Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

29η Μαίου 1453: Ημέρα μνήμης για τους Ελληνες και τους Ευρωπαίους - του Θόδωρου Μπατρακούλη



  29η Μαίου 1453: Ημέρα μνήμης για τους Ελληνες και τους Ευρωπαίους*

        Η 29η Μαίου θεωρείται αποφράδα ημέρα για τον Ελληνισμό. Επέτειος της δεύτερης Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Η ονειρεμένη και αξιοζήλευτη Πόλη, η «Βασιλίς των πόλεων» εάλω το 1453 από τους Οθωμανούς Τούρκους με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’ Φατίχ (Πορθητή)[1]. Ομως η Κωνσταντινούπολη ποτέ δεν έσβησε από τις καρδιές των απανταχού Ελλήνων. Και η 29η Μαίου συνιστά μέρα μνήμης και προβληματισμού για τους Ελληνες αλλά και για τους Ευρωπαίους. Η ιστορία της Κωνσταντινουπόλεως αποτελεί θεμελιώδους σημασίας μέρος της πολύπτυχης ιστορίας της Μεσαιωνικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας, τόσο των περιόδων της ακμής της όσο και των φάσεων της παρακμής της.
      Μετά την κατάρρευση του δυτικού τμήματος της Ρωμαïκής Αυτοκρατορίας, η διατήρηση του ανατολικού τμήματός της (Βυζαντινή Αυτοκρατορία) είχε πολύ σπουδαίες ιστορικές συνέπειες. Στο απόγειο της ακμής της, η Ανατολική Ρωμαïκή αυτοκρατορία εκτεινόταν από την Ιλλυρία και την Τριπολίτιδα, στα Δυτικά, μέχρι τις παρυφές του Καυκάσου και του Ευφράτη, στα Ανατολικά. Ηδη από την εποχή του Ιουστινιανού (527-565 μ.Χ.), η «κοινή» ελληνική αποτελούσε τη γλώσσα όχι μόνο της ιθύνουσας «ελίτ» αλλά και της πλειοψηφίας των κατοίκων της και επικράτησε κατά αδιαφιλονίκητο τρόπο στο σύνολο της Επικράτειας από την εποχή του Ηρακλείου (610-641). Η πολιτισμική επιρροή της Μεσαιωνικής Ελληνορωμαïκής Αυτοκρατορίας - πρώτη ευρωπαïκή αυτοκρατορία κατά το λόγο του Πολ Βαλερί  - εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη. Σύμφωνα με τον σπουδαίο Γάλλο βυζαντινολόγο Πωλ Λεμέρλ, η τιμή για την επιβίωση του αρχαίου προτύπου ανήκει, κατά πολύ μεγάλο μέρος, «στη χιλιετία…στη διάρκεια της οποίας ένα κράτος ελληνικό, που μιλούσε ελληνικά και η πρωτεύουσά του ήταν στην Κωνσταντινούπολη διατήρησε την έννοια του δικαίου, την έννοια του νόμου, την έννοια της πόλεως και ενός ορισμένου τρόπου ζωής εν κοινωνία, καθώς και την έννοια της ηθικής, υπό κοινωνική αλλά και ατομική έννοια, και τέλος την έννοια της μόρφωσης, με μια λέξη: τον πολιτισμό»[2].
