Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Η λαϊκή βούληση και ένα αντιλαϊκό πολιτικό σύστημα - του Γιώργου Καραμπελιά



Δεκεμβρίου 18, 2014 at 5:00 μμ
bokoros_243
Πίνακας του Χρήστου Μποκόρου
Του Γιώργου Καραμπελιά
Η πλειοψηφία των Ελλήνων, δείχνοντας μία σημαντική ωριμότητα που καταγράφεται σε δεκάδες δημοσκοπήσεις της τελευταίας περιόδου, υποστηρίζει, σε ποσοστά που φθάνουν ή ξεπερνούν το 60%, πως η χώρα δεν πρέπει να προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές με την ευκαιρία της εκλογής Πρόεδρου της Δημοκρατίας. Μόνον ένα 20 ή 30% υποστηρίζει το αντίθετο. Από τα ίδια τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ένα σημαντικός αριθμός των ψηφοφόρων τους, από 30 έως 50%, συντάσσεται με την ίδια άποψη. Και αυτό όχι προφανώς γιατί υποστηρίζουν πλειοψηφικά τη συγκυβέρνηση Ν. Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ, από την οποία έχουν υποστεί τα πάνδεινα, αλλά διότι θεωρούν εσφαλμένη την πυροδότηση εκλογικής αντιπαράθεσης αυτή τη στιγμή. Και αυτό καταδεικνύεται και εκ του αντιθέτου: από το γεγονός ότι, την ίδια στιγμή, τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης συγκεντρώνουν με το ζόρι 30% της πρόθεσης ψήφου στις ίδιες δημοσκοπήσεις. Δηλαδή, οι Έλληνες δεν υποστηρίζουν τα κόμματα της συγκυβέρνησης αλλά αρνούνται και τη λογική των εκλογών που προβάλλει η αντιπολίτευση!
Να «αλλάξουμε» τον ίδιο το λαό!
Απέναντι σε αυτή την ξεκάθαρη λαϊκή βούληση, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, κατεξοχήν ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το ΚΚΕ, οι ΑΝ.ΕΛ., η ΔΗΜΑΡ και η Χ.Α., επιμένουν πως αυτοί ξέρουν καλύτερα από τον λαό και, για να τον… σώσουν, θα πρέπει να προκληθούν εκλογές με την ευκαιρία της προεδρικής εκλογής! Για τους ναζί της Χ.Α. κάτι τέτοιο δεν είναι άτοπο μια και, σύμφωνα με την αντίληψή τους, μόνον εκλεκτοί (!) –όπως ο Κασιδιάρης και ο Μιχαλολιάκος– μπορούν να αποφασίσουν στη θέση του όχλου. Ίσως και το ΚΚΕ μέσα από τη λογική της φωτισμένης πρωτοπορίας, από την άλλη άκρη, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάτι τέτοιο. Τι γίνεται όμως με εκείνα τα κόμματα, ιδιαίτερα τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, που θέλουν να εμφανίζονται ως άμεσοι εκφραστές της λαϊκής αγανάκτησης και βούλησης; Η αντίφαση είναι τόσο μεγάλη ώστε καθίσταται σκανδαλώδης και αποκαλύπτει εν τέλει τη φύση του πολιτικού συστήματος. Οι πολιτικοί γράφουν στα παλαιά τους υποδήματα το «πόπολο». Η αντιπολίτευση πράττει, χωρίς αιδώ, αυτό ακριβώς για το οποίο κατηγορεί την κυβέρνηση: αντιπαραθέτει ανοιχτά το Κοινοβούλιο και τον αριθμό των βουλευτών στη… λαϊκή βούληση! Εξάλλου, το ίδιο έκαναν από άλλη πλευρά και οι κυβερνητικοί εταίροι. Οι τελευταίοι, εκκινώντας από τη βούληση της πλειοψηφίας των πολιτών, να αποφύγουν τις εκλογές αυτή τη στιγμή, προσπάθησαν να τους εκβιάσουν, να επιβάλουν έναν πρόεδρο χωρίς καμία ευρύτερη συναίνεση στο λαϊκό σώμα και, κινδυνολογώντας, να επιτύχουν, μέσω της προεδρικής εκλογής, λευκή επιταγή για όσα έχουν ακόμα να παραχωρήσουν στην τρόικα. Εν ολίγοις, και αυτό είναι το τραγικό αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε, «βλάπτουν και οι δύο την Συρία το ίδιο».
Έτσι, ενάντια στη βούληση του λαού, οδηγούμαστε σε μία αντιπαράθεση που τείνει να αποκτήσει χαρακτηριστικά μετωπικής σύγκρουσης μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ., μεταξύ Σαμαρά και Τσίπρα και ας πάει και το παλιάμπελο. Ο Σαμαράς, γιατί προσπαθεί πριν απ’ όλα να διατηρήσει την ηγεμονία του στη Ν.Δ. –και, μέσω μιας διλημματικής λογικής, να μετατρέψει, ει δυνατόν, την πλειοψηφία των Ελλήνων, που τάσσεται εναντίον των εκλογών, σε πιθανή πλειοψηφία υπέρ του, στην περίπτωση βουλευτικών εκλογών, ή έστω να διατηρήσει υψηλά ποσοστά που θα του επιτρέψουν να παραμείνει αρχηγός στη Ν.Δ. Ο Τσίπρας, ο ΣΥΡΙΖΑ και η λοιπή αντιπολίτευση, από την άλλη, έχουν αυτοπαγιδευτεί στη ρητορεία των εκλογών εδώ και τώρα. Και προφανώς, τώρα, αντιμετωπίζουν με τρόμο –ανάμεικτο με μια ασίγαστη δίψα για εξουσία– την πιθανότητα να βρεθούν στην κυβέρνηση και να αντιμετωπίσουν αυτοί το ΔΝΤ και τον Σόιμπλε, κάτω από τις χειρότερες δυνατές προϋποθέσεις.
Ωστόσο, συνεχίζουν σε μια καταστροφική επιλογή παρότι είχαν τη δυνατότητα –όπως ήδη το έχουμε υπογραμμίσει– να προτείνουν οι ίδιοι Πρόεδρο της Δημοκρατίας και είτε να τον επιβάλουν, είτε, σε περίπτωση που η Ν.Δ. δεν θα συναινούσε, να καταδείξουν πως η ευθύνη του αδιεξόδου και των εκλογών βαρύνει τους αντιπάλους τους. Επιπλέον, επειδή η Κυβέρνηση είναι στριμωγμένη και από τους δανειστές, και δεν μπορεί εύκολα να περάσει νέα μέτρα στη Βουλή, θα μπορούσαν να επιβάλουν πολλούς από τους όρους τους για τη συνέχεια της διαπραγμάτευσης. Αντίθετα, εμφανίζονται αυτοί ως εκείνοι που προκαλούν με αθέμιτα μέσα –διότι ήταν πολιτικά και ηθικά υποχρεωμένοι να προτείνουν Πρόεδρο– μια άμεση οικονομική και πολιτική κρίση. Και κινδυνεύουν είτε να υποστούν μια συντριπτική πολιτική ήττα –εάν τελικά η συγκυβέρνηση, έστω με προσαρμογές και ανατροπές της τελευταίας στιγμής, κατορθώσει να εκλέξει πρόεδρο– είτε, στην περίπτωση που οδηγηθούμε σε εθνικές εκλογές, να βρεθούν αντιμέτωποι με δύο ακόμα πιο καταστρεπτικές εκδοχές. Είτε –το πιο απίθανο– να χάσουν τις εκλογές, παρά το ότι σήμερα προηγούνται, εξαιτίας των πιέσεων στα χρηματιστήρια, στα σπρεντ και τις τράπεζες, είτε –κάτι ακόμα χειρότερο για τους ίδιους– να τις… κερδίσουν!
Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει, μέσα στον Φεβρουάριο, να αντιμετωπίσουν τους δανειστές, σε συνθήκες κατάρρευσης των εσόδων, μέσα από τη δίμηνη πολιτική αντιπαράθεση και την άρνηση πληρωμών που θα γενικευτεί – ιδιαίτερα από τα λαμόγια που θα επενδύουν στην άνοδο του Σύριζα, για να μην πληρώνουν ούτε φόρους ούτε ασφαλιστικές εισφορές.
Σε μια τέτοια συγκυρία, ο Σύριζα θα πρέπει να λύσει το πρόβλημα της συγκρότησης κυβέρνησης, γιατί πιθανότατα δεν θα διαθέτει αυτοδύναμη πλειοψηφία, και ταυτόχρονα, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, να πληρώσει ομόλογα, μισθούς και συντάξεις και να συγκρουστεί μετωπικά, όπως ισχυρίζεται, με τους δανειστές. Δηλαδή, ένα εγχείρημα κυριολεκτικά υπεράνθρωπο, ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν όντως άλλο πράγμα από αυτό που παριστάνει ότι είναι.
Σε μια τέτοια περίπτωση, είτε θα υποταχθεί άνευ όρων στις «αγορές», είτε θα υποχρεωθεί να προχωρήσει σε άμεση παύση πληρωμών και έξοδο από την ευρωζώνη – και στις δύο περιπτώσεις θα αυτοκαταστραφεί, συμπαρασύροντας μαζί του και την ίδια την χώρα η οποία θα πέσει ακόμα πιο κάτω από εκεί που βρίσκεται. [Εδώ θα πρέπει να κάνουμε μια παρέκβαση για όλους εκείνους οι οποίοι ισχυρίζονται ότι «έτσι κι αλλιώς κατεστραμμένοι είμαστε, τί άλλο μπορεί να μας συμβεί;» Όπως διδάσκει η ιστορία, μπορούν να μας συμβούν πολύ χειρότερα ακόμα, αρκεί να δούμε γύρω μας το τι συνέβη στις ανατολικές χώρες μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, όπου το ΑΕΠ κατέρρευσε κατά 50% τουλάχιστον και το προσδόκιμο ζωής του ρωσικού λαού μειώθηκε περισσότερο από δέκα χρόνια. Για να μην αναφέρω τους ακρωτηριασμούς που υπέστησαν πολλές από αυτές τις χώρες.]
Επιπλέον, στο πολιτικό πεδίο, ένα τέτοιο σάλτο μορτάλε θα έχει ως συνέπεια την επανεμφάνιση μιας πανίσχυρης ακροδεξιάς με νέο προσωπείο ή ακόμα και απόπειρες αυταρχικών λύσεων με επίδοξους Μπερλουσκόνι ή μη. Αυτά, τα γνωρίζουν καλύτερα από εμάς οι ίδιοι οι ηγέτες της αντιπολίτευσης και του ΣΥΡΙΖΑ και, όμως, χωρίς περίσκεψη και χωρίς αιδώ, συνεχίζουν σε μια αδιέξοδη κατεύθυνση.
