Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

29 Μαίου 1453 Ημέρα μνήμης των Ελλήνων και των Ευρωπαίων - του Θόδωρου Μπατρακούλη



  29 Μαίου 1453: Ημέρα μνήμης των Ελλήνων και των Ευρωπαίων*

         29 Μαίου αποφράδα ημέρα για τον Ελληνισμό. Επέτειος της Β΄ Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Η ονειρεμένη και αλησμόνητη Πόλη εάλω το 1453 από τους Οθωμανούς Τούρκους. Ποτέ όμως δεν έσβησε από τις καρδιές των Ελλήνων, για τους οποίους  η μέρα αυτή είναι μέρα μνήμης. Η ιστορία της Βασιλίδος των πόλεων αποτελεί θεμελιώδους σημασίας μέρος της πολύπτυχης ιστορίας της Μεσαιωνικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας, τόσο των περιόδων της ακμής της όσο και των φάσεων της παρακμής της. Σύμφωνα με τον σπουδαίο Γάλλο βυζαντινολόγο Πωλ Λεμέρλ, η τιμή για την επιβίωση του αρχαίου προτύπου ανήκει, κατά πολύ μεγάλο μέρος, «στη χιλιετία…στη διάρκεια της οποίας ένα κράτος ελληνικό, που μιλούσε ελληνικά και η πρωτεύουσά του ήταν στην Κωνσταντινούπολη διατήρησε την έννοια του δικαίου, την έννοια του νόμου, την έννοια της πόλεως και ενός ορισμένου τρόπου ζωής εν κοινωνία, καθώς και την έννοια της ηθικής, υπό κοινωνική αλλά και ατομική έννοια, και τέλος την έννοια της μόρφωσης, με μια λέξη: τον πολιτισμό»[1].
           Μετά την κατάρρευση του δυτικού τμήματος της Ρωμαïκής Αυτοκρατορίας, η διατήρηση του ανατολικού τμήματός της (Βυζαντινή Αυτοκρατορία) είχε πολύ σπουδαίες ιστορικές συνέπειες. Στο απόγειο της ακμής της, η Ανατολική Ρωμαïκή αυτοκρατορία εκτεινόταν από την Ιλλυρία και την Τριπολίτιδα, στα Δυτικά, μέχρι τις παρυφές του Καυκάσου και του Ευφράτη, στα Ανατολικά. Ηδη από την εποχή του Ιουστινιανού (528-565 μ.Χ.), η ‘‘κοινή’’ ελληνική αποτελούσε τη γλώσσα όχι μόνο της ιθύνουσας ‘‘ελίτ’’ αλλά και της πλειοψηφίας των κατοίκων της και επικράτησε κατά αδιαφιλονίκητο τρόπο στο σύνολο της Επικράτειας από την εποχή του Ηρακλείου (610-641). Η πολιτισμική επιρροή της Μεσαιωνικής Ελληνορωμαïκής Αυτοκρατορίας - πρώτη ευρωπαïκή αυτοκρατορία κατά το λόγο του Πολ Βαλερί  - εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη.
 Η Βυζαντινή (Ελληνορωμαïκή) αυτοκρατορία απορρόφησε τους Σλάβους, των οποίων η εγκατάσταση μετά τις επιδρομές τους[2] του 7ου αιώνα αποτέλεσε μια σημαντική δημογραφική ενίσχυση των πληθυσμών της Χερσονήσου του Αίμου. Ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (β. 886-912) αναφέρει χαρακτηριστικά στα ‘‘Βασιλικά’’ ότι ο πατέρας του, ο Βασίλειος Α΄ ο Μακεδών (β. 867-886) είχε εξελληνίσει τους ανυπότακτους Σλάβους των βαλκανικών Σκλαβηνιών σε τέτοιο βαθμό «ώστε να θεωρούν πλέον τους εχθρούς των Ρωμαίων δικούς τους εχθρούς»[3]. Ωστόσο, το Βυζάντιο αναγκάστηκε και στους μεταγενέστερους  χρόνους να διεξαγαγάγει πολέμους εναντίον ορθόδοξων και σλαβικών λαών. Ο τσάρος των Βουλγάρων Συμεών απέκτησε μεγάλη ισχύ, πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη (913), κατέλαβε την Αδριανούπολη και προέλασε μέχρι την Κόρινθο (918)[4]. Για να εξουδετερώσουν αυτόν τον ιδιαίτερα επικίνδυνο αντίπαλο, οι Βυζαντινοί χρειάστηκε να προκαλέσουν την σύγκρουσή του με τους Κροάτες και τους Σέρβους, υπάγοντας οριστικά τους δύο αυτούς λαούς στην αυτοκρατορική τροχιά. Ο Ιωάννης Τσιμισκής, μετά τη νίκη του επί του Ρώσου πρίγκιπα του Κιέβου Σβιατοσλάβου Α΄, επωφελούμενος από την εσωτερική αναταραχή στη Βουλγαρία, προσάρτησε τη χώρα το 972. Η τελευταία πράξη αυτής της περιόδου στην αναμέτρηση Βυζαντινών και Βουλγάρων παίχθηκε κατά την βασιλεία του Βασιλείου Β΄[5]. Οπωσδήποτε, οι Σλάβοι της Ν/Α Ευρώπης θεωρήθηκαν και έγιναν σε σημαντική έκταση μαχητές της ‘‘Ορθοδοξίας’’[6].
          Εξάλλου, θεωρείται ότι η μεσαιωνική Ελληνορωμαïκή αυτοκρατορία μπόρεσε να ενσωματώσει στην Ευρώπη τους λαούς τους οποίους εκχριστιάνισε, ειδικά τους Σλάβους[7]. Σύμφωνα με μιά ορισμένη ιστορική προσέγγιση, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ιδιαίτερα τα Βαλκάνια αποτέλεσαν μέρη αυτού του γεωπολιτισμικού πλέγματος που ονομάστηκε ‘‘Βυζαντινή Κοινοπολιτεία’’ (Commonwealth Byzantin). Επρόκειτο για μια χωρική ζώνη που, παρά την ποικιλότητά της, χαρακτηριζόταν από σημαντικό αριθμό κοινών πολιτισμικών και πνευματικών γνωρισμάτων[8]. Και στις μέρες μας, στα Βαλκάνια, η πραγματικότητα που αποδίδεται από τον όρο ‘‘Βυζάντιο’’ (δηλαδή την Ανατολική Ελληνική-ρωμαïκή αυτοκρατορία) και τα σχετικά επίθετα έχει εμφανιστεί σαν να αποτελεί ένα είδος ‘‘μυστικού τοπίου’’. Στα εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας, της Αλβανίας, της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (πΓΔΜ) βλέπει κανείς δεκάδες ορθόδοξους ναούς και μνημεία της βυζαντινής περιόδου.