Η Βυζαντινή (Ελληνορωμαïκή) αυτοκρατορία απορρόφησε τους Σλάβους, των οποίων η εγκατάσταση μετά τις επιδρομές τους[3] του 7ου αιώνα αποτέλεσε μια σημαντική δημογραφική ενίσχυση των πληθυσμών της Χερσονήσου του Αίμου. Ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (β. 886-912) αναφέρει χαρακτηριστικά στα «Βασιλικά» ότι ο πατέρας του, ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών (β. 867-886) είχε εξελληνίσει τους ανυπότακτους Σλάβους των βαλκανικών Σκλαβηνιών σε τέτοιο βαθμό «ώστε να θεωρούν πλέον τους εχθρούς των Ρωμαίων δικούς τους εχθρούς»[4]. Ωστόσο, το Βυζάντιο αναγκάστηκε και στους μεταγενέστερους  χρόνους να διεξαγαγάγει πολέμους εναντίον ορθόδοξων και σλαβικών λαών. Ο τσάρος των Βουλγάρων Συμεών απέκτησε μεγάλη ισχύ, πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη (913), κατέλαβε την Αδριανούπολη και προέλασε μέχρι την Κόρινθο (918)[5]. Για να εξουδετερώσουν αυτόν τον ιδιαίτερα επικίνδυνο αντίπαλο, οι Βυζαντινοί χρειάστηκε να προκαλέσουν την σύγκρουσή του με τους Κροάτες και τους Σέρβους, υπάγοντας οριστικά τους δύο αυτούς λαούς στην αυτοκρατορική τροχιά. Ο Ιωάννης Τσιμισκής, μετά τη νίκη του επί του Ρώσου πρίγκιπα του Κιέβου Σβιατοσλάβου Α΄, επωφελούμενος από την εσωτερική αναταραχή στη Βουλγαρία, προσάρτησε τη χώρα το 972. Η τελευταία πράξη αυτής της περιόδου στην αναμέτρηση Βυζαντινών και Βουλγάρων παίχθηκε κατά την βασιλεία του Βασιλείου Β΄[6]. Οπωσδήποτε, οι Σλάβοι της Ν/Α Ευρώπης θεωρήθηκαν και έγιναν σε σημαντική έκταση μαχητές της «Ορθοδοξίας»[7].
          Εξάλλου, θεωρείται ότι η μεσαιωνική Ελληνορωμαïκή αυτοκρατορία μπόρεσε να ενσωματώσει στην Ευρώπη τους λαούς τους οποίους εκχριστιάνισε, ειδικά τους Σλάβους[8]. Σύμφωνα με μιά ορισμένη ιστορική προσέγγιση, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ιδιαίτερα τα Βαλκάνια αποτέλεσαν μέρη αυτού του γεωπολιτισμικού πλέγματος που ονομάστηκε «Βυζαντινή Κοινοπολιτεία» (Byzantine Commonwealth). Επρόκειτο για μια χωρική ζώνη που, παρά την ποικιλότητά της, χαρακτηριζόταν από σημαντικό αριθμό κοινών πολιτισμικών και πνευματικών γνωρισμάτων[9]. Και στις μέρες μας, στα Βαλκάνια, η πραγματικότητα που αποδίδεται από τον όρο ‘‘Βυζάντιο’’ (δηλαδή την Ανατολική Ελληνική-ρωμαïκή αυτοκρατορία) και τα σχετικά επίθετα έχει εμφανιστεί σαν να αποτελεί ένα είδος «μυστικού τοπίου». Στα εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας, της Αλβανίας, της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) υπάρχουν δεκάδες ορθόδοξοι ναοί και μνημεία της βυζαντινής περιόδου.
Πότε εμφανίστηκε ως γεωπολιτική-γεωπολιτισμική έννοια η «Νοτιο-ανατολική Ευρώπη», ο χώρος που ονομάζεται συχνά και «Βαλκάνια» (Βαλκανική Χερσόνησος); Αφετηρία γιά ορισμένους ιστορικούς ήταν ο 5ος αιώνας μ.Χ., και σύμφωνα με άλλους το Σχίσμα των χριστιανικών Εκκλησιών του 1054. Στους μεταξύ των δύο αυτών ορίων χρόνους, η πολιτική και οικονομική ενότητα της υπό εξέταση ευρείας περιοχής είχε εξασφαλισθεί από την αυτοκρατορική εξουσία, καθώς και από αυτό που επικράτησε να ονομάζεται «Βυζαντινός πολιτισμός»[10]. Ενας τομέας που είναι δυνατό να θεωρηθεί ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της οικονομικής/πολιτιστικής κοινότητας των λαών της Βαλκανικής, υπήρξε το δίκαιο των ιδιωτικών σχέσεων των Ορθοδόξων Χριστιανών υπηκόων των Οθωμανών σουλτάνων. Μετά το 1453, το βυζαντινό (ελληνορωμαïκό) ιδιωτικό δίκαιο παρέμεινε σε ισχύ - κατ’αρχάς χάρη στα δικαστικά προνόμια του κλήρου. Σε μεταγενέστερο χρόνο, οι οθωμανικές αρχές αναγνώρισαν δικαστική αρμοδιότητα και στις κοσμικές αρχές των ελληνικών κοινοτήτων καθώς και σε επαγγελματικές συντεχνίες[11].