Και εάν για τον ΣΥΡΙΖΑ το όραμα της εξουσίας, το οποίο ανέλπιστα αναδύθηκε μέσα από την κρίση ως ρεαλιστική πιθανότητα, αποτελεί μια ερμηνεία για την εμμονή σε αυτόν τον δρόμο, τι άραγε μπορεί να πει κανείς για πολιτικές δυνάμεις όπως η ΔΗΜΑΡ και οι ΑΝΕΛ, οι οποίες κινδυνεύουν με κοινοβουλευτική εξαφάνιση σε περίπτωση νέων εκλογών, γεγονός που καταδεικνύεται καθημερινά από τα πτωτικά ποσοστά τους σε όλες τις δημοσκοπήσεις; Εάν δεν πρόκειται για κάποιον ανεξήγητο αυτοκτονικό ιδεασμό θα πρέπει να αναζητήσουμε αλλού την αιτία αυτής της εμμονής. Σε ό,τι αφορά στη ΔΗΜΑΡ, προφανώς ο κ. Κουβέλης και οι περί αυτών προσδοκούν σημαντικά ανταλλάγματα από μία πιθανή επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ (προεδρία Δημοκρατίας, συμπερίληψη στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, υπόσχεση γενικών γραμματειών, υπουργείων κ.ο.κ., εξάλλου είναι ομογάλακτοι αδελφοί). Στην περίπτωση των ΑΝΕΛ, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Διότι, εάν δεν κατορθώσουν να εισέλθουν στη Βουλή, όπως κινδυνεύουν, τότε θα εξαφανιστούν από την πολιτική σκηνή διότι δεν διαθέτουν ούτε την οργανωτική συγκρότηση ούτε την ιδεολογική κοινότητα που έχουν οι Δημαρίτες με τους Συριζαίους. Θα εξαφανιστούν αύτανδροι. Και όμως, για την ώρα τουλάχιστον, εμμένουν στην ίδια τακτική παρ’ ότι και εγώ προσωπικά τους είχα προτείνει να προωθήσουν οι ίδιοι μια προσωπικότητα για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Όπως είχα κάνει και προς τον ΣΥΡΙΖΑ, με την πρόταση για την υποψηφιότητα του Μανώλη Γλέζου.
Η παρέμβαση –ή μήπως και υποκίνηση– των μεγάλων δυνάμεων
Αυτό το σκηνικό του παραλόγου, για να ερμηνευθεί, θα πρέπει να συμπεριλάβει και άλλες παραμέτρους αποφασιστικής σημασίας, σε μια χώρα όπου οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις δεν καθορίζονται αποκλειστικά ή κύρια από τους εσωτερικούς και ενδογενείς παράγοντες, αλλά κατεξοχήν από τις ξένες μεγάλες δυνάμεις και τις «αγορές»:
Η σύμπτωση της σκλήρυνσης της πολιτικής του ΔΝΤ και των Γερμανών, η οποία έχει καταστεί προφανής ήδη από το καλοκαίρι, και οι οποίοι δεν διστάζουν να αντιμετωπίζουν σαν στυμμένες λεμονόκουπες τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο, είναι αδιαμφισβήτητη. Όχι μόνο εγκαταλείφθηκε κάθε συζήτηση για κούρεμα του χρέους ή έστω για περαιτέρω σημαντική μείωση των επιτοκίων και επιμήκυνση της αποπληρωμής του, αλλά και το ΔΝΤ έπαψε να εμφανίζεται ως η δύναμη που απαιτούσε περαιτέρω κούρεμα του χρέους, ώστε αυτό να καταστεί βιώσιμο, όπως έκανε όλα τα προηγούμενα χρόνια. Αντίθετα, οι Γερμανοί και το ΔΝΤ πιέζουν από κοινού για επιβολή νέων μέτρων και δεν φαίνονται διατεθειμένοι να προσφέρουν καμία ανάσα στους ούτως ή άλλως εκβιαζόμενους και ενδοτικούς Έλληνες πελάτες τους. [Εξάλλου, έχουμε τονίσει αναρίθμητες φορές πως άνθρωποι που εκβιάζονται για μίζες και διαφθορά δεν είναι δυνατόν να διεκδικήσουν οτιδήποτε με επιμονή και αξιοπιστία. Και η περίπτωση Καρατζαφέρη κατέδειξε περίτρανα αυτό που υποστηρίζουμε εδώ και πολλά χρόνια, ότι δηλαδή, το μοίρασμα από τις μίζες για τα εξοπλιστικά –και όχι μόνο– αποτελεί διακομματική υπόθεση, ο δε Τσοχατζόπουλος υπήρξε απλώς ο «ταμίας» που άρχισε να τα μαζεύει όλα για τον εαυτό του και γι’ αυτό άλλωστε τιμωρείται].
Έτσι λοιπόν, ΔΝΤ (δηλαδή Αμερικανοί) και Γερμανοί βρέθηκαν με κοινή γραμμή, έστω και προσωρινά, απέναντι στο ελληνικό ζήτημα. Οι Γερμανοί δεν έχουν κρύψει ποτέ τις προθέσεις τους. Όπως έχει δηλώσει και ο Σμιτ και ο Κολ, και το επαναλαμβάνει διαρκώς ο Σόιμπλε, η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωζώνη αποτέλεσε μια λανθασμένη επιλογή την οποία είχαν επιβάλει περισσότερο οι Γάλλοι και οι Αμερικανοί. Γι’ αυτούς, τα πράγματα παραμένουν καθαρά. Εάν η Ελλάδα δεν είναι διατεθειμένη να μεταβληθεί αγόγγυστα σε αποικία χρέους στο εσωτερικό της ευρωζώνης, μπορεί να αποχωρήσει από αυτήν εκβιαζόμενη, γεγονός που δεν αποτελεί πλέον τον οικονομικό συστημικό κίνδυνο που αποτελούσε το 2012· επιπλέον δε, θα αποτελέσει ένα ισχυρό φόβητρο για άλλους, όπως την Ιταλία, την Ισπανία ή ακόμα και τη Γαλλία.
Το ερώτημα είναι γιατί και οι Αμερικανοί δείχνουν να συντάσσονται με μια τέτοια αντίληψη; Ή τουλάχιστον να δίνουν το «ελεύθερο» στους Γερμανούς να το πράξουν. Για δύο λόγους νομίζω: Πρώτον, διότι, στα πλαίσια του «νέου ψυχρού πολέμου» που εγκαινίασαν στην Ευρώπη με το Ουκρανικό, προκειμένου να αποσπάσουν τη συναίνεση της Γερμανίας, που αποτελούσε τον κυριότερο εταίρο και «σύμμαχο» της Ρωσίας στην Ευρώπη, της πρόσφεραν ως αντάλλαγμα μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στο εσωτερικό της Ε.Ε. Κατά δεύτερο λόγο, διότι οι Αμερικανοί και οι Εγγλέζοι επείγονται να κλείσουν όχι μόνο το Κυπριακό αλλά και το μεγάλο ρήγμα στις σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ. Το αντάλλαγμα γι’ αυτό είναι η ουσιαστική παραχώρηση της Κύπρου στην Τουρκία, με τη συμμετοχή της στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, η συνεκμετάλλευση του Αιγαίου από Ελλάδα και Τουρκία, καθώς και η ταχύτερη δυνατή λύση του σκοπιανού ζητήματος. Κατά συνέπεια, μια παρατεταμένη πολιτική κρίση και αβεβαιότητα στην Ελλάδα, τους αμέσως επόμενους μήνες, θα αποτελούσε ευχής έργο για τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς τους.
Εξ άλλου και οι Ρώσοι «σύντροφοι», ακόμα και να μπορούσαν, δεν δείχνουν διατεθειμένοι να στηρίξουν την Ελλάδα. Αντίθετα, ιδιαίτερα στη σημερινή φάση, μάλλον μια αναταραχή στη χώρα μας την βλέπουν ως ευκαιρία για απάντηση στην επίθεση που υφίστανται οι ίδιοι με τα ουκρανικά. Μια κρίση στην Ευρωζώνη είναι μάλλον καλοδεχούμενη. Εξ άλλου, πρόσφατα, προχώρησαν σε ένα μεγάλο ντηλ με τον Ερντογάν. Στην καλύτερη περίπτωση, λοιπόν, θα μπορούσαν να ενισχύσουν κάποιους, όπως είχαν κάνει με τη… Χρυσή Αυγή, ή ορισμένα «συγκροτήματα» της «δραχμής» και της συμφοράς, με απόλυτο κυνισμό.
Έτσι οι πιθανοί σύμμαχοί μας περιορίζονται στους Κινέζους, που δυστυχώς βρίσκονται πολύ μακριά, την Αίγυπτο ή το Ισραήλ(;), ενώ στην Ευρώπη ο Γιουνκέρ και ίσως ορισμένοι άλλοι, που δεν συντάσσονται με τον Σόιμπλε, διαθέτουν πολύ περιορισμένη ισχύ.
Και για να μην θεωρηθεί ότι αναζητούμε συνομωσιολογικές ερμηνείες σε διάφορα από πρώτη άποψη «ανεξήγητα» φαινόμενα, αρκεί να δούμε τις στενές σχέσεις που το αμερικάνικο κατεστημένο και οι εδώ εκφραστές του φρόντισαν να συνάψουν με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. Γιάννα Αγγελοπούλου, Δασκαλόπουλος, κ.λπ.)· τη σταδιακή μετακίνηση πολλών μεγάλων συγκροτημάτων Τύπου προς μια ευμενή «ουδετερότητα» προς την αντιπολίτευση που διεφάνη πανηγυρικά την τελευταία περίοδο (αρκεί να δει κανείς την αποχώρηση του υιού Ψυχάρη από τη Ν.Δ. και την εκστρατεία των Λυριτζή-Οικονόμου στην πρωινή εκπομπή του Σκάι για να τρομοκρατήσουν κυριολεκτικά οποιονδήποτε βουλευτή θα τολμούσε να υποστηρίξει την άμεση εκλογή προέδρου· τα σαφή και απροκάλυπτα άρθρα δημοσιογράφων, γνωστών για την ταύτισή τους με τους Αμερικανούς, κατά των κυβερνητικών εταίρων, ακόμα και στο ΒΗΜΑ, κ.λπ. κ.λπ. Όπως λοιπόν στο παρελθόν, το σύστημα και οι μεγάλες δυνάμεις εξόντωσαν το ΠΑΣΟΚ και τον ΓΑΠ, έρχεται μάλλον η ώρα να πληρώσει και ο Αντώνης Σαμαράς τα επίχειρα της ενδοτικότητάς του. Το ερώτημα είναι ποιος έχει σειρά!
Εθνικό συμφέρον και ανατροπή του πολιτικού συστήματος
Εμείς επαναλαμβάνουμε για πολλοστή φορά πως, σε αυτή την περίπτωση –και δυστυχώς δεν συμβαίνει πάντα αυτό–, το μάτι του λαού βλέπει σωστά: Παρ’ ότι δεν ανέχεται το κυβερνητικό δίδυμο, παρότι βασανίζεται από την οικονομική κατάρρευση και τα αντιλαϊκά μέτρα, αρνείται ταυτόχρονα να αποδεχθεί τη σπουδή της αντιπολίτευσης και του ΣΥΡΙΖΑ να υποδαυλίσουν την πολιτική και οικονομική κρίση. Και αυτό γιατί γνωρίζουν πολύ καλά πως δεν υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική λύση.
Δυστυχώς, φτάσαμε σε ένα σημείο όπου δεν υπάρχει πλέον καμιά πολιτική δύναμη η οποία να μπορεί να εκφράσει, έστω και εν μέρει, τη λαϊκή βούληση. Πρόκειται για καθολική και γενικευμένη αναντιστοιχία ανάμεσα σε αυτή και το πολιτικό σύστημα. Στις προηγούμενες φάσεις της κρίσης, είχαμε συνταχθεί εκλογικά με κάποιες «αντιμνημονιακές» δυνάμεις, ή έστω με μέρος τους. Έτσι είχαμε κάνει και το 2012 και στις Ευρωεκλογές του 2014. Αυτή τη φορά, όμως, δεν υπάρχει δυστυχώς καμία πολιτική δύναμη που, έστω με αβαρίες ή κατά προσέγγιση, να μπορεί να εκφράσει το λαϊκό αίσθημα. Είναι όλοι τους επικίνδυνοι για τη χώρα. Η μόνη άμεση διέξοδος –αν μπορέσει να υπάρξει– θα είναι εάν, πιεσμένοι από τη θέληση του κόσμου και την πραγματικότητα, αποτινάσσοντας εν μέρει τις δόλιες «συμβουλές» των εταίρων, αποφασίσουν να βρουν, έστω την ύστατη ώρα, μια μεσοβέζικη και λιγότερο καταστροφική λύση.
Όσα για τα υπόλοιπα, δηλαδή για κάποια θετική πρόταση, αυτή δεν μπορεί πλέον να διατυπωθεί κατά προσέγγιση, αλλά θα πρέπει να είναι ριζικά νέα και ρηξικέλευθη, συνδυάζοντας το εθνικό συμφέρον με μια γενικευμένη ανατροπή των διεφθαρμένων ελίτ με την οποία και ταυτίζεται. Εθνικό συμφέρον και ανατροπή είναι πλέον έννοιες ταυτόσημες.
18/12/2014