Πότε εμφανίστηκε ως γεωπολιτική-γεωπολιτισμική έννοια η ‘‘Νοτιο-ανατολική Ευρώπη’’, ο χώρος που ονομάζεται συχνά και ‘‘Βαλκάνια’’ (Βαλκανική); Αφετηρία γιά ορισμένους ιστορικούς ήταν ο 5ος αιώνας μ.Χ., και σύμφωνα με άλλους το Σχίσμα των χριστιανικών Εκκλησιών του 1054. Στους μεταξύ των δύο αυτών ορίων χρόνους, η πολιτική και οικονομική ενότητα της υπό εξέταση ευρείας περιοχής είχε εξασφαλισθεί από την αυτοκρατορική εξουσία, καθώς και από αυτό που επικράτησε να ονομάζεται ‘‘Βυζαντινός πολιτισμός’’[9]. Ενας τομέας που είναι δυνατό να θεωρηθεί ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της οικονομικής/πολιτιστικής κοινότητας των λαών της Βαλκανικής, υπήρξε το δίκαιο των ιδιωτικών σχέσεων των Ορθοδόξων Χριστιανών υπηκόων των Οθωμανών σουλτάνων. Μετά το 1453, το βυζαντινό (ελληνορωμαïκό) ιδιωτικό δίκαιο παρέμεινε σε ισχύ - κατ’αρχάς χάρη στα δικαστικά προνόμια του κλήρου. Σε μεταγενέστερο χρόνο, οι οθωμανικές αρχές αναγνώρισαν δικαστική αρμοδιότητα και στις κοσμικές αρχές των ελληνικών κοινοτήτων καθώς και σε επαγγελματικές συντεχνίες[10].
Από το 1000 μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα έλαβε χώρα μια ουσιώδης αλλαγή του τύπου εμπορίας και συνακόλουθα της αστικής ζωής στη Δυτική Ευρώπη. Σημειώθηκε διάνοιξη εμπορικών δρόμων από την Ανατολή προς την Ιταλία και από την τελευταία προς τις δυτικότερες περιοχές της Ευρώπης. Οι ‘‘Σταυροφορίες’’, οι οποίες βασίστηκαν στη ναυτική δύναμη των ιταλικών πόλεων-κρατών, εγκαινίασαν μια νέα φάση στο (δυτικο)ευρωπαïκό εμπόριο. Οι Ιταλοί έγιναν οι κυρίαρχοι θαλασσοπόροι της Ανατολικής Μεσογείου, εκτοπίζοντας τους Ελληνορωμαίους και τους Αραβες.
Οι αντιπαραθέσεις μεταξύ Λατίνων (Δυτικών) Ρωμαιοκαθολικών και Ελληνορωμαίων (Ανατολικών) Ορθοδόξων πήραν μεγαλύτερη ένταση και έκταση με το μεγάλο σχίσμα του 1054. Ο χριστιανικός κόσμος διαιρέθηκε σε δύο παρατάξεις, με επικεφαλής της κάθε μιας τον Πάπα της Ρώμης και τον Οικουμενικό Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Την εν λόγω εποχή, η Ανατολική Ρωμαïκή αυτοκρατορία είχε ήδη πλήρως εξελληνισθεί. Η ελληνική ήταν η επίσημη γλώσσα από τον 7ο αιώνα. Η διαμάχη μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ελληνορθοδόξων ήταν και πολιτική και πολιτισμική. Ηταν μια άλλη εκδοχή της παλαιάς διαμάχης μεταξύ Ρώμης και Αθήνας, μεταξύ της Λατινικής Δύσης και της Ελληνικής Ανατολής. Η αμοιβαία αντιπάθεια και εχθρότητα θα κορυφωθεί το 1204, όταν η Δ΄ Σταυροφορία, που υποκινούνταν για εμπορικούς-γεωοικονομικούς λόγους από τους Ενετούς, εκτρέπεται του προορισμού της και, οι Σταυροφόροι, αντί των Ιεροσολύμων, καταλαμβάνουν και λεηλατούν την Κωνσταντινούπολη. Το μίσος των Λατίνων τους ώθησε τότε σε πράξεις ασύλληπτης βαρβαρότητας εναντίον των Ελληνορθοδόξων[11].
Μετά την πρώτη Αλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατακερματίστηκε σε ανεξάρτητα λατινικά και ελληνικά κράτη. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας στερέωσε τη ναυτική πρωτοκαθεδρία και την εμπορική ηγεμονία, που είχε εγκαθιδρύσει στην Αδριατική θάλασσα, στα εδάφη της Ανατολικής Ρωμαïκής αυτοκρατορίας και στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι πόλεις της Βορείου Ιταλίας (προπάντων η Βενετία και, σε μικρότερη έκταση, η  ανταγωνίστριά της Γένουα) και της Γερμανίας κέρδισαν περισσότερα και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την επεκτατική πολιτική της Δύσης στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη και στην Ανατολική Μεσόγειο[12]. Το ισχυρότερο από τα Βυζαντινά κράτη, η αυτοκρατορία της Νικαίας, και μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261), δεν έπαυσε να είναι ένα εδαφικά συρρικνωμένο κράτος, πολιτικά αδύναμο και οικονομικά εξαρτημένο. Είχε καταντήσει σκιά της παλιάς κραταιάς αυτοκρατορίας. Και μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τις δυνάμεις του κράτους της Νίκαιας, τα περισσότερα εδάφη της αυτοκρατορίας ανήκαν πλέον στα ανεξάρτητα βασίλεια των Βουλγάρων και των Σέρβων, στους Ενετούς, στους Γενουάτες και στους Οθωμανούς Τούρκους. Οι τελευταίοι, οι νέοι κατακτητές προερχόμενοι από τον κόσμο των στεπών - που πάτησαν για πρώτη φορά στην Ευρώπη το 1308 -, έμελλαν να δημιουργήσουν μια μεγάλη και μακρόβια αυτοκρατορία, η οποία στην Ευρώπη θα περιλάμβανε όλη τη Βαλκανική.
