοτε μάστιγα – ενώ η δυνατότητα εξάλειψης της ήταν ανέκαθεν μέρος των ισχυρισμών περί της (δήθεν) ανωτερότητας του κομμουνιστικού καθεστώτος. (J.Schumpeter).
Ο κοινωνικός καπιταλισμός, η μικτή οικονομία καλύτερα, (στην οποία οι κοινωφελείς, οι στρατηγικές και οι κερδοφόρες μονοπωλιακές επιχειρήσεις ανήκουν στο κράτος, ενώ όλες οι υπόλοιπες στους ιδιώτες), σε συνθήκες ήρεμης ανάπτυξης και σε «περιβάλλον» άμεσης δημοκρατίας, όπου οι Πολίτες συμμετέχουν μέσω δημοψηφισμάτων τόσο στις αποφάσεις, όσο και στον έλεγχο του κράτους, μπορεί να εγγυηθεί την καταπολέμηση της ανεργίας – όπως επίσης τη δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων και την ελευθερία.
Αντίθετα το άκρο αντίθετο του κομμουνισμού, ο νεοφιλελευθερισμός, σύμφωνα με τον οποίο όλες οι επιχειρήσεις πρέπει να ανήκουν στους ιδιώτες (με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε τεράστιες γραφειοκρατικές οργανώσεις «μονοπωλιακής μορφής» εις βάρος της ελεύθερης αγοράς και της ατομικής πρωτοβουλίας), δεν μπορεί να εγγυηθεί τίποτα - πόσο μάλλον όταν επιβάλει μια πολιτική λιτότητας στις εισοδηματικά ασθενέστερες τάξεις, σε συνθήκες ύφεσης, η οποία συνήθως εκβάλλει σε μεγάλες αναταραχές, σε κοινωνικές εξεγέρσεις, στην αύξηση της εγκληματικότητας, στην αναβίωση δικτατορικών καθεστώτων κλπ.
Άρθρο
Η παραγωγή πλούτου σε ένα κράτος στηρίζεται ουσιαστικά σε δύο προϋποθέσεις (α) στην αρχή μίας συσσώρευσης κεφαλαίων, βασισμένης στην άνιση αναδιανομή των εισοδημάτων και (β) σε μία κοινωνία, η οποία δεν εργάζεται για τις μικρές ηδονές του σήμερα, αλλά για τη μελλοντική ασφάλεια και τα βελτίωση του γένους – επομένως, για την ανάπτυξη και την πρόοδο.
Η Δύση κατάφερε να γίνει η πλουσιότερη «περιοχή» του πλανήτη, επειδή ήταν κοινωνικά και οικονομικά οργανωμένη με τέτοιον τρόπο, ώστε να εξασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή συσσώρευση κεφαλαίου. Η κοινωνία της δηλαδή ήταν με τέτοιον τρόπο σχεδιασμένη, ώστε ένα μεγάλο μέρος του αυξημένου εισοδήματος να παραμένει στον έλεγχο εκείνης της τάξης, η οποία ήταν λιγότερο πιθανόν να το καταναλώσει – μία «καπιταλιστικής τάξης», η οποία δεν ανατρεφόταν υπό το πνεύμα των μεγάλων δαπανών, αλλά προτιμούσε τη δύναμη που της παρείχε η επένδυση, από τις ηδονές της άμεσης κατανάλωσης.
Το σύστημα αυτό, το οποίο δημιούργησε πολύ μεγάλες συσσωρεύσεις παγίου κεφαλαίου, δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει σε μία κοινωνία, στην οποία ο πλούτος θα ήταν διανεμημένος ακριβοδίκαια, «σοσιαλιστικά» – ενώ εξαρτιόταν για την ανάπτυξη του από μία διπλή απάτη ή ψευδαίσθηση:
(α) Από τη μία πλευρά οι εργαζόμενες τάξεις αποδέχθηκαν μία κατάσταση, στην οποία μπορούσαν να ονομάσουν δικό τους ένα πολύ μικρό μέρος του παραγομένου προϊόντος, το οποίο αυτοί, η φύση και οι κεφαλαιοκράτες συνεργάζονταν για να το παράγουν.
(β) Από την άλλη πλευρά επιτράπηκε στις κεφαλαιοκρατικές τάξεις να ονομάσουν το μεγαλύτερο μέρος του παραγομένου προϊόντος («πίτας») δικό τους, θεωρητικά ελεύθερους να το καταναλώσουν – εν τούτοις, με την άρρητη βαθύτερη προϋπόθεση ότι, δεν θα το κατανάλωναν, αλλά θα το (επαν)επένδυαν, σχεδόν στο σύνολο του.
Για ολόκληρη τη δυτική κοινωνία, εργαζομένους και κεφαλαιοκράτες, το καθήκον της αποταμίευσης έγινε τα εννέα δέκατα της αρετής, τα «ιλιγγιώδη» πλεονεκτήματα του ανατοκισμού εξυμνηθήκαν, ενώ η συνεχής αύξηση του παραγομένου προϊόντος (ανάπτυξη, μεγάλωμα της «πίτας») αποτέλεσε ένα αντικείμενο αληθινής θρησκείας. Η αρετή της συσσώρευσης έγκειτο δε στο ότι, ο παραγόμενος πλούτος δεν επρόκειτο ποτέ να καταναλωθεί ούτε από τους ίδιους τους ανθρώπους, ούτε από τα παιδιά τους μετά από αυτούς (Keynes).
Σήμερα, μετά από μία περίοδο συνεχούς ανάπτυξης, βασισμένης στους παραπάνω «κανόνες» (1945-1980), τους οποίους στη συνέχεια διαδέχθηκε η κάπως δικαιότερη αναδιανομή του πλούτου (μέσω των σοσιαλιστικών συστημάτων ή/και της δημιουργίας του κοινωνικού κράτους πρόνοιας), ο δανεισμός και η άμετρη κατανάλωση (1980-2007), η Δύση είναι αντιμέτωπη με ένα αδιέξοδο – αφού η επάνοδος στην καπιταλιστική ανάπτυξη, απαιτεί ουσιαστικά την αλλαγή νοοτροπίας του συνολικού πληθυσμού της (εάν εξετάσει κανείς τα συνολικό χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, ολόκληρης της δύσης, των Η.Π.Α., της ΕΕ της Ιαπωνίας κλπ., θα διαπιστώσει αμέσως τη γενικότερη αύξηση του μετά το 1980 – ενώ η αύξηση του ελληνικού συνολικού χρέους, πόσο μέλλον σε σύγκριση με τα περιουσιακά στοιχεία της Ελλάδας, είναι από τις μικρότερες).
Επί πλέον, ο συσσωρεμένος πλούτος της Δύσης, ο οποίος έχει πλέον τοποθετηθεί στις τράπεζες αντί στην πραγματική οικονομία, έχει αυτονομηθεί – με αποτέλεσμα να μην παρέχει εκείνο το χρονικό διάστημα «ανακωχής», το οποίο απαιτείται για την «εκλογίκευση» και την αλλαγή νοοτροπίας.
Παράλληλα, οι αδυναμίες αυτές έχουν δημιουργήσει μεγάλες διαστρεβλώσεις στις κοινωνίες - με τους εργαζομένους να μην είναι καθόλου πρόθυμοι να αποδεχθούν την εγκράτεια, καθώς επίσης με τις κεφαλαιοκρατικές τάξεις, αβέβαιες για το μέλλον, εντελώς απρόθυμες να επενδύσουν.
Στα πλαίσια αυτά, η Πολιτική αδυνατεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην αυξανόμενη πίεση των αγορών κεφαλαίου, στα συσσωρεμένα χρέη και στη δυσαρέσκεια των Πολιτών – μία κατάσταση η οποία λύνεται είτε με την απόφαση μαζικής διαγραφής χρεών, σε συνδυασμό με την «εκ βάθρων» αλλαγή νοοτροπίας, είτε με τη ριζική «μετατροπή» του πολιτικού συστήματος (κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία, κλπ.), είτε με τη «δημιουργική καταστροφή» (πόλεμοι κλπ.).
Κατά την άποψη μας λοιπόν, όλες εκείνες οι προσδοκίες, οι οποίες πηγάζουν από την αλλαγή των κυβερνήσεων και από τις εκλογές, είναι ουτοπικές – αφού έτσι δεν αντιμετωπίζεται η αιτία των προβλημάτων, τα οποία απλά αναβάλλονται για το μέλλον, επιδεινούμενα συνεχώς.
Επομένως η Δύση, με αφετηρία την Ελλάδα, φαίνεται ότι θα απειληθεί από μία περίοδο έντονης αστάθειας, εσωτερικών αναταραχών, κοινωνικών εξεγέρσεων, εθνικιστικών εξάρσεων, προστατευτισμού, μεταβατικών κυβερνήσεων και αλλεπάλληλων εκλογών, με αποτελέσματα που είναι αδύνατον να προβλεφθούν.
Η Ισλανδία, στο ξεκίνημα της κρίσης (2008), είχε δημόσιο χρέος στο 130% του ΑΕΠ (μετά τη ραγδαία υποτίμηση) και χρέος τραπεζών στο 1.000% του ΑΕΠ – ενώ φυσικά είχε χάσει την πρόσβαση στις αγορές χρηματοδότησης. Τρία χρόνια αργότερα (2011), η χώρα επανήλθε στην ανάπτυξη, μείωσε το δημόσιο χρέος της στο 100% του ΑΕΠ, καθώς επίσης το τραπεζικό στο 200% του ΑΕΠ, διαγράφοντας μέρος των χρεών των νοικοκυριών - ενώ η ανεργία περιορίσθηκε στο 7% και επέστρεψε στις αγορές.