Πηγή : ardin-rixi.gr

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Η γεωπολιτική διάσταση της κρίσης - του Γιώργου Καραμπελιά



13/8/14

Η γεωπολιτική διάσταση της κρίσης

του Γιώργου Καραμπελιά
Αναρίθμητες φορές έχουμε τονίσει πως, αν θέλουμε να ορίσουμε ένα όραμα και μια στρατηγική για τη σημερινή Ελλάδα, θα πρέπει κυριολεκτικώς να τετραγωνίσουμε τον κύκλο, δοκιμάζοντας να απαντήσουμε στις πολλαπλές προκλήσεις που αντιμετωπίζει μία χώρα και ένας λαός που βρίσκεται στη δυσκολότερη στιγμή της ιστορίας του. Γεωπολιτικές προκλήσεις, εθνικά προβλήματα, οικονομική κρίση, αθρόα μετανάστευση, δημογραφική καθίζηση, πολιτισμική και πνευματική παρακμή, αλλοίωση της ίδιας της ιδιοπροσωπίας μας.

Σε μια σειρά κειμένων θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε έναν προς έναν αυτούς τους παράγοντες, αρχίζοντας από τον γεωπολιτικό.

Οι γεωπολιτικές προκλήσεις είναι προφανείς και τεράστιες. 
Η Δύση, στην οποία είχαμε προσδεθεί ως μια παρασιτική της απόφυση, υποχωρεί σε παγκόσμια κλίμακα. Η Ανατολή, σε όλες τις μορφές της, ενισχύεται. Από την Κίνα έως το Ισλάμ. Και αυτή η υποχώρηση της Δύσης προσλαμβάνει γεωπολιτικές και εδαφικές διαστάσεις. Η Δύση, με επί κεφαλής τους Γερμανούς και τους Αμερικανούς, αποσυνέθεσε τα Βαλκάνια, μεταβάλλοντάς τα σε ανίσχυρα προτεκτοράτα, για να τα παραδώσει -εν μέρει τουλάχιστον- στον τουρκικό νεο-οθωμανισμό. Και σήμερα ετοιμάζεται να ολοκληρώσει το έργο της, μέσα από την αποσύνθεση της Ελλάδας, με αφορμή την οικονομική κρίση. Ο αναβρασμός που επικρατεί στον αραβικό κόσμο, ως απάντηση στην πρόσκληση της Δύσης με τις εισβολές στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, και τον ρόλο του Ισραήλ, κινδυνεύει να προκαλέσει τεράστια παλιρροϊκά κύματα μεταναστών, που θα κατακλύσουν, πρώτη από όλους, την Ελλάδα. Το Ισραήλ, καταδικασμένο μεσοπρόθεσμα σε εξαφάνιση εάν συνεχίσει την ίδια πορεία, δεν θα μπορεί πλέον να αποτελεί προκεχωρημένο φυλάκιο αλλά θα μεταβάλλεται σε παγίδα. Έχει αρχίσει η μεγάλη αμπώτιδα της Δύσης στον ισλαμικό και αραβικό κόσμο.
Αυτές οι γεωπολιτικές ανατροπές έχουν ήδη αρχίσει να επηρεάζουν τον ελληνισμό. Στην Κύπρο, ήδη, μέσω του εποικισμού της βόρειας κατεχόμενης Κύπρου, το συνολικό πληθυσμιακό ισοζύγιο καθίσταται όλο και πιο δυσμενές για τους Έλληνες στην Ελλάδα, το μεταναστευτικό κύμα των μουσουλμανικών πληθυσμών, στον βαθμό που θα «συναντηθεί» με τους μειονοτικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς, θα καταστεί τα επόμενα χρόνια ίσως το ισχυρότερο όπλο της νεο-οθωμανικής στρατηγικής.

Η Ελλάδα αποτελεί το σύνορο των δύο κόσμων, της Δύσης και του Ισλάμ. Όσο τα σύνορα παρέμεναν σταθερά, όπως συνέβαινε για πενήντα χρόνια, από το 1922 έως το 1974, οι γεωπολιτικές προκλήσεις είχαν διαφορετική κατεύθυνση, από τον Βορρά προς τον Νότο. Είτε αφορούσαν τη μάχη για την κατάκτηση της Ευρώπης και της Ελλάδας, από την πλευρά του 3ου Ράιχ και των Ιταλο-βουλγάρων συμμάχων τους, είτε εντάχθηκαν στην ιδεολογική σύγκρουση δυτικού καπιταλισμού και «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», από το τέλος του πολέμου έως το 1974.

Ο άξονας της αντιπαράθεσης μετατοπίζεται
Σήμερα, η κύρια αντίθεση μετατοπίζεται στον μεγάλο άξονα Ανατολή-Δύση, παρόλο που εξακολουθεί να λειτουργεί και η σύγκρουση στον άξονα Βορρά-Νότου, με τα Σκόπια, π.χ, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Και πάντα έτσι συνέβαινε. Ο μεγάλος άξονας  της αντιπαράθεσης ήταν ο άξονας Ανατολή-Δύση, Πέρσες και Ρωμαίοι, Άραβες και Σταυροφόροι, Τούρκοι και δυτική αποικιοκρατία. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, και ιδιαίτερα μετά την 11 Σεπτεμβρίου 2001, αυτός ο άξονας καθίσταται και πάλι ο αποφασιστικός
Κατά την πρώιμη μεταπολίτευση, στα πλαίσια της κυρίαρχης αντίθεσης μεταξύ σοσιαλιστικής Ανατολής και καπιταλιστικής Δύσης, καθώς και εξ αιτίας της ενίσχυσης του τουρκικού επεκτατισμού από τους Αμερικανούς, η Αριστερά, αλλά και ένα μεγάλο μέρος του ΠΑΣΟΚ, υποτιμούσαν συστηματικά την αντίθεση με τον τουρκικό επεκτατισμό και πρόβαλλαν ως αποκλειστική σχεδόν αντίθεση της Ελλάδας την αντίθεση με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που το ΚΚΕ, ακόμα και σήμερα, εξακολουθεί να αναφέρεται στον τουρκικό επεκτατισμό, ως παρακολούθημα και  παράγωγο της  αμερικανικής στρατηγικής έτσι, υπεύθυνοι για τις παραβιάσεις στο Αιγαίο δεν είναι οι… Τούρκοι αλλά κατ’ εξοχήν το ΝΑΤΟ και οι Αμερικανοί !
Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν μεταβληθεί άρδην. Η Τουρκία δεν είναι  ένας απλός πελάτης των ΗΠΑ, αλλά τείνει να μεταβληθεί σε αυτόνομο περιφερειακό πόλο ισχύος και δυνητικό ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου. Επομένως, αυτό που χωρίστηκε στα 1923-1924, με την κατάργηση του καλιφάτου, επιχειρείται σήμερα να επανενωθεί. Οι μουσουλμανικές χώρες, και πρώτη απ’ όλες η Τουρκία, μεταβάλλονται,  λιγότερο ή περισσότερο, σε ισλαμικές. Το ισλάμ μεταβάλλεται και πάλι σε μια ενοποιητική πολιτικοκοινωνική και θρησκευτική ιδεολογία. Από τον Χομεϊνί και τον Μπιν Λάντεν, στον Ερντογάν και τον Νταβούτογλου, το γεωπολιτικό κέντρο βάρους του πολιτικού ισλάμ τείνει, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, να μετατεθεί προς την Τουρκία.
Η τελευταία, στη νεο-οθωμανική στρατηγική της, χρησιμοποιεί, παράλληλα με τον κεμαλισμό, και το όπλο του ισλάμ. Έτσι όμως αλλάζουν δραματικά τα γεωπολιτικά δεδομένα για την Ελλάδα. Στο παρελθόν, οι Ιρανοί και οι Άραβες βρίσκονταν σε αντιπαράθεση με την Τουρκία, που αποτελούσε τον χωροφύλακα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στην περιοχή. Η Συρία και το Ιράκ ήταν ορκισμένοι εχθροί της Τουρκίας. Από τη στιγμή όμως που κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, έμειναν χωρίς κάποια μεγάλη δύναμη που να τους προστατεύει, ενώ η στροφή της Τουρκίας, ιδιαίτερα μετά τον τελευταίο πόλεμο του Ιράκ, τους επέτρεψε να στραφούν προς αυτή. Και το ίδιο σε ένα βαθμό συνέβη με το Ιράν. Επί πλέον, το επεισόδιο του στολίσκου της Γάζας οδήγησε σε επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ και σε σύσφιγξη των σχέσεων με  τους Παλαιστινίους.