         Από το 1000 μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα έλαβε χώρα μια ουσιώδης αλλαγή του τύπου εμπορίας και συνακόλουθα της αστικής ζωής στη Δυτική Ευρώπη. Σημειώθηκε διάνοιξη εμπορικών δρόμων από την Ανατολή προς την Ιταλία και από την τελευταία προς τις δυτικότερες περιοχές της Ευρώπης. Οι «Σταυροφορίες», οι οποίες βασίστηκαν στη ναυτική δύναμη των ιταλικών πόλεων-κρατών, εγκαινίασαν μια νέα φάση στο (δυτικο)ευρωπαïκό εμπόριο. Οι Ιταλοί έγιναν οι κυρίαρχοι θαλασσοπόροι της Ανατολικής Μεσογείου, εκτοπίζοντας τους Ελληνορωμαίους και τους Αραβες.
Οι αντιπαραθέσεις μεταξύ Λατίνων (Δυτικών) Ρωμαιοκαθολικών και Ελληνορωμαίων (Ανατολικών) Ορθοδόξων πήραν μεγαλύτερη ένταση και έκταση με το μεγάλο σχίσμα του 1054. Ο χριστιανικός κόσμος διαιρέθηκε σε δύο παρατάξεις, με επικεφαλής της κάθε μιας τον Πάπα της Ρώμης και τον Οικουμενικό Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Την εν λόγω εποχή, η Ανατολική Ρωμαïκή αυτοκρατορία είχε ήδη πλήρως εξελληνισθεί. Η ελληνική γλώσσα άρχισε σταδιακά να επικρατεί από τον 7ο αιώνα (την εποχή του Ηρακλείου και των διαδόχων του). Η διαμάχη που αναπτύχθηκε μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ελληνορθοδόξων ήταν και πολιτικού και πολιτισμικού χαρακτήρα. Ηταν μια άλλη εκδοχή της παλαιάς διαμάχης μεταξύ Ρώμης και Αθήνας, μεταξύ της Λατινικής Δύσης και της Ελληνικής Ανατολής. Η αμοιβαία αντιπάθεια και εχθρότητα θα κορυφωθεί το 1204, όταν η Δ΄ Σταυροφορία, που υποκινούνταν για εμπορικούς-γεωοικονομικούς λόγους από τους Ενετούς, εκτρέπεται του προορισμού της και, οι Σταυροφόροι, αντί των Ιεροσολύμων, καταλαμβάνουν και λεηλατούν την Κωνσταντινούπολη. Το μίσος των Λατίνων τους ώθησε τότε σε πράξεις ασύλληπτης βαρβαρότητας εναντίον των Ελληνορθοδόξων[12].
Μετά την πρώτη Αλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατακερματίστηκε σε ανεξάρτητα λατινικά και ελληνικά κράτη. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας στερέωσε τη ναυτική πρωτοκαθεδρία και την εμπορική ηγεμονία, που είχε εγκαθιδρύσει στην Αδριατική θάλασσα, στα εδάφη της Ανατολικής Ρωμαïκής αυτοκρατορίας και στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι πόλεις της Βορείου Ιταλίας (προπάντων η Βενετία και, σε μικρότερη έκταση, η  ανταγωνίστριά της Γένουα) και της Γερμανίας κέρδισαν περισσότερα και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την επεκτατική πολιτική της Δύσης στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη και στην Ανατολική Μεσόγειο[13]. Το ισχυρότερο από τα Βυζαντινά κράτη, η αυτοκρατορία της Νικαίας, και μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261), δεν έπαυσε να είναι ένα εδαφικά συρρικνωμένο κράτος, πολιτικά αδύναμο και οικονομικά εξαρτημένο. Είχε καταντήσει σκιά της παλιάς κραταιάς αυτοκρατορίας. Και μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τις δυνάμεις του κράτους της Νίκαιας, τα περισσότερα εδάφη της αυτοκρατορίας ανήκαν πλέον στα ανεξάρτητα βασίλεια των Βουλγάρων και των Σέρβων, στους Ενετούς, στους Γενουάτες και στους Οθωμανούς Τούρκους. Οι τελευταίοι, οι νέοι κατακτητές προερχόμενοι από τον κόσμο των στεπών - που πάτησαν για πρώτη φορά στην Ευρώπη το 1308 -, έμελλαν να δημιουργήσουν μια μεγάλη και μακρόβια αυτοκρατορία, η οποία στην Ευρώπη θα περιλάμβανε όλη τη Βαλκανική.