Η Ελλάδα αντίστοιχα, στο ξεκίνημα της κρίσης (2009), είχε δημόσιο χρέος στο 120% του ΑΕΠ, χρέος τραπεζών στο 23% και ανεργία στο 9% - επίσης, το τρίτο χαμηλότερο συνολικό χρέος στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Τρία χρόνια αργότερα, το δημόσιο χρέος έφτασε στο 170%, οι τράπεζες ουσιαστικά χρεοκόπησαν παρά το μηδαμινό χρέος τους, λόγω της κατοχής ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, η ανεργία εκτοξεύθηκε στο 21%, η ύφεση στο -7% και η
Βουλή μετέτρεψε το σύνολο του χρέους σε ενυπόθηκο – παραδίδοντας την εθνική μας κυριαρχία και μετατρέποντας την πατρίδα μας σε προτεκτοράτο των Βρυξελλών.
Μετά τη διαγραφή χρέους (PSI), το νέο δανεισμό για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, καθώς επίσης τα ελλείμματα του προϋπολογισμού (2012), το δημόσιο χρέος θα «μειωθεί» στο 155% του ΑΕΠ – συνεχίζοντας να είναι κατά πολύ υψηλότερο από το 2009 και φυσικά μη βιώσιμο, παρά το ότι η Ελλάδα οδηγήθηκε εγκληματικά στη χρεοκοπία (χωρίς να ξεχνάμε τις τεράστιες ζημίες των ασφαλιστικών ταμείων, Πανεπιστημίων, ιδιωτών κλπ. από τη διαγραφή).