Εάν σε αυτά προστεθεί η ανεξέλεγκτη μετανάστευση μουσουλμάνων ασιατικής και αφρικανικής καταγωγής στην Ελλάδα, το τοπίο τείνει να μεταβληθεί δραματικά. Δηλαδή, τη στιγμή που οι σχέσεις μας με τη Δύση βρίσκονται στο ναδίρ, εξ αιτίας της οικονομικής επίθεσης των δυτικών τραπεζιτών ενάντια στη χώρα μας, κινδυνεύουν να επιδεινωθούν και οι σχέσεις μας με το ισλάμ, στον βαθμό που αυτό μεταβάλλεται -έστω εν μέρει- σε όπλο στα χέρια της Τουρκίας.
Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο μιας εχθρικής ή οιονεί εχθρικής Ανατολικής Μεσογείου, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί στην πρόσφατη ιστορία μας. Κινδυνεύουμε, δηλαδή, στη σύγκρουση Ανατολής και Δύσης, να καταχωρισθούμε ως ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης, το οποίο όμως οι Δυτικοί δεν είναι διατεθειμένοι να υπερασπίσουν αντίθετα, μπορεί να το προσφέρουν ως αντάλλαγμα για να κατευνάσουν τον νεο-οθωμανικό επεκτατισμό.
Ένα ιστορικό προηγούμενο
Η κατάσταση, από πολλές απόψεις, θυμίζει την περίοδο 1204-1453 από κάποιες πλευρές, επί τα χείρω -διότι, σήμερα, οι συνολικές δυνάμεις μας είναι πολύ μικρότερες- και από κάποιες άλλες επί τα βελτίω, διότι οι αντίπαλοί μας δεν είναι τόσο ισχυροί.
Ο φίλος Νίκος Μπινιάρης, στο βιβλίο του Το Κάλεσμα της Ερήμου, παραλληλίζει τη σημερινή εποχή με εκείνη του Βυζαντίου, την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου, όταν οι δυνάμεις των Αράβων κατέλαβαν, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και τη Συρία και ανάγκασαν το Βυζάντιο να συμπτυχθεί στη Μικρά Ασία. Κατ’ αναλογίαν βλέπει, σήμερα, την αντίστοιχη αυτοκρατορία της Αμερικής να αντιμετωπίζει μια νέα έφοδο της ερήμου, δηλαδή του ισλάμ. Τότε, ο Ηράκλειος εγκατέλειψε τη Συρία και την Παλαιστίνη στην τύχη τους και, σήμερα, το ίδιο κινδυνεύει να συμβεί με την Ελλάδα και την Κύπρο. Θα μπορούσε άραγε μια  ταύτιση της Ελλάδας με τη Δύση και τις ΗΠΑ να της επιτρέψει να αποφύγει τον κίνδυνο;
Ο συγγραφέας φαίνεται να το πιστεύει προς στιγμήν, αλλά ταυτόχρονα είναι μάλλον απαισιόδοξος για την έκβαση της σύγκρουσης. Όπως το 1453, η Δύση δεν έσπευσε να σώσει το Βυζάντιο, έτσι και σήμερα, το πιθανότερο είναι πως θα αδιαφορήσει μάλλον για την τύχη της Ελλάδας, αν το αντίτιμο είναι ο εξευμενισμός της Τουρκίας και του ισλάμ. Εξ άλλου, τι άλλο ήταν το σχέδιο Ανάν; Δύο είναι οι  σημαντικές διαφορές που περιπλέκουν εν μέρει το ζήτημα: η ύπαρξη του Ισραήλ, που όχι απλώς αποτελεί οργανικό στοιχείο της Δύσης μέσα στην Ανατολή αλλά ένα κομμάτι της συνδεδεμένο με τους βασικούς μηχανισμούς αποφάσεων της Δύσης, και βέβαια, πάντα, η ύπαρξη του πετρελαίου.
Στην περίοδο πριν το 1453, και για την ακρίβεια στα χρόνια 1330-1453, στο ελληνικό Βυζάντιο, δηλαδή το δεσποτάτο του Μορέως, τη Μακεδονία την περικυκλωμένη Κωνσταντινούπολη και την Τραπεζούντα, διεξήχθη μια έντονη ιδεολογική διαμάχη για την κατεύθυνση που όφειλε να πάρει ο ελληνισμός ώστε να διασωθεί. Ο πολεμιστής, αυτοκράτορας και μοναχός, Ιωάννης Καντακουζηνός εκπροσωπεί μια μεταιχμιακή μορφή αυτής της σύγκρουσης. Για πάνω από τριάντα χρόνια, πολέμησε ενάντια στους Φράγκους, τους Βούλγαρους, τους Σέρβους και εν τέλει τους Τούρκους. Όταν, το 1354, αυτοί πέρασαν την Καλλίπολη και βρέθηκαν στην Ευρώπη, πείστηκε εν τέλει πως δεν υπάρχει σωτηρία για την κρατική υπόσταση του ελληνισμού και έγινε μοναχός, προσχωρώντας στον ησυχασμό. Ακολουθώντας τον Γρηγόριο Παλαμά και τον Ιωάννη Καβάσιλα, επέλεξε την κατάδυση στον σκληρό πυρήνα της ορθόδοξης ταυτότητας, έτσι ώστε ο ελληνισμός, ως ορθοδοξία, ν’ αντέξει τις μαύρες μέρες της μακραίωνης Κατοχής που επρόκειτο να ακολουθήσει. Άλλοι, ανάμεσά τους οι περισσότεροι αυτοκράτορες της τελευταίας περιόδου, όπως ο Ιωάννης Παλαιολόγος, ακόμα και ο Κωνσταντίνος, προσέφυγαν στις δυτικές δυνάμεις και τον Πάπα, ασπαζόμενοι ακόμα και τον καθολικισμό, για να επιτύχουν την επέμβασή τους εναντίον των Τούρκων, και απατήθηκαν οικτρά, διότι οι Δυτικοί, τουλάχιστον εκείνη την περίοδο, μισούσαν και φοβόντουσαν περισσότερο τους Έλληνες παρά τους Τούρκους. Να τι γράφει ο πολύς Μοντεσκιέ, γύρω στα 1720:
Έτσι, τα σχέδια κατά του Τούρκου, όπως αυτά που μπήκαν σε εφαρμογή από τον Πάπα Λέοντα Χ΄, σύμφωνα με τα οποία ο Αυτοκράτορας θα εξεστράτευε μέσω της Βοσνίας στην Κωνσταντινούπολη, ο βασιλιάς της Γαλλίας, μέσω της Αλβανίας και της Ελλάδας, και άλλοι ηγεμόνες θα ξεκινούσαν από τα λιμάνια τους, αυτά τα σχέδια, το επαναλαμβάνω, δεν ήταν σοβαρά, ή έγιναν από ανθρώπους που δεν έβλεπαν το συμφέρον της Ευρώπης .
Τέλος, ένα τρίτο «κόμμα», το μικρότερο, εκείνο του Πλήθωνα-Γεμιστού, προσπάθησε να χαράξει έναν τρίτο αυτόνομο δρόμο. Εκείνον της πολιτειακής Αναγέννησης του ελληνισμού μέσω μιας ριζικής κοινωνικής και ιδεολογικής μεταρρύθμισης, έτσι ώστε οι .Έλληνες να αποφύγουν και τη δυτική τιάρα και το τουρκικό σαρίκι. Γι’ αυτό πρότεινε την επιστροφή της γης στους καλλιεργητές της, τη δημιουργία ενός νέου στρατεύματος και εν τέλει την εγκατάλειψη της φθαρμένης εκκλησίας και την επιστροφή στην αρχαία θρησκεία. Ενώ η πρόταση του, για στήριξη του ελληνισμού στις δικές του δυνάμεις, ήταν θεωρητικά ορθή, δεν διέθετε τις κοινωνικές βάσεις για να γίνει πράξη. Οι δεσπότες του Μορέως και οι αυτοκράτορες, στους οποίους υπέβαλε τα σχέδιά του, τον αγνόησαν, ενώ η εγκατάλειψη της ορθοδοξίας τον αποξένωσε από τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού. Έτσι, ο δρόμος των ησυχαστών, της πνευματικής επιβίωσης, απεδείχθη εν τέλει ο προσφορότερος.