         Ο Γιάννης Κορδάτος έγραφε σε μονογραφία του: «Στις 29 του Μάη στα 1453, που η ξακουστή πρωτεύουσα του Βυζαντίου έπεσε στα χέρια των Τούρκων, από τη μια μεριά οι βυζαντινοί φεουδάρχες άλλαζαν κυρίαρχο και από την άλλη, τελείωνε η πάλη που άρχισε ανάμεσα σ’Ανατολή και Δύση - ανάμεσα σε Τούρκους και Φράγκους - για την επικράτηση και την κατοχή της Βαλκανικής που ήταν ο δ ρ ό μ ο ς που περνούσαν τα καραβάνια των πραγματευτάδων από την Ευρώπη στην Ασία…».[13] Μετά την Αλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους, η χαρά των Δυτικών ήταν πολύ προσωρινή. «Γιατί αμέσως οι Φράγκοι είδαν έκπληκτοι ότι οι Τούρκοι θεωρούσαν εχθρούς εξίσου όσους λάτρευαν τον Χριστό και όσους ασπάζονταν τα σανδάλια του διαδόχου του Αποστόλου Πέτρου (του πάπα δηλαδή). Ο Ισίδωρος ο Πελοποννήσιος, ο Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος, ο Ανδρόνικος ο Θεσσαλονικεύς, και άλλοι διέτρεχαν την Ευρώπη κηρύττοντας τον ιερό πόλεμο».[14] Εξάλλου, στο Αιγαίο Πέλαγος, μεταξύ 1456 και 1458, διεξάχθηκαν ναυτικές επιχειρήσεις από τον στόλο της Αγίας Εδρας, οι οποίες γέννησαν ελπίδα στους παρόχθιους χριστιανικούς πληθυσμούς. Αυτοί επωφελήθηκαν για να απευθύνουν μια έκκληση στον Μεγάλο Μάγιστρο του Τάγματος των Οσπιταλιέρων του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ και στον πάπα Κάλλιστο Γ΄. Ο κεφαλικός φόρος (cizye) εμφανίζεται ως το κύριο επιχείρημα που δικαιολογεί την εχθρότητά τους έναντι των Τούρκων.[15] Υπήρξαν στιγμές που στην Ευρώπη άρχισαν να οργανώνονται νέες σταυροφορίες - με αφετηρία την άνοδο στον παπικό θρόνο του Πίου Β΄ (1458-1464) -,[16] και οι θρησκευτικές διαιρέσεις ανάμεσα στους Χριστιανούς μπήκαν σε δεύτερη μοίρα ή και αποσιωπήθηκαν - τουλάχιστον σε επίπεδο μιας σημαντικής μερίδας Ελλήνων διανοητών, οι οποίοι κατέφευγαν στη ρωμαιοκαθολική Δύση καθώς και ηγεμόνων δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Ο άγνωστος συγγραφέας στην 1045 στίχων «Αλωσι Κωνσταντινουπόλεως» - άλλοτε αποδιδόταν στον λαϊκό Ρόδιο ποιητή Εμμανουήλ Γεωργιλά - απεικόνισε παραστατικά το πνεύμα που επικρατούσε τότε στους στίχους του. Επέκρινε τους Βυζαντινούς, διότι «τρία πράγματα εχάλασαν την Ρωμανίαν όλην: ο φθόνος, η φιλαργυρία και η κενή ελπίδα», αλλά και τους Δυτικούς για την αδιαφορία τους.[17] Και δεν παρέλειπε να προτρέψει τη Δύση να συνασπιστεί για να εκδιωχτούν οι Τούρκοι και να απελευθερωθεί η Κωνσταντινούπολη, γιατί δεν ήταν μόνον οικονομικό κέντρο αλλά είχε και θέση σπουδαία στρατηγική θέση:
                «η Πόλις ήτον το σπαθί, η Πόλις το κοντάρι
                 η Πόλις ήτο το κλειδί της Ρωμανίας όλης
                 κ’εκλείδωνε κ’ασφάλιζεν όλη την Ρωμανίαν
                 κ’όλο το Αρχιπέλαγος εσφικτοκλείδωνέτο».[18] 
        Αλλά και πέραν των θρηνωδιών και των παραπόνων των Βυζαντινών Ελλήνων και ορισμένοι ηγεμόνες της Δύσης κατηγόρησαν τον τότε πάπα Νικόλαο Ε΄ ότι από κακεντρέχεια αμέλησε να αποτρέψει την Αλωση. Κάποιοι (ο Φίλιππος ο Καλός, δούκας της Βουργουνδίας, και ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Φρειδερίκος ο Γ΄) έσπευσαν να συναντηθούν και συσκέφτηκαν σχετικά με το εγχείρημα της ανάκτησης της Κωνσταντινούπολης. Όμως, οι προθέσεις του δεν τελεσφόρησαν «από ελεεινές μικροφιλοτιμίες», όπως σημειώνει ο Σάθας, παραπέμποντας στον Γάλλο συγγραφέα Charrière[19]. Την επαύριον της Αλωσης, ο μέγας μάγιστρος του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ που έδρευε στη Ρόδο Ιωάννης ο Λαστίκ έστειλε επιστολές προς όλους τους χριστιανούς ηγεμόνες, στις οποίες τους εξόρκιζε να συστρατευθούν «για να εκδικηθούν για το αίμα που χύθηκε στην Κωνσταντινούπολη εξαιτίας των Τούρκων, και για τη σωτηρία της Ρόδου, του ισχυρότατου αυτού προμαχώνα της χριστιανικής πολιτείας».[20] Ωστόσο, ο πάπας Νικόλαος Ε΄ δεν έδειξε καμμιά προθυμία να υποκινήσει την επιθυμητή σταυροφορία[21].          
          Η ονειρεμένη και αλησμόνητη Πόλη - κέντρο ενός πολιτισμού οικουμενικής ακτινοβολίας, κυρίως για τον χριστιανικό κόσμο - έπεσε στις 29 Μαίου 1453 στα χέρια των Οθωμανών. Οι Ελληνες, αλλά και οι άλλοι Ευρωπαίοι, οφείλουν να θυμούνται και να αντλούν διδάγματα από την πολύπτυχη ιστορία της Μεσαιωνικής Ελληνικής Αυτοκρατορίας και την πτώση της. Περισσότερο σήμερα που ο Ελληνισμός πορεύεται γοργά προς τη «μετανεωτερικότητα», χαρακτηριστικά της οποίας είναι η αποκοπή από τις ρίζες, η εθνοαποδόμηση και η άκριτη αποδοχή τρόπου σκέψεως και ζωής που επιδιώκουν να επιβάλλουν τα ιδεολογικά κέντρα της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης.