Το μνημόνιο ήταν πράγματι ένα φάρμακο για την οικονομία - όπως ισχυρίζονται η κυβέρνηση, το ΔΝΤ και οι υπόλοιποι υπερασπιστές του. Ένα φάρμακο όμως δραστικό και δηλητηριώδες, το οποίο σκοτώνει, αργά αλλά σταθερά, αυτόν που θα υποχρεωθεί να το δοκιμάσει - μία
δολοφονία εκ προμελέτης, στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία δεν φανταζόμαστε ότι θα μείνει ατιμώρητη.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Έχουμε την άποψη πως όταν μία χώρα είναι βυθισμένη σε μία τεράστια κρίση, όταν βρίσκεται δηλαδή σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, είναι ανόητο να συζητεί κανείς για αναδιάρθρωση της οικονομίας της - ακόμη και αν είναι απολύτως απαραίτητη η λήψη τέτοιων μέτρων, τα οποία θα την ωφελήσουν μακροπρόθεσμα, με απόλυτη σιγουριά. Δεν είναι δε μόνο από οικονομικής πλευράς ανόητο, αλλά και από ηθικής - όταν την ίδια στιγμή χιλιάδες άνθρωποι οδηγούνται στην ανεργία ή/και αυτοκτονούν.

Μεταφορικά, θα ήταν σαν να συζητούσαν οι άνδρες της πυροσβεστικής, κατά τη διάρκεια της προσπάθειας τους να σβήσουν μία πυρκαγιά, για τη λογική ή όχι των πυροσβεστικών μέτρων ή για την ελλιπή πυροπροστασία του κτιρίου που καίγεται - αντί να ασχολούνται με τη μη μετάδοση της σε γειτονικούς χώρους και, στη συνέχεια, με την κατάσβεση της. Στα νοσοκομεία οι γιατροί, κατά τη διάρκεια μίας έκτακτης χειρουργικής επέμβασης, δεν συζητούν για τον τρόπο ζωής και για τα σφάλματα του ασθενή - απλά προσπαθούν να τον σώσουν.

Τόσο η Ελλάδα λοιπόν, όσο και η Ευρωζώνη, δεν έχουν αυτή τη στιγμή χρόνο για να διορθώσουν τα σφάλματα της οικονομικής πολιτικής και του ευρώ - ενώ θα ήταν δεδομένη η διάλυση των Η.Π.Α. εάν η εκεί κυβέρνηση συζητούσε την αποβολή ή μη της Καλιφόρνιας, λόγω της χρεοκοπίας της.
Αυτό που επείγει είναι η λήψη άμεσων μέτρων για την από κοινού ανάπτυξη ολόκληρης της ηπείρου, καθώς επίσης για τον περιορισμό των χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών - μέσω των χαμηλών επιτοκίων, του ελεγχόμενου πληθωρισμού και της μερικής διαγραφής.
Όλα τα υπόλοιπα, όπως η εσωτερική υποτίμηση, οι διαρθρωτικές αλλαγές, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας κλπ., απαιτούν πολύ χρόνο για την επίτευξη τους. Όπως λοιπόν κατά τη διάρκεια μίας πυρκαγιάς οι πυροσβέστες δεν συζητούν για τις αιτίες της, αλλά προσπαθούν να σβήσουν τη φωτιά, αφήνοντας για αργότερα τη διαπίστωση των αιτίων της και την καταπολέμηση τους, έτσι οφείλουμε να λειτουργήσουμε και στην περίπτωση της Ευρωζώνης – με την άμεση υιοθέτηση βραχυπρόθεσμων «κατασταλτικών» μέτρων, τα οποία θα επιτρέψουν σταδιακά την υιοθέτηση μακροπροθέσμων, «ανασταλτικών» και προληπτικών.
Πηγή: www.casss.gr

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Δηλώσεις Γεράσιμου Αρσένη κατά την έξοδό του από το γραφείο των Οικονομικών Εισαγγελέων

ΓΡΑΦΕΙΟ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ Δ. ΑΡΣΕΝΗ
Σίνα 23, 106 80 Αθήνα
Τηλ. 210-3644558-9, Φαξ: 210-3603558
www.garsenis.gr, e-mail: garsenis@otenet.gr

Αθήνα, 4 Σεπτεμβρίου 2012

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Ο Γεράσιμος Αρσένης, κατά την έξοδό του από το γραφείο των Εισαγγελέων Οικονομικού Εγκλήματος κ.κ. Γρηγ. Πεπόνη και Σπ. Μουζακίτη, απάντησε ως εξής στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων:

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Κληθήκατε από τον κ. Πεπόνη και καταθέσετε γύρω από αυτή τη συνέντευξη του κυρίου Ρουμελιώτη που λέει αν ήξερε ή όχι η κυβέρνηση Παπανδρέου από το ΔΝΤ ότι το πρόγραμμα να το πούμε καλά ότι δεν βγαίνει. Τι είπατε επ΄ αυτού;

Γ. ΑΡΣΕΝΗΣ: Με ρώτησαν για τις ιδιωτικές συζητήσεις που είχα με τον κ. Ρουμελιώτη. Τους είπα αυτά που μου είπε ο κ. Ρουμελιώτης ο οποίος, πράγματι, μου μετέφερε στις συζητήσεις που είχαμε τους προβληματισμούς και το κλίμα που επικρατούσε στο ΔΝΤ. Και επειδή με το θέμα του χρέους είχα ασχοληθεί ως ειδικός στο εξωτερικό στην επαγγελματική μου καριέρα, εξέθεσα και τις δικές μου απόψεις.
Όλο αυτόν τον καιρό, η χώρα μας έχει παγιδευτεί σ΄ ένα τερατώδη μηχανισμό που τρώει τις σάρκες μας, καταβροχθίζει τις καλύτερες ελπίδες και τα οράματα του λαού και παράγει απελπισία και οργή. Πρέπει να βγούμε από αυτήν την τρύπα, πρέπει να προτάξουμε και να εφαρμόσουμε ένα εθνικό πρόγραμμα ανασυγκρότησης της παραγωγής με κοινωνική δικαιοσύνη και κοινωνική συνοχή.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αυτό το πρόγραμμα όμως είναι από την Ευρώπη και το οποίο όπως μας δένει μας κρατάει στο Ευρώ που είναι μια εγγύηση για την Ελλάδα.