         Ο ιστορικός Γιάνης Κορδάτος έγραφε σε μονογραφία του: «Στις 29 του Μάη στα 1453, που η ξακουστή πρωτεύουσα του Βυζαντίου έπεσε στα χέρια των Τούρκων, από τη μια μεριά οι βυζαντινοί φεουδάρχες άλλαζαν κυρίαρχο και από την άλλη, τελείωνε η πάλη που άρχισε ανάμεσα σ’Ανατολή και Δύση - ανάμεσα σε Τούρκους και Φράγκους - για την επικράτηση και την κατοχή της Βαλκανικής που ήταν ο δ ρ ό μ ο ς που περνούσαν τα καραβάνια των πραγματευτάδων από την Ευρώπη στην Ασία…»[14]. Μετά την Αλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους, η χαρά των Δυτικών ήταν πολύ προσωρινή. «Γιατί αμέσως οι Φράγκοι είδαν έκπληκτοι ότι οι Τούρκοι θεωρούσαν εχθρούς εξίσου όσους λάτρευαν τον Χριστό και όσους ασπάζονταν τα σανδάλια του διαδόχου του Αποστόλου Πέτρου (του πάπα δηλαδή). Ο Ισίδωρος ο Πελοποννήσιος, ο Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος, ο Ανδρόνικος ο Θεσσαλονικεύς, και άλλοι διέτρεχαν την Ευρώπη κηρύττοντας τον ιερό πόλεμο».[15] Εξάλλου, στο Αιγαίο Πέλαγος, μεταξύ 1456 και 1458, διεξάχθηκαν ναυτικές επιχειρήσεις από τον στόλο της Αγίας Εδρας, οι οποίες γέννησαν ελπίδα στους παρόχθιους χριστιανικούς πληθυσμούς. Αυτοί επωφελήθηκαν για να απευθύνουν μια έκκληση στον Μεγάλο Μάγιστρο του Τάγματος των Οσπιταλιέρων του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ και στον πάπα Κάλλιστο Γ΄. Ο κεφαλικός φόρος (cizye) εμφανίζεται ως το κύριο επιχείρημα που δικαιολογεί την εχθρότητά τους έναντι των Τούρκων.[16] Υπήρξαν στιγμές που στην Ευρώπη άρχισαν να οργανώνονται νέες σταυροφορίες - με αφετηρία την άνοδο στον παπικό θρόνο του Πίου Β΄ (1458-1464) -,[17] και οι θρησκευτικές διαιρέσεις ανάμεσα στους Χριστιανούς μπήκαν σε δεύτερη μοίρα ή και αποσιωπήθηκαν - τουλάχιστον σε επίπεδο μιας σημαντικής μερίδας Ελλήνων διανοητών, οι οποίοι κατέφευγαν στη ρωμαιοκαθολική Δύση καθώς και ηγεμόνων δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Ο άγνωστος συγγραφέας στην 1045 στίχων «Αλωσι Κωνσταντινουπόλεως» - άλλοτε αποδιδόταν στον λαϊκό Ρόδιο ποιητή Εμμανουήλ Γεωργιλά - απεικόνισε παραστατικά το πνεύμα που επικρατούσε τότε στους στίχους του. Επέκρινε τους Βυζαντινούς, διότι «τρία πράγματα εχάλασαν την Ρωμανίαν όλην: ο φθόνος, η φιλαργυρία και η κενή ελπίδα», αλλά και τους Δυτικούς για την αδιαφορία τους.[18] Και δεν παρέλειπε να προτρέψει τη Δύση να συνασπιστεί για να εκδιωχτούν οι Τούρκοι και να απελευθερωθεί η Κωνσταντινούπολη, γιατί δεν ήταν μόνον οικονομικό κέντρο αλλά είχε και θέση σπουδαία στρατηγική θέση:
                «η Πόλις ήτον το σπαθί, η Πόλις το κοντάρι
                 η Πόλις ήτο το κλειδί της Ρωμανίας όλης
                 κ’εκλείδωνε κ’ασφάλιζεν όλη την Ρωμανίαν
                 κ’όλο το Αρχιπέλαγος εσφικτοκλείδωνέτο».[19] 