                                         Θεόδωρος Σ. Μπατρακούλης
                                    Δρ Πανεπιστημίου Paris 8, Νομικός
                                 http://theodorosbatrakoulis.blogspot.com

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε σε πρώτη μορφή (και πιο σύντομο) στο ηλεκτρονικό περιοδικό Αντίβαρο, Ιούνιος 2007, http://palio.antibaro.gr/national/ mpatrakoulhs_29maiou.php
. Το περιεχόμενο του παρόντος κειμένου αποτελεί προδημοσίευση από το βιβλίο Ευρωπαική πολιτική και Ανατολικά Ζητήματα.  Εθνικές στρατηγικές, σύνορα, μειονότητες, ενεργειακοί πόροι, που πρόκειται να κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες, μέσα στο 2013.


[1] Paul Lemerle, ‘‘Η συνέχεια της ευρωπαïκής συνείδησης’’, στο Ελένη Αρβελέρ / Maurice  Aymard, Οι Ευρωπαίοι, τόμος Α΄, Αθήνα: Σαββάλας, 2003, σ. 181.
[2] V.L. Waldmüller, Die Ersten Begegnungen der Slawen mit dem Christentum und den christlichen Vlkern vom VI. bis VIII. Jahrhundert, Die Slawen zwichen Byzanz und Abendland, Amsterdam: 1976, σελ. 123 κ.επ., 163 κ.επ., 327 κ. εξ. Μ. Νystazopoulou-Pelekidou, Les Slaves dans l’Empire byzantin, The 17th International Byzantine Congress, Major Papers (Washington D.C., August 3-8, 1986), New York: 1986, σελ. 347 κ.εξ.,  351 κ.εξ. V. Popovic, Aux origines de la slavisation des Balkans: La constitution des premières sklavinies macédoniennes à la fin du VIème siècle, in Comptes rendus de séance de l’Académie des Inscriptions et Belles Lettres, Paris: 1980, pp. 230-257.
[3] Βλ. και Φίλιππος Φιλίππου, ‘‘Ο βυζαντινός Οικουμενισμός και η ιδέα ανεξαρτησίας του Α΄ Βουλγαρικού κράτους πριν τον εκχριστιανισμό’’, Βυζαντινός Δομός τεύχος 5-6 (1991-1992): σσ. 183-188.
[4] Πρβλ. Serge Bernstein / Pierre Milza, Iστορία της Ευρώπης. 1. Από τη Ρωμαïκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαïκά Κράτη, (1997), όπ. παρ., σελ. 73.  
[5] Serge Bernstein / Pierre Milza. Iστορία της Ευρώπης. 1. Από τη Ρωμαïκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαïκά Κράτη, (1997), όπ. παρ., σελ. 74.  
[6] Πρβλ. Alain Ducellier, Byzance et le monde orthodoxe, Paris: Armand Collin, 1986.
[7] Ε. Αρβελέρ, Βυζάντιο: Η χριστιανική αυτοκρατορία, στο Ε. Αρβελέρ/Μ. Aymard, Οι Ευρωπαίοι. Αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Αναγέννηση, τ΄Α΄, Αθήνα: εκδ. Σαββάλας, 2003, σ. 160.
[8] Ντιμίτρι Oμπολένσκι, H Bυζαντινή Κοινοπολιτεία, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1991, 2 τόμοι.
[9] Πρβλ. Αndré Guillou, Βυζαντινός Πολιτισμός, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1997.
[10] Βλ. και Ν. Μοσχοβάκης, Το εν Ελλάδι δημόσιον δίκαιον επί Τουρκοκρατίας, Αθήναι: 1882. 
[11] Βλ. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή - Η Βυζαντινή ιστορία της Λατινοκρατίας (1204-1261). Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Σπύρος Η. Σπυρόπουλος, Εκδοσεις Ζήτρος 2004. Βλ. και Μ. Λεφτσένκο, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα: Αναγνωστίδης, 1956, σ. 318. σελ
[12] Bλ. Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας. 3η Έκδοση (Μετ. Τούλα Δρακοπούλου). Αθήνα: Ψυχογιός. 1988. Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, ‘‘Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών’’, Βυζαντινά, τεύχος 2 (1970): σελ. 37-63. Δημήτρης Κοσμίδης (επιμ.), Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας. Αθήνα: Η Καθημερινή, 1997. Τηλέμαχος Λουγγής. Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, De Administrando Imperio (Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν), μία μέθοδος ανάλυσης. Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1990. Χαράλαμπος Παπασωτηρίου. Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική, 6ος-11ος αιώνας. 3η Έκδοση, Αθήνα: Ποιότητα, 2001. Λάμπρος Τσακτσίρας / Ζαχαρίας Ορφανουδάκης / Μάρθα Θεοχάρη. Ιστορία Ρωμαϊκή και Βυζαντινή. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, χ.χ. Paul. Κennedy. The Rise and Fall of the Great Powers. 2nd Ed. London: Fontana, 1989.
[13] Γ. Κορδάτος, Εισαγωγή, στο βιβλίο του Τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα Εκδόσεις Μπουκουμάνη, 1975, σ. 11-12
[14] Κωνσταντίνος Σάθας, Η Ιστορία της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, Αθήνα: Α. Α. Λιβάνη, Τόμος πρώτος 1453-1570, σ. 21.
[15] Ο Τσιρπανλής επανεξέδωσε το κείμενο αυτού του αιτήματος, συνοδεύοντάς το με μια σπουδαία ιστορική ανάλυση. Βλ. Ζαχαρίας Τσιρπανλής, «Οι ‘‘ευπρεπείς άνθρωποι’’, το παιδομάζωμα και οι επιχειρήσεις του παπικού στόλου στο Αιγαίο με ορμητήριο τη Ρόδο (1456-1458)», Δωδώνη, 15/1 (1986), σ. 219-259. Η μελέτη επαναδημοσιεύτηκε στο Ζαχαρίας Ν. Τσιρπανλής, Η Ρόδος και οι Νότιες Σποράδες στα χρόνια των Ιωαννιτών Ιπποτών (14ος-16ος αιώνας), Ρόδος: Εκδοση Γραφείου Μεσαιωνικής Πόλης Ρόδου, 1991, σ. 64-102.    
[16] Βλ. και Ludwig Pastor, Geschichte der Päpste seit dem Ausgang des Mittelalters (16 τόμοι, 1η έκδοση 1891), History of the popes, from the close of Middle Ages, αγγλική μετάφρ. London: Kegan Paul, Trench, Trubner & Co Ltd, 1900, Vol. III, ιδιαίτ. σ. 44 κεξ, 240-268, 310 κεξ. Ο Γερμανός ιστορικός - καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Innsbruck - και διπλωμάτης της Αυστροουγγαρίας Ludwig von Pastor (1854-1928) στο αξιοσημείωτο πολύτομο αυτό βιβλίο του κάνει λόγο κατ’επανάληψιν για «Ανατολικό Ζήτημα». Εξάλλου, όπως επισημαίνει ο Fernand Braudel, «Όταν η ανακατάληψη από τους Αιγυπτίους του Αγίου Ιωάννη της Ακρας, το 1291, σταμάτησε αυτές τις μεγάλες περιπέτειες στην Ανατολή, η επίκληση των σταυροφοριών θα παρέμενε στη Δύση πνευματική και συναισθηματική ανησυχία ορισμένων, με απροσδόκητες επανεμφανίσεις κατά τον 15ο και 16ο αιώνα… Τον 17ο αιώνα ακόμα υπήρχαν οι «μοναχικοί της σταυροφορίας», όπως τους αποκαλεί ένας ιστορικός, ο Αλφόνς Ντυπρόν, ο οποίος παρακολούθησε μέχρι τον 19ο αιώνα αυτή η έμμονη πίστη, που αναγνωρίζεται μέχρι και τις πρόσφατες αποικιακές περιπέτειες». Fernand Braudel, Grammaire des civilizations, Paris: Flammarion, 1987, σ. 351 (μετάφρ. από τον συγγραφέα του παρόντος).
[17] «Αλωσις Κωνσταντινουπόλεως», στο Γ. Ζώρας, Βυζαντινή Ποίησις, ΒΒ, αρ. 1, Αθήνα, χ. χ. σ. 183.
[18] Κωνσταντίνος Σάθας, Η Ιστορία της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, όπ. π., Τόμος πρώτος, σ. 21 κεξ. Βλ. και Γιάννης Κορδάτος, Εισαγωγή, στο βιβλίο του Τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα Εκδόσεις Μπουκουμάνη, 1975, σ. 11-12.
[19] Εrnest Charrière, Négociations de la France dans le Levant, Paris: Imprimerie Nationale, 1848, τόμος Ι, στον πρόλογο.
[20] Βosio, Istoria della Sacra Religione di San Giovanni Gierosolimitano, Νεάπολη, 1684, Τόμος ΙΙ, σ. 245.
[21] Κ. Σάθας, Η Ιστορία της Τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, όπ. π., Τόμος πρώτος, σ. 24.

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Τα Σκόπια παρακολουθούν τις μετεκλογικές εξελίξεις στη Βουλγαρία

Τα Σκόπια παρακολουθούν τις μετεκλογικές εξελίξεις στη Βουλγαρία


Τα Σκόπια παρακολουθούν τις μετεκλογικές εξελίξεις στη Βουλγαρία

«Οι εξελίξεις για τη δημιουργία της νέας βουλγαρικής κυβέρνησης παρακολουθούνται στενά από τα Σκόπια», γράφει χαρακτηριστικά νοτιοσλαβικό δημοσίευμα σκιαγραφώντας το πολιτικό ενδιαφέρον για τη δημιουργία του νέου βουλγαρικού υπουργικού συμβουλίου.
Το ενδιαφέρον εστιάζεται στη σύνθεση της βουλγαρικής κυβέρνησης και κατά πόσο αυτή θα επηρεάσει τις σχέσεις των δύο χωρών σχετικά με τη συμφωνία καλής γειτονίας.
Νοτιοσλάβοι πολιτικοί πιστεύουν ότι η νέα κυβέρνηση στη Σόφια θα πρέπει να δεσμευθεί για τις σχέσεις καλής γειτονίας.
Το δημοσίευμα σημειώνει ότι λόγω της υπηρεσιακής κυβέρνησης της Σόφιας όλο αυτό το διάστημα το ζήτημα της νέας συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών έχει καθυστερήσει, όπως διαβάζουμε στο Βαλκανικό Περισκόπιο.
«Η προσοχή του βουλγαρικού λαού εξακολουθεί να εστιάζεται στον κύκλο των εκλογών και στη συνέχει οι διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν και πάλι να πάρουν την αναγκαία δυναμική».
Εξάλλου, ο Μπόικο Μπορίσοφ, λίγο πριν παραιτηθεί επισκέφθηκε τα Σκόπια και συναντήθηκε με τον Νίκολα Γκρούεφσκι σε μια προσπάθεια να δείξει ότι και οι δύο χώρες εργάζονται για την επίλυση των εκκρεμών ζητημάτων, σημειώνεται χαρακτηριστικά στο ‘24Βέστι’.
 