Γ. ΑΡΣΕΝΗΣ: Η Ευρώπη, όπως ξέρετε, λειτουργεί στη βάση των διαπραγματεύσεων και του πνεύματος της αλληλεγγύης. Έχουμε νομίζω πειστικά επιχειρήματα να προτείνουμε ένα δικό μας εθνικό πρόγραμμα το οποίο είναι καλό για την Ελλάδα, είναι καλό και για το Ευρώ. Νομίζω ότι αυτό πρέπει να κάνουμε.


ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Αυτή τη στιγμή, βλέπετε πρόσφορο το έδαφος ότι μπορούμε αυτό το εθνικό πρόγραμμα να το δώσουμε στην Ευρώπη; Να το προτείνουμε; Έχουμε μια συγκυβέρνηση από τρία κόμματα.

Γ. ΑΡΣΕΝΗΣ: Ακριβώς γι΄ αυτό το λόγο, πιστεύω ναι, και νομίζω ότι αυτό ήταν και το νόημα των εκλογών. Το είπαμε με πολλά λόγια. Το είπαμε αλλαγή , το είπαμε αναδιαπραγμάτευση, το είπαμε απαγκίστρωση, πείτε το όπως θέλετε. Πάντως είπαμε ένα άλλο πρόγραμμα.
Αυτή ήταν η λαϊκή εντολή, αυτό νομίζω ότι πρέπει να εκτελέσουμε και νομίζω ότι αν επιμείνουμε σε εθνική βάση μπορούμε να πείσουμε και τους Ευρωπαίους τώρα που κλυδωνίζεται το Ευρώ και υπάρχουν προβλήματα τόσο εδώ όσο και σε άλλες χώρες ότι χρειαζόμαστε ένα άλλο αναπτυξιακό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της παραγωγής με αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής. Επιμένω σε αυτό το πράγμα. Με απογοήτευση και οργή του λαού δεν μπορούμε να πάμε μπροστά.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Να σας πω τότε που είχατε αυτές τις συζητήσεις με τον κ. Ρουμελιώτη, τις ιδιωτικές συζητήσεις, σας είπε ότι δεν βγαίνει, τον είχατε συμβουλεύσει να το πει στην κυβέρνηση ή να βγει ο ίδιος να το πει δημοσίως;

Γ. ΑΡΣΕΝΗΣ: Κοιτάξτε, σε θέματα που αφορούσαν τις σχέσεις του κ. Ρουμελιώτη με την κυβέρνηση δεν είχα κανένα λόγο να πω κάτι, ήταν θέμα υπηρεσιακό, δεν είμαι θεσμικός παράγοντας, τις απόψεις μου σε όσους μου τις είχαν ζητήσει, τις είχα πει τότε.

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ: Ευχαριστούμε πολύ.