Υπάρχει διέξοδος;
Σήμερα, οι αναλογίες είναι οφθαλμοφανείς, μια και πάλι βρισκόμαστε σε μια φάση επανεπιβεβαίωσης του ισλάμ, μετά την πρόκληση της Δύσης εναντίον του, που κρατάει ήδη σχεδόν εκατό χρόνια, όπως είχε συμβεί τότε με τους Σταυροφόρους. Αλλά και οι διαφορές στο εσωτερικό ιδεολογικό τοπίο είναι σημαντικές. Οι οπαδοί της με κάθε τρόπο υποταγής στη Δύση μάς οδήγησαν και στη χρεοκοπία και ταυτόχρονα στην υποταγή στην Τουρκία. Πρόκειται για το ίδιο «κόμμα» -σε αντίθεση με τον βαθύ διχασμό της βυζαντινής περιόδου- το οποίο, έτσι, απονομιμοποιεί ταυτόχρονα και τις δύο αυτές επιλογές στα μάτια του ελληνικού λαού, που απεχθάνεται εξ ίσου τη Μέρκελ και τον Ερντογάν. Η άκριτη υπαγωγή στη Δύση σήμανε εν τέλει και την υποταγή στην Τουρκία, μια και η Τουρκία ήταν, ή και είναι ακόμα, το αγαπημένο παιδί της Δύσης, όπως ακριβώς συνέβαινε για τα διακόσια χρόνια του «Ανατολικού Ζητήματος».

Είναι χαρακτηριστικό πως όσοι επιθυμούν να επαναλάβουν δήθεν την επιλογή του «ησυχασμού», μέσα από τη διαστροφή της νεο-ορθοδοξίας και μέσα από μια δήθεν ορθόδοξη οικουμενικότητα, δεν προτείνουν τίποτε περισσότερο από την επιλογή της υποταγής μας στον νεο-οθωμανισμό, με το έωλο, σήμερα, επιχείρημα πως, μια και χάνουμε τον ελληνισμό, ας επιβιώσει η ορθοδοξία ξεχνούν, όμως, πως, σε μια εποχή εκκοσμίκευσης και παγκοσμιοποίησης, η ορθοδοξία, χωρίς στήριγμα σε κάποια κρατική υπόσταση, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική ανεξαρτησία, όπως έκανε μετά το 1453. Γι’ αυτό, αναπόφευκτα, μια νεο-ορθοδοξία που μισεί το ελληνικό κράτος όχι μόνο θα καταλήξει υποχρεωτικά στην αγκαλιά του νεο-οθωμανισμού αλλά και θα συμβάλει στην υποχώρηση και της ορθόδοξης ταυτότητας. Η ορθοδοξία, ως πνευματικότητα και παράδοση, μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει, στον τόπο μας, μόνο συνδεδεμένη σφικτά με τα απειλούμενα ελληνικά κράτη, την Ελλάδα και την Κύπρο.