Νέο κόμμα Βουλγάρων συμμαχεί με τους Ελληνες στην Αλβανία

Οι Βούλγαροι σε συμμαχία με τους Έλληνες στην Αλβανία

Αναρτήθηκε στις Δευτέρα 13 Μαΐου 2013 20:51


Οι Βούλγαροι σε συμμαχία με τους Έλληνες στην Αλβανία

Ένα νέο κόμμα, το "Κόμμα της Δημοκρατικής Ευημερίας" στην Αλβανία, δηλώνει ότι εκπροσωπεί τους Βουλγάρους και έχει έρθει αντιμέτωπο με τη Σλαβική Συμμαχία για την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση που εκπροσωπεί τη σλαβική μειονότητα και αποτελεί μέλος του συνασπισμού με το Δημοκρατικό Κόμμα του πρωθυπουργού Σαλί Μπερίσα.
Η βουλγαρική κοινότητα αντιπροσωπεύεται στο Κίνημα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, από τον Yzeir Fetahu, ο οποίος είναι αλβανός πολίτης. Έτσι η βουλγαρική κοινότητα στο Τρεμπίστε και στο Ελμπασάν έχει έρθει σε συμμαχία με τον Βαγγέλη Ντούλε, που αντιπροσωπεύει την ελληνική μειονότητα και είναι μέλος του συνασπισμού της αλβανικής αριστεράς.
Αυτή η συνεργασία με το ΚΕΑΔ έχει οδηγήσει σε αντιθέσεις τα δύο κόμματα που αντιπροσωπεύουν τους Βουλγάρους και τους Σλάβους.  Η Σλαβική Συμμαχία του Έντμοντ Τεμέλκο τόνισε ότι το βουλγαρικό κόμμα δεν αντιπροσωπεύει τις περιοχές του Γκόλο Μπάρντο και του Πούστετς, αφού εκεί ζούνε μόνο Σλάβοι.
«Εκφράζουμε τη λύπη μας που το ελληνικό κόμμα ΚΕΑΔ (PBDNJ) έχει ενώσει τους Έλληνες και τους Βούλγαρους κατά της σλαβικής κοινότητας στην Αλβανία. Επίσης, μας λυπεί το γεγονός ότι ορισμένα ιδρύματα από τα Σκόπια, έχουν υποστηρίξει αυτό το κόμμα που είναι εναντίον μας», δήλωσε ο Τεμέλκο.
Το βουλγαρικό Κόμμα της Δημοκρατικής Ευημερίας- PPD, ιδρύθηκε το 1991 και μέχρι σήμερα δεν ήταν ενεργό, αλλά έχει συμπεριληφθεί στο συνασπισμό του ΚΕΑΔ για τις εκλογές της 23ης Ιουνίου, όπως διαβάζουμε στο Βαλκανικό Περισκόπιο.
To PPD είναι γνωστό ότι πρόσκειται στο βουλγαρικό κόμμα του Κρασιμίρ Καρακατσάνοφ το VMRO- BND, το οποίο διένειμε βουλγαρικά διαβατήρια σε Αλβανούς πολίτες των περιοχών που συνορεύουν με τη Νοτιοσλαβία με την προϋπόθεση να δηλώσουν τη βουλγαρική καταγωγή τους, σημειώνει το δημοσίευμα.
 

Αφετηρία για ένα πατριωτικό εναλλακτικό κίνημα - Της Κίνησης Πολιτών Άρδην (Ρήξη φ. 93)