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

Ο Ελληνισμός στο σταυροδρόμι - του Γιώργου Καραμπελιά

Άρδην τ. 80-89, Άρδην τ. 89, Εκλογές 2012, Πολιτική — Ιουνίου 1, 2012 7:03 μμ

Ο Ελληνισμός στο σταυροδρόμι

Posted by
Γιάννης Γαϊτης, Ανθρώπινες φιγούρες (1975)
του Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην (τ. 89) που κυκλοφορεί
Τα τελευταία χρόνια, όποτε αναφέρω, και το κάνω συχνά, τη βαθύτερη πεποίθησή μου πως ο ελληνισμός βρίσκεται μπροστά σε μια κρίση υπαρκτικού χαρακτήρα, οι περισσότεροι συνομιλητές ή ακροατές μου θεωρούν πως κάνω απλώς ένα σχήμα λόγου, για να υπογραμμίσω το βάθος της κρίσης. Ωστόσο –δυστυχώς– εννοώ ακριβώς αυτό που υποστηρίζω. Οι Έλληνες βρίσκονται σ’ ένα ιστορικό σταυροδρόμι, από τη μία πλευρά του οποίου υπάρχει μια καθοδική σπείρα, πιθανόν χωρίς επιστροφή, και από την άλλη η ανάταξή του.
Στο βιβλίο μου, Ελλάδα μια χώρα των συνόρων, που έγραψα πριν είκοσι χρόνια και επανεξέδωσα αργότερα, ξαναδουλεμένο, με τον τίτλο Χιλιαεννιακοσιαεικοσιδύο, δοκίμιο για την ελληνική ιδεολογία, υπογράμμιζα πως εκείνο το μοιραίο έτος, το 1922, συνέβη κάτι ανεπανόρθωτο, που χώρισε στα δύο την ελληνική ιστορία. Πριν το ’22, με κράτος ή χωρίς, αυτόνομοι ή υποταγμένοι, συγκροτούσαμε την ταυτότητά μας με επίκεντρο το Αιγαίο και δύο πτέρυγες, δυτικά την ελληνική χερσόνησο και ανατολικά τη Μ. Ασία, τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη. Έτσι συνέβαινε για 3.000 χρόνια τουλάχιστον, από τον… Τρωικό Πόλεμο και στο εξής. Μετά το 1922, ο ελληνισμός έχασε τον ανατολικό πνεύμονά του και έμεινε κλεισμένος στην ελλαδική χερσόνησο και τα νησιά μας, ενώ το Αιγαίο από επίκεντρο μεταβλήθηκε σε σύνορο. Υποστηρίξαμε τότε –εγκαινιάζοντας μια μακρά πορεία είκοσι χρόνων «κατάδυσης» στην ελληνική συνείδηση και την ελληνική ιστορία– πως το 1922 σφραγίστηκε οριστικά και αμετάκλητα το τέλος του οικουμενικού, ευρύτερου ελληνισμού. Τα γεγονότα που ακολούθησαν, μετά το 1922, ήρθαν να επισφραγίσουν και να ολοκληρώσουν αυτή την απώλεια. Οι Έλληνες από τη Μ. Ασία, την Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο, τον Πόντο, τη Β. Ήπειρο στριμώχτηκαν σταδιακά, με αλλεπάλληλα κύματα φυγής, στην αρχέγονη κοιτίδα μας, την ελληνική χερσόνησο.
Το 1922 έληξε δραματικά η προσπάθεια ολοκλήρωσης του ελληνισμού μέσα από την ενσωμάτωση σε ένα ενιαίο εθνικό-κρατικό σύνολο των βασικών συνιστωσών του και βγήκαμε από αυτή την περιπέτεια με τα σπασμένα κουπιά του σεφερικού «μυθιστορήματος». Πριν είκοσι χρόνια, είχαμε ήδη τονίσει πως το νέο ιστορικό διακύβευμα του ελληνισμού είναι είτε η ολοκλήρωσή του, με μια στροφή προς τα μέσα και προς την ιστορία του, είτε η εξαφάνισή του, ως ιδιαίτερου ιστορικού υποκειμένου. Μέσα από μια τραγική ειρωνεία της ιστορίας, είμαστε υποχρεωμένοι είτε να ολοκληρωθούμε, ξεπερνώντας επιτέλους τον «καημό της ρωμιοσύνης», είτε να εξαφανιστούμε από το ιστορικό προσκήνιο.
Η μοναδική σωτηρία μας θα ήταν η «στροφή προς τα μέσα», ώστε να βρούμε τη δύναμη να ανασυγκροτήσουμε, από το ιστορικό DNA μας, έναν ατόφιο οργανισμό. Γιατί τα 3.000-4.000 χρόνια του οικουμενικού ελληνισμού μάς είχαν εθίσει στην εξωστρέφεια, στο ταξίδεμα σε ξένους κόσμους και πολιτισμούς, στο σκόρπισμα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Τώρα, η ιστορία απαιτούσε από εμάς να κάνουμε την αντίστροφη κίνηση, σε ρήξη με τις αταβιστικές συνήθειες τόσων χιλιετιών. Πράγματι, στο αίμα μας κυκλοφορούν ακόμα οι μνήμες των στρατιών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του οικουμενικού ελληνιστικού κόσμου, της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του βυζαντινού κοσμοσυστήματος, της υπερεθνικής ορθοδοξίας. Ακόμα και μετά την Άλωση, στην τουρκοκρατία, μάθαμε να ταξιδεύουμε στη Δύση και στον Βορρά, σκορπίζοντας αφειδώλευτα τη δύναμη και το πνεύμα μας. Και αυτές οι μνήμες είναι πάντα παρούσες στη σκέψη και τη συμπεριφορά μας. Μπροστά σε κάθε κρίση, σε κάθε τρικυμία, σκεφτόμαστε και πάλι το ταξίδι του Οδυσσέα, την έξοδο σε άλλους κόσμους. Ακόμα και οι αντίπαλοί μας, ακόμα και οι καταχτητές μας θράφηκαν από το δικό μας αίμα. Εκατομμύρια ελληνικοί πληθυσμοί, στη Συρία, τη Μ. Ασία και τα Βαλκάνια, θα πυκνώσουν το αραβικό και τουρκικό Ισλάμ, την ιταλική Ρώμη, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, τη Ν. Ρωσία. Οι Έλληνες είχαν μάθει πως είναι ανεξάντλητη η ιστορική φύτρα τους και μπορούν να τη σκορπίζουν απλόχερα μέχρι τα τελευταία εκατομμύρια στις Η.Π.Α., την Αυστραλία και αλλού. Και αυτή η τάση στη φυγή, την εξωστρέφεια, εκφραζόταν –παράδοξα– και στο εσωτερικό της χώρας, με την αποδοχή προστατών, τη δημιουργία εξαρτημένων κομμάτων, τον μαϊμουδισμό ξένων προτύπων και την απόρριψη της δικής μας παράδοσης, ή μάλλον τον εγκλεισμό της σε ορισμένες και μόνο πλευρές της ζωής μας.