Κατά συνέπεια, δεν μας μένει παρά η επιλογή του Πλήθωνα, η οποία δεν είναι τόσο ανέφικτη και εξωπραγματική όπως στο δύον Βυζάντιο. Έχουμε ακόμα τη δυνατότητα να αποπειραθούμε μια καθολική μεταρρύθμιση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής. Ίσως όχι για πολύ ακόμα, πάντως αξίζει να προσπαθήσουμε. Και η ιδεολογική μας αναφορά δεν χρειάζεται να ταξιδέψει σε ανέφικτες κατευθύνσεις, όπως είχε κάνει ο Πλήθωνας. Όπως λέει και ο ποιητής, στο πνευματικό μας οπλοστάσιο, διαθέτουμε και τις αρχαιότητες και την ορθοδοξία και τις κοινότητες των Ελλήνων. Αρκεί να καταπολεμήσουμε τον κυρίαρχο εθνομηδενισμό.

Βεβαίως, μπορούμε και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις διεθνείς αντιθέσεις και συγκυρίες, δηλαδή τη διάρρηξη της συμμαχίας Ισραήλ-Τουρκίας, ή την ανάδειξη του κουρδικού ως του μεγάλου εσωτερικού ζητήματος της Τουρκίας, ή, τέλος, την αρχόμενη μετατόπιση της Τουρκίας στον άξονα του ισλάμ, που δημιουργεί περιπλοκές στη σχέση της με τη Δύση. Όμως όλα αυτά δεν πρόκειται να μας σώσουν, ούτε είναι σωστό μια χώρα των συνόρων να ταχθεί αυτοκτονικά με το ένα από τα δύο στρατόπεδα, όσο δεν απειλούνται τα ζωτικά της συμφέροντα. Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να  αποτελεί μια γέφυρα πολιτισμών, και να επιχειρεί μία ειρηνική επίλυση της σύγκρουσης Δύσης-Ισλάμ, με μία προϋπόθεση όμως, ότι το ισλάμ δεν θα ενισχύεται στο ίδιο το εσωτερικό μας. Μόνο έτσι θα μπορούμε να παίζουμε έναν ρόλο γέφυρας, διαφορετικά μεταβαλλόμαστε σε μέρος του παιγνιδιού. Μια επίλυση αυτής της σύγκρουσης και, επομένως, η υποχρέωση του Ισραήλ σε μια συνδιαλλαγή με τους Παλαιστινίους και τους Άραβες, είναι προς το συμφέρον μας διότι παύει να τροφοδοτεί τον πόλεμο των πολιτισμών και δεν επιτρέπει στην Τουρκία, που υπήρξε ο ολετήρας των Αράβων, να εμφανίζεται ως ο προστάτης τους και, επομένως, θα οδηγήσει και σε αποτυχία την προσπάθειά της να εμφανιστεί ως το «ξίφος του Ισλάμ».

Όλα αυτά όμως έχουν μία προϋπόθεση, ότι ενισχύεται το εσωτερικό μέτωπο, ότι, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, κοιτάζουμε μέσα στη χώρα μας και μέσα μας -στην ιστορία μας και την πνευματική μας παράδοση- για λύσεις. Όλα αυτά έχουν ως προϋπόθεση μιαν αυτόκεντρη πορεία, ότι η Ελλάδα και η Κύπρος μεταβάλλονται σε ακρόπολη του ελληνισμού, ότι  παύουμε πλέον να αρδεύουμε ξένους τόπους, ξένες ιδέες, ξένες βιομηχανίες, ξένες ιδεολογίες. Ενσωματώνουμε δημιουργικά το ξένο και το κάνουμε δικό μας. 

1 σχόλιο:

Alexandros είπε...
Oλοσωστο άρθρο, να συμπληρώσω πως η Ελλάδα θα πρέπει να ενεργοποιήσει συμμαχίες με τις χώρες τις περιοχής που έχουν τις ίδιες ανησυχίες, Βουλγαρία ειδικά, Serbia αλλα και Σκοπια, στην τελευταία περίπτωση όμως θα πρέπει ο Πρωθυπουργός να πάει και να συνετίσει τον βλάκα που κυβερνά με το ζόρι!

Τρίτη 27 Μαΐου 2014

ΕΝΑΣ ΠΡΩΤΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ – Απόρριψη και δυσπιστία - του Γιώργου Καραμπελιά



ΕΝΑΣ ΠΡΩΤΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ – Απόρριψη και δυσπιστία


26 Μαίου 2014
https://mail.google.com/mail/images/cleardot.gif
του Γιώργου Καραμπελιά