Αφετηρία για ένα πατριωτικό εναλλακτικό κίνημα

Η συζήτηση για την διαμόρφωση ενός αντιστασιακού πολιτικού πόλου προχωράει!
68_sekb
Της Κίνησης Πολιτών Άρδην από τη Ρήξη φ. 93
Βρισκόμαστε πλέον στον τέταρτο χρόνο της σφοδρής ελληνικής κρίσης και όσα έχουν ήδη συμβεί ξεκαθαρίζουν αρκετά την υφή και τον χαρακτήρα της περιόδου που διανύουμε.
1) Η κρίση έτσι όπως εκδηλώθηκε στη χώρα μας από τα τέλη του 2009, ως καθολική πανεθνική κρίση, πυροδότησε τρομακτικά επώδυνες και επικίνδυνες για το μέλλον και την επιβίωση του ελληνικού λαού αλλαγές. Η ελληνική κοινωνία, υπό τους εκβιασμούς της γερμανικής Ευρώπης και των λοιπών ξένων δανειστών, εξαναγκάστηκε σ’ έναν «μεγάλο μετασχηματισμό» μέσα από οδυνηρά για την πλειοψηφία του λαού μέτρα. Πλέον ο νεοελληνικός παρασιτισμός, έτσι όπως εκδηλώθηκε κατά την ύστερη μεταπολίτευση, με το συναινετικό κοινωνικό του πρόσωπο, την αναπαραγωγή των εκτεταμένων μεσοστρωμάτων, τον δικομματισμό και τον διάχυτο μηδενισμό και κοσμοπολιτισμό του, τείνει να καταστεί παρελθόν, αφήνοντάς μας όμως ως παρακαταθήκη μια βαθύτατη σήψη και παρακμή.
2) Στη θέση του ορθώνεται μια φτωχοποιημένη και πολλαπλώς εξαρτώμενη αποικία χρέους, με έντονες και σκληρές ανισότητες, την οποία διευθύνει αυταρχικά ένα κράτος-εντολοδόχος των ξένων πολιτικών επικυρίαρχων, των χρηματιστηρίων και των πολυεθνικών. Μέσα σ’ αυτό, κάθε ιδέα-λάβαρο της παλαιάς εποχής αντιστρέφεται, σαν σε φωτογραφικό είδωλο, στο αντίθετό της: Το τοτέμ του κοσμοπολιτισμού και το «ανήκουμεν εις την Δύση» μεταβλήθηκε στο σκιάχτρο-ιανό νεοθωμανισμού και νέας γερμανικής επικυριαρχίας. Η κίβδηλη ευημερία, σε εκτεταμένη εξαθλίωση της κοινωνικής πλειοψηφίας, και η ξέφρενη κατανάλωση στα πολυκαταστήματα, στον συνωστισμό και τους καβγάδες των συσσιτίων, για μια σακούλα κρεμμύδια. Ο γαλαντόμος πολυπολιτισμός των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, σε γκέτο και αντιπαράθεση, στο πλαίσιο μιας δημογραφικά παρηκμασμένης χώρας της μεθορίου, μεταξύ Δύσης και Ανατολής, σε μια συγκυρία που πραγματοποιείται η μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στην ανθρώπινη ιστορία. Και, βέβαια, η αβάσταχτη ελαφρότητα της εγωκρατίας και της καλοπέρασης έχει δώσει τη θέση της στην αβεβαιότητα και την απελπισία, ενώ ένα μεγάλο μέρος των νέων γενεών ξεριζώνεται και εγκαταλείπει τη χώρα.
3) Όλα αυτά συμβαίνουν εν μέσω μιας παγκόσμιας θύελλας, καθώς το οικονομικό κέντρο βάρους του πλανήτη μετατοπίζεται από τη Δύση στην Ανατολή και τη Λατινική Αμερική, προς στις νέες οικονομικές δυνάμεις (Ρωσία, Κίνα, Βραζιλία, Ινδία, Νότιο Αφρική). Ο παλαιός κόσμος αναδιπλώνεται, η Ευρώπη δείχνει το σκοτεινό της πρόσωπο, ευρισκόμενη σε πορεία μετάβασης προς την αυταρχική λιτότητα, ενώ οι ΗΠΑ εντείνουν την αποσταθεροποίηση στη Μέση Ανατολή, ως μέσο για να αντιμετωπίσουν διά της γεωπολιτικής το οικονομικό συγκριτικό πλεονέκτημα των νεοανερχόμενων παικτών της παγκόσμιας σκακιέρας. Η παλαιά τάξη αποσυντίθεται και η αποσταθεροποίηση γενικεύεται, γεγονός που αφήνει πολλά κενά σε περιφερειακές δυνάμεις, όπως είναι η Τουρκία, να ενδυναμωθούν και να ξεδιπλώσουν ανοιχτά τις δικές τους ηγεμονικές φιλοδοξίες –λέγε με νεοθωμανισμό. Σε αυτό το τοπίο των σαρωτικών ανατροπών, το αμείλικτο γεωπολιτικό ζήτημα που τίθεται για τον λαό μας είναι ότι οι κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται, ενώ εμείς οι ίδιοι βιώνουμε μια πρωτοφανή απώλεια κυριαρχικών κεκτημένων, λόγω της δημοσιονομικής κρίσης και της υπαγωγής μας σε καθεστώς ξένης προστασίας. Το ερώτημα που τίθεται για μας είναι αμείλικτο: Αν στην εποχή της «ισχυρής Ελλάδας στην ισχυρή Ευρώπη» τα εθνικά ζητήματα επέμεναν με τη σφοδρότητα των Ιμίων, του Σχεδίου Ανάν, της συστηματικής τουρκικής παρέμβασης στη Θράκη και των επίμονων διεκδικήσεων στο Αιγαίο, τι θα γίνει τώρα, που οι παγκόσμιες ισορροπίες διαταράσσονται, ισχυροποιείται ο νεοθωμανισμός και η χώρα μας κλυδωνίζεται;
4) Είναι αλήθεια ότι, μέσα σε αυτόν τον πάταγο, ο ελληνικός λαός, αν και επί δεκαετίες εν υπνώσει, αλλοτριωμένος, με τα συλλογικά αντιστασιακά του αντανακλαστικά να ’χουν ατροφήσει από τη χρόνια τηλεδικτατορία, έκανε μια μεγάλη προσπάθεια να αποτρέψει την επέλαση της αποικίας χρέους. Σ’ ένα από τα μαζικότερα κινήματα της μεταπολίτευσης, στις πλατείες της αγανάκτησης, προσπάθησε να κόψει δρόμο και αστραπιαία να δημιουργήσει προϋποθέσεις ανάσχεσης της ελεύθερης πτώσης. Κατάφερε να θέσει στο στόχαστρο τους πραγματικούς εχθρούς, κατονομάζοντας ως κύριους υπαίτιους της κρίσης τους ταγούς του σάπιου ελληνικού πολιτικού συστήματος, ενώ συνέλαβε σε βάθος την ουσία του ζητήματος συνδυάζοντας αιτήματα για εθνική απελευθέρωση, δικαιοσύνη, κοινωνική ισότητα και άμεση δημοκρατία. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου, πως το πιο προωθημένο, μαζικό κίνημα των δεκαετιών, παρέμεινε πολιτικά ανάδελφο, πως η συντριπτική πλειοψηφία των οργανωμένων δυνάμεων, είτε μιλάμε για τα κόμματα και τις οργανώσεις της αριστεράς, είτε για τον διεφθαρμένο, γραφειοκρατικοποιημένο συνδικαλισμό, παρέμειναν στο περιθώριο των κινητοποιήσεων. Δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, καθώς πολύ σωστά, αυθόρμητα, ο κόσμος έκρινε ότι όλοι αυτοί αποτελούν μέρος του προβλήματος και  δεν μπορούν να εμφανιστούν ως αρωγοί σε οποιαδήποτε διαδικασία άρσης του αδιεξόδου.
5) Τι πέτυχε αυτό το κίνημα; Πολλά, αλλά όχι αρκετά. Εξανάγκασε το κατεστημένο σε αναδίπλωση και έριξε στον κάλαθο των αχρήστων της ιστορίας πολλούς από τους μέχρι τότε πρωταγωνιστές του. Διέλυσε τον δικομματισμό και τσάκισε στερεωμένες συμμαχίες δεκαετιών που όριζαν τις τύχες αυτής της χώρας. Εντούτοις δεν έφτασε μέχρι το τέλος του δρόμου, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τη μετάβαση από το πολιτικό σύστημα της παράδοσης και της υποταγής, σ’ ένα νέο αντιστασιακό πολιτικό αστερισμό –και γι’ αυτό σύντομα επικράτησαν οι δυνάμεις της Θερμιδώρ που καιροφυλακτούσαν: Εκφράστηκαν αρχικά μέσω του Παπαδήμου, κι ύστερα από την τρικομματική κυβέρνηση, η οποία ανέλαβε να ολοκληρώσει την μετάβαση από την ύστερη μεταπολίτευση στην αυταρχική αποικία χρέους, όπως είπαμε, φτωχοποιώντας την κοινωνία και υποθηκεύοντας το ίδιο το μέλλον του ελληνισμού.