        Αλλά και πέραν των θρηνωδιών και των παραπόνων των Βυζαντινών Ελλήνων και ορισμένοι ηγεμόνες της Δύσης κατηγόρησαν τον τότε πάπα Νικόλαο Ε΄ ότι από κακεντρέχεια αμέλησε να αποτρέψει την Αλωση. Κάποιοι (ο Φίλιππος ο Καλός, δούκας της Βουργουνδίας, και ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Φρειδερίκος ο Γ΄) έσπευσαν να συναντηθούν και συσκέφτηκαν σχετικά με το εγχείρημα της ανάκτησης της Κωνσταντινούπολης. Όμως, οι προθέσεις του δεν τελεσφόρησαν «από ελεεινές μικροφιλοτιμίες», όπως σημειώνει ο Σάθας, παραπέμποντας στον Γάλλο συγγραφέα Charrière[20]. Την επαύριον της Αλωσης, ο μέγας μάγιστρος του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ που έδρευε στη Ρόδο Ιωάννης ο Λαστίκ έστειλε επιστολές προς όλους τους χριστιανούς ηγεμόνες, στις οποίες τους εξόρκιζε να συστρατευθούν «για να εκδικηθούν για το αίμα που χύθηκε στην Κωνσταντινούπολη εξαιτίας των Τούρκων, και για τη σωτηρία της Ρόδου, του ισχυρότατου αυτού προμαχώνα της χριστιανικής πολιτείας».[21] Ωστόσο, ο πάπας Νικόλαος Ε΄ δεν έδειξε καμμιά προθυμία να υποκινήσει την επιθυμητή σταυροφορία[22].          
         Η ονειρεμένη, άλλοτε κοσμοκράτειρα και αλησμόνητη Πόλη – κύρια εστία της χριστιανοσύνης και του Μεσαιωνικού ελληνισμού, κέντρο ενός πολιτισμού οικουμενικής ακτινοβολίας - πέρασε στις 29 Μαίου 1453 υπό τον έλεγχο των Οθωμανών. Οι Ελληνες, αλλά και οι άλλοι Ευρωπαίοι, οφείλουν να θυμούνται και να αντλούν διδάγματα από την πολύπτυχη ιστορία της Μεσαιωνικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας και την πτώση της. Περισσότερο σήμερα που ο Ελληνισμός πορεύεται γοργά προς μια «μετανεωτερικότητα», χαρακτηριστικά της οποίας είναι η αποκοπή από τις ρίζες, η εθνοαποδόμηση και η άκριτη αποδοχή τρόπου σκέψεως και ζωής που επιδιώκουν να επιβάλλουν τα ιδεολογικά κέντρα της νεοαποικιοκρατικής «παγκοσμιοποίησης».

                                         Θεόδωρος Σ. Μπατρακούλης
                                    Δρ Πανεπιστημίου Paris 8, Νομικός                           

* Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε σε πρώτη μορφή (και πιο σύντομο) στο ηλεκτρονικό περιοδικό Αντίβαρο, Ιούνιος 2007, http://palio.antibaro.gr/national/ mpatrakoulhs_29maiou.php


[1] Ενδεικτικά πρβλ. Αλέξανδρος Πασπάτης, Πολιορκία και Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Οθωμανών εν έτει 1453. Αθήνα: Τυπογραφείο Αδελφών Περρή, 1890. Νικ. Β. Τωμαδάκη, Δούκα-Κριτοβούλου-Σφραντζή-Χαλκοκονδύλη, Περί Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως (1453), Θεσσαλονίκη: Εκδ. Π. Πουρνάρα, 1993. Mιχαήλ Κριτόβουλος, Βυζαντίου Αλωσις; Ξυγγραφή ιστοριών 17,1-72,3 (γνωστό και ως Η ζωή του Μωάμεθ Β΄), Aθήνα: Χαρίσης, 1999. Sir Εdwin Pears, The Destruction of Greek Empire and the Story of the Capture of Constantinople by the Turks, LLB, Demy 8vo, London: Longmanns, 18s nett (ελληνική έκδοση: Η Καταστροφή της Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Η Αλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, Αθήνα: Στοχαστής, 2003).