Μια καταδίκη της γερμανικής ηγεμονίας
Το πρώτο και καθοριστικό συμπέρασμα από τις ευρωπαϊκές εκλογές είναι η ενίσχυση των φυγόκεντρων τάσεων απέναντι στη από τη γερμανική Ευρώπη. Παντού, από τη Βρετανία έως την Ιταλία και την Ελλάδα, από την Ισπανία έως την Ουγγαρία και τη Φιλανδία, ενισχύθηκαν οι τάσεις προς την προτεραιότητα της εθνικής αυτονομίας έναντι μιας Ευρώπης που έχει μπει κάτω από τον ζουρλομανδύα της Μέρκελ και τη στρατηγική της λιτότητας. Στη Βρετανία ο κλασσικός βρετανικός απομονωτισμός ξεπέρασε κάθε προηγούμενο και εκφράστηκε με τη μεταβολή του «ανεξαρτησιακού» κόμματος σε πρώτη δύναμη στις ευρωεκλογές. Στη Γαλλία η χαβιαριστερά των σοσιαλιστών,  αλλά και η ευρωπαϊστικη «αριστερά» του Μελανσόν, ηττήθηκαν κατά κράτος μπροστά στη Λεπέν που εμφανίζεται ως υποστηρικτής της γαλλικής ανεξαρτησίας απέναντι στη Γερμανία. Στην Ιταλία ο Πέπε Γκρίλλο και το «κόμμα των πέντε αστέρων», παρά την υστερική φύση του αρχηγού του, αναδείχθηκε σε δεύτερο κόμμα. Στις περισσότερες χώρες της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης, την Αυστρία, τη Φιλανδία, την Ουγγαρία, θριάμβευση η ξενοφοβική δεξιά. Ακόμα και στην ίδια τη Γερμανία ενισχύθηκαν οι «εναλλακτικοί» για τη Γερμανία που υποστηρίζουν την αποχώρηση από το ευρώ, ενώ και το ναζιστικό NΡD εξέλεξε για πρώτη φορά ευρωβουλευτή. Τέλος στην Ελλάδα, ενισχύθηκε τόσο η ναζιστική δεξιά της Χ.Α. όσο και η αριστερά ­– ο Σύριζα και το ΚΚΕ- που αμφισβητούν την γερμανική ηγεμονία. Στην Ισπανία τέλος, τα δύο μεγάλα ευρωπαϊστικά κόμματα οι σοσιαλιστές και το Λαϊκό κόμμα, έχασαν το 40% της δύναμής τους και ενισχύθηκαν οι μικρότεροι σχηματισμοί, η αριστερά που τριπλασίασε τη δύναμή της και κυρίως οι αγανακτισμένοι του Podemos που μπήκαν στο ευρωκοινοβούλιο με 5 έδρες. Τέλος στην Ιρλανδία, ενισχύθηκε η πολιτική πτέρυγα του ΙRΑ, το Σιν Φέιν. Aν θέλαμε μάλιστα να κάνουμε μια τυπολογία αυτής της αντιγερμανικής και «αντιευρωλιγούρικης» ψήφου, θα λέγαμε πως στο Νότο της Ευρώπης ενισχύθηκε περισσότερο μια αριστερή αντισυστημική ψήφος, ενώ στο Βορρά και την Ανατολική Ευρώπη μια δεξιά και ακροδεξιά. 
Η παρά φύσιν ανάδυση της Χ.Α.
H Ελλάδα αποκλίνει σε μεγάλο βαθμό από την ευρωπαϊκή ψήφο ακριβώς λόγω της έκτασης της κρίσης και των ιδιαιτεροτήτων της χώρας μας. Η έκταση της κρίσης υπήρξε τέτοια ώστε συρρίκνωσε αποφασιστικά τη λεγόμενη κεντροαριστερά, η οποία στο σύνολό της (ΕΛΙΑ, ΠΟΤΑΜΙ και ΔΗΜΑΡ) περιορίστηκε στο 15-16% σε αντίθεση με την ηγεμονική της παρουσία σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης στο 40-45%. Η κυβερνώσα δεξιά υπέστη επίσης κατακερματισμό και συρρίκνωση μια και περιορίστηκε με τη σειρά της στο 22% των ψήφων. Παράλληλα  ενισχύθηκαν οι αντισυστημικές και αντιγερμανικές τάσεις με κυρίαρχη την επιβεβαίωση του ΣΥΡΙΖΑ που σταθεροποίησε τα ποσοστά του Ιουνίου του 2012 και την ενίσχυση της Χ.Α. στο 9,5%.
Το γεγονός ότι στην Ελλάδα παρά την έκταση της κρίσης η λεγόμενη αντισυστημική ψήφος διαμοιράστηκε σε δύο μεγάλες κατευθύνσεις (ΣΥΡΙΖΑ και Χ.Α.) καθώς και σε μία πληθώρα μικρότερων σχηματισμών (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΕΠΑΜ, Οικολόγοι κλπ) ή από την αντίθετη κατεύθυνση (ΛΑΟΣ, Πολύδωρας,κ.λπ.), είναι συνέπεια των ελληνικών ιδιαιτεροτήτων.
Η διάσπαση της «αντιμνημονιακής» ψήφου σε δύο μεγάλες κατευθύνσεις, η οποία δεν διαπιστώνεται σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα, αποτελεί συνέπεια της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Του γεγονότος δηλαδή ότι η Ελλάδα, μαζί με την Κύπρο, αποτελούν τις μόνες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν πρόβλημα εθνικής επιβίωσης και απειλούνται στην ίδια τους την υπόσταση. Στον βαθμό λοιπόν που η αριστερά, η οποία είναι ο κύριος υποδοχέας της διαμαρτυρίας απέναντι  στην κοινωνική και οικονομική κρίση, αγνοούσε και υποτιμούσε τα εθνικά θέματα – ή ακόμα χειρότερα, οι εθνομηδενιστικές της πτέρυγες, συνηγορούσαν υπέρ της «ελληνοτουρκικής» φιλίας ή των «ανοικτών συνόρων» προς τους μετανάστες – δημιούργησε τις συνθήκες γι’ αυτόν τον βαθύτατο διχασμό: Αντί να ενσωματώσει την εθνική/πατριωτική διάσταση στην κοινωνική και οικολογική ευαισθησία απέρριπτε την πρώτη για να κρατήσει μόνο τη δεύτερη.
Έτσι, όπως έχουμε καταδείξει χιλιάδες φορές, επέτρεψε σε ένα φασιστικό γκρουπούσκουλο να μετατραπεί σε πολιτική δύναμη και να δώσει στην ακροδεξιά ένα δήθεν αντισυστημικό και πατριωτικό μανδύα. Είναι χαρακτηριστικό πως σε απόλυτη ομοφωνία με τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, τη ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ, η Αριστερά προβάλλει ως βασική αιτία ενίσχυσης της Χ.Α. τον «εθνικισμό» του Σαμαρά, του «Δικτύου 21» κ.ά,(!) και όχι τον εθνομηδενισμό που είχε καταστεί ηγεμονικός την τελευταία εικοσαετία στην Ελλάδα.
Εξ αιτίας αυτού του διχασμού, ο ΣΥΡΙΖΑ παρ’ ότι διατήρησε τα ποσοστά του των εκλογών του 2012, δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα ευρύτερο ρεύμα που θα του επέτρεπε να διεκδικήσει με αξιώσεις την ανατροπή του κυρίαρχου κυβερνητικού συνασπισμού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στο σταυροδρόμι
Τις βαθύτερες αιτίες αυτού του δισταγμού του λαϊκού σώματος, μπορεί να τους διαγνώσει δια γυμνού οφθαλμού ο οποιοσδήποτε, και η ίδια ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, αρκεί να παρατηρήσει την σειρά με την οποία εκλέγονται οι ευρωβουλευτές της –από τον παλιό Συνασπισμό εκλέγεται μόνο ο Παπαδημούλης–  ενώ από τους έξι οι τρεις (Σακοράφα, Κατρούγκαλος, Χρυσόγονος, είναι πασοκογενείς και εμφανίζονται ως πατριωτικών αποκλίσεων), ο δε Γλέζος αποτελεί το σύμβολο της πατριωτικής αριστεράς. Άλλη, απολύτως χαρακτηριστική ένδειξη, είναι η εκλογή του Καρυπίδη, ο οποίος είχε αποκλειστεί ως «εθνικιστής και αντισημίτης», με συντριπτικά ποσοστά ως περιφερειάρχη Δυτικής Μακεδονίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να αναδειχθεί πρώτο κόμμα στις ευρωεκλογές και στην περιφέρεια της Αττικής, όπου η γενική πολιτική διάσταση κυριαρχούσε έναντι της τοπικοπεριφερειακής, αλλά ταυτόχρονα δεν κατόρθωσε ούτε να ανεβάσει το ποσοστά του, ούτε να επιτύχει σημαντικά κέρδη σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Έτσι, ναι μεν υποσκέλισε στο γενικό επίπεδο τη Ν.Δ., αλλά ταυτόχρονα δεν κατόρθωσε να διαμορφώσει πλειοψηφικό ρεύμα. Κατά συνέπεια, βρίσκεται μπροστά σ’ ένα δίλημμα: Είτε να διαμορφώσει αυτό το ρεύμα μετασχηματίζοντας την ίδια τη ιδεολογία και το προφίλ του σε μια αντισυστημική πατριωτική κατεύθυνση, αναγκαία προϋπόθεση για μια τέτοια πλειοψηφία, είτε να προσπαθήσει να κυριαρχήσει δολιχοδρομώντας ανάμεσα στις σκοπέλους του συστήματος. Στη δεύτερη περίπτωση, θα πρέπει να συμβιβαστεί  με τα μεγάλα συμφέροντα μέσα και έξω από τη χώρα, και να δημιουργήσει τους όρους για συμμαχίες με άλλες πολιτικές δυνάμεις  –της συστημικής κεντροαριστεράς ή ακόμα και δεξιάς– για να αποκτήσει τη δυνατότητα μιας εκλογικής επικράτησης. Και όλες οι σχέσεις με την «αμερικανική αριστερά» από τον Όλιβερ Στόουν μέχρι το Βαρουφάκη, η προσέγγιση με τον ΓΑΠ δια μέσου της πληθώρας των συμβούλων, που έχουν μετακομίσει στον ΣΥΡΙΖΑ, και η ενίσχυση του μεσοστρωματικού χαρακτήρα της ηγεσίας του κόμματος, προδιαθέτουν για μια τέτοια κατεύθυνση. Σε μια τέτοια περίπτωση θα είναι υποχρεωμένοι να συνδιαλλαγούν και να συναλλαγούν με το ΠΑΣΟΚ, το ΠΟΤΑΜΙ και τους σπόνσορές τους, για να διασφαλίσουν την πλειοψηφία.
Αντίθετα ένα παλλαϊκό εαμικό κίνημα θα σάρωνε όλα τα συστημικά αναχώματα και θα μετασχημάτιζε την ίδια την κοινωνική και πολιτική απεύθυνση του κόμματός.
Και δυστυχώς δεν είμαστε πολύ αισιόδοξοι για κάτι τέτοιο. Διότι, αν αυτό δεν έγινε το 2012, όταν το σύστημα ήταν πολύ πιο αιφνιδιασμένο, οι Χριστόπουλοι, οι Λιάκοι και οι Βαρουφάκηδες ήταν ακόμα στην κοιτίδα τους του Σημίτη και του ΓΑΠ, ενώ η λαϊκή αγανάκτηση βρισκόταν στο ζενίθ, θα μπορέσει να γίνει άραγε σήμερα;
Εμείς πάντως, δεν θα πάψουμε να το ευχόμαστε γιατί θα συνιστούσε μια επιτάχυνση των αναπόφευκτων ιστορικών εξελίξεων που οδηγούν στη διαμόρφωση ενός πατριωτικού,δημοκρατικού, κοινωνικού και οικολογικού μετώπου.
Το μνημονιακό στρατόπεδο
Αντίθετα ο Σαμαράς πρέπει να είναι απολύτως ευτυχής με τα αποτελέσματα των εκλογών, δεδομένου ότι φοβόταν τα χειρότερα και την άμεση κατάρρευσή του, στην περίπτωση που η διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη, και το κόμμα του θα βυθιζόταν πιο κάτω  από το 22,7% που εν τέλει απέσπασε. Επιπλέον, η πτώση του ΠΑΣΟΚ σε διαχειρίσιμο επίπεδο, η κατάρρευση της ΔΗΜΑΡ που ήθελε να εμφανιστεί ως αντικυβερνητικός πόλος της «κεντροαριστεράς» και η ανάδειξη ενός νέου μπαλαντέρ όπως το ΠΟΤΑΜΙ,  αποτελούν στοιχεία που μπορούν να επιτρέψουν έστω για ένα μικρό διάστημα ακόμα την επιβίωση του κυβερνητικού σχηματισμού.
 Δεν ευοδώθηκε η απόπειρα της πυροδότησης μιας άμεσης κρίσης στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, από την πλευρά του ΓΑΠ και της ΔΗΜΑΡ, την οποία ευελπιστούσε και ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αντίθετα είναι δυνατόν και μάλλον βέβαιο ότι θα προστεθούν νέα κοινοβουλευτικά δεκανίκια στο εξασθενημένο κυβερνητικό στρατόπεδο, που θα προέλθουν από τη διάλυση της ΔΗΜΑΡ και ίσως από μια πιθανή κρίση των ΑΝΕΛ.
Η αποφυγή πλήρους κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ, δίνει τη δυνατότητα στο σύστημα όχι μόνο να κερδίσει χρόνο στη συνολική κυβερνητική στρατηγική, αλλά και να δρομολογήσει εξελίξεις για την ανασυγκρότηση της «κεντροαριστεράς». Και αυτό μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους: Ο πρώτος είναι η σταδιακή μεταβολή του ΣΥΡΙΖΑ στη νέα «κεντροαριστερά», κατεύθυνση που προδιαγράφεται εν μέρει από την εκλογική ενίσχυση των πασοκογενών του ΣΥΡΙΖΑ και της Δούρου στην περιφέρεια Αττικής, είτε μέσα από τη διαμόρφωση ενός νέου «κεντροαριστερού» πόλου μεταξύ ΠΑΣΟΚ, ΠΟΤΑΜΙΟΥ και υπολειμμάτων της ΔΗΜΑΡ, είτε –όπερ και το πιθανότερο– μέσα από ένα συνδυασμό και των δύο. Η διαμόρφωση εξάλλου ενός «κεντροαριστερού» πόλου από τις παραδοσιακές μνημονιακές δυνάμεις θα αποτελεί τον μοχλό για τον έλεγχο του ΣΥΡΙΖΑ και των εξελίξεων στο εσωτερικό του.
Το μόνο κόμμα το οποίο παρ’ όλο το συγκεχυμένο χαρακτήρα του εκφράζει μια πατριωτική και ταυτόχρονα αντιμνημονιακή και δημοκρατική κατεύθυνση είναι οι ΑΝΕΛ. Γι’ αυτό, και είναι λυσσαλέα και επίμονη η προσπάθεια να εξαφανιστεί από το πολιτικό σκηνικό. Όπως είχαμε τονίσει τρεις μέρες πριν, «ένα τέτοιο κόμμα, σε συμμαχία με όποιες πατριωτικές δυνάμεις υπάρχουν μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να αποτελέσει ένα μεγάλο πρόβλημα για όσους απεργάζονται τη συστημική ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ . Και παρότι η ηγεσία των ΑΝΕΛ… δίνει πολύ συχνά μια αίσθηση αλαλούμ, αποτελεί παρόλα ταύτα έναν πόλο πατριωτικό και αυθεντικά αντιμνημονιακό! Είναι εξαιρετικά σημαντική η επιβίωση/μετασχηματισμός των ΑΝΕΛ . Διότι οι ΑΝΕΛ, δεν έχουν πλέον μέλλον ως κόμμα της λαϊκής δεξιάς, αλλά θα πρέπει να μετασχηματιστούν πραγματικά σε “Ανεξάρτητους Έλληνες”, αν θέλουν να επιβιώσουν.»  Αυτή μας η προεκλογική διαπίστωση επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά στις ψήφους που έλαβαν οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές της. Προηγούνται οι Μαριάς, Ρωμανιάς, Ζουράρις, Γεωργαντά, Μαρκάτος, κ.λπ. ενώ στους πρώτους ψηφισθέντες δεν περιλαμβάνεται κανένας προερχόμενος από την παραδοσιακή δεξιά.
Κάτω από το 3%
Από τα σαράντα κόμματα και κομματίδια που κατέβηκαν σε αυτές τις ευρωεκλογές, τα τριάντα τρία, έλαβαν ποσοστό κάτω του 3% , συγκεντρώνοντας όμως ένα σχετικά σημαντικό ποσοστό των εκλογέων – μία ακόμα ένδειξη για την έλλειψη μεγάλων και πλειοψηφικών ρευμάτων στην ελληνική κοινωνία. Θα λέγαμε πως οι κυβερνητικοί αποδοκιμάστηκαν αλλά οι αντικυβερνητικοί δεν έπεισαν με αποτέλεσμα να επιταθεί η διασπορά και η διάχυση. Εντυπωσιακό είναι το ποσοστό που καταφέρνει να αποσπάσει ο Καρατζαφέρης, με το 2,7% που κέρδισε σε μια προεκλογική εκστρατεία ολίγων εβδομάδων, λειτουργώντας ως μια εν δυνάμει εφεδρεία της κυβερνητικής δεξιάς. Σημαντικό επίσης και ανέλπιστο ήταν το ποσοστό του Χατζημαρκάκη, μιας αστείας προσωπικότητας, που όμως κατόρθωσε να ξεπεράσει τον ακόμα πιο αστείο Τζήμερο και άλλους Σκυλακάκηδες. Οι Οικολόγοι Πράσινοι, στους οποίους επιχειρήθηκε μία στροφή έξω από τα παραδοσιακά μονοπάτια του εθνομηδενιστικού ευρωπαϊσμού τους, εν τέλει διασπάστηκαν, εμφανίστηκαν με δύο ψηφοδέλτια, και προβάλλοντας ένα εντελώς συγκεχυμένο προφίλ απέτυχαν και στις δύο εκδοχές τους (συγκεντρώνοντας 0,9% και 0,5% αντίστοιχα). Τα λεγόμενα «κόμματα της δραχμής», «Σχέδιο Β, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΕΠΑΜ, ΔΡΑΧΜΗ», κλπ, στο προνομιακό γι’ αυτά πεδίο των ευρωεκλογών, δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν το 2,5%, στο σύνολό τους, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πως η «επαναστατική»  πλειοδοσία σε μία κατεύθυνση που δεν έχει καμία σχέση με τις γεωπολιτικές πραγματικότητες της χώρας, δεν έχει καμία πιθανότητα πλέον.
Το μέτωπο
Η συγκρότηση του πατριωτικού - κοινωνικού - οικολογικού και δημοκρατικού μετώπου που έχει ανάγκη η χώρα θα μπορούσε να επιταχυνθεί εάν υπήρχε ένας διακριτός ιδεολογικοπολιτικός πόλος ικανός να επιταχύνει τις εξελίξεις στο ΣΥΡΙΖΑ και στην πολιτική ζωή της χώρας γενικά. Κατά τον ίδιο τρόπο που οι εσωτερικοί «ελεγκτές» της πολιτικής ορθότητας θεωρούν αποφασιστικής σημασίας, την ύπαρξη κομμάτων της συστημικής κεντροαριστεράς, για να μπορούν να ελέγχουν τόσο τη δεξιά (βλέπε συγκυβέρνηση) όσο και την αριστερά (ιδεολογικά και πολιτικά), η ύπαρξη ενός αντισυστημικού πατριωτικού πόλου θα μπορούσε να επηρεάσει καθοριστικά τις εξελίξεις στο σύνολο της αριστεράς αλλά και της κοινωνίας γενικότερα και να αφαιρέσει ταυτόχρονα το έδαφος κάτω από τα πόδια του ναζιστικού μορφώματος.
Γι’ αυτό, και οι αντίπαλοί μας κάνουν ότι μπορούν για να μην συγκροτηθεί τέτοιος πόλος (συκοφαντώντας προβοκάροντας, αποκλείοντας, προβάλλοντας τις πιο αστείες και ελεγχόμενες μορφές αυτού του χώρου έτσι ώστε να μείνει ανήμπορος μεταξύ του αντιφατικού χαρακτήρα των ΑΝΕΛ, και του …. «Σχεδίου Β» του Αλαβάνου. Προφανώς λοιπόν, για άλλη μια φορά αυτό το αίτημα τίθεται ακόμα  πιο επιτακτικά. Και την επόμενη περίοδο θα πρέπει να παλέψουμε γι’ αυτό, αξιοποιώντας και δυνάμεις που αναδύθηκαν τόσο μέσα από τις αυτοδιοικητικές, όσο και τις ευρωπαϊκές εκλογές. Αλλά σε αυτό το ζήτημα θα χρειαστεί να επανέλθουμε τις επόμενες ημέρες.

Πηγή: www.ardin-rixi.gr
https://mail.google.com/mail/images/cleardot.gif