6) Οι λόγοι της αποτυχίας ήταν πολλοί. Ο κυριότερος, ότι οι λαϊκές κινητοποιήσεις προσέκρουσαν στο σκόπελο των δυνάμεων της ίδιας της υστερομεταπολιτευτικής παρακμής. Στο γεγονός ότι κοινωνία και πολιτική σφαίρα είχαν εξαντληθεί αμετάκλητα και δεν μπόρεσαν να γεννήσουν κανένα συνεκτικό υποκείμενο που θ’ αναλάβει να προχωρήσει την υπόθεση της αντίστασης του λαού ένα βήμα πιο πέρα. Εξάλλου, τα τελευταία είκοσι χρόνια, η μαζική υποκατάσταση των Ελλήνων εργαζομένων από τους ξένους μετανάστες, λαθραίους ή μη, πέρα από τις συνέπειες που μπορεί να έχει στη συνοχή μιας χώρας των συνόρων όπως η δική μας, αλλοίωσε βαθύτατα την ελληνική κοινωνία. Η εργατική τάξη και οι εργάτες γης υποκαταστάθηκαν μαζικά από τους μετανάστες, αποσυνθέτοντας τη συνοχή των εργαζομένων και διαφθείροντας ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, που έμαθε να ζει με υπηρέτες, σε ένα καθεστώς οιονεί δουλοκτησίας.
7) Μετά την αποτυχία των άμεσων λαϊκών κινητοποιήσεων, που υπονομεύτηκαν και από τη δράση των επαγγελματιών της βίας (βλέπε Μαρφίν κ.λπ.) ο ΣΥΡΙΖΑ στάθηκε ο κύριος αποδέκτης της λαϊκής δυσαρέσκειας και αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση, αξιώνοντας να εκφράσει τη ριζική αντίθεση του ελληνικού λαού προς το μνημόνιο. Αποδείχτηκε όμως  ένας νάνος μέσα σε ρούχα γίγαντα, καθώς δεν είναι σε θέση, λόγω της ταξικής του συγκρότησης και της ιδεολογικοπολιτικής του διαμόρφωσης να παίξει τον ρόλο που ο ίδιος διεκδικεί: με μεσοστρωματική και αρκετά εξασφαλισμένη κοινωνικά οργανωτική ραχοκοκαλιά, διαβρωμένος από τον εθνομηδενισμό και την κοσμοπολίτικη αυταπάτη, αρκετά μπλεγμένος στα δίκτυα της εξουσίας κατά το παρελθόν –ιδιαίτερα στους ιδεολογικούς μηχανισμούς, τα ΜΜΕ και το πανεπιστήμιο– δεν μπορεί να εξελιχθεί στο νέο ΕΑΜ. Τόσο για λόγους κοινωνικού-πολιτισμικού χάσματος με την παλιά και τη νέα φτωχολογιά, όσο και για λόγους ιδεολογικούς, καθώς στο παραπέντε της νέας υποδούλωσής μας στη σύμπραξη γερμανικής Ευρώπης και νεοθωμανισμού, πολλοί ανάμεσά τους συζητούν ακόμα για το αν υπάρχουν… Έλληνες και ελληνικό έθνος!
Αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας είναι ότι προσπαθεί να καλύψει το πραγματικό πολιτικό-ιδεολογικό κενό με μακιγιάζ και επικοινωνιακά τερτίπια. Έτσι, ο ίδιος ο πρόεδρός του, αντί να βγει ανοιχτά και να καλέσει σε νέο ΕΑΜ, κηρύσσοντας παρατεταμένο πόλεμο ενάντια στις δυνάμεις της νέας εθνικής υποδούλωσης, επέλεξε τον δρόμο της ψευδοϋπευθυνότητας, εμφανιζόμενος ως «η αριστερά που προσπαθεί να κυβερνήσει». Οπότε, μετά τις εκλογές ακολούθησε ένα ρεσιτάλ διγλωσσίας και παλινδρομήσεων, που υπαγορευόταν από μια ευκαιριακή τακτική η οποία, ελλείψει μιας στρατηγικής βάθους, πότε έδινε έμφαση στο «αριστερά» και πότε στο «μπορεί να κυβερνήσει». Γι’ αυτό και η πορεία του θυμίζει μια αέναη κίνηση εκκρεμούς, που θέτει τον ΣΥΡΙΖΑ πότε σε τροχιά (λεκτικής) ριζοσπαστικοποίησης και πότε σε στάση «υπεύθυνης αντιπολίτευσης», όπως την εννοεί σήμερα ο πολιτικός κόσμος της υποτέλειας, δηλαδή μέσω συναντήσεων με τον Σόιμπλε και τον Φούχτελ, επισκέψεων στις ΗΠΑ και στην Γερμανία, ομιλιών στο Μπρούκινγκς και στα συνέδρια του Εκόνομιστ.
8) Από την άλλη, τα αυτόνομα υποκείμενα των πλατειών και οι νέες αντιμνημονιακές δυνάμεις έπεσαν θύματα της.. αυθεντικότητάς τους, όντας τέκνα μιας κοινωνίας που τελούσε επί δεκαετίες σε συνθήκες κοινωνικής, ιδεολογικής και πολιτιστικής καθίζησης. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοντάψουν στα εμπόδια χιλίων δύο μαγγανειών, τσαρλατάνων και  ψευδοϊδεολογημάτων. Τα οποία είχαν για κοινό τόπο το ότι αυτοπροτείνονταν ως πανάκεια και υπόσχονταν μια ηρωική, αλλά γρήγορη επιστροφή στη χτεσινή ευκολία. Έτσι, σύντομα εκδηλώθηκαν παθογένειες, που συνοδεύουν μέχρι και σήμερα ένα μεγάλο κομμάτι της δημόσιας συζήτησης: Έναν οικονομισμό, που θεωρεί κάθε πρόσφατη κακοδαιμονία λίγο πολύ ως απότοκο μιας συνωμοσίας του διεθνούς κεφαλαίου και των ευρωκρατών, εύκολης να ανατραπεί με τρικ όπως η γενικευμένη στάση πληρωμών ή η επιστροφή στη δραχμή. Κι όλα αυτά με αρκετή δόση μανίας, όπου, κάθε στιγμή που ανακηρυσσόταν ένα «σχέδιο ανατροπής» έπρεπε ντε και καλά να ήταν η στιγμή του «ή τώρα η ποτέ», η οποία συνοδευόταν με θούριους, καλέσματα για άμεσες ανατροπές και χειμερινές εφόδους στ’ ανάκτορα – σε απίστευτο διαζύγιο με την πραγματικότητα, η οποία πάντοτε επέμενε να είναι γκρίζα, μίζερη και καταθλιπτική. Αυτός ακριβώς ο χαρακτήρας, το γεγονός ότι οι αυτόνομες, «νέες δυνάμεις», εκδηλώθηκαν οργανωτικά ως καρικατούρα, προσπερνώντας ζητήματα πολύ καίρια, όπως είναι η συγκρότηση, η ιδεολογική επεξεργασία, η ύπαρξη στρατηγικής και τακτικής, ο βαθμός συνειδητοποίησης του κόσμου και το επίπεδο της Παιδείας του, αποδεικνύουν εν τέλει πόσο ατροφικές υπήρξαν, πόσο λίγο κατάφεραν να κερδίσουν τη βαθύτερη εμπιστοσύνη του κόσμου –πέρα από το να εκφράσουν τον καημό και το άχτι, τη βαθύτερη επιθυμία για εκτόνωση της καταρρακωμένης μας αξιοπρέπειας.
Η άνοδος και η σταθεροποίηση της Χρυσής Αυγής αποτελεί την καλύτερη δυνατή απόδειξη της αποτυχίας των εγχειρημάτων του λεγόμενου αντιμνημονιακού τόξου. Διότι εκφράζει ακριβώς την αρνητική, διεστραμμένη εκδοχή της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Εκείνη που εκφυλίζει το αίτημα για εθνική ανεξαρτησία σε ναζισμό, που εκτονώνει την αγανάκτηση προς το εμφυλιακό σύνδρομο, που καθηλώνει την οργή σε τυφλό, ανθρωποφάγο χουλιγκανισμό, ενισχύοντας τη μετατροπή της κοινωνίας μας σε φατριαστική ζούγκλα, τέλειο συμπλήρωμα της αποικίας χρέους, καθώς όλοι θα αναλώνονται σ’ έναν πόλεμο εναντίον όλων, αφήνοντας τον επικυρίαρχο να κάνει ήσυχος τη δουλειά του.
9) Για τους λόγους αυτούς, δεν κατέστη δυνατή η αποτροπή της προδιαγεγραμμένης πορείας της χώρας προς την υποδούλωση και τη φτωχοποίηση. Κοιτώντας γύρω μας, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή έχει επί της ουσίας συντελεστεί –ακόμη κι αν δεν έχουν εκδηλωθεί σε όλη τους την έκταση οι συνέπειες αυτής της εξέλιξης. Έτσι, τώρα βρισκόμαστε μπροστά σε διαφορετικού τύπου καθήκοντα από αυτά που έθετε ο αντιμνημονιακός αγώνας της πρώτης περιόδου: Πλέον το ζήτημα δεν τίθεται στο να αποτρέψουμε τον νέο ζυγό, αλλά να τον αποτινάξουμε την ίδια στιγμή που αυτός έχει πραγματοποιήσει βαθιές τομές εντός της κοινωνίας και ενώ όλες οι παλιές λύσεις τείνουν να εξαντληθούν. Αυτή η συγκυρία αναδεικνύει τέσσερις κύριες προϋποθέσεις, για το μέγιστο πολιτικό ζήτημα που αντιμετωπίζει σήμερα ο ελληνικός λαός.
Πρώτον, η απάντησή του πρέπει να δοθεί στο κεντρικό πολιτικό πεδίο, από ένα πολιτικό υποκείμενο το οποίο θα συσπειρώνει το μέγιστο δυνατό των κοινωνικών συμμαχιών, συνθέτοντας τα επί μέρους αιτήματά τους στο κύριο αίτημα, αυτό της εθνικής μας απελευθέρωσης και της υπέρβασης της εθνικής παρακμής. Ειδάλλως, στις συνθήκες της γενικευμένης κρίσης που ζούμε, η μία κοινωνική ομάδα στρέφεται εναντίον της άλλης, ενώ οι προδοτικές άρχουσες τάξεις επιβιώνουν μέσα από την τακτική του διαίρει και βασίλευε. Τον τελευταίο καιρό, τα φαινόμενα του κοινωνικού αυτοματισμού δεν είναι λίγα, ενώ πλέον είναι εμφανής η τακτική της κυβέρνησης να απομονώνει μία, προς μία τις κοινωνικές ομάδες και να τις συνθλίβει με την πυγμή της.
Δεύτερον, η απάντησή του πρέπει να διαθέτει υψηλή ιδεολογική επεξεργασία. Αφού η κρίση αποτελεί κοινή συνισταμένη εθνικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών παραμέτρων, τέτοιου τύπου θα πρέπει να είναι και η απάντηση σε αυτή. Μέχρι σήμερα, κάθε απόπειρα του ελληνικού λαού να αντισταθεί είχε ως κύρια αδυναμία της την ιδεολογική ένδεια. Κι όμως, μόνο το οραματικό στοιχείο είναι ικανό να ενεργοποιήσει πλήρως τα αντιστασιακά αντανακλαστικά των Ελλήνων. Σε αυτό το σημείο, η σύνθεση μεταξύ εθνικής ανεξαρτησίας, κοινωνικής χειραφέτησης, άμεσης δημοκρατίας και οικολογίας –σε συνδυασμό με την πολιτιστική και παιδευτική αναγέννηση του ελληνικού λαού, τίθεται ως επιτακτική ανάγκη. Αυτή είναι η πρώτη ύλη που θα συσπειρώσει στο μέγιστο τις λαϊκές δυνάμεις. Η ενότητα του λαού θα πρέπει να έχει ιδεολογική-οραματική βάση, ειδάλλως αποτελεί άλλοθι για ευκαιριακές πολιτικές συμμαχίες, παιχνίδια παραγόντων και πολιτικές απάτες αλά ΠΑΣΟΚ της μεταπολίτευσης, από τις οποίες έχουμε ταλαιπωρηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια.
Τρίτον, η απάντησή του θα πρέπει να δοθεί έξω από τους κύριους παράγοντες του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος. Διότι όλοι έχουν αποδειχθεί φθαρμένοι, εξαντλημένοι και ανίκανοι όχι να προκαλέσουν, αλλά έστω και να συμβάλουν στην πολυπόθητη αναγέννηση: Ο κόσμος της μεταπολίτευσης έχει σαπίσει ολοκληρωτικά και κάθε προσπάθεια που ξεκινάει από αυτόν, ακόμα κι αν έχει καλές προθέσεις, είναι καταδικασμένη να υποστεί τη μετάσταση της παρακμής του. Έτσι, το κύριο βάρος πέφτει σε δυνάμεις που καθ’ όλη την διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου δεν είχαν ενσωματωθεί στο καθεστώς, στην ιδεολογία του και στον πολιτικό κόσμο που είχε κατασκευάσει.
Αυτές οι τρεις κύριες προϋποθέσεις είναι που ενεργοποιούν τη δυνατότητα του δικού μας πολιτικού-ιδεολογικού χώρου να αναλάβει για πρώτη φορά μια κεντρική πολιτική πρωτοβουλία. Διότι, όλες τις προηγούμενες δεκαετίες, υπήρξαμε οι θανάσιμοι εχθροί του εκσυγχρονισμού, του εθνομηδενισμού, του παρασιτισμού, όλου του δικτύου της εξουσίας που ξεκινάει από τη νεοφιλελεύθερη δεξιά και καταλήγει στην κοσμοπολίτικη αριστερά. Έχουμε δε, εδώ και δεκαετίες προβεί σε μια συστηματική ιδεολογική δουλειά, στη βάση της κοινωνίας με έντυπα όπως το Άρδην, η Ρήξη, ο Αντιφωνητής κ.λπ.  και πραγματοποιώντας εκατοντάδες εκδηλώσεις σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, ενώ, όπου ήταν δυνατό, υπήρξε και εκλογική παρουσία σε συνδικάτα ή αυτοδιοικητικές δομές. Η δουλειά αυτή έχει διαμορφώσει την κατάλληλη ιδεολογική βάση πάνω στην οποία μπορούμε να πατήσουμε για να ξεκινήσουμε μια ευρύτερη πολιτική απόπειρα.
10) Αυτή, πρέπει να γίνει με όρους μεθοδικότητας και συστηματικότητας, βήμα το βήμα. Μέχρι τώρα, κι εμείς οι ίδιοι, πιεσμένοι από την τροπή και την ταχύτητα των εξελίξεων, δοκιμάσαμε αμέτρητες φορές να κόψουμε δρόμο μέσα από διάφορες συμμαχίες. Η απόπειρα, η εξέλιξη και η κατάληξη της Σπίθας του Μίκη Θεοδωράκη είναι χαρακτηριστική, γνωστή σε όλους και δεν χρειάζεται να την αναλύσουμε περαιτέρω. Μέσα σε όλα τα άλλα, απέδειξε ότι ο μετασχηματισμός ενός ιδεολογικού πλεονεκτήματος σε πολιτικό σχήμα δεν είναι μια ευθύγραμμη και εύκολη διαδικασία. Άρα θα πρέπει να κινηθούμε με σύνεση και προσοχή.
Γι’ αυτό και επιλέξαμε να ξεκινήσουμε μια συζήτηση με την προοπτική των διπλών εκλογών, δημοτικών και ευρωεκλογών, που θα πραγματοποιηθούν τον Μάιο του 2014. Διότι η φύση της εκλογικής διαδικασίας, που δεν απαιτεί τις δυνάμεις των εθνικών εκλογών, και λειτουργεί επί της ουσίας ως πειραματικό εργαστήριο, μας δίνει τη δυνατότητα να οργανωθούμε, να δικτυωθούμε σε κάθε περιοχή της Ελλάδας, αξιοποιώντας όλη την προηγούμενη δουλειά μας, ώστε να εμφανιστούμε αξιοπρεπώς. Ανοίγουμε επομένως αυτήν τη συζήτηση σήμερα, τον Μάιο του 2013, προκειμένου να διερευνήσουμε τους όρους και τα χαρακτηριστικά του εγχειρήματος. Στόχος μας, να διαμορφώσουμε έναν οδικό χάρτη που θα μας οδηγήσει κατά τα τέλη αυτού του χρόνου σ’ ένα κεντρικό οργανωτικό συνέδριο.

Πηγή     http://ardin-rixi.gr/