Ο καθοδικός κύκλος
Και να ’μαστε σήμερα μπροστά στην ολοκλήρωση ενός καθοδικού κύκλου ενενήντα χρόνων. Ενώ, μετά το 1922, είχαμε αρχίσει, μέσα από οδυνηρές αντιπαραθέσεις, να οικοδομούμε μια οικονομία σχετικά αυτοδύναμη, ιδιαίτερα μετά την κρίση του 1929, και να ενσωματώνουμε το προσφυγικό δυναμικό στο ελλαδικό –ελληνικό πλέον– έθνος, παρά τις αντιπροσφυγικές αγκυλώσεις του Μεταξά, ήρθε η γερμανοϊταλική εισβολή να ολοκληρώσει αυτό που είχαν αρχίσει οι τσέτες του Κεμάλ, με ανυπολόγιστες καταστροφές και εκατόμβες. Αντισταθήκαμε ηρωικά στην Κατοχή και όμως, στη μεταπολεμική περίοδο, ολοκληρώσαμε την αλλοτρίωσή μας. Μια εμφύλια σύγκρουση, την οποία καθόρισαν οι ξένες δυνάμεις, μας εξάντλησε υποτάσσοντάς μας στη Δύση οικονομικά, στρατιωτικά, πολιτικά και στην «Ανατολή της Δύσης» πνευματικά. Στη συνέχεια, μετά το ’60, θα επανεμφανισθεί και πάλι, απειλητική για τη μοίρα μας, η «Δύση της Ανατολής», με το κυπριακό, ανοίγοντας μία περίοδο αντιπαραθέσεων, με την ήττα στην Κύπρο μετά το 1974, και σταδιακής υποταγής μετά το 1990 (Ίμια, Οτσαλάν, σχέδιο Ανάν κ.λπ.). Στη μεταπολίτευση, η υποταγή στη Δύση θα ολοκληρωθεί μεταβαλλόμενη σε πλήρη εσωτερική αλλοτρίωση, με την εκποίηση της οικονομίας, της κοινωνίας, του πολιτισμού. Έτσι, αυτό που ήταν εξωτερική εξάρτηση μεταβλήθηκε, μέσα από την εσωτερίκευσή της, σε εσωτερική αποικιοποίηση. Γι’ αυτό, και για πρώτη φορά στην ιστορία μας σε τέτοιο βαθμό, δεν ήταν πλέον ο Φαλμεράιερ και οι ξένοι βασιλιάδες που εξέφραζαν τον αποικιακό ζυγό… αλλά οι ίδιες οι ελληνικές ελίτ, οι ίδιοι οι Έλληνες πολιτικοί, οι Έλληνες διανοούμενοι. Ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Κατσαρός αποτελούσαν πλέον παρελθόν για ένα έθνος που συνωστιζόταν στα Μακ Ντόναλντ και τη Γιουροβίζιον.
Και ενώ το εκκρεμές της ιστορίας μετακινείται από τη Δύση στην Ανατολή, μετέωροι στη ρωγμή των δύο κόσμων, φτάσαμε σε μια κρίση που δεν είναι απλώς οικονομική. Είναι μια κρίση καθολική: δημογραφική, γεωπολιτική, πολιτική, μεταναστευτική, πνευματική: κλωτσοσκούφι της Μέρκελ, έντρομοι μπροστά στον Ερντογάν και τον Νταβούτογλου, λοιδορούμενοι από τους Σκοπιανούς. Η Δύση, στην οποία καταφύγαμε από τον εμφύλιο και μετά, μας εκμεταλλεύεται και μας απορρίπτει με όλους τους τρόπους, ενώ η ισλαμική Ανατολή μας απειλεί με υποταγή και ενσωμάτωση. Αίφνης, αντιμέτωποι με τον εαυτό μας, χωρίς, πλέον, περιθώρια για ψεύδη και μεσοβέζικες λύσεις. Είτε θα αποδεχτούμε το ιστορικό τέλος μας, τη μεταβολή της Ελλάδας σε μία πολυφυλετική και πολυεθνική ζώνη-ταμπόν μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ένας Λίβανος των Βαλκανίων, ελεγχόμενοι ταυτόχρονα από τη φραγκική Δύση και την τουρκική Ανατολή (εξάλλου ο άξονας Βερολίνου-Τουρκίας λειτουργεί εδώ και πάνω από εκατό χρόνια), είτε, για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως συλλογικό υποκείμενο, θα πρέπει να ανακτήσουμε την αυτονομία μας, να πραγματοποιήσουμε σήμερα την ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα, να υπερβούμε τον καημό της ρωμιοσύνης.
Πιεσμένοι από Ανατολή και Δύση, δεν έχουμε πλέον άλλα περιθώρια ιστορικής υποχώρησης. Το πρόβλημα της συνέχειας του έθνους μας παίζεται στα ίδια τα νησιά μας, στις ίδιες τις πόλεις, στην ίδια μας την πρωτεύουσα. Η φυγή, η εξωστρέφεια, όταν είσαι εξασθενημένος, σε μια πρώτη φάση, μεταβάλλονται σε υποταγή και εν τέλει σε ιστορικό θάνατο. Δεν έχουμε άλλα περιθώρια να συνεχίσουμε στον δρόμο της φυγής-υποταγής και ταυτόχρονα να συνεχίσουμε να επιβιώνουμε. Βρισκόμαστε μπροστά στη «μητέρα των μαχών». Είτε εδώ, σήμερα και στις επόμενες δεκαετίες, θα κερδίσουμε το δικαίωμα στην επιβίωση και παράδοξα θα ολοκληρώσουμε το ανολοκλήρωτο, είτε θα μεταβληθούμε σε μια ιστορική ανάμνηση ως ανεξάρτητο έθνος και ιδιαίτερο ιστορικό υποκείμενο.
Σε μια τέτοια στιγμή, όταν όλα τα ψέματα τελειώνουν, είναι δυνατό –«σε σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη»– να επιχειρήσουμε μία ολοκληρωτική επ-ανάσταση, διότι πλέον δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε, διότι είμαστε απόλυτα στριμωγμένοι στον τοίχο και είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε μια μάχη ύπαρξης. Απορρίπτοντας τη φυγή προς τα έξω και στα κάθε ειδών ναρκωτικά, στα οποία με τόση ευκολία κατέφυγαν τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες, να αντικρίσουμε θαρραλέα το πεπρωμένο μας. Στα επόμενα πενήντα ή εκατό χρόνια, είτε θα πάψουμε να υπάρχουμε είτε, επιτέλους, θα ξεπεράσουμε τον καημό μας, επιτέλους ελεύθεροι και αυτεξούσιοι.
Με τον έναν ή άλλο τρόπο, εδώ, στα 2012, ενενήντα χρόνια μετά το 1922, άνοιξε μια νέα ιστορική περίοδος: αν συνεχιστεί η εξωστρέφεια/υποταγή και η ψευδο-οικουμενική λογική/φυγή, οδηγούμαστε στο σημείο μηδέν, στην ιστορική εξαφάνιση. Γι’ αυτό και η γενικευμένη εθνική μας κατάθλιψη. Συνειδητοποιούμε αίφνης πως το ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουμε δεν είναι άλλο πάρεξ ελευθερία ή θάνατος, κυριολεκτικώς.
Η αιφνίδια αφύπνιση
Και ερχόμαστε μπροστά σε αυτό το ιστορικό αίτημα, σε αυτή την κυριολεκτική τιτανομαχία, γυμνοί, με ηγεσίες ανίκανες, πνευματικούς ανθρώπους χορτασμένους από τη διαφθορά και φθορά των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, ένα λαϊκό σώμα αλλοιωμένο και πλαδαρό από την καταναλωτική ευωχία, τη δουλοκτησία των μεταναστών, την παιδοκεντρική ανευθυνότητα. Γι’ αυτό και, όλα τα τελευταία χρόνια, απέναντι στην προδοσία των διανοουμένων και των πολιτικών, θα καταφεύγει στα ναρκωτικά του μηδενιστικού αντιεξουσιασμού, του εθνομηδενισμού, της φυγής.
Αυτός ο λαός, αυτό το έθνος, θα πρέπει με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, ψαχουλευτά, χωρίς πνευματικούς ταγούς, χωρίς ηγεσία, ξεκινώντας από την αγανάκτησή του, επιστρατεύοντας τις μνήμες μιας ασύγκριτης ιστορίας, να αντιταχθεί σε κάτι που μοιάζει με πεπρωμένο. Και όμως, έχει αρχίσει μία αντίστροφη κίνηση που, καθημερινά, μέσα από λάθη, αδιέξοδα, ψαχουλευτά, οδηγεί στη συνειδητοποίηση της φύσης της αντιπαράθεσης και των διακυβευμάτων της. Περνώντας από την αγανάκτηση στην κατάθλιψη και από αυτή πάλι στην εξέγερση, είναι υποχρεωμένος να απορρίψει, το ένα μετά το άλλο, τα ναρκωτικά και τις αυταπάτες του, και να συνειδητοποιήσει το μέγεθος και την πολλαπλότητα της σύγκρουσης.
Έτσι συμβαίνει πάντα στην ιστορία. Μόνο όταν πλέον η επιβίωση γίνεται ταυτόσημη με την επανάσταση, τότε μόνον αυτή η τελευταία γίνεται μια ρεαλιστική πιθανότητα.
Και αυτό ακριβώς συμβαίνει τα δύο τελευταία χρόνια. Οι Έλληνες έπρεπε να ανακαλύψουν την φενάκη του εκδυτικισμού –να κόψουμε δρόμο προς τη Δύση, μας καλεί ο αστείος Ράμφος, την ώρα ακριβώς που η εξαντλημένη Δύση μας απορρίπτει– τη βαλκανική τους υπόσταση, την ιδιαίτερη ταυτότητά τους, απέναντι στη Δύση και την Ανατολή, με τρόπο αιφνίδιο, σαρωτικό, τραγικό. Σε καμιά άλλη χώρα της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστούν τόσο βίαια και ταπεινωτικά μέτρα. Για καμιά άλλη χώρα της Δύσης δεν θα μπορούσαν οι Γερμανοί να ξαναθυμηθούν το αυταρχικό, «ναζιστικό» γονίδιό τους και να μεταβάλουν τους Έλληνες σε νέους Εβραίους ή Σέρβους των ολοκληρωτικών ονειρώξεών τους. Καμιά άλλη χώρα δεν θα μπορούσε να μεταβληθεί σε αποθήκη λαθρομεταναστών, ανυπεράσπιστη μπροστά στις τουρκικές προκλήσεις.
Οι Έλληνες, που είχαν πιστέψει το 1981 πως, μπαίνοντας στην Ε.Ε., θα απέφευγαν τον εξ Ανατολών κίνδυνο, και είχαν αφεθεί στην αποδυνάμωση του αγωνιστικού αντιστασιακού ήθους, κατασκευάζοντας μία κοινωνία με μειωμένα αντανακλαστικά, βρίσκονται αίφνης μπροστά στην πραγματικότητα: Οι οποιασδήποτε συμμαχίες έχουν νόημα και αποτέλεσμα, μόνο εάν εσύ ο ίδιος είσαι ισχυρός, με συναίσθηση της ταυτότητας και των συμφερόντων σου. Και όλα αυτά τα χρόνια της μεταπολίτευσης κυριαρχούσε η ακριβώς αντίθετη ιδεολογία. Η ιδεολογία της μικρότερης προσπάθειας, της εγκατάλειψης του αγωνιστικού ήθους του ελληνισμού – οι Έλληνες μεταβλήθηκαν στον πιο παχύσαρκο λαό της Ευρώπης, με εκτεταμένο αλκοολισμό, χρήση ναρκωτικών και ψυχοφάρμακα. Από χώρα μεταναστευτική, μεταβληθήκαμε σε χώρα υποδοχής μεταναστών, μέσα σε τριάντα χρόνια. Από χώρα αγροτική, γίναμε εισαγωγείς αγροτικών προϊόντων. Και η κατάρρευση αυτού του μοντέλου μάς ήρθε ακόμα πιο απότομα, αιφνιδιαστικά, χωρίς εισαγωγές και προλόγους, εν μια νυκτί.
Η «μεγάλη πορεία»
Και αρχίσαμε τη μεγάλη πορεία ενάντια στον παρασιτισμό και την παρακμή. Στην αρχή άναρχα, με τα τραγούδια των παλιών βάρδων μας, τις κραυγές τηλε-ευαγγελιστών της δραχμής ή αναιδών νεαρών. Γιατί πρέπει να μάθουμε, μέσα από την εμπειρία μας, «όσα ξεμάθαμε» τα τριάντα πέντε χρόνια της μεταπολίτευσης. Και μαθαίνουμε μάλλον γρήγορα. Μέσα σε δύο-τρία χρόνια ξεπεράσαμε τους παλιούς πολιτικούς και τα κομματικά ναρκωτικά μας, αναζητώντας νέα σχήματα, νέα πρόσωπα, νέες κατευθύνσεις. Ίσως κανένας άλλος λαός με τέτοια ταχύτητα δεν ανέτρεψε παραδοχές και εδραιωμένα συμφέροντα δεκαετιών. Και αυτό μπορεί να μας δίνει αισιοδοξία, πως όντως αρχίσαμε μια «μεγάλη πορεία». Ίσως ακόμα δεν υπάρχει συνείδηση των διακυβευμάτων σε όλη τους την έκταση. Ωστόσο, τα «γονίδιά» μας έχουν ενσωματωμένη μια βαθιά ιστορική εμπειρία, έστω κι αν αυτή εκδηλώνεται ως ένστικτο και όχι ως ολοκληρωμένη πρόταση. Τα επόμενα χρόνια θα παιχτούν τα πάντα. Και αυτή η νέα συνείδηση, που άρχισε από τις «πλατείες» με σύμβολό της την ελληνική σημαία, θα πρέπει να παλέψει ενάντια στις δυνάμεις της αποσύνθεσης και της διάλυσης. Θα πρέπει να παλέψει ενάντια στην απογοήτευση και τη φυγή των νέων μας είτε προς τα έξω, είτε στην καταφυγή στα ναρκωτικά και την κατάθλιψη. Θα πρέπει να ενισχύσει την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη, προωθώντας κάθε μορφής συλλογικές προσπάθειες και προπαντός οικοδομώντας ένα όραμα για το μέλλον. Αυτό το όραμα που λείπει από όλες τις ανούσιες αντιπαραθέσεις αυτής της μακράς και παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου.
Πρώτον, στήριξη στις δικές μας δυνάμεις, με την ανάπτυξη ενός νέου παραγωγικού μοντέλου. Ενός μοντέλου που αρχίζει από την πολυκαλλιεργητική αγροτική παραγωγή, συνεχίζεται με τη συνεταιριστική και μικροϊδιοκτητική αποκέντρωση της παραγωγής, έξω από την αδηφάγο και παρασιτική πρωτεύουσα, στηρίζεται αποφασιστικά στα συνεταιριστικά εγχειρήματα αλληλεγγύης και ολοκληρώνεται μ’ έναν αποδοτικό και παρεμβατικό δημόσιο και κοινωνικό τομέα στον χώρο των μεγάλων επιχειρήσεων. Οικολογική και κοινωνική ισορροπία πρέπει να αποτελούν ουσιαστικές συνιστώσες αυτού του νέου προτάγματος.
Δεύτερον, η χώρα θα πρέπει να αναζητήσει συμμαχίες σε πολλαπλά επίπεδα. Η συμμετοχή μας στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη αποτελεί μία επιλογή τακτικού και όχι στρατηγικού χαρακτήρα: απορρίπτουμε τόσο τους ευρωλιγούρηδες, που μας έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση, όσο και εκείνους που, σε μια αντίστροφη κίνηση, κάποτε ακόμα και με αγαθές προθέσεις, υποτιμούν τον κίνδυνο να βρεθεί η Ελλάδα μόνη της απέναντι στην Τουρκία, χωρίς πρώτα να έχει οικοδομήσει άλλες εναλλακτικές συμμαχίες. Έτσι, θα πρέπει να προωθήσουμε, πριν απ’ όλα, τη στρατηγικού χαρακτήρα ενότητά μας με το δεύτερο ελληνικό κράτος, το κυπριακό, και τις βαλκανικές χώρες, παράλληλα. Το όραμα του Ρήγα, μιας βαλκανικής συμμαχίας, θα πρέπει κάποτε να γίνει πραγματικότητα. Πάρα πέρα, προσβλέποντας σε μια Ευρώπη από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, θα πρέπει όχι μόνο να ενισχύσουμε τις σχέσεις μας με τη Ρωσία και την ανατολική Ευρώπη, αλλά και να παλέψουμε για τη δημιουργία μιας νέας ενωμένης Ευρώπης, με ισόρροπη παρουσία της ανατολικής και δυτικής πτέρυγάς της, που μόνη αυτή θα εξασφάλιζε και την ισότιμη συμμετοχή των Βαλκανίων και της Ελλάδας σε αυτήν.
Τρίτον, σε ό,τι αφορά στον τουρκικό επεκτατισμό, η αντιμετώπισή του περνάει τόσο από τις συμμαχίες που προαναφέραμε, όσο, κυρίως, από την ενίσχυση της παραγωγικής αυτονομίας και της αμυντικής μας ικανότητας. Η συμμαχία με το αγωνιζόμενο κουρδικό έθνος, τις κάθε είδους θρησκευτικές και εθνοτικές μειονότητες, καθώς και όσες δυνάμεις στην Τουρκία απορρίπτουν τον επεκτατικό και στρατιωτικό χαρακτήρα του κράτους, αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την ισορροπία και την ειρήνη στην περιοχή. Μια σταθερή ειρήνη με την Τουρκία μπορεί να εδραιωθεί μόνο εάν υπάρχει ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στα Βαλκάνια και τον μικρασιατικό χώρο και εάν η Τουρκία γίνει μια δημοκρατική χώρα, αναγνωρίζοντας τα δικαιώματα στην αυτοδιάθεση όλων των λαών και των μειονοτήτων που ζουν σε αυτή.
Τέταρτον, ο σημαντικότερος παράγων, και προϋπόθεση για τα όσα προαναφέραμε, είναι η πνευματική και πολιτική ολοκλήρωση της ταυτότητάς μας. Φτάνοντας στο απόλυτο αδιέξοδο του αλλοτριωμένου εκσυγχρονισμού και της διαρκούς φυγής προς τα έξω, είμαστε υποχρεωμένοι να συνειδητοποιήσουμε πως, μετά από μερικές χιλιάδες χρόνια, που είχαμε την πολυτέλεια του ξοδέματος, σήμερα δεν μας περισσεύει ούτε μια σταγόνα αίμα, ούτε ένας άνθρωπος, ούτε μια προσπάθεια. Θα πρέπει να επιστρατεύσουμε όλες μας τις δυνάμεις, όχι «για να κόψουμε δρόμο προς μια Δύση» που πνέει τα λοίσθια, ούτε για να μεταβληθούμε στους νέους Φαναριώτες και τους υποτελείς του νεοθωμανισμού, αλλά για να κάνουμε επιτέλους πρότυπο του αναγκαίου εκσυγχρονισμού μας την ίδια τη δικιά μας παράδοση και ταυτότητα. Αυτό που έκαναν όλα τα έθνη και όλοι οι λαοί που θέλουν να είναι ελεύθεροι.