[2] Paul Lemerle, «Η συνέχεια της ευρωπαïκής συνείδησης», στο Ελένη Αρβελέρ / Maurice  Aymard, Οι Ευρωπαίοι, τόμος Α΄, Αθήνα: Σαββάλας, 2003, σ. 181.
[3] Lοthar Waldmüller, Die Ersten Begegnungen der Slawen mit dem Christentum und den christlichen Völkern vom VI. bis VIII. Jahrhundert, Die Slawen zwichen Byzanz und Abendland, Amsterdam: A. M. Hakkert, 1976, σσ. 123 κ.εξ., 163 κ.εξ., 327 κ.εξ. Μ. Νystazopoulou-Pelekidou, Les Slaves dans l’Empire byzantin, The 17th International Byzantine Congress, Major Papers (Washington D.C., August 3-8, 1986), New York: 1986, σελ. 347 κ.εξ.,  351 κ.εξ. V. Popovic, Aux origines de la slavisation des Balkans: La constitution des premières sklavinies macédoniennes à la fin du VIème siècle, in Comptes rendus de séance de l’Académie des Inscriptions et Belles Lettres, Paris: 1980, pp. 230-257.
[4] Βλ. και Φίλιππος Φιλίππου, ‘‘Ο βυζαντινός Οικουμενισμός και η ιδέα ανεξαρτησίας του Α΄ Βουλγαρικού κράτους πριν τον εκχριστιανισμό’’, Βυζαντινός Δομός τεύχος 5-6 (1991-1992): σσ. 183-188.
[5] Πρβλ. Serge Bernstein / Pierre Milza, Iστορία της Ευρώπης. 1. Από τη Ρωμαïκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαïκά Κράτη, (1997), όπ. π., σ. 73.  
[6] Serge Bernstein / Pierre Milza, Iστορία της Ευρώπης. 1. Από τη Ρωμαïκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαïκά Κράτη, (1997), όπ. παρ., σελ. 74.  
[7] Πρβλ. Alain Ducellier, Byzance et le monde orthodoxe, Paris: Armand Collin, 1986.
[8] Ελένη Αρβελέρ, Βυζάντιο: Η χριστιανική αυτοκρατορία, στο Ε. Αρβελέρ/Μ. Aymard, Οι Ευρωπαίοι. Αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Αναγέννηση, τ΄Α΄, Αθήνα: εκδ. Σαββάλας, 2003, σ. 160.
[9] Ντιμίτρι Oμπολένσκι, H Bυζαντινή Κοινοπολιτεία, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1991, 2 τόμοι.
[10] Πρβλ. Αndré Guillou, Βυζαντινός Πολιτισμός, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1997.
[11] Πρβλ. Νικολάου Γ. Μοσχοβάκης, Το εν Ελλάδι δημόσιον δίκαιον επί Τουρκοκρατίας, εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου Χ.Ν. Φιλαδελφέως, 1882. 
[12] Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή - Η Βυζαντινή ιστορία της Λατινοκρατίας (1204-1261). Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Σπύρος Η. Σπυρόπουλος, Εκδοσεις Ζήτρος 2004. Πρβλ. Μ. Λεφτσένκο, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα: Αναγνωστίδης, 1956, σ. 318. σελ
[13] Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας. 3η Έκδοση (Μετ. Τούλα Δρακοπούλου). Αθήνα: Ψυχογιός. 1988. Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, «Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών», Βυζαντινά, τεύχος 2 (1970): σσ. 37-63. Δημήτρης Κοσμίδης (επιμ.), Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας. Αθήνα: Η Καθημερινή, 1997. Τηλέμαχος Λουγγής, Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, De Administrando Imperio (Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν), μία μέθοδος ανάλυσης. Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1990. Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική, 6ος-11ος αιώνας. 3η Έκδοση, Αθήνα: Ποιότητα, 2001. Λάμπρος Τσακτσίρας / Ζαχαρίας Ορφανουδάκης / Μάρθα Θεοχάρη. Ιστορία Ρωμαϊκή και Βυζαντινή. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, χ.χ. Paul. Κennedy. The Rise and Fall of the Great Powers. 2nd Ed. London: Fontana, 1989.
[14] Γ. Κορδάτος, Εισαγωγή, στο Τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα Εκδόσεις Μπουκουμάνη, 1975, σ. 11-12
[15] Κωνσταντίνος Σάθας, Η Ιστορία της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, Αθήνα: Α. Α. Λιβάνη, Τόμος πρώτος 1453-1570, σ. 21.
[16] Ο Τσιρπανλής επανεξέδωσε το κείμενο αυτού του αιτήματος, συνοδεύοντάς το με μια σπουδαία ιστορική ανάλυση. Ζαχαρίας Τσιρπανλής, «Οι ‘‘ευπρεπείς άνθρωποι’’, το παιδομάζωμα και οι επιχειρήσεις του παπικού στόλου στο Αιγαίο με ορμητήριο τη Ρόδο (1456-1458)», Δωδώνη, 15/1 (1986), σ. 219-259. Η μελέτη επαναδημοσιεύτηκε στο Ζαχαρίας Ν. Τσιρπανλής, Η Ρόδος και οι Νότιες Σποράδες στα χρόνια των Ιωαννιτών Ιπποτών (14ος-16ος αιώνας), Ρόδος: Εκδοση Γραφείου Μεσαιωνικής Πόλης Ρόδου, 1991, σσ. 64-102.    
[17] Πρβλ. Ludwig Pastor, Geschichte der Päpste seit dem Ausgang des Mittelalters (16 τόμοι, 1η έκδοση 1891), History of the popes, from the close of Middle Ages, αγγλική μετάφρ. London: Kegan Paul, Trench, Trubner & Co Ltd, 1900, Vol. III, ιδιαίτ. σ. 44 κεξ, 240-268, 310 κεξ. Ο Γερμανός ιστορικός - καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Innsbruck - και διπλωμάτης της Αυστροουγγαρίας Ludwig von Pastor (1854-1928) στο αξιοσημείωτο πολύτομο αυτό βιβλίο του κάνει λόγο κατ’επανάληψιν για «Ανατολικό Ζήτημα». Εξάλλου, όπως επισημαίνει ο Fernand Braudel, «Όταν η ανακατάληψη από τους Αιγυπτίους του Αγίου Ιωάννη της Ακρας, το 1291, σταμάτησε αυτές τις μεγάλες περιπέτειες στην Ανατολή, η επίκληση των σταυροφοριών θα παρέμενε στη Δύση πνευματική και συναισθηματική ανησυχία ορισμένων, με απροσδόκητες επανεμφανίσεις κατά τον 15ο και 16ο αιώνα… Τον 17ο αιώνα ακόμα υπήρχαν οι «μοναχικοί της σταυροφορίας», όπως τους αποκαλεί ένας ιστορικός, ο Αλφόνς Ντυπρόν, ο οποίος παρακολούθησε μέχρι τον 19ο αιώνα αυτή η έμμονη πίστη, που αναγνωρίζεται μέχρι και τις πρόσφατες αποικιακές περιπέτειες». Fernand Braudel, Grammaire des civilizations, Paris: Flammarion, 1987, σ. 351 (μετάφρ. από τον συγγραφέα του παρόντος).
[18] «Αλωσις Κωνσταντινουπόλεως», στο Γ. Ζώρας, Βυζαντινή Ποίησις, ΒΒ, αρ. 1, Αθήνα, χ. χ. σ. 183.
[19] Κωνσταντίνος Σάθας, Η Ιστορία της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, όπ. π., Τόμος πρώτος, σ. 21 κεξ. Βλ. και Γιάννης Κορδάτος, Εισαγωγή, στο βιβλίο του Τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα Εκδόσεις Μπουκουμάνη, 1975, σ. 11-12.
[20] Εrnest Charrière, Négociations de la France dans le Levant, Paris: Imprimerie Nationale, 1848, τόμος Ι, στον πρόλογο.
[21] Βosio, Istoria della Sacra Religione di San Giovanni Gierosolimitano, Νεάπολη, 1684, Τόμος ΙΙ, σ. 245.
[22] Κ. Σάθας, Η Ιστορία της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, όπ. π., Τόμος πρώτος, σ. 24.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου